Thursday, November 27, 2008

Τιμήθηκε το γηραιότερο μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ηλικίας 100 ετών

Ο Κλοντ Λεβί-Στρος κατέχει έδρα ακαδημαϊκού από το 1973 και είναι ο πρώτος που φτάνει τα 100 χρόνια ζωής.

Τιμήθηκε σήμερα, από τη γαλλική Ακαδημία, ο πρώτος ακαδημαϊκός που έφθασε, σήμερα, την ηλικία των 100 ετών, ο ανθρωπολόγος Κλοντ Λεβί-Στρος. Ο τιμηθείς, που συγκαταλέγεται στους εξέχοντες διανοούμενους του περασμένου αιώνα, κατέχει έδρα ακαδημαϊκού από της 24ης Μαΐου του 1973.

Ο Λεβί-Στρος ούτε παρέστη στη σημερινή ειδική συνεδρίαση της Ακαδημίας, με σκοπό να τιμηθεί, ούτε όμως και σε πολλά άλλα, συναφούς χαρακτήρα, δημόσια γεγονότα στη Γαλλία αυτήν την εβδομάδα θα παραστεί, όπως αποσαφηνίστηκε από το στενό του περιβάλλον.

Γεννημένος στη διάρκεια του έτους 1908 στις Βρυξέλλες, από γονείς Γάλλους, ο Κλοντ Λεβί-Στρος θεωρείται ο θεμελιωτής της σύγχρονης Ανθρωπολογίας και τα έργα του: «Στοιχειώδεις δομές της συγγένειας» επίσης «Οι λυπηροί Τροπικοί» είναι και διαδεδομένα και προσφιλή.

Η ιστορικός ακαδημαϊκός Ελέν Καρέρ ντ' Ανκός, αναφερόμενη στη σημερινή γιορτή προς τιμήν του ανθρωπολόγου Λεβί-Στρος, έκανε λόγο πρωτίστως για μία «οικογενειακή γιορτή», τόνισε δε στη συνέχεια της πανηγυρικού χαρακτήρα ομιλίας της ότι ο τιμηθείς «κατανόησε πολύ εύστοχα, σε ό,τι αφορά τους Ακαδημαϊκούς, την κεφαλαιώδη σημασία των πολύ παλιών εθιμικών κανόνων, τεκμηριώνοντας ότι αυτοί κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά στους κατιόντες, ενσαρκώνοντας με το προσωπικό του παράδειγμα και με έναν άριστο τρόπο την αξία ότι, σ' αυτούς ειδικά τους κανόνες, πρέπει να παραμένουμε διαχρονικά απολύτως πιστοί».

Η Γαλλική Ακαδημία που ιδρύθηκε το 1634 επί Λουδοβίκου του 13ου και του Ρισελιέ, έχει ήδη κάνει μια διαδρομή 374 ετών.

Ρακίνας, Κορνέϊγ, Ουγκό και Κοκτό διετέλεσαν ακαδημαϊκοί. Έχει 40 ισόβια μέλη - η ιδιότητα του ακαδημαϊκού δεν είναι επιδεκτική παραίτησης από το καθήκον.

Πέντε γυναίκες είναι, σήμερα, ακαδημαϊκοί- - εκ των οποίων η ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγί, η ιστορικός Ελέν Καρέρ ντ Ανκός και η Σιμόν Βέϊλ, εσχάτως.

Η πρώτη ακαδημαϊκός της Γαλλίας, ήταν η συγγραφέας Μαργκερίτ Ντιράς.

Από τη γαλλική Ακαδημία, πρώτιστο καθήκον της οποίας είναι η πιστότητα και η διαφύλαξη της γαλλικής γλώσσας -έχει όμως κατακριθεί επανειλημμένως όταν, υπερβάλλουσα εαυτήν, αρνείται να πολιτογραφήσει ευρύτατα διαδεδομένους αγγλικής προέλευσης όρους -συντάσσεται το «Λεξικό της γαλλικής γλώσσας», το οποίο και ενημερώνεται διαρκώς.

Ο Μεγάλος Ερωτικός από τον Πύργο

Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ

Εφυγε στα 84 του χρόνια ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος, στενός φίλος του Σεφέρη και του Σινόπουλου. Η άμεση, λιτή, επικοινωνιακή γλώσσα του κατέκτησε περίοπτη θέση στα ελληνικά γράμματα, χωρίς ποτέ να απομακρυνθεί από την αγαπημένη του πόλη.

«Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης» θεωρούσε ο Γ. Παυλόπουλος την ποίηση
Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου βγαίνει κατευθείαν από τον ζόφο του μεταπολέμου. Εγραψε ποιήματα, τα οποία συντονίζονται κυρίως με αλγεινά βιώματα από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο της Αντίστασης και τον Εμφύλιο του αδελφοκτόνου αίματος. Τα θέματά του είναι μικρά πένθη για τους νεκρούς αντάρτες και μεγάλες ελεγείες για το αδικαίωτο όραμα της Αριστεράς. Μας είχε πει ο ίδιος: «Περιμέναμε μια δικαίωση των αγώνων της Αντίστασης στο γενικό σκοτάδι που ερχόταν και το βλέπαμε εκείνα τα χρόνια. Πάντα απειλεί ένα σκοτάδι τον κόσμο. Σήμερα δεν βλέπω από πουθενά φως».

Είχε την ευτυχία με την πρώτη ποιητική του συλλογή, «Το κατώγι» (1971), να στρέψει πάνω του το ενδιαφέρον του Γιώργου Σεφέρη και του Βρετανού ελληνιστή Πίτερ Λίβι, ο οποίος μετέφρασε ποιήματά του. Ο νομπελίστας ποιητής, ο οποίος είχε χτίσει φιλική σχέση με τον νεότερό του δημιουργό, είχε αποφανθεί για τη δουλειά του: «Μ' ενδιαφέρει η ποίηση του Γ. Π. γιατί είναι αποτελεσματική χωρίς ψιμύθια. Λέγοντας "ψιμύθια", εννοώ χωρίς γλωσσικούς κορδακισμούς, που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν' αγγίζουν τίποτε στο βάθος -και η ποίηση είναι, αν μπορώ να πω, έκφραση βάθους».

Αυτή η συνεπής με τα ιδεολογικά πιστεύω της ποιητική φωνή, που προτίμησε τον κλειστό και απομονωμένο χώρο του «επαρχιακού» Πύργου από την πρόκληση της μεγάλης πόλης, δεν θα γράψει ξανά. Πέθανε σε ηλικία 84 ετών. Η κηδεία του Γιώργη Παυλόπουλου γίνεται σήμερα στις 3 μ.μ. από τη Μητρόπολη του Πύργου Ηλείας. Το τελευταίο ποιητικό του βιβλίο, «Να μην τους ξεχάσω», θα κυκλοφορήσει τη Δευτέρα από τις εκδόσεις «Κέδρος».

Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Οταν ήρθε η ώρα να συνεχίσει τις σπουδές του σε ανώτατο επίπεδο, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, βρέθηκε σ' ένα δίλημμα: έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στον εξ ιδιοσυγκρασίας ποιητή και στον αυριανό νομικό. Ο κλήρος έπεσε υπέρ της ποίησης: «Η ποίηση είναι πράξη ερωτική; Ή μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο;», είχε αναρωτηθεί. «Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης», είχε απαντήσει.

Ετσι, διαμόρφωσε χαμηλόφωνα το ποιητικό του σύμπαν. Τίποτα το «ποιητικό» δεν είχε και το επάγγελμά του. Εργάστηκε ως λογιστής και ως γραμματέας στο ΚΤΕΛ Ηλείας, «θάβοντας» τον ποιητή στην καθημερινότητα της επιβίωσής του.

Η πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα έγινε το 1943, στο περιοδικό «Οδυσσέας» του Πύργου. Ακολούθησε η συνεισφορά του στον συλλογικό τόμο «Για τον Σεφέρη», με τον τίτλο «Από μια πρώτη συγκίνηση» (1962).

Μετά το πρώτο ποιητικό του βιβλίο, «Το κατώγι», ακολούθησαν έξι ποιητικές συλλογές («Το σακί», «Τα αντικλείδια», «Τριάντα τρία χαϊκού», «Της γύφτισσας» σε τετράγλωσση έκδοση, «Λίγος άμμος», «Πού είναι τα πουλιά»;), η συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα. 1943-1997» και η αλληλογραφία του «Γράμματα από την Αμερική», με πρόλογο και επιμέλεια του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου.

Συνδέθηκε με φιλία αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης με τον συντοπίτη του ποιητή Τάκη Σινόπουλο. Αποτέλεσμα αυτού του δεσμού ήταν η από κοινού συγγραφή πειραματικών ποιημάτων. Μία άλλη πτυχή της δημιουργικής προσωπικότητάς του ήταν η ζωγραφική: τα έργα του παρουσιάστηκαν στην ΙΘ' Πανελλήνια Εκθεση Ζωγραφικής. Ποιήματά του κυκλοφόρησαν σε μετάφραση σε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία, ΗΠΑ και Καναδά. Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ερμής», «Νεφέλη», «Κέδρος», «Στιγμή» και «Γαβριηλίδης». *

Wednesday, November 26, 2008

ΕΦΥΓΕ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Έγραφε ποίηση «αποτελεσματική», «βαθύτατα πολιτική»

Μ.Π., ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Γιώργης Παυλόπουλος

Ήταν πνευματικό παιδί του Σεφέρη, ο οποίος θεωρούσε την ποίησή του «αποτελεσματική, χωρίς ψιμύθια». Είχε «σημαντική συμβολή στη μεταπολεμική ποίηση», έλεγε επίσης γι΄ αυτόν ο Σπύρος Τσακνιάς. Ο Γιώργης Παυλόπουλος, ένας ποιητής που πάντα θεωρήθηκε σημαντικός αλλά φαίνεται με τον χρόνο να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο βάρος, άφησε τον κόσμο ετούτο και κηδεύεται σήμερα στις 15.00 (δημοσία δαπάνη), στον Μητροπολιτικό Ναό του Πύργου, της πόλης που τον γέννησε και τον φιλοξένησε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ο ίδιος είχε λύσει τους λογαριασμούς του με τον θάνατο. Σε ένα χαϊκού είχε γράψει:

«Όλοι χωράμε/ οι ζωντανοί κι οι νεκροί/ σ΄ ένα ποίημα». Το είχε γράψει παλιότερα και ο φίλος του πεζογράφος Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: «Τα ενύπνια παραμένουν μια απλή καταφυγή.

Διαφυγή δεν υπάρχει- τουλάχιστον όχι άλλη από εκείνη του κόσμου των νεκρών. “Εκεί που πήγα μου είπαν οι νεκροί”, λέει σε ένα εξαίσιο ποίημα ο Παυλόπουλος, “να μη σας πω ποτέ τι είδα...”».

Ο Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 και ενώ έγραφε από νωρίς, άρχισε να δημοσιεύει αργά, δημοσιεύοντας περί τις επτά ποιητικές συλλογέςανάμεσά τους: «Το Κατώγι», «Το Σακί», «Τα Αντικλείδια», «Τριαντατρία Χαϊκού», «Λίγος Άμμος». Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία, ΗΠΑ και Καναδά.

Συνεργάστηκε με τον φίλο του ποιητή Τάκη Σινόπουλο, σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων. Ο ίδιος είχε πει σε διάλεξή του, στο πλαίσιο εκδήλωσης του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες»: «Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Ποιητής ήταν πάντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, ούτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της. (...) Η ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; Ή μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δυο; Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης;».

Πάντως η δική του ποίηση, έχει πει ο Τίτος Πατρίκιος, είναι μεταξύ άλλων και «βαθύτατα πολιτική».

Susan Sontag: 'It was so beautiful when H began making love to me'

The very personal diaries of Susan Sontag, activist and writer, are to be made public by her only son

By Paul Bignell, The Independent, Sunday, 16 November 2008

Writer Susan Sontag resting in a garden in Rome in 2003, the year before she died

ALESSIA PIERDOMENICO/REUTERS

Writer Susan Sontag resting in a garden in Rome in 2003, the year before she died

"I intend to do everything ... I shall anticipate pleasure everywhere and find it too for it is everywhere! ... everything matters!" So wrote 16-year-old Susan Sontag in 1946. One of the finest American writers, thinkers, and political activists of the past four decades, Susan Sontag led a rich and creative life. Her opinions would anger and impress critics in equal measure.

Now, four years after her death, her personal diaries are to be published, unveiling an intimate portrait of her early life and her much talked- about sexuality.

The diaries will be released in three instalments, starting next January with Reborn: Early Diaries, 1947-1964, published by Penguin. They were compiled by her only child, the author and academic David Rieff, and will reveal previously unknown aspects of the writer's life.

Although it was common knowledge that Sontag was bisexual – most famously noted by her relationship with the photographer Annie Leibovitz – she never spoke frankly about her bisexuality in public.

http://img.photobucket.com/albums/v80/knairb@hotmail.com/School%20Images/sontag050117_400.jpg

The publication of her diaries for the first time, beginning when she was just 14, reveals an intimate portrait of her sexual encounters with women two years later. In the passages, Sontag alludes to her sexuality at the age of 15: "I am very young, and perhaps the most disturbing aspects of my ambitions will be outgrown ... so now I feel I have lesbian tendencies (how reluctantly I write this)."

Aged 16, she writes of her first sexual encounter, with a woman only referred to as "H", to protect her identity: "Perhaps I was drunk, after all, because it was so beautiful when H began making love to me .... It had been 4:00 before we had gotten to bed ... I became fully conscious that I desired her, she knew it, too...."

Speaking from his home in New York this weekend, Mr Rieff spoke of the difficulties he had with publishing such frank and personal material. "It was a difficult decision for me to make and my reasons are that I didn't have much choice given the fact that she chose to sell the papers to the University of California. So later, down the line, editions of it would inevitably be published, so I would rather do it myself .... I certainly made every effort in the editing not to cut anything on the basis of my being uncomfortable with it, and not to cut anything my mother might have preferred the world not to know."

The diaries demonstrate Sontag's appetite for literature and list making. In the first couple of entries in the diary, Sontag has already devoured works by André Gide and Rainer Rilke. "She was a prodigy and she had a prodigy's appetite. Those of us who are not prodigies, like myself, it takes longer to read the amounts she read," said Mr Rieff. "I do think that the interest of this book to the readers is about somebody creating themselves, that's one of the reasons I included so many of her lists ... there were many more ...."

Mr Rieff also spoke of how similar Sontag's teenage persona was to the mother he later knew. "I don't think she changed that much – that was one of the things that struck me most when I was reading the diary. Her curiosity and voraciousness are there, I don't think that was any different when she was 15. She was remarkably the same in that sense."

Sontag died in New York on 28 December 2004, aged 71, from complications of myelodysplastic syndrome. It had evolved into acute myelogenous leukaemia. She is buried in Montparnasse Cemetery in Paris.

http://i8.photobucket.com/albums/a44/moxievision/SusanSontagDavid.jpg

Susan Sontag and her son David

Nabokov's last, unfinished, novel finally to be published by his son

http://media-2.web.britannica.com/eb-media/63/46263-004-A74F04C5.jpg

Contents of final work by the author of 'Lolita' has intrigued readers for decades

By Chris Green, The Independent, Wednesday, 19 November 2008

It is one of literature's most fiercely-guarded secrets, a great author's unfinished masterpiece that has lain deep within the vaults of a Swiss bank for more than three decades. Earlier this year, the son of Vladimir Nabokov, author of Lolita, said he intended to publish the incomplete work, disobeying his father's dying wish for it to be burned. Now Dmitri Nabokov has finally broken his silence about the contents.

Entitled The Original Of Laura, it was written on 138 index cards by the Russian-American author as he lay dying in hospital. Just before he died in 1977, he made his wife, Vera, promise to throw the manuscript on the fire. She could not bring herself to do it. When Vera followed her husband to the grave, the decision about what to do with the novel was passed to his son. Mr Nabokov has now decided to publish the book, which is likely to cause a sensation when it is released next year.

Interviewed by the BBC Newsnight programme yesterday, the 73-year-old said: "My father told me what his most important books were. He named Laura as one of them. One doesn't name a book one intends to destroy. He would have reacted in a sober and less dramatic way if he did not see death staring him in the face. He certainly would not have wanted it destroyed. He would have finished it."

As one of few people alive to have read his father's final novel, Mr Nabokov was also able to shed some light on its structure and plot. He described it as "an extraordinarily original work" which was "captivating" but also "not necessarily always pleasant – shocking in some ways". The hero of the book is Philip Wild, an overweight and physically unattractive academic with a brilliant mind who has a "wildly promiscuous" and unfaithful wife named Flora, whom he married because of her resemblance to a young woman he once loved. In the novel, which is both playful and dark, Wild toys with the idea of committing suicide.

Debate over the contents of the author's unfinished work has raged for decades. It is said to repeat many of the themes of his controversial 1955 novel Lolita – in which the narrator Humbert Humbert lusted after a |12-year-old girl. Many literary experts have speculated that The Original Of Laura was far more sexually explicit that its predecessor, perhaps explaining why Nabokov did not want it to be published without an ending.

Η πηγαία θερμότητα του Ταχτσή



«Το "Τρίτο Στεφάνι" με συνεπήρε τότε. Κατακλύστηκα από την πηγαία θέρμη που νιώθει κανείς όταν διαβάζει πράγματα που αποκαλύπτουν και αποκρυπτογραφούν την κοινωνική μήτρα που διαμορφώνει τη συνολική ύπαρξή του...», θυμήθηκε χθες το μεσημέρι ο Νίκος Κωνσταντόπουλος σε εκδήλωση-αφιέρωμα στον αδικοχαμένο Κώστα Ταχτσή, που διοργανώθηκε στην ΕΣΗΕΑ από το Μορφωτικό της Ίδρυμα. Αφορμή ήταν η επέτειος των είκοσι χρόνων από τον θάνατό του και η έκδοση ειδικού τεύχους τού λογοτεχνικού περιοδικού «Η Λέξη». Μίλησαν ακόμα ο Αλέξανδρος Αργυρίου και ο Θανάσης Νιάρχος, ενώ την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση συντόνισε ο Βασίλης Βασιλικός και η Μίνα Αδαμάκη διάβασε κείμενα του Κώστα Ταχτσή. Τρία διηγήματά του διαβάζει και ο Σταμάτης Φασουλής στο cd που συνοδεύει τη «Λέξη» (φωτογρ.). [Β.Β., ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/11/2008]

ΖΑΚ ΜΕΡΙΝ: Ενας θρύλος των φυλακών ξαναζωντανεύει

Τριάντα χρόνια σχεδόν από τον θάνατό του, σε μια στημένη παγίδα από την αστυνομία, ο «θρύλος» του Ζακ Μερίν ξαναζωντανεύει, τόσο λόγω των τριών εκδόσεων πάνω στην προσωπικότητά του και την ιστορία του όσο και για ένα κινηματογραφικό δίπτυχο του σκηνοθέτη Ζαν-Φρανσουά Ρισέ, που μόλις βγήκε στις παρισινές αίθουσες.

Ο Μερίν είχε γράψει από τη φυλακή, το 1977, την αυτοβιογραφία του «Το ένστικτο του θανάτου» (μεταφρασμένο και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος). Για πολλούς Γάλλους, ο Μερίν υπήρξε μια προσωπικότητα ξεχωριστή, με τεράστιο θράσος και πολλή τύχη. Ηταν ένας κακοποιός από αστική οικογένεια που «είχε την περιπέτεια στο αίμα του», όπως λέει και ο ιστορικός Ζαν Μαρκ Σιμόν, συγγραφέας ενός από τα βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα γι' αυτόν τον «άνθρωπο με τα χίλια πρόσωπα»: «Ζακ Μερίν, ο λεγόμενος Μεγάλος». Στο βιβλίο του ο Σιμόν προσπαθεί να χαράξει την ψυχολογία αυτού του γιου καλής οικογενείας που στερήθηκε τον πατέρα του στη διάρκεια της Κατοχής και αντιμετώπισε τη φρίκη του πολέμου της Αλγερίας.

Ατακτος από μικρή ηλικία, οι γονείς τον κλείνουν σε ένα αυστηρό σχολείο, που δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά να τον εξαγριώσει. Ακολουθεί τον δικό του δρόμο μέσα στην παρανομία και τα κακόφημα στέκια και αρχίζει την «καριέρα» του σε ληστείες, απαγωγές, δολοφονίες, συλλήψεις, αποδράσεις από φυλακές υψηλής ασφαλείας... Ο ίδιος ισχυρίζεται στη βιογραφία του πως ό,τι έγινε οφείλεται στον πόλεμο της Αλγερίας, όπου βρέθηκε στο Σώμα Αλεξιπτωτιστών σε ηλικία 20 χρόνων. «Εκεί μου έμαθαν, λέει με ειρωνεία, σε μια από τις απολογίες του στο δικαστήριο, τον σεβασμό στη ζωή». Επιστρέφοντας από την Αλγερία γνωρίζει ήδη πως «Σε ηλικία 23 ετών θα έκανα το έγκλημα επάγγελμα». Φεύγει στον Καναδά, όπου εκεί γίνεται ο «εχθρός Νο 1» έχοντας διαπράξει πολλά εγκλήματα. Προτιμά να κλέβει το χρήμα από εκεί που συσσωρεύεται, δηλαδή στις τράπεζες, και οργανώνει κινηματογραφικές ληστείες. Εκλεψε εκατομμυριούχο σε καζίνο, επιτέθηκε σε έναν δημοσιογράφο της ακροδεξιάς εφημερίδας «Minute», αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο σε μια σπηλιά... Είχε γράψει ψευδή γεγονότα για τη συμπεριφορά του απέναντι σε φίλους του... Λίγο ύστερα από αυτό το γεγονός σκοτώνεται με 19 σφαίρες από αστυνομικούς που του έχουν στήσει ενέδρα.

Γιατί, όμως, ο Μερίν δεν ήταν σαν τόσους άλλους κακοποιούς που δεν συγκίνησαν ποτέ κανέναν; Η εξήγηση οφείλεται στο ότι σε έναν από τους εγκλεισμούς του, ο Μερίν αρχίζει μια μάχη κατά των φυλακών υψίστης ασφαλείας. Αποφασισμένος να καταγγείλει τις συνθήκες κράτησης στα κελιά, βρίσκει, χάρη στις σχέσεις του με τον Τύπο, έναν τρόπο να υπερασπιστεί τα ιδανικά του. Μετά τη θεαματική απόδρασή του από εκεί γίνεται εξώφυλλο, το 1978, στο «Paris Match». Σε συνέντευξή του, με αμφίεση μάχης, πιστόλι στο ζωνάρι, ζητεί την κατάργηση των φυλακών υψίστης ασφάλειας, φτάνοντας στο σημείο να απειλήσει τη ζωή τού τότε υπουργού Δικαιοσύνης, Αλέν Περφίτ. Ενα χρόνο αργότερα θα σκοτωθεί και σήμερα η ζωή του γίνεται ταινία...
tsiorou@enet.gr

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/11/2008

Ψηφιακό μυθιστόρημα μέσω κινητών!

Σημεία αναφοράς
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ «KOIZORA»: Ενα ηλεκτρονικό βιβλίο στην Ιαπωνία διαβάστηκε από 25 εκατ. αναγνώστες

Της ΒΙΚΗΣ ΤΣΙΩΡΟΥ

Το μέλλον του βιβλίου με την έντυπη μορφή, την οποία έχει αποκτήσει από τον 15ο αιώνα χάρις στον Γουτεμβέργιο, απασχολεί -και φοβίζει- εκδότες και αναγνωστικό κοινό εδώ και καιρό. Η εμφάνιση, τα τελευταία χρόνια, του ψηφιακού βιβλίου αντιμετωπίστηκε με καχυποψία και ενίοτε με χλευασμό.

Το «εξώφυλλο» του ηλεκτρονικού βιβλίου
Σήμερα, πολλοί επίδοξοι συγγραφείς εκδίδουν μόνοι τα βιβλία τους χωρίς να υποστούν τη διαδικασία αλλά και συχνά την απόρριψη από τους εκδότες. Σύμφωνα με τον διευθυντή της πρώτης στις ΗΠΑ εταιρείας έκδοσης βιβλίων στο Ιντερνετ, της Lulu.com, Bob Yang, το 99% των βιβλίων που αποστέλλουν οι συγγραφείς στους παραδοσιακούς εκδοτικούς οίκους επιστρέφεται και μόνο το 1% εκδίδεται. Σήμερα η εταιρεία αυτή έχει βάλει στο Δίκτυο σχεδόν ένα εκατομμύριο βιβλία, τα μισά από τα οποία είναι λογοτεχνικά.

Μια άλλη παραπλήσια τάση των ημερών μας είναι αυτή που παρουσιάζεται κυρίως στην Ιαπωνία: το ψηφιακό μυθιστόρημα μέσω κινητών. Τη μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε το «Koizora», ένα τέτοιου τύπου μυθιστόρημα, το οποίο έχει διαβαστεί από 25 εκατομμύρια ανθρώπους, στη συντριπτική τους πλειονότητα Γιαπωνέζους ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, Γιαπωνέζες. Πρόκειται για ένα ρομαντικό μυθιστόρημα περιορισμένων αξιώσεων, όπως ισχυρίζονται οι κριτικοί, που έχει γράψει, στο κινητό της, μια 24χρονη κοπέλα από το Τόκιο, το όνομα της οποίας ταυτίζεται με αυτό της πρωταγωνίστριας του βιβλίου: Μίκα, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ο «Ουρανός αγάπης», όπως μεταφράζεται αυτό το «keitai shosetsu» , δηλαδή «ψηφιακό μυθιστόρημα γραμμένο σε κινητό», περιγράφει τη γνωριμία δύο νέων και τον έρωτά τους και δεν είναι παρά μια προσωπική ιστορία της νεαρής συγγραφέως, όπου το κινητό παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.

Στην Ιαπωνία, το κινητό της τρίτης γενιάς, όπως λέγονται τα εξελιγμένα κινητά με πρόσβαση στο Ιντερνετ και πολλές άλλες δυνατότητες, αποτελεί αντικείμενο λατρείας. Δεν είναι απλώς ένα καθημερινό εργαλείο για να επικοινωνείς με τους άλλους, αλλά με αυτό αγοράζεις αντικείμενα, κλείνεις εισιτήρια για το θέατρο, θέσεις για το αεροπλάνο, ακόμη -με την προσθήκη ενός «τσιπ»- χρησιμοποιείται ως εισιτήριο στο μετρό. Η εικόνα Γιαπωνέζων στα μαζικά μέσα μεταφοράς είναι συγκλονιστική: χιλιάδες άνθρωποι κρεμασμένοι με το ένα χέρι στις χειρολαβές, διαβάζουν στο κινητό -που κρατούν με το άλλο-, ένα μυθιστόρημα ή διήγημα, μέσα σε απόλυτη ησυχία, αφού στο μετρό δεν επιτρέπεται να μιλάς στο κινητό σου.

Η επιτυχία του βιβλίου δεν περιορίζεται μόνο στην ψηφιακή του μορφή. Πρόσφατα το «Koizora» κυκλοφόρησε τυπωμένο, γυρίστηκε ταινία και τηλεοπτική σειρά και φυσικά σε μάνγκα, τα γιαπωνέζικα κόμικς.

Δεν υπάρχει Γιαπωνέζα ηλικίας 15 έως 25 χρόνων που να μην έχει διαβάσει το βιβλίο ή να μην έχει δει την ταινία ή την τηλεοπτική σειρά.

Σπίτι τους, στα μεταφορικά μέσα, στις βόλτες τους περνούν απεριόριστο χρόνο αναζητώντας στις ειδικές ιστοσελίδες χιλιάδες τίτλους βιβλίων που θα τις ενδιέφεραν. Οι οπαδοί αυτού του είδους υπολογίζεται πως διαβάζουν περίπου δύο με τρεις ώρες την ημέρα κάποιο βιβλίο. Αν τους συγκινήσει, θα το στείλουν αμέσως σε κάποιον άλλον και αυτός με τη σειρά του σε κάποιον τρίτο...

Φυσικά οι καθιερωμένοι συγγραφείς περιφρονούν εντελώς αυτά τα έργα. Για εκείνους αυτά τα ψηφιακά μυθιστορήματα δεν είναι παρά σταχυολόγηση ανούσιων φράσεων, χωρίς προσωπικό ύφος, συχνά χυδαίο, πλοκή που δεν στέκει με τίποτε, ατέλειωτους διάλογους σε μια ακατάληπτη, για τον μη μυημένο, αργκό. Με λίγα λόγια, υποπροϊόντα. Είναι αλήθεια πως το περιορισμένο μέγεθος της οθόνης και ο τρόπος της γραφής που συνδέεται με τις τεχνικές δυνατότητες του κινητού, δεν επιτρέπουν ούτε τη χρήση πλούσιου λεξιλογίου ούτε την ανάπτυξη των λεπτών εννοιών. Ωστόσο, το αναγνωστικό κοινό αυτό που επιζητά είναι κείμενα χωρίς ταμπού, ευκολοδιάβαστα και σχετικά με τα θέματα που απασχολούν τη νεολαία. Η δημιουργία αυτών των μυθιστορημάτων γίνεται και με τη συμβολή κι άλλων προσώπων εκτός από τον αρχικό. Το μυθιστόρημα συμπληρώνεται από άλλους αναγνώστες, ενώ ο τρόπος δημοσίευσής του επιτρέπει στον ή στους συγγραφείς να παρακάμψουν την όλη διαδικασία της έγκρισής του από έναν εκδοτικό οίκο.

Η επιτυχία των ψηφιακών μυθιστορημάτων από κινητά δεν άφησε αδιάφορους τους παραδοσιακούς εκδότες. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε να αγνοήσουν ένα τέτοιο δυναμικό, ιδίως σε μια κοινωνία όπου οτιδήποτε εμπορεύσιμο το εκμεταλλεύεται στο έπακρο και όπου οι καταναλωτές βρίσκονται συνεχώς στο κυνήγι κάθε gadget που εμφανίζεται.

Ενα ρομαντικό μυθιστόρημα «περιορισμένων αξιώσεων» διαβάστηκε κυρίως μέσω κινητών από εκατομμύρια Ιάπωνες
Εμφαση στις διαφημίσεις

Η μεγάλη πρόκληση για τους εκδότες είναι η προσέλκυση του ενήλικου αναγνωστικού κοινού. Γι' αυτό το λόγο δίνουν τόση έμφαση στη διαφήμιση των ψηφιακών μυθιστορημάτων που μεταγράφονται στο χαρτί, με σκοπό να τραβήξουν την προσοχή των μεγαλύτερων σε ηλικία αναγνωστών για βιβλία που ενδεχομένως έχουν προηγουμένως ενθουσιάσει τα παιδιά τους. Φωτεινά διαφημιστικά οχήματα διασχίζουν τους εμπορικούς δρόμους του Τόκιο, με τις αφίσες της ταινίας που στηρίζεται στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα επαναλαμβάνοντας το ίδιο μήνυμα. Πληθαίνουν επίσης συνεχώς οι ιστοσελίδες πάνω στην τέχνη και τον τρόπο γραφής ενός καλού ψηφιακού μυθιστορήματος, καθώς και τα ειδικευμένα βιβλία, σε χαρτί, με «συνταγές» των ειδικών πάνω σε ψηφιακά μυθιστορήματα. Εκτός από τα ψηφιακά μυθιστορήματα, γραμμένα και διαβασμένα στα κινητά, η αγορά των ψηφιακών βιβλίων που τυπώθηκαν πριν πωληθούν σε ηλεκτρονική μορφή, γνώρισε στην Ιαπωνία μοναδική επιτυχία. Συνολικά, διαβάζουμε στη «Λε Μοντ», η αξία των τηλεμεταφερόμενων βιβλίων στο κινητό για την περίοδο από τον Απρίλιο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2008 έφτασε τα 180 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή 2,5 φορές περισσότερα από την περασμένη χρονιά, και το 80% του συνόλου των ηλεκτρονικών βιβλίων που διατίθενται είτε για υπολογιστή είτε για κινητά.
  • Σε τι διαφέρει όμως ένα ψηφιακό από ένα συμβατικό βιβλίο για τον αναγνώστη;
«Το λογοτεχνικό περιεχόμενο και το γνωστικό και συγκινησιακό αποτέλεσμα της ανάγνωσης ενός κειμένου είναι τα ίδια, είτε το διαβάζεις σε έναν υπολογιστή είτε σε κινητό είτε στο χαρτί. Η ψυχολογική διαφορά δημιουργείται από τη συγκινησιακή σχέση με το υλικό στο οποίο αποτυπώνεται το κείμενο. Το συμβατικό βιβλίο είναι ένα φυσικό αντικείμενο, καταλαμβάνει χώρο, τοποθετείται σε ένα ράφι, έχει παρουσία και μπορεί να προκαλέσει αισθήματα και αναμνήσεις, ακόμη και αν δεν έχει διαβαστεί», εξηγεί στην εφημερίδα «Ελ Παΐς» ο Javier Garces, πρόεδρος της Ενωσης Ψυχολογικών και Κοινωνικών Μελετών. Η σκέψη πως το βιβλίο πεθαίνει δημιουργεί αναστάτωση. Αν και για ορισμένους, όπως ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Igor Sabata, το να μιλούμε για το τέλος του βιβλίου είναι υπερβολή: «Υπάρχει μια υπερβολική τάση, πρόκειται για καθαρό μάρκετινγκ, με τη συγγραφή επικήδειων λόγων του Βιβλίου, με κεφαλαίο Β. Οπως και στην Ιαπωνία, οι δύο διαστάσεις -η παραδοσιακή και η ψηφιακή- θα συνυπάρξουν».

Η πρώτη εκδοτική επανάσταση ήταν το βήμα από την προφορική κουλτούρα στη γραπτή. Η δεύτερη έγινε με την εμφάνιση της τυπογραφίας τον 15ο αιώνα. Η τρίτη είναι αυτή που ζούμε σήμερα με τα ψηφιακά βιβλία. *

Τι είναι ψηφιακό βιβλίο;

Στη Γαλλία συντάχθηκε ένας φάκελος από μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, ο οποίος παραδόθηκε στον υπουργό Πολιτισμού για να μελετήσει το θέμα του ψηφιακού βιβλίου και δίνονται κάποιες διευκρινίσεις σε ενδιαφερόμενους, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Λε Μοντ»: Δεν πρόκειται για μια απλή διεύρυνση του τυπωμένου βιβλίου. Το ψηφιακό βιβλίο είναι ένα πολύμορφο βιβλίο. Διαφέρει ανάλογα με το μέρος του περιεχομένου του έργου που εμφανίζεται στην οθόνη (ολόκληρο, απόσπασμα ...) και ανάλογα με τον τρόπο χρήσης του (τηλεμεταφορά, συνδρομή...). Ομως τα πνευματικά δικαιώματα παραμένουν τα ισχύοντα.
  • Το ψηφιακό βιβλίο είναι πιο φτηνό από το συμβατικό;
Ναι, στο μέτρο που εξαφανίζονται τα έξοδα παραγωγής, διανομής, τα οποία ανέρχονται στο 40% της τιμής ενός βιβλίου. Ομως το θέμα που απασχολεί περισσότερο τους εκδότες είναι αυτό της πειρατείας.

Αραγε ένα βιβλίο που αγοράζεται στο Ιντερνετ μπορεί να αντιγραφεί όσες φορές επιθυμεί κάποιος ή μια πενταμελής οικογένεια θα πρέπει να το αγοράσει πέντε φορές; Οι επαγγελματίες θα πρέπει να θέσουν όρια που θα κλειδώνουν το ψηφιακό περιεχόμενο των βιβλίων.
  • Το ψηφιακό θα εκτοπίσει το συμβατικό βιβλίο;
Οχι, αλλά θα το συναγωνιστεί σοβαρά και θα περιορίσει το πεδίο επιρροής του. Μπορούμε μάλιστα να ελπίζουμε ότι θα αναπτυχθούν οι πολυτελείς και σπάνιες εκδόσεις. Αντίθετα θα απειληθούν, εκτός από ολόκληρους τομείς εκδόσεων, όπως τα πρακτικά, τεχνικά, επιστημονικά βιβλία, οι οδηγοί και τα σχολικά εγχειρίδια, τα βιβλία τσέπης, εκτός και αν διατίθενται σε πολύ χαμηλές τιμές, και όλα τα λαϊκά βιβλία ή αυτά με εφήμερο περιεχόμενο.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/11/2008

Λογοτεχνική κριτική κάνουν οι χορτασμένοι Δυτικοί


Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ

Τον 65χρονο Βρετανό μαρξιστή, θεωρητικό της λογοτεχνίας και των πολιτισμικών σπουδών Τέρι Ιγκλετον, κάποτε τον είχαν χαρακτηρίσει ως «το σκουλήκι που τρώει το μήλο της Θάτσερ». Κάνει τα πάντα για να μην αναιρεί αυτόν τον χαρακτηρισμό: χαρισματικός ομιλητής, με πολλά στοιχεία της μαχητικής Αριστεράς στη ρητορική του, εξακολουθεί να δηλώνει με κάθε ευκαιρία αμετανόητος σοσιαλιστής και να προτάσσει τον κοινωνικό ρόλο της λογοτεχνικής κριτικής έναντι των θεωρητικών της ενδοσκοπήσεως.

Συμβατός μ' αυτά που πιστεύει, συμπέρανε στην προχθεσινή διάλεξή του στην Αθήνα με τίτλο «Ο θάνατος της κριτικής»: «Η σύγχρονη κριτική γεννήθηκε από τον αγώνα εναντίον του απολυταρχικού κράτους - εάν το μέλλον της δεν προσδιοριστεί ως αγώνας εναντίον του αστικού κράτους, τότε μπορεί να μην έχει καθόλου μέλλον». Αυτά που ακούσαμε στο αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στο οποίο δεν έπεφτε καρφίτσα, ήταν δηλώσεις ενός πανεπιστημιακού που αποστασιοποιείται από τον ρόλο του για να δείξει εμπιστοσύνη σ' αυτούς που πάσχουν και δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να μάθουν ποια ήταν, για παράδειγμα, η «Μαντάμ Μποβαρί» του Γκιστάβ Φλομπέρ.

«Εάν το μέλλον της κριτικής δεν προσδιοριστεί ως αγώνας εναντίον του αστικού κράτους, απλούστατα δεν θα υπάρξει», είπε χθες ο Ιγκλετον
Ο Ιγκλετον θεωρεί ότι η λογοτεχνική κριτική είναι μια πολυτέλεια του δυτικού κόσμου, που έχει να φάει και να πιει και ο οποίος, όπως είπε χαρακτηριστικά, «ασχολείται με ανύπαρκτα πράγματα, όπως είναι η δημιουργική φαντασία. Είναι σαν να λέει κάποιος ότι δεν χρειάζεται να ταξιδέψουμε στην Ινδία για να γνωρίσουμε τη ζωή εκεί. Μας αρκεί να διαβάσουμε τον Κίπλινγκ και τον Κόνραντ. Ετσι, η λογοτεχνική κριτική μετατρέπεται σε ένα είδος τεχνητού βοηθήματος».

Στη συνέχεια προσπάθησε να ορίσει τη λειτουργία της κριτικής. «Η μελέτη της λογοτεχνίας και της τέχνης εδράζεται σε κάποια λογική εξήγηση», είπε. Επομένως, ποιος χώρος απομένει στον κριτικό για να ασκήσει τον ρόλο του; «Μετά την κατάρρευση της θεολογίας, του μένει ένας ελεύθερος χώρος στη θέση που άφησε η απουσία του θεού. Το αίτημά του είναι να επανεφεύρει το σημείο, όπου εφάπτεται η γλώσσα με την αισθητηριακή αντίληψη της κοινωνίας», αποφάνθηκε.

Σήμερα όμως τι συμβαίνει με την κριτική, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; Δεν δυσκολεύτηκε να απαντήσει, χρησιμοποιώντας τη γνωστή ιγκλέτεια σκληρή γλώσσα: «Εχει γίνει προϊόν που έχει στερηθεί νοήματος. Πρέπει να στραφεί σε γεγονότα όπως είναι ο πόλεμος και η γενοκτονία, επαναφέροντας τη μνήμη ώς την πιο χρήσιμη και πολύτιμη έκφραση της εμπειρίας». Τονίζοντας την αξία της μνήμης, ανέσυρε την παρατήρηση του Βάλτερ Μπένγιαμιν «ότι η ανάμνηση των σκλαβωμένων προγόνων και όχι τα όνειρα για τα απελευθερωμένα εγγόνια είναι αυτά που οδηγούν στην εξέγερση».

Η πρότασή του για το μέλλον είναι η συμπόνια για τους άλλους όταν δεν είναι αποκομμένη από τις αισθήσεις. Σ' αυτή την περίπτωση, «θα συγκινούμασταν από τη στέρησή τους, έτσι ώστε να μοιραστούμε μαζί τους τα ίδια τα αγαθά που μας εμποδίζουν να νιώσουμε τη δυστυχία τους. Το πρόβλημα θα μπορούσε να γίνει η λύση. Η ανανέωση του σώματος και μια ριζική ανακατανομή του πλούτου είναι στενά συνδεδεμένα. Για να αντιληφθούμε σωστά, πρέπει να αισθανθούμε». *

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/11/2008

Ο Τέρι Ιγκλετον μιλάει για «ψυχώσεις»

Ο φημισμένος Βρετανός θεωρητικός της λογοτεχνίας έδωσε διάλεξη στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών

Ηλιας Μαγκλινης, Η Καθημερινή, Tετάρτη, 26 Nοεμβρίου 2008

«Η πρώτη φορά που ήρθα Ελλάδα, πάνε πάρα πολλά χρόνια. Ο Παρθενώνας ακόμα δεν είχε χτιστεί», έλεγε προχθές το βράδυ σε διάλεξη που έδωσε στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ο φημισμένος Βρετανός θεωρητικός της λογοτεχνίας και της κουλτούρας Τέρι Ιγκλετον, προσκεκλημένος του ΕΙΕ και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ο Ιγκλετον κέρδισε το κοινό χθες με το χιούμορ, την οξυδέρκειά του, τον άμεσο και ζωντανό λόγο του. Σημειωτέον, ο κόσμος είχε στην κυριολεξία πλημμυρίσει την αίθουσα των διαλέξεων, δεν υπήρχε κενή θέση, ενώ και οι όρθιοι περίσσευαν, σε βαθμό που στιγμές στιγμές, η ατμόσφαιρα να γίνεται δυσάρεστη. Αυτό όμως δεν λύγισε ούτε τον διάσημο ομιλητή ούτε όμως και το κοινό του.

Στον πυρήνα της ομιλίας του Ιγκλετον ήταν η λειτουργία και ο ρόλος της θεωρίας και της κριτικής της λογοτεχνίας. «Δεν είναι τρομερά σκανδαλώδες που μας πληρώνουνε για να διαβάζουμε βιβλία; Μερικές φορές σκέφτομαι ότι μπορεί κάποιος αξιωματούχος της κυβέρνησης να το ανακαλύψει και να το απαγορεύσει. Για κάποιους είναι σα να σε πληρώνουν για να κάνεις ηλιοθεραπεία ή σεξ. Και τους διαφεύγει το σημαντικότερο: ότι πληρωνόμαστε για να διαβάζουμε για πρόσωπα που δεν υπήρξαν ποτέ και για γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ. Για κάποιο λόγο, ο περισσότερος κόσμος θεωρεί ότι είναι πιο σημαντικά από τα υπαρκτά πρόσωπα και τα πραγματικά γεγονότα. Στην καθημερινή ζωή αυτό κανονικά ονομάζεται “ψύχωση”». Για τον Ιγκλετον, αυτή η πτυχή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθώς μπορεί να έχεις υπαρκτά πρόσωπα, όπως ο πρίγκιπας Κάρολος (τον ανέφερε συχνά προχθές, ίσως επειδή ο πρίγκιπας της Ουαλλίας έχει αναφερθεί στον Αγγλο κριτικό, ως ο «απεχθής Ιγκλετον» - “that dreadful Eagleton”») ή η Μαντόνα, και αυτά να μετράνε λιγότερο απο κάποιον επινοημένο χαρακτήρα. «Μιας και ανέφερα τη Μαντόνα», έκανε ξαφνικά μια παρένθεση για ωραίο βρετανικό χιούμορ, «κάποτε κοιμήθηκα στο κρεβάτι της. Εκείνη δεν ήταν εκεί. Ελπίζω να μην υπάρχουν δημοσιογράφοι εδώ μέσα, με ένα συμβολικό ποσό, είμαι στη διάθεση του καθενός για εξηγήσεις και άλλες εξομολογήσεις». Ο Τέρι Ιγκλετον διδάσκει στο τμήμα Αγγλικής Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Συγγραφής στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ και στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ιρλανδίας, Galway, ως καθηγητής Πολιτισμικής θεωρίας. Βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, Μεταίχμιο, Πόλις, Πλέθρον κ.ά.

«Κλασικό» VS «ευπώλητο»

Προ-βολές

Tου Σπυρου Γιανναρα, Η Καθημερινή, Tετάρτη, 26 Nοεμβρίου 2008

Το βραβείο Νομπέλ, η μεγαλύτερη καταξίωση για έναν συγγραφέα, αποτελεί συνάμα το όνειρο κάθε εκδότη. Επαναφέρει στο προσκήνιο τα βιβλία του νομπελίστα και δρομολογεί πλήθος μεταφράσεων. Εξ ου και η επανεμφάνiση στους πάγκους των βιβλιοπωλείων βιβλίων του Λε Κλεζιό που πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά το 1981, και η κυκλοφορία νέων έργων.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το αναγνωστικό κοινό εμφανίζεται επιφυλακτικό με τις επιλογές της Σουηδικής Ακαδημίας, γεγονός που αντανακλάται στον περιορισμένο αριθμό νέων κυκλοφοριών που συνοδεύουν τη βράβευση. Το φθινόπωρο του 2000 ο δημοφιλής Γάλλος παρουσιαστής τηλεοπτικών εκπομπών βιβλίου, Μπερνάρ Πιβό ζήτησε δημοσίως συγγνώμη γιατί αγνοούσε την ύπαρξη του Κινέζου νομπελίστα της χρονιάς, Γκάο Ξιανγκιάν, που ζούσε για είκοσι έτη στο Παρίσι. Ο αντιφρονών Κινέζος λογοτέχνης παρέμεινε σχετικά άγνωστος στο ευρύ κοινό και μετά το Νομπέλ. Αναλογικά άγνωστος εκτός Γαλλίας φαίνεται πως θα παραμείνει κι ο Λε Κλεζιό. Η φετινή απτή απορία των Γάλλων για τη βράβευσή του αποτέλεσε το έναυσμα για τον συγγραφέα Φρεντερίκ-Ιβ Ζανέ, ο οποίος εξέφρασε σε άρθρο του στη Le Monde (19/10) την απογοήτευσή του για την εικόνα της γαλλικής λογοτεχνίας που επέλεξε να προβάλει η Σουηδική Ακαδημία. Ο Ζανέ προσέφυγε στο απαξιωμένο δίπολο «κλασικό» VS «ευπώλητο» έργο, προκειμένου να αποδείξει ότι η λογοτεχνία είναι πρωτίστως ζήτημα ποιότητας και βάθους της γλώσσας, της μαρμαρυγής και των ιριδισμών της φράσης: «Δεν είναι ο αριθμός των αποτελεσμάτων που βρίσκει κανείς στο Google που ορίζει την οικουμενικότητα και τη μοναδικότητα ενός συγγραφέα». Ο Λε Κλεζιό, όπως υπογραμμίζει ο Ζανέ δεν είναι κακός λογοτέχνης, αλλά και σε καμία περίπτωση ένας οικουμενικός συγγραφέας. Το ότι βρισκόταν χαμηλά στις λίστες των ιδεωδών Γάλλων υποψηφίων που σκαρφίζονται με τον νου τους οι ίδιοι οι Γάλλοι αποδεικνύει ότι η αμηχανία για τον Λε Κλεζιό αφορά κατ’ ουσίαν το βραβείο. Απ’ ό,τι φαίνεται τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, αποφεύγουν το άχθος του επαναπροσδιορισμού της λογοτεχνικής αξίας κι επιλέγουν την ανώδυνη πεπατημένη των κοινωνιολογικών κριτηρίων.

Μονόλογος - κάθαρση για τον Σωτήρη Δημητρίου


Ολγα Σελλα, Η Καθημερινή, Tετάρτη, 26 Nοεμβρίου 2008

Τα βιβλία πολλά αυτήν την περίοδο. Και οι εκδότες τα καλωσορίζουν παρουσία των συγγραφέων, με μικρές συγκεντρώσεις. Χθες ήταν η σειρά των εκδόσεων «Ελληνικά Γράμματα» να παρουσιάσουν τα πρόσφατα βιβλία τους. Κυρίως τα νέα ελληνικά μυθιστορήματα: του Γιώργη Γιατρομανωλάκη «Το χρονικό του Δαρείου», της Αγγέλας Καστρινάκη «Ερωτας στον καιρό της ειρωνείας», του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ολα βαίνουν καλώς εναντίον μας» και του Σωτήρη Δημητρίου «Σαν το λίγο το νερό», που είναι η πιο νέα άφιξη. Απαντες οι συγγραφείς, νεοστεγασμένοι στα «Ελληνικά Γράμματα». Μαζί με τη λογοτεχνία κι ένα δοκίμιο: του Ουμπέρτο Εκο, με τίτλο «Από το δέντρο στον λαβύρινθο», που περιέχει κείμενα για την ιστορία της σημειολογίας και τη φιλοσοφία της γλώσσας.

Ο Σωτήρης Δημητρίου ήταν παρών χθες (μαζί με τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη) στην εκδήλωση, που δεν είχε επίσημες ομιλίες ούτε εισηγήσεις. Κάθησε μαζί μας και μας μίλησε για το νέο του πεζογράφημα -«πεζό κείμενο» το χαρακτήρισε ο ίδιος- και τη διαδρομή που επιχειρεί. Πρόκειται για ένα βιβλίο στο οποίο συναντιούνται (και συγκρούονται) δυαδικά σχήματα: η δημώδης γλώσσα και η καθομιλουμένη, το χωριό και η πόλη, η γη και το σύμπαν, το πρόσωπο και το άτομο. Για την ακρίβεια, πρόκειται για τον μονόλογο ενός ανθρώπου, αφού έχει πεθάνει, προσώπου που ταυτίζεται με τον συγγραφέα. Ο Σωτήρης Δημητρίου ισχυρίζεται ότι έκανε ανηλεή αυτοκριτική για όσα λάθη έχει κάνει «ώστε να μπορώ να τα λέω και στους άλλους. Ηταν όχημα και άλλοθι, μαζί». Παραδέχεται ότι είναι μια μορφή δημόσιας ψυχανάλυσης αυτό το κείμενο. Οσο για το ποιο θεωρεί χειρότερο λάθος και ελάττωμα, δεν δυσκολεύεται καθόλου να απαντήσει: «Η κακεντρέχεια. Στις πόλεις ζούμε σε πυρηνικές οικογένειες, που μας κάνουν να αισθανόμαστε κέντρο της γης. Στις μεγαλουπόλεις ξεχωριστήκαμε. Οι γιορτές είναι πια τηλεφωνικές. Στα χωριά, “οικογένειά” μας ήταν το σύνολο των κατοίκων, όχι η κλειστή πυρηνική».

Πιστεύει ότι ο ίδιος έχει υπάρξει κακός, αλλά όσο μεγαλώνει, συμπονάει. Και γεμάτος χαρά δηλώνει ότι με αυτό το βιβλίο ξεναγεννιέται, ξεφορτώνεται τα κακά. «Τώρα έχω μόνο μικροεμμονές, αλλά αυτές στα 70 μου». Σ’ αυτήν τη φάση έκανε ένα ξεκαθάρισμα γλωσσικών και ηθικών λογαριασμών - «καθάρισα με τη γλώσσα της μάνας μου, που με βασάνισε πολύ». Και θεωρεί το βιβλίο ως αντίδωρο στους αναγνώστες των διηγημάτων του. Γιατί «δεν είναι κακοί οι περιθωριακοί ήρωές μου. Ο χειρότερος είμαι εγώ, ο δημιουργός τους», λέει με απόλυτη ειλικρίνεια ο Σωτήρης Δημητρίου. Και σ’ αυτό το βιβλίο αποκαλύπτει τη διαδρομή και τα λάθη.

Sunday, November 23, 2008

Η έκπτωση της κριτικής

Ο Βρετανός θεωρητικός Τέρι Ιγκλετον δίνει τρεις διαλέξεις στην Ελλάδα

Της Αθηνας Βογιατζογλου*

Ο Τέρι Ιγκλετον, o διασημότερος Βρετανός θεωρητικός της λογοτεχνίας των ημερών μας, έρχεται αύριο στην Ελλάδα, προκειμένου να δώσει τρεις διαλέξεις: «The death of criticism?» («Ο θάνατος της κριτικής;» – 24/11, στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών με διοργανωτές το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ και το Βρετανικό Συμβούλιο), «What is Poetry» («Τι είναι η ποίηση;» – 25/11, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, προσκεκλημένος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος του εκεί Τμήματος Φιλολογίας) και «The meaning of life» («Το νόημα της ζωής» – 1/12, στην αίθουσα Δρακοπούλου του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, προσκεκλημένος του UADPhilEcon -Διδακτορικού Προγράμματος στις Οικονομικές Επιστήμες του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε συνεργασία με το Iδρυμα Σάκη Καράγιωργα, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και το Βρετανικό Συμβούλιο, στο πλαίσιο της ετήσιας διάλεξης στη μνήμη του Κοσμά Ψυχοπαίδη). Ο Βρετανός μελετητής επισκέπτεται τη χώρα μας για τρίτη φορά.

Συγγραφέας δεκάδων μελετών λογοτεχνικής, πολιτισμικής και πολιτικής κριτικής (αλλά και δημιουργός ενός μυθιστορήματος, αρκετών θεατρικών έργων, καθώς και του σεναρίου της ταινίας του Derek Jarman «Βιτγκενστάιν»), ο ακαταπόνητος Ιγκλετον δεν παύει να μας εκπλήσσει με τη φρεσκάδα της σκέψης και τον θεματικό και –ενίοτε– ιδεολογικό πρωτεϊσμό του. Στην Ελλάδα, είναι γνωστότερος για την «Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας» (1983, Οδυσσέας 1989), που έχει πουλήσει σχεδόν 1.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως, αλλά και για το πρώιμο έργο του «Μαρξισμός και λογοτεχνική κριτική» (1976- Υψιλον 1981), καθώς και για το πιο πρόσφατο και πολυσυζητημένο «Μετά τη θεωρία» (2003, Μεταίχμιο 2007). Δημιουργικότερος από ποτέ στα μέσα της έβδομης δεκαετίας της ζωής του (γεννήθηκε στο Μάντσεστερ το 1943), ο Ιγκλετον δημοσίευσε την τελευταία τριετία τρία βιβλία, που δεν έχουν μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά: «How to Read a Poem» (2006), «The Meaning of Life» (2007) και «Trouble with Strangers: A Study of Ethics» (2008).

Απαξίωση

Στις επικείμενες ομιλίες του για την ποίηση και τη λογοτεχνική κριτική στα Ιωάννινα και την Αθήνα, ο Βρετανός θεωρητικός της λογοτεχνίας θα αναπτύξει πρόσφατους προβληματισμούς του, που κατατίθενται κυρίως στο βιβλίο του «How to Read a Poem». Ηδη, στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου (οι είκοσι πέντε πρώτες σελίδες του οποίου δημοσιεύτηκαν, σε μετάφραση της Νίνας Μπούρη, στο τριακοστό τεύχος του περιοδικού «Ποίηση» στα τέλη του 2007) ο Βρετανός στοχαστής θέτει το κεντρικό για τη συλλογιστική του ερώτημα: «Το τέλος της κριτικής;», καθώς διαπιστώνει την εντεινόμενη έκπτωση της κριτικής στη μετανεωτερική, έντονα καπιταλιστική εποχή μας. Σε έναν ταχύρρυθμο και εικονικό κόσμο, όπου η παράδοση, η ανάμνηση, το ίδιο το βίωμα τείνουν, ως αξίες, να καταργηθούν, είναι αναμενόμενο να έχει απαξιωθεί η μελέτη της λογοτεχνίας.

Μεταμοντέρνοι θεωρητικοί, εξάλλου, όπως ο Ντε Μαν, μας θυμίζει ο Τέρι Ιγκλετον, αμφισβήτησαν τη δυνατότητα της ποίησης, μιας κατεξοχήν μεταφορικής γλώσσας, να εκφράσει αλήθειες (άρα, συμπεραίνει κανείς, έθεσαν υπό αμφιβόλω και τη δυνατότητα της κριτικής να μιλήσει για την ποίηση με όρους ηθικούς ή κοινωνικούς). Η σύγχρονη λογοτεχνική κριτική, επισημαίνει ο Ιγκλετον, απoκομμένη από τις αρχαιοελληνικές ρίζες της, αδυνατεί σήμερα να επιτελέσει τις δύο παραδοσιακές λειτουργίες της: τη συστηματική ανάλυση της λογοτεχνικής μορφής και τον κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό. Τη δεύτερη αυτή λειτουργία, συνεχίζει ο μελετητής, έχουν αναλάβει στις μέρες μας οι πολιτισμικές σπουδές, οι οποίες, όμως, συχνά εγκαταλείπουν την προσεκτική τυπολογική ανάλυση της λογοτεχνίας (εξού και η ανικανότητα που διαπιστώνει ο ίδιος στους φοιτητές του –και, φοβάμαι, δεν είναι ο μόνος– να αντιμετωπίσουν την ποίηση ως σημαίνουσα μορφή). «Το σύνθημα της ριζοσπαστικής λογοτεχνικής κριτικής είναι λοιπόν σαφές: Εμπρός, επιστροφή στην αρχαιότητα!», καταλήγει ο Ιγκλετον. Επιστροφή, δηλαδή, στην εποχή κατά την οποία η τέχνη του λόγου ήταν τόσο ζήτημα μορφής όσο και πολιτικής στάσης.

Ολοκληρωμένη γλώσσα

Να γιατί ένας θεωρητικός της λογοτεχνίας με δυναμική πολιτική άποψη, όπως ο Τέρι Ιγκλετον, αφιερώνει αίφνης ένα ολόκληρο βιβλίο στην ποίηση, αναλύει τις περίπλοκες σχέσεις μορφής και νοήματος, σχολιάζει με εμβρίθεια ζητήματα μετρικής, μεταφορικής λειτουργίας ή στίξης και, γενικώς, αναδεικνύεται σε έναν γεμάτο ευαισθησία και γνώση εραστή της ποίησης: γιατί, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, «υπάρχει πολιτική της φόρμας και πολιτική του περιεχομένου. Η φόρμα δεν είναι περισπασμός από το ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά ένας τρόπος πρόσβασης σε αυτό». Και η πράξη της ποιητικής γραφής, όσο ιδιωτική και αν είναι, προϋποθέτει τη συλλογική ανταπόκριση και έχει επιπτώσεις στον τρόπο που ζούμε. Οντας «η πιο ολοκληρωμένη μορφή ανθρώπινης γλώσσας που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς», η ποίηση μάς χαρίζει και πάλι την εμπειρία της γλώσσας, μια εμπειρία που έχουμε χάσει στον σημερινό κόσμο «του άμεσα ευανάγνωστου». Επιτρέποντας στην υπόγεια ζωή μας να αναδυθεί μέσα από τις «διεισδυτικές ακρίβειές της», η ποίηση, όπως εύστοχα και τολμηρά υπογραμμίζει ο Ιγκλετον, μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα που ανοίγεται στις μέρες μας ανάμεσα σε έναν «αναιμικό» ορθολογισμό και μια πληθώρα «δελεαστικές αλλά επικίνδυνες» μορφές ανορθολογισμού.

Η στροφή του Ιγκλετον προς τη μελέτη του ποιητικού λόγου δεν είναι τόσο απρόσμενη όσο πιθανότατα θα θεωρήσουν όσοι δεν έχουν διαβάσει τις (αμετάφραστες στα ελληνικά) μελέτες του για τον Γέητς και άλλους Ιρλανδούς ποιητές το 1998. Η στροφή αυτή συμβαδίζει, εξάλλου, με τις μετά-τη-θεωρία αναζητήσεις ενός αριστερού στοχαστή, ο οποίος, αντιδρώντας στην κρίση του μετανεωτερικού πολιτισμού, επιστρέφει σε αξίες όπως η ηθική, η αλήθεια και η αισθητική.

Ιnfo

-Ο Τέρι Ιγκλετον θα δώσει τρεις διαλέξεις στην Ελλάδα, στις 24/11 στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, στις 25/11 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και την 1/12, στην αίθουσα Δρακοπούλου του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.

  • * Η κ. Αθηνά Βογιατζόγλου είναι επίκουρος καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων.

Μνημόσυνες σημειώσεις για τον Σταύρο Βαβούρη

Tου Αλέξη ΖΗΡΑ, Η Αυγή, 23/11/2008

Σκέπτομαι τις τελευταίες τώρα μέρες, ότι ο πρόσφατα χαμένος Σταύρος Βαβούρης και η ποίησή του ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα μικρό μετέωρο στον ουρανό της λογοτεχνίας μας. Ουσιαστικά, η δημόσια παρουσία του δεν κράτησε πολύ, καθώς ήδη στη δεκαετία του ‘90, όταν θέλησε να βγάλει μια επιλογή από το ποιητικό του έργο, έβαλε ως τίτλο το απολογητικό ερώτημα Πού πήγε, ως πού με πήγε αυτό το ποίημα, υποδηλώνοντας την προσέγγιση κάποιου τελικού ορίου. Αυτό όμως το “παιχνίδι” της παρουσίας-απουσίας το είχε ξαναπαίξει και παλαιότερα, με τις κατά καιρούς δυσφορίες και τις αιχμηρά διατυπωμένες αμφιβολίες του. Έτσι ήταν και στη δεκαετία του ’70, όταν τον γνωρίσαμε και τον ξεσηκώσαμε, παίρνοντάς του το νου, μ’ αυτή τη μέθη της επικοινωνίας και του ενθουσιασμού που μόνο οι νεώτεροι μπορούν να δίνουν στους μεγαλύτερους. Και τότε μου έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμος να αποσυρθεί -για να μην πω ότι είχε σχεδόν κιόλας πέσει- στη σιωπή. Έφερνε για παράδειγμα την ανταπόκριση που είχαν τα βιβλία του. Πράγματι, ελάχιστη, σε μια εποχή όπου η ποίηση ήταν περισσότερο στα πάνω της. Νομίζω όμως ότι αυτή που τον τσάκιζε φανερά και υπόγεια και που επιδρούσε σε όλη τη διάθεσή του, ήταν η δυσπορία του, που με τα χρόνια μεγάλωνε και τον έκανε σε πολλούς ανυπόφορο. Όσοι τον γνώρισαν φευγαλέα, δεν θα τους περνούσε ποτέ από τη σκέψη ότι αυτός ο άνθρωπος, με τις χίλιες αναποδιές και τις στρεβλώσεις που κουβαλούσε πάνω στο σώμα του, μπορούσε να είναι τόσο λάτρης της ομορφιάς. Να φτάνει στο σημείο ακόμα και να παραδέρνει πολλές φορές ο ίδιος μέσα στην αυταπάτη της ωραιοπάθειας! Η ομοφυλοφιλία, που σχεδόν πάντοτε γειτονεύει με το ναρκισσισμό; Όχι, δεν νομίζω ότι αυτή γίνεται να μας τα εξηγήσει όλα.

Εριστικός, δύστροπος και πεισματάρης, ήταν αναμενόμενο να τρέφει μέσα του μια ασίγαστη βεβαιότητα η ποίησή του άξιζε περισσότερο από όσο του αναγνώριζαν, γι’ αυτό και θεωρούσε ματαιοπονία το να προσπέσει στο έλεος των εκδοτών και να συναντήσει τελικά την αδιαφορία τους. Απέναντι στην ταπείνωση προτιμούσε, έστω κατ’ ανάγκην, μια μορφή του “λάθρα βιώσας”, να “καλλιεργεί τον δικό του κήπο των ηδονών” όπως έλεγε. Να τον βρουν οι άλλοι, αν ήθελαν, αυτός περίμενε, ήταν πάντοτε εκεί. Δεν ξέρω πώς συνδέθηκε με τον Γιώργο και τη Λένα Σαββίδη, αν και εκείνη, όπως μας εκμυστηρευόταν, τη γνώριζε από τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια, καθώς συνυπήρξαν στη Φιλοσοφική Αθηνών. Μας έδειχνε όμως με καημό φωτογραφίες από τη σπουδαστική του ζωή, όπου ανάμεσα στους συμφοιτητές του διέκρινες τον Τάσο Λιγνάδη και τον κύπριο Κώστα Κύρρη. Πάντως, προτού να βρει φιλόξενη στέγη και να αγκυροβολήσει στον “Ερμή”, έναν εκδοτικό οίκο που εξασφάλιζε το ‘60 και το ’70 την εγκυρότητα σε όσους, λίγους, είχαν την τύχη να γίνουν εκεί δεκτοί, ο Σταύρος ταλαιπωρήθηκε αρκετά, εκδοτικά πλάνης και αυτοεκδιδόμενος. Αν δεχτούμε ότι είναι δίκαιη, τουλάχιστον από την άποψη της αγοραίας λογικής, η μοίρα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ποιητών, οι οποίοι περνούν, όπως όλοι μας σχεδόν, προς την Αχερουσία και τη λήθη, έχοντας όμως αυτοί στην κυριολεξία καταβάλει το αντίτιμο του περάσματός τους πάνω στο μάρμαρο του τυπογραφείου, ο Βαβούρης ήταν μια από τις ζώσες αποδείξεις αυτής της επιβολής της δικαιοσύνης. Έβγαζε τις συλλογές του μόνος, ιδίοις αναλώμασι, δίνοντας τον οβολό του σε μικρά τυπογραφεία της γειτονιάς, με αντάλλαγμα πολύ λίγα αντίτυπα, πεντακόσια ή και λιγότερα. Μάλιστα ένα βιβλίο του, η μοναδική συλλογή πεζών του, Εν ερημίαις και σκολιαίς, θυμάμαι ότι το είχε ξαναβγάλει σε φωτοστατική έκδοση, με στοιχεία που είχαν αναπαραχθεί από ηλεκτρική γραφομηχανή! Κάτι που άλλοι της συντεχνίας θα το σκέπτονταν με φρίκη, αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζε καθόλου. Αντίθετα, η ασκητική λιτότητα των βιβλίων του τον έκανε να σαρκάζει δηλητηριωδώς τις αισθητικά περιποιημένες συλλογές ποιημάτων, με τα πανάκριβα χαρτιά και τις μονοτυπικές τους τεχνικές, και να παρατηρεί αποφθεγματικά ότι όσο πιο πολύ φροντίζεις το ρούχο της ποίησης τόσο πιο πολύ είναι η ίδια φτωχή και ακαλαίσθητη.

Στους περισσότερους από μας τον σύστησε ο Ανδρέας Αγγελάκης, ο κατά βάθος φύλακας-άγγελός του, αλλά εκείνος που συνήθως μας παρέσυρε με επιμονή αργά τα βράδια να κάνουμε απρόσκλητες επελάσεις στο σπίτι του, ήταν ο Γιώργος Καραβασίλης -και οι δυο τους αφόρητα φευγάτοι. Θυμάμαι το σπίτι του στην Ακομινάτου, τη σκάλα που για να την ανεβοκατεβεί κάποιος με τα κινητικά προβλήματα του Βαβούρη πρέπει να ήταν σκέτο μαρτύριο. Ωστόσο, φαντάζομαι πως δεν μπορούσε να υπάρξει καλύτερη και πιο βολική γειτονιά γι’ αυτόν, ένας δρόμος καθαυτό λαϊκός πλέον, καθώς τον είχαν εγκαταλείψει από καιρό οι πιο εύποροι, ανεβαίνοντας προς τα βόρεια, και τον πυκνοκατοικούσε ήδη ο αγοραίος έρωτας. Μάλιστα η Ακομινάτου στο δικό του το μυαλό είχε γίνει ένας θρυλικός τόπος, ένας δρόμος μοιραίος για την ίδια του τη ζωή, κι αυτό δεν το λέω έτσι, στην τύχη, καθώς ο Σταύρος, κυριευμένος από μια γουστόζικη αυθαιρεσία ή μια διακαή επιθυμία να φτιάξει το μύθο του, μας είχε παρομοιάσει ένα βράδυ το δρόμο με την ιστορικά γνωστή μας αλεξανδρινή οδό Lepsius, όπου πέρασε το τελευταίο μέρος της ζωής του ο Καβάφης! Θέλω να πω, με όλα αυτά, ότι δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει και πολύ ο Καραβασίλης να μας παρακινήσει, καθώς οι προτροπές του συνήθως μας εύρισκαν “εν ευθυμία”, μετά από φαγοπότια σε παρακείμενα των Εξαρχείων ταβερνεία ή πιο κάτω, προς την Πλατεία Βικτωρίας, πρόθυμους όμως να πάρουμε το δρόμο προς το σπίτι του Σταύρου, με φωνές και γέλια, καθ’ οδόν διηγούμενοι και αναδιηγούμενοι αμέτρητα, ανεξάντλητα περιστατικά και ιστορίες από τις συνήθως επεισοδιακές συναντήσεις μαζί του. Τι παρέα ήταν κι εκείνη! Μέσα στην απύθμενη νεανική μας αφέλεια αλληλολιβανιζόμαστε και αλληλοχριζόμαστε κιόλας πρωτοκλασάτοι και δευτεροκλασάτοι της λογοτεχνίας, θεωρώντας πως είχαμε τη φήμη στο τσεπάκι μας, χωρίς να ακούμε μέσα στην ευφορία και στον ενθουσιασμό μας τα πατήματα του πειναλέου θανάτου που μας ακολουθούσε. Εκτός από τον Αγγελάκη και τον Καραβασίλη, ο Γιάννης Κοντός, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Γιάννης Βαρβέρης, η Βερονίκη Δαλακούρα, ο Γιώργος Βέης, ενίοτε ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Λευτέρης Πούλιος και η Παυλίνα Παμπούδη, ο Βασίλης Στεριάδης, ο Στέφανος Μπεκατώρος, ο Κώστας Μαυρουδής, ο Βασίλης Στεριάδης, η Μαρία Λαγγουρέλη, ο Κώστας Γουλιάμος, και άλλοι και άλλοι. Υπήρχαν φορές που τον αποσπούσαμε με παρακάλια από το σπίτι του, αναλαμβάνοντας να τον πάρουμε και να τον φέρουμε, οδηγώντας τον θριαμβευτικά σε σπίτια συνομιλήκων ή και λίγο νεώτερων, σε γιορτές, αυτοσχέδια πάρτι και μπαρ. Άλλες πάλι φορές πρόβαλλε με τη γούνα και το μπαστούνι του στην πόρτα του φημισμένου εκείνα τα χρόνια μπαρ Intime, της οδού Φερρών, το στέκι για αρκετά χρόνια του Καραβασίλη, όπου μάλιστα συνέπεσε να δω τον Βαρβέρη στα μέσα του ‘70 ντυμένον στα ναυτικά. Όμως αυτό που ήθελα να πω είναι ότι σε τέτοιες στιγμές, όπως αυτές που περιέγραψα επιτροχάδην, μπορούσες να δεις πόσο η ανθρώπινη μοναξιά αναγκάζεται να πάει χέρι χέρι με την ανοχή. Γιατί εκείνος, ο Βαβούρης, γνώριζε καλά ότι ο “θρίαμβός” του δεν θα κρατούσε αιώνια, γνώριζε όμως επίσης ότι τα αστεία και τα πειράγματά μας δεν αναιρούσαν ούτε στο ελάχιστο την αγάπη που είχαμε για την ποίησή του. Και είμαι βέβαιος ότι τελικά του άρεσε αυτό.

Και σήμερα αν συναντούσε κάποιος έναν από τους ποιητές εκείνης της παρέας και τον ρωτούσε να του πει τη γνώμη του για την ποίηση του Βαβούρη, δεν νομίζω ότι θα ήταν πολύ διαφορετική. Στις καλύτερές του στιγμές, στις Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε, στους Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής, στον Ορφέα κατερχόμενο, και σε άλλα του ποιήματα, είχε χρησιμοποιήσει αριστοτεχνικά το παράδειγμα της καβαφικής ποίησης, μεταφέροντας στα δραματουργικά πρόσωπα του, στη Μεσσαλίνα, στην Κλυταιμνήστρα, στην Ηλέκτρα και στην οικογένεια των Ατρειδών, ενοχές, πόθους και κυρίως το όνειρο της απρόσιτης ομορφιάς. Δεν ξέρω αν στην τοτινή αξιολόγησή μας συνυπολογιζόταν η ζωή και η τέχνη, και μάλλον κάτι τέτοιο συνέβαινε, γιατί ό,τι και να λέει η φιλολογική ορθότης είναι τα πάθη της ψυχής και τα πάθη του νου που μας κάνουν πρώτα ν’ αγαπήσουμε περισσότερο ένα έργο. Γι’ αυτό και νομίζω πως δεν είναι τυχαίο που μαζί με τον Βαβούρη νιώσαμε δικούς μας αυτούς που νομίσαμε -σωστά ή λαθεμένα, δεν έχει σημασία- ρομαντικά δαιμονισμένους: τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Νίκο Καρούζο, τον Τάσο Λειβαδίτη.

  • Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ TERRY EAGLETON

Terry Eagleton


Σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σας παρουσιάζουμε με μεγάλη χαρά τον διακεκριμένο καθηγητή Terry Eagleton στη διάλεξη με θέμα «Ο θάνατος της κριτικής».

Ο Terry Eagleton θα δώσει μια δεύτερη ομιλία με θέμα «Το νόημα της ζωής», προσκεκλημένος από το Διδακτορικό Πρόγραμμα στις Οικονομικές Επιστήμες του Πανεπιστημίου Αθηνών (UADPhilEcon), το Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα και τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.). Η διάλεξη πραγματοποιείται στο πλαίσιο της 5ης Ετήσιας Δημόσιας Διάλεξης περί «Οικονομικών και Φιλοσοφίας» στη Μνήμη του Κοσμά Ψυχοπαίδη.

Ο Terry Eagleton είναι ένας διεθνώς καταξιωμένος πανεπιστημιακός καθηγητής Λογοτεχνίας και Θεωρητικός Πολιτισμικών σπουδών που διδάσκει στο τμήμα Αγγλικής Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Συγγραφής στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ ως Καθηγητής Φιλολογίας, και στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ιρλανδίας, Galway, ως καθηγητής Πολιτισμικής θεωρίας.

Ασχολείται, κυρίως, με τη λογοτεχνική και πολιτιστική θεωρία, την αγγλική λογοτεχνία και τον πολιτισμό της Ιρλανδίας, για τον οποίο έχει πρόσφατα ολοκληρώσει μια τριλογία έργων.

Βιβλιογραφία: Literary Theory: An Introduction (1983) και After Theory (2003). Έχει επίσης γράψει το μυθιστόρημα Saints and Scholars (1987) και The Gatekeeper: A Memoir (2001). Τα πιο πρόσφατα βιβλία του είναι How to Read a Poem (2006), The Meaning of Life (2007), και Trouble with Strangers: A Study of Ethics (2008).

  • Θα υπάρχει ταυτόχρονη μετάφραση.
  • Είσοδος Ελεύθερη

Όταν ο Φρόιντ διαβάζει ιστορία

Photograph of Sigmund Freud, 1920

Της Πέπης ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Αυγή, 23/11/2008

Ψυχανάλυση και ιστορία ανήκουν στις επιστήμες της μνήμης. Είναι γεγονός ότι ο όρος επιστήμες χρειάζεται εδώ κάποιες διευκρινίσεις. Η ψυχανάλυση ασκείται νόμιμα και από μη γιατρούς, πράγμα που απασχόλησε την ψυχιατρική κοινότητα και τον ίδιο τον Φρόιντ, και η άσκησή της βασίζεται σε μια διαδικασία -τη συνεδρία- η οποία είναι και μια υπόθεση πράξης και δημιουργίας, που τέμνει αλλά και υπερβαίνει τα όρια της όποιας «καθαρής» επιστήμης. Και η ιστορία όμως περιλαμβάνει από την πλευρά της επιλογές, αποκλεισμούς, ρητορικές και επίνοιες, που αναδεικνύουν επίσης την συνάφειά της με την δημιουργία. Και οι δύο ωστόσο είναι δεσμευμένες να σέβονται, αν όχι κάποιο υπερβατικό αληθές, τουλάχιστον το ορθό, πράγμα που τις τοποθετεί στον επιστημονικό χώρο, ενώ, από την άλλη πλευρά, ως επιστήμες της μνήμης βρίσκονται σήμερα στο στόχαστρο μιας κρατούσας άποψης και εξουσίας, που, όπως θα προσπαθήσω να εξηγήσω, έχουν λόγους να εχθρεύονται και να απαξιώνουν τη μνήμη αυτή.

Η ψυχανάλυση έχει μια καταγωγική σχέση με τη μνήμη. Με μια έννοια, αυτό ήταν ήδη δεδομένο από τη στιγμή που ο ιδρυτής της, ο Φρόιντ, στήριξε εξ αρχής τη θεωρία του για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα στο διάλογο με τον αρχαίο μύθο του Οιδίποδα, και μάλιστα όπως αυτός αποτυπώνεται σε ένα έργο κεντρικό για την ιστορία της λογοτεχνίας και του θεάτρου, στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή. Πέρα όμως από αυτό, ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης ένοιωσε την ανάγκη να θεμελιώσει τη θεωρία του και στο διάλογο με τον ιστορικό χρόνο. Για την ακρίβεια, με τον προ-ιστορικό χρόνο, όπου εξελίσσεται η συναρπαστική φροϋδική μυθοπλασία του Τοτέμ και ταμπού, και με την διατομή ιστορίας και μύθου, όπου τοποθετείται το ανατρεπτικό του δοκίμιο Μωυσής και μονοθεϊσμός. Ακόμη και αν όλα αυτά δεν υπήρχαν, πράγμα που θα έκανε την ψυχανάλυση να είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, και πάλι η ψυχανάλυση ως πρακτικο-ποιητική θεραπευτική διαδικασία θα ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τη μνήμη. Ο αναλυόμενος που ξαπλώνει στο αναλυτικό κρεβάτι παραδίδεται στην αλυσίδα των συνειρμών, μέσα από την οποία προσπαθεί να περάσει από το νοσηρό παρόν που τον έφερε στην πόρτα του αναλυτή, στο παρελθόν εκείνο του οποίου η επώδυνη γνώση θα τον θεραπεύσει ή, έστω, θα του καταστήσει πιο βιώσιμη τη ζωή.

Είναι, από την άλλη πλευρά, γνωστή η φροϋδική μετωνυμία μέσα από την οποία συνδέονται ψυχανάλυση και αρχαιολογία. Δεν πρόκειται φυσικά μόνο για την προσοχή του Φρόιντ στο αρχαιολογικό θρίλερ της Γκραντίβα του Γιένσεν, το οποίο σχολιάζει και ερμηνεύει, ούτε για τα λατρευτικά τελετουργικά ειδώλια που είχε στο γραφείο του και που συνδέονται τόσο με τις μυήσεις όσο και με τον επιδειξιασμό. Ο Φρόιντ βλέπει τα στρώματα της ψυχής με τον τρόπο που βλέπει κανείς και τα στρώματα μιας πόλης. Όπως ο αρχαιολόγος καταδύεται σταδιακά στα διαδοχικά στρώματα που του αποκαλύπτουν διαφορετικούς πολιτισμούς, που κοιμούνται κάτω από την επιφάνεια ενός αρχαιολογικού τόπου, ακόμα και μιας μεγαλούπολης σαν την Ρώμη ή το Λονδίνο, τόπων των οποίων η αρχαιολογική μνήμη απασχολεί τον Φρόιντ, έτσι και η διαδικασία της ψυχανάλυσης οδηγεί σταδιακά σε ένα βάθος, του οποίου η επώδυνα βιωμένη γνώση, αν και ουσιαστικά δεν εξαντλείται ποτέ, ανατρέπει την παραδεδομένη εικόνα του εαυτού και του κόσμου και επιβάλλει μια σημαντική αλλαγή στην ψυχική ισορροπία και στη συμπεριφορά του αναλυόμενου υποκειμένου. Μικρή σημείωση που θα μας χρειαστεί για να συνεχίσουμε την συζήτησή μας: Η ψυχαναλυτική παλινδρόμηση στο χρόνο είναι δύσκολη υπόθεση. Γι' αυτό και διάφοροι διανοούμενοι οι οποίοι θεωρούν πως η ψυχανάλυση είναι ένας κλάδος της λογοτεχνίας και φλυαρούν ασύστολα περί του αυτού και άλλων τινών, τρέπονται σε άτακτη φυγή στην πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη πραγματική συνεδρία.

Η ιστορία, αν δεχτούμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν την παραμικρή σχέση με την γένεσή της, είναι μια σχέση με το χρόνο, μια αντίσταση στη λήθη. Έτσι την ορίζει ο «πατέρας» της Ηρόδοτος, που η σύγχρονη ανθρωπολογία μας πείθει όλο και περισσότερο ότι ήταν πολύ λιγότερο παραμυθάς απ’ ότι νομίζαμε: «Έγραψα την ιστορία μου» λέει, «για να μείνουν ανεξίτηλα στη μνήμη τα σημαντικά έργα που έπραξαν οι Έλληνες και οι Βάρβαροι». Ταυτόχρονα η Ιστορία, το κάθε νέο έργο ιστορίας, ήταν μια αποκαθήλωση των προηγουμένων ή, για να μιλήσουμε με το φροϋδικό ιδίωμα, μια πατροκτονία: Ο Εκαταίος αποκαθήλωσε τους προηγούμενους μυθογράφους, ο Ηρόδοτος τον Εκαταίο, ο Θουκυδίδης τον Ηρόδοτο. Το μυθώδες, τα παραμύθια, δηλαδή τα ψέματα, που παραμορφώνουν το ιστορικά ορθό, έγιναν η βασική κατηγορία που εκτόξευε ο κάθε Έλληνας ιστορικός στον προκάτοχό του. Ο ιστορικός που ασκούσε την κριτική στο μυθώδες στοιχείο προηγούμενων έργων κατέρριπτε και τους πολιτικούς μύθους που συγκροτούσαν την κυρίαρχη ιδεολογία, και με τον τρόπο αυτό προέβαινε σ’ ένα είδος ιδεολογικής πατροκτονίας. Όπως η εικόνα του Πατέρα ενδέχεται να καταρρεύσει σε μια ψυχανάλυση, έτσι και ο Θουκυδίδης μας λέει ότι οι πατέρες της δημοκρατίας, οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, έκαναν αυτό που θεωρούνταν ιδρυτική πράξη της αθηναϊκής δημοκρατίας, δηλαδή το φόνο του Πεισιστρατίδη Ίππαρχου, για λόγους που είχαν να κάνουν όχι με τη δημοκρατική ιδεολογία αλλά με ερωτοδουλειές.

Τα μοντέρνα παραδείγματα είναι ακόμη πιο εύγλωττα. Όποιος πρωτοδιαβάσει ένα σοβαρό σύγγραμμα για τον πρώτο ή τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βιώνει μια αντίστοιχη εμπειρία αποκαθήλωσης. Βρίσκεται αντιμέτωπος με την ανοησία, τη μυωπία, την παράνοια και τη μισαλλοδοξία των κρατούντων, που οδήγησε στην αυτοκτονία της Ευρώπης, μέσα από τη φρίκη των χαρακωμάτων και την αδιέξοδη αντιπαράθεση των σωβινισμών. Παράλληλα, όποιος διαβάσει σοβαρές ιστορικές μελέτες για το ναζισμό, το φασισμό, το σταλινισμό, το μαοϊσμό, βιώνει το γκρέμισμα των ιδεολογικών στερεότυπων και τη γύμνια που μερικοί επιδερμικοί και άρα ενθουσιώδεις θιασώτες του μεταμοντερνισμού καλωσόρισαν ως ένα αυτονόητα θετικό βήμα. Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση των δογματικών ιδεολογικών βεβαιοτήτων, που συνεπάγεται η ιστορική γνώση, όπως παλιότερα η κατάρρευση των θρησκευτικών δογμάτων, είναι θετική με την προϋπόθεση ότι στη θέση αυτών των ερειπίων η ανθρωπότητα θέλει και μπορεί να ιδρύσει νέες πιο αυθεντικές προτάσεις. Κάτι τέτοιο δεν είναι ποτέ εύκολο, όπως δεν είναι εύκολο να σηκώσει το βάρος μιας ανεξάρτητης προσωπικότητας ένας αναλυόμενος, που θα βιώσει το λυκόφως των προσωπικών του ειδώλων και την κατάργηση των ψυχικών του βεβαιοτήτων, Η προσωπική και η πολιτική ελευθερία, καρπός επώδυνων αποκαθηλώσεων, είναι κάτι που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε παρά με μεγάλο προσωπικό κόστος. Αν ωστόσο δεν μπορούμε να αντέξουμε αυτή την οδύνη της αποκαθήλωσης, κάθε έννοια ελευθερίας, ευθύνης, δημοκρατίας, καθίσταται ανυπόστατη.

Η άρνηση ενός μεγάλου, ενδεχομένως κυρίαρχου ρεύματος των διανοουμένων και των Μέσων να διαχειριστούν αυτή την επώδυνη αποκαθήλωση, όπου μας οδηγούν από διαφορετικούς δρόμους τόσο η ψυχανάλυση όσο και η ιστορία, οδηγούν πολλούς από αυτούς που αποφασίζουν για τις τύχες του κόσμου στην εποχή μας να εκδηλώνουν μια έντονη αλλεργία απέναντι στη μνήμη και τις επιστήμες ή τις πρακτικές που σχετίζονται μαζί της. Η ψυχανάλυση γίνεται αντικείμενο συντονισμένων επιθέσεων και στη θέση της προκρίνεται ο μπιχαβιορισμός, που υπόσχεται ένα ταχύ και αποτελεσματικό έλεγχο της συμπεριφοράς, πράγμα χρήσιμο για κάθε ολιστική εξουσία. Οι ψυχολογικές προεκτάσεις των νέων τεχνολογιών αναπαράγουν και πολλαπλασιάζουν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, έναν ίδιο μπιχαβιοριστικό μοντέλο, στο οποίο προσφέρουν τον φωτοστέφανο της εξέλιξης και της τεχνικής ισχύος.

Η υποβάθμιση της ιστορίας ακολουθεί αρκετά παράλληλους δρόμους. Περισσότερο και από άλλες επιστήμες του ανθρώπου, η ιστορία ωθείται όλο και πιο πολύ στο περιθώριο των εκπαιδευτικών συστημάτων, του Δυτικού και όχι μόνον κόσμου. Μπροστά στη χρεοκοπία ή τουλάχιστον την κρίση των μεγάλων αφηγήσεων, που παρήγαγαν εθνικές ή ταξικές ιδεολογίες, μία διαδεδομένη τάση πολλών ιστορικών είναι να ασχοληθούν με το επί μέρους, με το αποσπασματικό, κάτι που κάνει το λόγο τους ενδεχομένως ακριβέστερο, αλλά σίγουρα λιγότερο θελκτικό για ένα ευρύ κοινό. Πέρα όμως από όλα αυτά, μια διπλή, επιστημολογική και ακόμη περισσότερο πολιτική άποψη, επιτάσσει, αν όχι την εγκατάλειψη, τουλάχιστον την «εξομάλυνση» της ιστορίας, την αποσιώπηση των συγκρούσεων, των ασχημιών, των λαθών, έτσι που, υποτίθεται, τα μίση μεταξύ λαών και τάξεων να υποχωρήσουν. Η ανθρώπινη ιστορία έχει πράγματι τόσο άθλιες πλευρές, που ο Μαρξ την αποκαλούσε προϊστορία, και ο Νίτσε γενεαλογία. Για να λύσει το πρόβλημα, ένα ρεύμα ιστορικών σπουδών, εμπνεόμενο συνειδητά, είτε και ασύνειδα, σε μεγάλο βαθμό από τα κέντρα των ΗΠΑ, προκρίνει την εξαφάνιση κάθε επώδυνης γωνίας ή ρωγμής.

Στην ψυχανάλυση αυτό θα λεγόταν απώθηση του τραύματος. Απώθηση για την οποία ξέρουμε ότι συνεπάγεται την επιστροφή του απωθημένου, ως νευρωσικού είτε ψυχωσικού συμπτώματος. Στην προσωπική είτε τη συλλογική ιστορία, μια αντίστοιχη συμπεριφορά εγγυάται τον εγκλωβισμό στην κόλαση μιας επανάληψης, που οι αναλυτές θα αποκαλούσαν ψυχαναγκαστική. Όχι τυχαία όμως, τόσο η ιστορία όσο και η ψυχανάλυση διατηρούν μια βαθιά σχέση με τον τραγικό λόγο. Η αφήγηση των Περσικών από τον Ηρόδοτο είναι το αντίστοιχο των Περσών του Αισχύλου, το οιδιπόδειο είναι παιδί της τραγωδίας του Σοφοκλή. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το ζητούμενο δεν είναι η συσκότιση της συλλογικής είτε της προσωπικής ιστορίας, αλλά αντίθετα η ανάδυση και η ανάδειξη του τραύματος ως προϋπόθεση ελευθερίας.

  • Η Πέπη Ρηγοπούλου διδάσκει Επικοινωνία και Αισθητική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ένας «αιρετικός» σε καιρούς χαλεπούς

Σε έναν «δικό μας», τον πνευματικό άνθρωπο και αρθρογράφο της προδικτατορικής Αυγής Κ. Πορφύρη, είναι αφιερωμένη η εκδήλωση που διοργανώνεται την επόμενη Τετάρτη στο Μουσείο Μπενάκη. Σε αυτήν πρόκειται να παρουσιαστεί η έκδοση στην οποία περιέχονται αποθησαυρισμένα άρθρα του στην εφημερίδα, αλλά και στην Επιθεώρηση Τέχνης, για τον πολιτισμό, την ιστορία, την πολιτική. Τον τόμο επιμελήθηκαν οι Δ. Αρβανιτάκης και Κ. Παπαχρίστου, ενώ με άρθρα τους συμβάλλουν και οι Σπ. Ασδραχάς, Αιμιλία Καραλή, Δ. Ραυτόπουλος.

O Πορφύρης Κονίδης (αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1910 στη Ζάκυνθο. Από μικρή ηλικία «μπολιάστηκε» με το πολιτιστικό κλίμα που επικρατεί στο νησί: εκεί θα έρθει σε επαφή με το λαϊκό θέατρο, τη ζωγραφική, τη μουσική –ο ίδιος μάλιστα έπαιζε βιολί– ενώ, παράλληλα, είναι μανιώδης αναγνώστης της Διαπλάσεως των Παίδων του Ξενόπουλου. Το 1929 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Οι ιδέες της κομμουνιστικής Αριστεράς τον γοητεύουν, δίνοντας πιο συγκροτημένη μορφή στο δημοκρατικό - σοσιαλιστικό πνεύμα με το οποίο τον είχε προικίσει η επτανησιακή παράδοση. Επρόκειτο για μια μοιραία συνάντηση: Ο πρώτος του φάκελος εξαιτίας της πολιτικής του δράσης ανάγεται στα 1933. Θα ακολουθήσει μια δεκαπενταετία διώξεων και φυλακίσεων (1937-1943: Ακροναυπλία, 1949: Μακρόνησος, θανατική καταδίκη που μετατρέπεται σε ισόβια, στέλνοντάς τον στις φυλακές Αβέρωφ και εκείνες της Κεφαλονιάς μέχρι το 1952). Τα ανέκδοτα κείμενα που αναφέρονται στις συνθήκες κράτησής του στην Ακροναυπλία αποτελούν μια πολύτιμη ιστορική μαρτυρία για την εσωτερική οργάνωση των κομμουνιστών στη φυλακή.

Μετά την απόλυσή του από τις φυλακές, χάρη στα «μέτρα ειρηνεύσεως» του Πλαστήρα, αρχίζει την τακτική αρθρογραφία του στην Αυγή και κατόπιν στην Επιθεώρηση Τέχνης, της οποίας υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1959. Μάλιστα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εκδότη του περιοδικού Μανδραγόρας Κώστα Κρεμμύδα, η ΕΔΑ επιχείρησε να τον χρησιμοποιήσει προκειμένου να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό της το «αιρετικό» περιοδικό. Όμως ο Κ. Πορφύρης (με αυτό το ψευδώνυμο αρθρογραφούσε) «καθώς ήταν άνθρωπος με ευαισθησίες και γνώσεις, παλαιός και σεβαστός αγωνιστής και διανοητής, γρήγορα συνέπλευσε με τις αρχές και τα ιδανικά της ομάδας» που αποτελούσε τον πυρήνα της Ε.Τ., μέλος του οποίου αποτέλεσε κι αυτός (εισήγηση στο συμπόσιο «Επιθεώρηση Τέχνης: Μια κρίσιμη δωδεκαετία»).

Πέραν της συμμετοχής του αυτής όμως, που είχε έναν επικαιρικό χαρακτήρα, ο Κ. Πορφύρης έδωσε επιπλέον φιλολογικό και ιστοριογραφικό έργο, επικεντρωμένο σε ζητήματα που αφορούσαν ιδιαίτερα την τοπική ιστορία των Επτανήσων. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν οι μελέτες του για τον Κάλβο, που αποτελούν σημαντική συνεισφορά στις καλβικές σπουδές, τα βιογραφικά του μελετήματα για τον Σολωμό και τον Λασκαράτο, η έκδοση της αυτοβιογραφίας της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου κ.ά. Σημαντικός όμως υπήρξε ο ρόλος του και στη διοργάνωση των «Διεθνών Συναντήσεων Μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου» στη Ζάκυνθο, κατά τη δεκαετία του '60. Το 2000 είδε το φως της δημοσιότητας, μετά θάνατον βέβαια, και η δική του, ημιτελής, αυτοβιογραφία, υπό τον τίτλο Ενθυμήματα: Όσα έζησα, όσα είδα, όσα άκουσα (εκδ. Περίπλους). Τα χειρόγραφα αυτού του βιβλίου, μαζί με το υπόλοιπο αρχείο του, φυγαδεύτηκαν την 21η Απριλίου 1967 από τους δικούς του προκειμένου να διασωθούν. Τον επόμενο μήνα ο λαμπρός αυτός διανοητής θα έφευγε για πάντα από τη ζωή...

Σπύρος ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗΣ, Η Αυγή, 23/11/2008

Η έκδοση με τα Κείμενα για τον πολιτισμό, την ιστορία και την πολιτική του Κ. Πορφύρη θα παρουσιαστεί σε εκδήλωση που διοργανώνει το Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με την Εταιρεία Έρευνας, Μελέτης και Προαγωγής Πολιτισμού «Πλατύφορος», την Τετάρτη 26 Νοεμβρίου, στις 19.30, στο νέο κτίριο του Μουσείου (Πειραιώς 138). Σε αυτήν θα μιλήσουν ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, ο κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Ραυτόπουλος, καθώς και ο εκδότης του περιοδικού Μανδραγόρας Κώστας Κρεμμύδας.

Saturday, November 22, 2008

Γιώργος Mανιώτης: Σκηνοθέτες καταστρέφουν το θέατρο και το γούστο του θεατή

Σκηνοθέτες καταστρέφουν το θέατρο και το γούστο του θεατή

Mε αυτό το πέμπτο βιβλίο του, την «Γνώση των νεκρών» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Eλληνικά Γράμματα, ο Γιώργος Mανιώτης - από τα τρομερά παιδιά του νεοελληνικού θεάτρου και συγγραφέας πλήθος έργων, θεατρικών και πεζογραφημάτων επιστρέφει στην αποτύπωση της ζοφερής κοινωνικής κατάστασης και στην ανάδειξη της μοίρας του ανθρώπου.


Συνέντευξη στην Τέα Βασιλειάδου, Ημερησία, 22/11/2008
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα «H γνώση των νεκρών» πρωταγωνιστούν δεκαεφτά νεκροί σε ισάριθμες ιστορίες. Σε όλες κάποιος θάνατος έχει συντελεστεί και ο εκάστοτε εκλιπών έχει αφήσει πίσω του δεκάδες πρόσωπα να τον θρηνούν ή να τον βρίζουν, ανάλογα με την περίπτωση.

  • Πώς νιώθει ένας συγγραφέας μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό περίγυρο;
H εποχή είναι τρομαχτική. Ένας συγγραφέας πρέπει να το έχει πάρει απόφαση ότι κατά κάποιο τρόπο αυτοκτονεί. Προσωπικά ήμουν προετοιμασμένος εδώ και τριάντα χρόνια και ήξερα πού θα καταλήξει η ιστορία. Γι’ αυτό είχα δημιουργήσει γύρω μου ένα χώρο στεγανό. Φοβάμαι πως η δική μας γενιά έζησε την αρχή της εποχής, τη μέση και τώρα ζει το τέλος της.
  • Eσύ με τα βιβλία σου πιστεύεις ότι μπορείς να βοηθήσεις τους ανθρώπους γύρω σου να αναγνώσουν αυτή την εποχή;
Eγώ προσπαθώ να αρθρώσω σε λέξεις, να διατυπώσω και να κάνω διαυγές, αυτό το οποίο είναι αόρατο και μπερδεμένο. Aν το επιτυγχάνω αυτόματα θα επηρεαστεί ο αναγνώστης, ο οποίος θα δει αρθρωμένα σε λόγο όσα υπάρχουν γύρω του και δεν του επιτρέπουν να τα συνειδητοποιήσει.
Σκηνοθέτες καταστρέφουν το θέατρο και το γούστο του θεατή
  • Ποιος είναι ο στόχος και το κεντρικό θέμα του τελευταίου σου βιβλίου;
Eίναι μια ολική ανάγνωση της εποχής. Όλες οι συνισταμένες των γεγονότων, των πράξεων, των ιδεών, των συναισθημάτων. Aυτά ήθελα να καταγράψω και να τα κάνω ευκρινή. Nα κάνω μια ανάγλυφη μακέτα της εποχής, ώστε ο αναγνώστης να είναι σίγουρος γι’ αυτό το οποίο συμβαίνει. Ήθελα μια... καθαρή γνώση.
  • Tελικά ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά της εποχής;
H εποχή που ζούμε σήμερα συνθέτει όλα όσα έχουμε ζήσει... Aυτή η σύνθεση, όμως, δεν χρησιμεύει για τη βελτίωση της τύχης του ανθρώπου, αλλά χρησιμοποιείται για την εκμετάλλευσή του. Xαρακτηριστικό, επίσης, αυτής της εποχής είναι ότι οι άνθρωποι δεν εκβιάζονται να ακολουθήσουν ότι τους ζητούν.
Zούνε σε ένα χώρο προσκηνοθετημένο και με τη βούλησή τους αποφασίζουν. Aυτό τους τρελαίνει. Ό,τι κάνουν είναι επιλογή τους. Όμως μια προγεγραμμένη επιλογή. Γι’ αυτό οι άνθρωποι χάνονται. Δεν ξέρουν ποιος είναι ο εχθρός. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι ο ίδιος ο εαυτός τους και γι’ αυτό διαρκώς τον παραφυλάνε. Όμως αυτό είναι αβάσταχτο.
  • Yπάρχει διέξοδος;
Yπάρχει ένα όνειρο!: Nα αναγνωρίσουμε εμείς, σαν άτομα, αλλά και οι ηγεσίες, αυτό που ωφελεί κι αυτό που βλάπτει τους ανθρώπους. H διέξοδος είναι ένας επανακαθορισμός των πραγμάτων. Όμως αυτό μοιάζει ουτοπικό γιατί ο άνθρωπος είναι δέσμιος. Xρειάζεται να αφεθούν λάσκα τα σχοινιά των ανθρώπων, έστω και για λίγο.
  • Mέσα στην παγκόσμια κρίση βλέπουμε χώρες να παίρνουν πρωτοβουλίες -καλές ή κακές- θα δείξει το μέλλον. Στην Eλλάδα από αυτά που παθαίνουμε, μαθαίνουμε.
Eμείς ποτέ. Eμείς κάνουμε αυτοσχεδιασμούς. Δεν υπάρχει σκέψη πρωτογενής. Yπάρχει μόνον απέραντη μίμηση... προχειρότητα... επιπολαιότητα... Eίναι σαν οι ηγεσίες που διοικούν αυτόν τον τόπο να πιστεύουν ότι η Eλλάδα είναι το πρόχειρο τετράδιό τους και η Eλβετία είναι το καλό τετράδιό τους.
  • H πεζογραφία είναι η μια σου όψη, η άλλη είναι το θέατρο. Πώς βλέπεις σήμερα το θεατρικό τοπίο;
Tο θέατρο είναι όπως και η πολιτική, επιπόλαιο, πρόχειρο και επιφανειακό! Διάφοροι σκηνοθέτες καταστρέψανε τη λειτουργία του θεάτρου και της υποκριτικής και τη μετατρέψανε σε ένα επιπόλαιο άναρθρο παιχνίδι. Kαταστρέφουν έτσι το θέατρο, τα έργα και το γούστο του θεατή. Kαι δεν μιλάω για τα λεγόμενα εμπορικά ή καθαρά ψυχαγωγικά θέατρα. Mιλάω για τα λεγόμενα σοβαρά.
  • Tελικά σε όλα αυτά ο άνθρωπος, ο πολίτης, δεν έχει ευθύνες;
Έχει ευθύνες κυρίως επειδή έχει προδώσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του.
Θέλω να γράψω...
  • Mετά το βιβλίο που κυκλοφορεί τι περιμένουμε;
Nιώθω πολύ ικανοποιημένος που είχα τη δύναμη και την τύχη να κάνω αυτό το βιβλίο και να πω πράγματα χωρίς φόβο. Στο καινούργιο που γράφω θέλω να δω πώς όλοι αυτοί οι θηριώδεις μηχανισμοί ενσκήπτουν μέσα στην προσωπική ζωή του απλού ανθρώπου. Θέλω να καταγράψω τις μικρές κραυγές αυτών που δεν μπορούν να αντιδράσουν σε τίποτα. Eίναι εντελώς παραδομένοι και ζούνε ένα φοβερό δράμα.

ΣΧΟΛΙΟ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΜΑ

Του Bαγγελη Xατζηγιαννιδη*, Η Καθημερινή, Σάββατο, 22 Nοεμβρίου 2008

Συμβαίνει συχνά κι είναι μάλλον ο κανόνας. Βλέπεις κάποιον να είναι καλός σε αυτό και όχι σ’ εκείνο, ευρηματικότατος σε ένα πεδίο και ανίκανος σε κάποιο άλλο – ακόμα και σε πεδία γειτονικά, που τα χωρίζει μόνο μια λεπτή γραμμή.

Υπάρχουν πεζογράφοι που δεν ασχολήθηκαν ποτέ με τη θεατρική γραφή, καθώς και μάστορες της σκηνικής πλοκής που δεν γράψανε ούτε μισό διήγημα. Ισως και μόνο αυτό αποδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με δύο σαφώς ξεχωριστά είδη, το καθένα από τα οποία απαιτεί ειδικές δεξιότητες και αποδεσμεύει διαφορετική χαρά. Αλλά υπάρχουν και ορισμένοι άλλοι (σ’ αυτούς ανήκω κι εγώ) που αρέσκονται να τσαλαβουτάνε και στα δύο. Λέγεται συχνά πως αυτοί οι τελευταίοι δεν αποδεικνύονται πολύ σπουδαίοι ούτε στο ένα ούτε στο άλλο...

Βασικό θέμα είναι, νομίζω, η διοχέτευση των πληροφοριών. Ο πεζογράφος έχει όλη του την άνεση, μέσα από την αφήγηση, να κατατοπίσει τον αναγνώστη λεπτομερώς για το παρελθόν των ηρώων, για τα ιδιαίτερα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, τις ενδόμυχες σκέψεις και τον περιβάλλοντα χώρο τους.

Αντίθετα, ο θεατρικός συγγραφέας είναι πιο απογυμνωμένος, όσες πληροφορίες χρειάζεται να φτάσουν στην αντίληψη των θεατών πρέπει να ειπωθούν μεσ’ από τα πρόσωπα του έργου – και μάλιστα με τρόπο που να μη μοιάζει διόλου πληροφοριακός. Από την άλλη, η προφορικότητα του διαλόγου (ή μονολόγου) στο θέατρο, η ροή της σκέψης του προσώπου που μιλά, μοιάζει μερικές φορές να βοηθάει τον συγγραφέα να περάσει εύκολα στην επόμενη ατάκα και να προχωρήσει στο πλάσιμο.

Η λειτουργία πάντως παραμένει, ουσιαστικά, ίδια. Για ξεκίνημα χρειάζεται μια ωραία ευρύχωρη ιδέα που θα έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί δημιουργώντας ατμόσφαιρα και κάποιας λογής συγκίνηση, με απώτερο σκοπό να κορυφωθεί, αφήνοντας ένα ίχνος πίσω της, κάτι που θα ακολουθήσει τον θεατή ή αναγνώστη και μετά το τέλος της παράστασης ή της ανάγνωσης.

Και, φυσικά, όλα τούτα απ’ τα κόκκαλα βγαλμένα ηρώων αληθινών, που δεν μοιάζουν χάρτινοι, αλλά καρδιοχτυπούν κι ανασαίνουν ανθρωπινά.

Κι επειδή (μιλώντας τώρα απόλυτα προσωπικά) παρομοιάζω συχνά την ηδονή της γραφής με την απόλαυση ενός γλυκίσματος, όταν με ρωτούν ποιο από τα δύο είδη με έλκει και με ευχαριστεί περισσότερο απαντώ ότι –όπως συμβαίνει μ’ όλους– άλλοτε μου τρέχουν τα σάλια για ένα γαλακτομπούρεκο κι άλλοτε ριγώ στη σκέψη του προφιτερόλ.

  • * Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είναι συγγραφέας. Αυτή την εποχή παρουσιάζεται στο θέατρο «Σφενδόνη» το έργο του «Λα Πουπέ» με τη Αννα Κοκκίνου, και στις 17/12 ετοιμάζει το επόμενο στο θέατρο της «Οδού Κεφαλληνίας».

«Η πέτρα της υπομονής» κύλησε...


Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 22 Nοεμβρίου 2008

ΔΙΑΣΠΟΡΑ

Η βράβευση του Ατίκ Ραχιμί (Atiq Rahimi) με το Γκονκούρ για το 2008 δείχνει να σηματοδοτεί την ολοένα και πιο ισχυρή παρουσία της αφγανικής διασποράς στη διεθνή σκηνή. Η βράβευση του 46χρονου Ραχιμί για το μυθιστόρημά του «Syngue Sabour», που στα περσικά σημαίνει «Η πέτρα της υπομονής» (έτσι θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» μετά τις γιορτές), ήταν για πολλούς μια πολιτική απόφαση της κριτικής επιτροπής των Prix Goncourt, που με ψήφους επτά έναντι τριών πρόσφερε το μεγάλου κύρους έπαθλο στον Αφγανό δημιουργό.

Αμερική - Γαλλία

Για πολλούς, ο Ατίκ Ραχιμί είναι το συμπλήρωμα ή ο αντίποδας του Καλέντ Χοσεϊνί (Khaled Hosseini), του διάσημου, πλέον, συγγραφέα του «Χαρταετοί πάνω από την πόλη» και «Στη χώρα των χρυσών ήλιων», και τα δύο διεθνή μπεστ σέλερ. Γεννημένοι και οι δύο στη δεκαετία του ’60 (το 1962 ο Ραχιμί,το 1965 ο Χοσεϊνί), πρόλαβαν να ζήσουν τη μεσοαστική ζωή της Καμπούλ και να εκτεθούν στη δυτική παιδεία. Μετά την «καταστροφή της πατρίδας τους», έφυγαν νεότατοι και έγιναν κομμάτι της μεγάλης αφγανικής διασποράς στη Δύση. Ο Χοσεϊνί ενσωματώθηκε τελικά στη διασπορά της Αμερικής, ο Ραχιμί, στη διασπορά της Γαλλίας.

Οπως με κάθε διασπορά, συνέβησαν δύο πράγματα. Από τη μια, βοήθεια στην πατρίδα μέσα από την καλλιέργεια της κοινής γνώμης στη Δύση, και από την άλλη, αποστράγγιση της πατρίδας από ανθρώπινο δυναμικό. Η εγκατάλειψη του Αφγανιστάν από όλους σχεδόν τους μορφωμένους αστούς, τους επιστήμονες και τους διανοούμενους υπήρξε μία πνευματική αιμορραγία που άφησε τη χώρα στο έλεος των εξτρεμιστικών στοιχείων.

Αυτό, βέβαια, που προσέφερε ο Χοσεϊνί στο Αφγανιστάν με τους «Χαρταετούς» (έστω και αν η κινηματογραφική μεταφορά ήταν μελό, αλλά ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο), θα είναι αρκετά δύσκολο για τον Ραχιμί να το επαναλάβει. Κατ’ αρχάς, ο Χοσεϊνί -που μένει στην Καλιφόρνια- είναι «αμερικανοποιημένος» και μέσα, πλέον, στον μηχανισμό της αγοράς.

Ο Ραχιμί είναι «Γάλλος» εδώ και πάνω από 20 χρόνια, συγγραφέας ήδη ενός επιτυχημένου μυθιστορήματος που στα ελληνικά έχει τίτλο «Στάχτες και Χώμα» (εκδ. Ψυχογιός, 2002). Βρίσκεται στο Παρίσι, στην πιο ανοικτή, στις ξένες λογοτεχνίες, πόλη, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είναι λίγοι όσοι δυσαρεστήθηκαν που το Γκονκούρ δόθηκε σε Αφγανό. Είναι η κλασική περίπτωση του γαλλοτραφούς ανατολίτη αστού που έφτασε από ανάγκη σε μια μυθοποιημένη στη φαντασία του Γαλλία και που πέρασε αναγκαστικά μέσα από την απομυθοποίηση και την εκ νέου επαναξιολόγηση της πραγματικότητας.

«Γεννήθηκα στην Καμπούλ το 1962», έχει πει σε συνέντευξή του. «Ο πατέρας μου ήταν περιφερειάρχης και λάτρης του γαλλικού πολιτισμού. Λάτρευε τους “Αθλίους” του Βίκτωρος Ουγκώ και είχε τη συνήθεια να αποκαλεί όσους συμπαθούσε “Γιάννη Αγιάννη”. Το 1973, όταν ήμουν 11, με έστειλε στο Esteqlal (Ανεξαρτησία), το γαλλόφωνο λύκειο αρρένων της Καμπούλ. Εκείνη τη χρονιά άλλαξε η ζωή μου. Εκείνη τη χρονιά ανατράπηκε και η μοναρχία. Ο πατέρας μου συνελήφθη από τη νέα κυβέρνηση και εξαφανίστηκε για τέσσερα χρόνια. Το 1978 έγινε δεύτερο πραξικόπημα και ένα χρόνο μετά εισέβαλε η Σοβιετική Ενωση. Αυτό ήταν για την πατρίδα μου η αρχή για την κατάδυση στην κόλαση».

Το 1984, όταν ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, αρνήθηκε και εγκατέλειψε τη χώρα. Κατέφυγε στο Πακιστάν (όπως χιλιάδες, τότε, Αφγανοί - ανάλογες σκηνές περιγράφει και ο Καλέντ Χοσεϊνί) και ζήτησε άσυλο στη γαλλική πρεσβεία. «Θυμάμαι τους πρώτους μου μήνες στη Γαλλία. Ζούσα σε ένα χωριουδάκι κοντά στη Ρουέν. Είχα καταφέρει να βρω ένα αντίτυπο του “Εραστή” της Μαργκερίτ Ντυράς, που είχε τότε μόλις εκδοθεί. Περνούσα τον χρόνο μου διαβάζοντας για να ξεχνάω τον ήχο των όπλων και τη φρίκη του πολέμου».

Η σχέση του με το γράψιμο είχε αρχίσει από τα 12 του. Αλλά όταν έφτασε στη Γαλλία, την πολυπόθητη χώρα, στέρεψε. «Ενιωσα ανήμπορος να γράψω στα γαλλικά, και ποιος θα διάβαζε τη δουλειά μου στα περσικά; Επρεπε να φτάσει το 1996 για να ζωντανέψει η επιθυμία μου για γράψιμο. Οι Ταλιμπάν είχαν καταλάβει την Καμπούλ και ο κόσμος παρέμενε απαθής. Τότε έγραψα το “Στάχτες και Χώμα”, ως διαμαρτυρία για την εγκατάλειψη του αφγανικού λαού από τη διεθνή κοινότητα».

Βιρτζίνια Γουλφ, ιστορία ζωής

woolf_virginia-1980 by david levine

Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, Σάββατο, 22 Nοεμβρίου 2008

Εμαθε να μιλάει όταν έγινε τριών χρόνων, κάτι που είχε ανησυχήσει τους γονείς της. Η Βιρτζίνια Γουλφ, η συγγραφέας που συνδέθηκε με τη νεωτερικότητα της γυναικείας λογοτεχνίας, ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Από τότε που άρχισε να μιλάει, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη γλώσσα. «Ακουγε τους ενήλικες με μεγάλη προσοχή, έκλεβε λέξεις και φράσεις από τα χείλη τους και προσπαθούσε να τις χρησιμοποιήσει, κι όλη αυτή η προσπάθεια γινόταν με εκπληκτική επιμονή και πάθος. Μιμούνταν τη γλώσσα των μεγάλων. Αρχισε να γράφει νωρίς στο ύφος των ενηλίκων, αντιλαμβανόταν τη γραφή ως μίμηση». Ηταν η εξάσκησή της.

Η Βιρτζίνια Γουλφ ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Λέσλι Στίβεν και της Τζούλια Τζάκσον, στον δεύτερο γάμο και των δύο. Ο πατέρας της, στοχαστής, δημοσιογράφος και διανοούμενος, ήταν η αφορμή που στο σπίτι της σύχναζαν μεγάλες προσωπικότητες της εποχής: ο Τένισον, η Τζορτζ Ελιοτ, ο Τζορτζ Μέρεντιθ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Τόμας Χάρντι, ο Θάκερεϊ, και πολλοί άλλοι συγγραφείς, πολιτικοί, ζωγράφοι, κ.λπ. «Αυτό που σε εξέπληττε σ’ όλα αυτά ήταν ότι αυτοί οι σημαίνοντες άνθρωποι στην πραγματικότητα μιλούσαν πάντα όπως εγώ κι εσύ. Ο Τένισον, για παράδειγμα, μπορούσε να μoυ πει: “Δώσε μου το αλάτι” ή “Ευχαριστώ για το βούτυρο”», θυμάται η Βιρτζίνια Γουλφ. Παρ’ όλα αυτά η αίσθηση και η ανάμνηση από το πατρικό της δεν ήταν ευχάριστη. «Οποτε θυμάμαι το σπίτι, έρχεται πάντα στο μυαλό μου ασφυκτικά γεμάτο από σκηνές της οικογενειακής ζωής - γκροτέσκες, κωμικές και τραγικές, σκηνές από σφοδρά συναισθήματα της νιότης, από την επανάσταση, την απελπισία, τη μεθυστική ευτυχία, το μεγάλο κενό, τις βραδινές συντροφιές διασήμων ή συνηθισμένων ανθρώπων».

Ο Βέρνερ Βάλντμαν κατάφερε να συμπυκνώσει στις 200 περίπου σελίδες του βιβλίου όλη την τρικυμιώδη όσο και γοητευτική ζωή μίας από τις μεγαλύτερες πεζογράφους του 20ού αιώνα. Την τεράστια οικογένειά της, τον κοινωνικό της κύκλο, τις περιπέτειες της γραφής και τις περιπέτειες της υγείας της. Αυτό που πάντα την απασχολούσε ήταν ο τρόπος της γραφής: «Ενα μεγάλο κομμάτι της ημέρας δεν βιώνεται συνειδητά. Πηγαίνει κανείς μια βόλτα, τρώει, βλέπει όσα είναι δυνατόν να δει και ασχολείται με αυτά που πρέπει να γίνουν: με την ελαττωματική ηλεκτρική σκούπα, την οργάνωση του βραδινού φαγητού, την ετοιμασία της λίστας για τα ψώνια στον μανάβη, με το πλύσιμο, το μαγείρεμα, το δέσιμο των βιβλίων. Μέσα σε μια άσχημη μέρα το κομμάτι της μη ύπαρξης είναι πολύ μεγαλύτερο. [...] Ο αληθινός μυθιστοριογράφος μπορεί με κάποιον τρόπο να εκφράσει και τα δύο είδη της ύπαρξης. Εγώ ποτέ δεν κατάφερα να τα ενώσω αυτά τα δύο».

Η Βιρτζίνια Γουλφ είχε την τύχη να έχει κοντά της, μέχρι το τέλος της ζωής της, τον Λέοναρντ Γουλφ, έναν άνθρωπο που την αγάπησε, τη συμπόνεσε, της στάθηκε και τη φρόντισε με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση. Στις 28 Μαρτίου του 1941, κι ενώ ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήδη μαίνεται, η Βιρτζίνια Γουλφ ξεκίνησε από το σπίτι της, πηγαίνοντας προς το ποτάμι. Αφησε το μπαστούνι της στην άκρη, γέμισε τις τσέπες της με πέτρες και προχώρησε προς την κοίτη του. Το πτώμα της βρέθηκε δυο εβδομάδες αργότερα.