- Του Μανώλη Πιµπλή, TA NEA, Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010
- Σαραµάγκου στα πορτογαλικά είναι ένα είδος αγριόχορτου. Που µέχρι τον θάνατό του, την Παρασκευή, φύτρωνε εκεί που δεν το έσπερναν, κυρίως στις αυλές του καθολικισµού και των συντηρητικών κυβερνήσεων
Για την Πορτογαλία υπήρξε ένα µεγάλο πολιτιστικό κεφάλαιο έστω και αν ήρθε συχνά σε σύγκρουση µαζί της. Ιδίως µε την Καθολική Εκκλησία της χώρας, για την οποία υπήρξε ένας επικίνδυνος εχθρός. Γιατί ο Ζοζέ Σαραµάγκου, από την πρώτη µέχρι την τελευταία του συγγραφική στιγµή, δεν σταµάτησε να είναι ένας σφοδρός επικριτής της Εκκλησίας.
Ακόµη και τον Αύγουστο του 2009, που κόντευε να κλείσει τα 87, δηµοσίευσε τον «Κάιν», ένα βιβλίο που πραγµατεύεται µε ειρωνικό τρόπο τη βιβλική αφήγηση για τον φόνο του Αβελ από τον αδελφό του Κάιν και στο οποίο χαρακτηρίζει τη Βίβλο «ένα εγχειρίδιο κακών ηθών».
Προφανώς δεν φοβόταν την Κόλαση αυτός ο όψιµος συγγραφέας που πρωτοδηµοσίευσε στα 44 του και άρχισε να ασχολείται συστηµατικά µε τη συγγραφή στα 58. Δεν τη φοβήθηκε ούτε στις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν δηµοσίευσε το «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο», ένα µυθιστόρηµα όπου ο Ιησούς κάνει έρωτα µε τη Μαγδαληνή. Η ίδια η κυβέρνηση τον κατηγόρησε ότι «προσβάλλει τη θρησκευτική παράδοση των Πορτογάλων» και λογόκρινε το βιβλίο. Ο Σαραµάγκου, βλέπετε, δεν είχε πάρει ακόµη Νοµπέλ… Πήρε όµως των οµµατιών του και εγκαταστάθηκε σε ισπανικό νησί, αυτοεξόριστος. Στο µικρό Λανθαρότε των Καναρίων Νήσων, όπου και έζησε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το Νοµπέλ, πάντως, το 1998, το αφιέρωσε στην Πορτογαλία. Μια Πορτογαλία που αγαπούσε βαθιά και γι αυτό έφτασε να εκδηλώσει µια επίσης βαθιά δυσπιστία προς το εγχείρηµα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Είναι ωραίο να έχουµε το κοινό µας σπίτι, όπως λέγεται. Αλλά τα σπίτια έχουν πάντα ένα σαλόνι, µια τραπεζαρία, µια κουζίνα, µια αποθήκη. Η Πορτογαλία θα είναι η αποθήκη της Ευρώπης», είχε πει.
Αυτό ήταν άλλωστε το άλλο του χούι, πολιτικό αυτή τη φορά. Μέλος του Κοµµουνιστικού Κόµµατος της Πορτογαλίας από το 1969, πήρε µέρος στην Επανάσταση των Γαριφάλων το 1974, ενώ τα τελευταία χρόνια ήταν ψυχή τε και σώµατι δοσµένος στα κινήµατα κατά της παγκοσµιοποίησης, φτάνοντας να υποστηρίξει και τα κινήµατα της Λατινικής Αµερικής. Αντίθετα όµως µε ό,τι µερικοί πιστεύουν, ότι δηλαδή οφείλει τη φήµη του σε αυτές τις αντιλήψεις, µάλλον το αντίθετο συµβαίνει. Η λογοτεχνική κριτική θεωρεί ότι η καριέρα του χτίστηκε σε πιο στέρεα εδάφη, σε ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος που τον καθιέρωσε οι αριστερές δηλώσεις ήρθαν µετά και ακούγονταν ακριβώς λόγω του πεζογραφικού του ταλέντου. Μεγάλες φράσεις, µε µοναδικά σηµεία στίξης την τελεία και το κόµµα, και όλα τα είδη γραφής να ενσωµατώνονται ανάµεσα σε δύο από αυτά τα σηµεία στίξης. Οι διάλογοι είναι χωνεµένοι εκεί και, απλώς, όταν αρχίζει να µιλάει κάποιος άλλος, µετά το κόµµα ακολουθεί κεφαλαίο γράµµα.
«Εγραφα ένα µυθιστόρηµα όπως όλα τα άλλα», εξηγούσε το 2000 στην εφηµερίδα «Le Μonde», «όταν στη σελίδα 24 ή 25, χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς να πάρω κάποια απόφαση, άρχισα να γράφω µε αυτό που έγινε ο δικός µου τρόπος αφήγησης, αυτή η συγχώνευση άµεσου και έµµεσου λόγου, αυτή η κατάργηση της στίξης. Νοµίζω ότι δεν θα είχε συµβεί αυτό αν το βιβλίο δεν είχε ξεκινήσει από κάτι που είχα ακούσει. Επρεπε να βρω έναν τόνο, έναν τρόπο να µεταγράψω τον ρυθµό, τη µουσική του προφορικού λόγου. Εκτοτε έχω ανάγκη να ακούσω µια φωνή που να λέει αυτά που γράφω αλλιώς ώστε η µηχανή να αρχίσει να λειτουργεί. Χρειάζοµαι επίσης µια δυνατή ιδέα». Δυνατή ιδέα όπως η Ιβηρική Χερσόνησος που αποσπάται ξαφνικά από την υπόλοιπη Ευρώπη µε τακτικά βήµατα των δέκα µέτρων («Η πέτρινη σχεδία»), όπως εκείνη η µέρα που ανατέλλει και οι περισσότεροι άνθρωποι είναι τυφλοί («Περί τυφλότητος») ή όπως οι εκλογές που προκηρύσσονται σε µια χώρα και η καταµέτρηση των ψήφων που φέρνει πρώτη δύναµη το λευκό («Περί φωτίσεως»). Είχε φαντασία ο Σαραµάγκου και µαζί, και πολλούς φανατικούς αναγνώστες. Οπως φαντασία πρέπει να διέθετε και ένας υπάλληλος του ληξιαρχείου, που δίπλα στο κανονικό ονοµατεπώνυµο του µικρού που επρόκειτο να γίνει συγγραφέας, του Ζοζέ ντε Σόουζα, κόλλησε και το παρατσούκλι της οικογένειας, γράφοντας ιστορία: Σαραµάγκου στα πορτογαλικά είναι ένα είδος αγριόχορτου, ζιζάνιου. Κάτι θα ήξερε, φαίνεται, για το αντισυµβατικό µέλλον του νεαρού.[...] ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Ακόµη και τον Αύγουστο του 2009, που κόντευε να κλείσει τα 87, δηµοσίευσε τον «Κάιν», ένα βιβλίο που πραγµατεύεται µε ειρωνικό τρόπο τη βιβλική αφήγηση για τον φόνο του Αβελ από τον αδελφό του Κάιν και στο οποίο χαρακτηρίζει τη Βίβλο «ένα εγχειρίδιο κακών ηθών».
Προφανώς δεν φοβόταν την Κόλαση αυτός ο όψιµος συγγραφέας που πρωτοδηµοσίευσε στα 44 του και άρχισε να ασχολείται συστηµατικά µε τη συγγραφή στα 58. Δεν τη φοβήθηκε ούτε στις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν δηµοσίευσε το «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο», ένα µυθιστόρηµα όπου ο Ιησούς κάνει έρωτα µε τη Μαγδαληνή. Η ίδια η κυβέρνηση τον κατηγόρησε ότι «προσβάλλει τη θρησκευτική παράδοση των Πορτογάλων» και λογόκρινε το βιβλίο. Ο Σαραµάγκου, βλέπετε, δεν είχε πάρει ακόµη Νοµπέλ… Πήρε όµως των οµµατιών του και εγκαταστάθηκε σε ισπανικό νησί, αυτοεξόριστος. Στο µικρό Λανθαρότε των Καναρίων Νήσων, όπου και έζησε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το Νοµπέλ, πάντως, το 1998, το αφιέρωσε στην Πορτογαλία. Μια Πορτογαλία που αγαπούσε βαθιά και γι αυτό έφτασε να εκδηλώσει µια επίσης βαθιά δυσπιστία προς το εγχείρηµα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Είναι ωραίο να έχουµε το κοινό µας σπίτι, όπως λέγεται. Αλλά τα σπίτια έχουν πάντα ένα σαλόνι, µια τραπεζαρία, µια κουζίνα, µια αποθήκη. Η Πορτογαλία θα είναι η αποθήκη της Ευρώπης», είχε πει.
Αυτό ήταν άλλωστε το άλλο του χούι, πολιτικό αυτή τη φορά. Μέλος του Κοµµουνιστικού Κόµµατος της Πορτογαλίας από το 1969, πήρε µέρος στην Επανάσταση των Γαριφάλων το 1974, ενώ τα τελευταία χρόνια ήταν ψυχή τε και σώµατι δοσµένος στα κινήµατα κατά της παγκοσµιοποίησης, φτάνοντας να υποστηρίξει και τα κινήµατα της Λατινικής Αµερικής. Αντίθετα όµως µε ό,τι µερικοί πιστεύουν, ότι δηλαδή οφείλει τη φήµη του σε αυτές τις αντιλήψεις, µάλλον το αντίθετο συµβαίνει. Η λογοτεχνική κριτική θεωρεί ότι η καριέρα του χτίστηκε σε πιο στέρεα εδάφη, σε ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος που τον καθιέρωσε οι αριστερές δηλώσεις ήρθαν µετά και ακούγονταν ακριβώς λόγω του πεζογραφικού του ταλέντου. Μεγάλες φράσεις, µε µοναδικά σηµεία στίξης την τελεία και το κόµµα, και όλα τα είδη γραφής να ενσωµατώνονται ανάµεσα σε δύο από αυτά τα σηµεία στίξης. Οι διάλογοι είναι χωνεµένοι εκεί και, απλώς, όταν αρχίζει να µιλάει κάποιος άλλος, µετά το κόµµα ακολουθεί κεφαλαίο γράµµα.
«Εγραφα ένα µυθιστόρηµα όπως όλα τα άλλα», εξηγούσε το 2000 στην εφηµερίδα «Le Μonde», «όταν στη σελίδα 24 ή 25, χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς να πάρω κάποια απόφαση, άρχισα να γράφω µε αυτό που έγινε ο δικός µου τρόπος αφήγησης, αυτή η συγχώνευση άµεσου και έµµεσου λόγου, αυτή η κατάργηση της στίξης. Νοµίζω ότι δεν θα είχε συµβεί αυτό αν το βιβλίο δεν είχε ξεκινήσει από κάτι που είχα ακούσει. Επρεπε να βρω έναν τόνο, έναν τρόπο να µεταγράψω τον ρυθµό, τη µουσική του προφορικού λόγου. Εκτοτε έχω ανάγκη να ακούσω µια φωνή που να λέει αυτά που γράφω αλλιώς ώστε η µηχανή να αρχίσει να λειτουργεί. Χρειάζοµαι επίσης µια δυνατή ιδέα». Δυνατή ιδέα όπως η Ιβηρική Χερσόνησος που αποσπάται ξαφνικά από την υπόλοιπη Ευρώπη µε τακτικά βήµατα των δέκα µέτρων («Η πέτρινη σχεδία»), όπως εκείνη η µέρα που ανατέλλει και οι περισσότεροι άνθρωποι είναι τυφλοί («Περί τυφλότητος») ή όπως οι εκλογές που προκηρύσσονται σε µια χώρα και η καταµέτρηση των ψήφων που φέρνει πρώτη δύναµη το λευκό («Περί φωτίσεως»). Είχε φαντασία ο Σαραµάγκου και µαζί, και πολλούς φανατικούς αναγνώστες. Οπως φαντασία πρέπει να διέθετε και ένας υπάλληλος του ληξιαρχείου, που δίπλα στο κανονικό ονοµατεπώνυµο του µικρού που επρόκειτο να γίνει συγγραφέας, του Ζοζέ ντε Σόουζα, κόλλησε και το παρατσούκλι της οικογένειας, γράφοντας ιστορία: Σαραµάγκου στα πορτογαλικά είναι ένα είδος αγριόχορτου, ζιζάνιου. Κάτι θα ήξερε, φαίνεται, για το αντισυµβατικό µέλλον του νεαρού.[...] ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
No comments:
Post a Comment