Monday, June 28, 2010

Ζοζέ Σαραμάγκου, ο «αφελής» κομμουνιστής


  • Του Ανταιου Χρυσοστομιδη 
  • Η ΑΥΓΗ: 27/06/2010
Ο θάνατος του σπουδαίου Πορτογάλου συγγραφέα έγινε είδηση σε όλες τις εφημερίδες του κόσμου - τόση δημοσιότητα είχε να δοθεί σε συγγραφέα από τον θάνατο ενός άλλου νομπελίστα, του Χάρολντ Πίντερ. Κι ίσως να μην είναι απλή σύμπτωση ότι η πολιτική, το πολιτικό τους στίγμα, σφράγισε τα περισσότερα αφιερώματα που γράφτηκαν για τους δύο συγγραφείς. Για τον Πίντερ τονίστηκε η αντιπολεμική του στάση, για τον Σαραμάγκου δόθηκε έμφαση στην κομουνιστική του ταυτότητα.

Η αλήθεια είναι ότι ενώ η πολιτική δράση των δύο συγγραφέων ήταν καθοριστική για τη ζωή τους και την ιδεολογία τους, δεν υπήρξε τόσο καθοριστική για την εξέλιξη του έργου τους. Όσο το έργο του Πίντερ δεν «χωράει» σε εύκολα ιδεολογικοπολιτικά σχήματα (το έργο του δεν είχε καμιά σχέση με τις εύκολες καταγγελίες, αλλά μπήκε βαθιά στα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων και κυρίως στην έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες), άλλο τόσο και το έργο του Σαραμάγκου δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που παρήγαγε η κυρίαρχη κομουνιστική ιδεολογία τον εικοστό αιώνα: το έργο του κομουνιστή Σαραμάγκου, ως φόρμα και ως περιεχόμενο, δεν είχε καμιά σχέση ούτε με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ούτε με τις αισιόδοξες ματιές των κομουνιστών συγγραφέων και ποιητών της δυτικής Ευρώπης. Παρέμεινε τόσο αυστηρά προσωπικό, ώστε δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε σχολές και σχήματα.

Βεβαίως -και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά-, η αριστερή ιδεολογία είναι διαρκώς παρούσα στο έργο του συγγραφέα, αφού όλα έχουν μια οπτική γωνία από την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα. Ο αντικληρισμός, για παράδειγμα, του Σαραμάγκου είχε σίγουρα σχέση με την αριστερή του οπτική, αλλά θα μπορούσε να είναι ίδιος και σε κάποιον μη μαρξιστή συγγραφέα που δεν χωνεύει την Εκκλησία, ως οργανωμένο φορέα εκμετάλλευσης των θρησκευτικών αισθημάτων.

Γι' αυτό άλλωστε ο Σαραμάγκου υπήρξε ένας συγγραφέας που αγαπήθηκε πολύ από αριστερούς και μη αριστερούς, από θρησκευόμενους και μη θρησκευόμενους: τα θέματά του, οι αλληγορίες του αφορούν τους πάντες, είναι σύγχρονες ιστορίες που περιγράφουν τη μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια, ένα σύνολο από μύθους που κινούνται σε διαχρονικά διαστήματα.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, αυτό που είναι ίσως το δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του, το «Περί τυφλότητας» (μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Καστανιώτης). Η ιστορία είναι απλή όσο και πρωτότυπη: ξαφνικά, σαν από επιδημία, μια σειρά ανθρώπων χάνει το φως της. Οι υγιείς αντιδρούν αμέσως και χωρίς οίκτο, κλείνοντας τους τυφλούς σε ένα είδος κενού κάτεργου, αδιαφορώντας αν αυτοί μπορέσουν ή όχι να επιζήσουν. Εκεί, μέσα σε αυτόν τον μικρόκοσμο των τυφλών ανθρώπων, θα αναπτυχθούν όλες οι -φρικτές- σχέσεις που διέπουν την αντίληψη και την κοινωνία των «υγιών». Στη χειρότερη θέση θα βρεθεί μια ερωτευμένη γυναίκα, η οποία, για να μην εγκαταλείψει τον άντρα της, θα υποκριθεί την τυφλή. Η γυναίκα αυτή θα δει με τα ίδια της τα μάτια την κατάντια του ανθρώπινου γένους, την κατάντια του άντρα που αγαπάει, την κατάντια του ίδιου του εαυτού της. Κι ύστερα, όταν η τυφλότητα θα περάσει και, πάλι ξαφνικά, όλοι θα ξαναβρούν το φως τους, τίποτα γι' αυτήν δεν θα είναι το ίδιο. Κατά κάποιον τρόπο όλοι θα εξακολουθούν να είναι τυφλοί, εκτός από εκείνη, που θα ξέρει.

***
Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Σαραμάγκου, πριν μερικά χρόνια, στην Πάτρα. Η γνωριμία μας είχε ένα διττό χαρακτήρα: βρισκόμουν εκεί ως εκδότης των βιβλίων του στα ελληνικά, αλλά και ως δημοσιογράφος ο οποίος -μαζί με τη Μικέλα Χαρτουλάρη και τη μόνιμη (και εξαιρετική -απορώ πώς δεν πήρε ακόμα κρατικό βραβείο μετάφρασης) μεταφράστριά του Αθηνά Ψυλλιά- ήθελε να του αφιερώσει μια εκπομπή για την τηλεοπτική σειρά «Οι κεραίες της εποχής μας». Μαζί του ήταν η Πιλάρ, μια όμορφη και έξυπνη γυναίκα στην ηλικία μου (θα μπορούσε, με άλλα λόγια, να ήταν κόρη του), που έζησε μαζί του τα τελευταία 25 χρόνια.

Πώς ήταν ο Σαραμάγκου; Θα έλεγα, παρά τα άφθονα και συχνά χαμόγελά του, ένας μάλλον αυστηρός άνθρωπος. Αυστηρός και σίγουρα όχι εύκολα προσεγγίσιμος - κι αυτή την αίσθηση την είχες ακόμα κι όταν συζητούσες για ώρες μαζί του. Η στάση του αυτή, όμως, δεν είχε ίχνη βεντετισμού, δεν ήταν ο άνθρωπος που καθόταν στον θρόνο του Νόμπελ και απέφευγε τους κοινούς θνητούς. Όχι. Είχε την αυστηρότητα εκείνη που έχουν οι σίγουροι για τις απόψεις τους άνθρωποι - νομίζω ότι είναι πολύ πιο διαλεκτικός στα κείμενά του, παρά στην εικόνα που είδα εγώ.

Ήταν, επίσης, ένας πολύ ερωτευμένος άντρας, με πλήρη συνείδηση της αξίας του αλλά και της ηλικίας του. Μπροστά στην Πιλάρ, ο ογδονταπεντάχρονος αυστηρός άντρας γινόταν μερικές φορές σαν παιδί - τον συνέλαβα μάλιστα μια-δυο φορές να ακκίζεται με τη γυναίκα του, κι αυτή η παιδική πλευρά του χαρακτήρα του, παρότι δεν ταίριαζε στο παρουσιαστικό του (ήταν ένας ψηλός, ευθυτενής ηλικιωμένος άντρας), δεν έμοιαζε παράφωνη, δεν ενοχλούσε: το αντίθετο.

***
Κάναμε πολλές συζητήσεις (μπροστά και πίσω από τις κάμερες) με τον Σαραμάγκου. Θα αναφέρω μια κουβέντα που μου έκανε εντύπωση ακριβώς επειδή δείχνει ότι ο κομουνιστής Σαραμάγκου κράταγε για τον εαυτό του το δικαίωμα μιας μη δογματικής τοποθέτησης στα πράγματα.

Βρισκόμαστε στην αρχαία Ολυμπία. Η κάμερα μας ακολουθεί, αλλά εμείς μιλάμε ελεύθερα, ξέροντας ότι υπάρχει το μοντάζ που κόβει, ράβει, λογοκρίνει αλλά και σώζει καταστάσεις.

Με ρωτάει για το παράξενο αρχαίο όνομά μου (όπως όλοι οι μορφωμένοι ξένοι, ξέρει ποιος είναι ο Ανταίος, πράγμα που ελάχιστοι από τους μορφωμένους ξέρουν στην Ελλάδα). Του εξηγώ ότι ο Σοφιανός, όταν ήταν να γεννηθώ, διάβαζε Στάλιν και είχε σκοντάψει πάνω σε μια φράση του «Πατερούλη» που, εν όψει της αναγκαστικής κολχοζοποίησης, είχε πει ότι οι κομουνιστές πρέπει να είναι σαν τον μυθικό Ανταίο και να αντλούν δύναμη από τη γη. Ο Σαραμάγκου χαμογέλασε και μου είπε: «Η μόνη σχέση που έβλεπε ο Στάλιν για τους κομουνιστές και τη γη ήταν οι κομουνιστές κάτω από τη γη». «Εσύ το λες αυτό;», τον ρώτησα έκπληκτος. «Γιατί; Τι το παράξενο;», με ρώτησε κι εκείνος, με τη σειρά του έκπληκτος. «Γιατί είσαι μέλος του Πορτογαλικού Κ.Κ.», του απάντησα. «Και τι σημαίνει αυτό;», με ξαναρώτησε εκείνος. «Σημαίνει ότι μου κάνει εντύπωση που λες τέτοια πράγματα και ταυτόχρονα έχεις την ταυτότητα ενός από τα δογματικότερα και σταλινικότερα κόμματα του κόσμου», είπα και του διηγήθηκα μερικά παραδείγματα «συντροφικής» στάσης του κόμματός του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, όταν οι Πορτογάλοι κομουνιστές, κάθε φορά που άκουγαν το όνομα «ΚΚΕ Εσωτερικού», γινόντουσαν χειρότεροι κι από τους Σοβιετικούς. «Δεν ξέρω τι μπορεί να συνέβαινε τότε. Αυτό που εγώ ξέρω είναι ότι ποτέ δεν έκρυψα τις απόψεις μου στις κομματικές συνεδριάσεις και ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα, άρα το κόμμα δεν είναι τόσο δογματικό όσο νομίζεις». «Χαίρω πολύ», του απάντησα, «αυτό έλειπε να δημιουργούσαν προβλήματα σε έναν νομπελίστα!» «Δεν είχα πάρει κανένα Νόμπελ τότε», απάντησε και εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε ταυτόχρονα αφελής, πεισμένος γι' αυτό που έλεγε αλλά και έντονα προβληματισμένος.

***
«Πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, σε μια συνέντευξη [...] μου βγήκε μια δήλωση που κατόπιν φαντάστηκα πως θα προκαλούσε αναταραχή, διαμάχη, σκάνδαλο (μέχρι αυτού του σημείου έφτανε η αφέλειά μου): «Η αριστερά δεν έχει την παραμικρή ιδέα σε ποιον κόσμο ζει». Στην πρόθεσή μου, εσκεμμένα προκλητική, η αριστερά απάντησε με την πιο παγωμένη σιωπή. Κανένα κομουνιστικό κόμμα, για παράδειγμα, ξεκινώντας απ' αυτό του οποίου είμαι μέλος, δεν βγήκε στις επάλξεις για να αντικρούσει ή απλώς να επιχειρηματολογήσει σχετικά με την καταλληλότητα ή τη μη καταλληλότητα των λέξεων που πρόφερα. Επίσης, κανένα από τα σοσιαλιστικά κόμματα που βρίσκονται στην κυβέρνηση των αντίστοιχων χωρών δεν θεώρησε απαραίτητο να απαιτήσει ένα ξεκαθάρισμα από τον παράτολμο συγγραφέα που τόλμησε να ρίξει μια πέτρα στον μουχλιασμένο βούρκο της αδιαφορίας. Τίποτε απολύτως, σιωπή καθολική, λες και στους ιδεολογικούς τάφους όπου κατέφυγαν δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά μόνο σκόνη και αράχνες, ή το πολύ κάποιο αρχαϊκό οστό που δεν έκανε ούτε για ιερό λείψανο πια. Για κάμποσες μέρες αισθάνθηκα αποκλεισμένος από την ανθρώπινη κοινωνία σαν να' χα χολέρα, θύμα κάποιου είδους διανοητικής κίρρωσης όπου τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Έφτασα μάλιστα να σκεφτώ πως η συμπονετική κουβέντα που θα κυκλοφορούσε μεταξύ αυτών που σιωπούσαν ήταν περίπου η εξής: «Τον κακομοίρη, τι να περιμένει κανείς σε τέτοια ηλικία;» (Από το βιβλίο του «Το Τετράδιο. Κείμενα που γράφτηκαν για το Blog» που κυκλοφόρησε πριν τρεις μήνες από τον Καστανιώτη σε μετάφραση Αθηνάς Ψυλλιά).

No comments: