Ν. ΒΑΓΕΝΑΣ
Σε μια παλαιότερη επιφυλλίδα μου (14.7.1996) περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά του επαρχιωτισμού στη λογοτεχνική κριτική επιχείρησα να δώσω μια τυπολογία του. Έλεγα ότι υπάρχουν δύο είδη κριτικού επαρχιωτισμού: ο επαρχιωτισμός της επαρχίας και ο επαρχιωτισμός που παράγεται από τον φόβο του επαρχιωτισμού της επαρχίας. Παρατηρούσα ότι ο πρώτος είναι φαινόμενο φυσιολογικό, που έχει το ελαφρυντικό της ειλικρίνειας (ο κριτικός γνωρίζει τα όριά του, δεν επιχειρεί να τα ξεπεράσει)· και ότι ο δεύτερος οδηγεί σε μια συμπεριφορά επίπλαστη, η οποία χαρακτηρίζεται από την άκριτη, αδέξια και συχνά γελοία μίμηση των τρόπων της κριτικής πρωτεύουσας. Και κατέληγα στο συμπέρασμα ότι ο δεύτερος είναι η βαρύτερη μορφή του κριτικού επαρχιωτισμού.
Καθώς σ' εκείνη την επιφυλλίδα η τυπολογία μου διατυπωνόταν συνοπτικά, σήμερα θα προσπαθήσω να περιγράψω τα χαρακτηριστικά της βαρύτερης μορφής, η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί άγχος του κριτικού επαρχιωτισμού. Προς τούτο θα σχολιάσω το παρακάτω χωρίο από ένα πρόσφατα δημοσιευμένο κείμενο (Αυγή, 8.6.2008):
«Υπάρχει μια μείζων αυτοκριτική, που δεν έχει ακόμα γίνει. Αφορά τον βαθύτατο συντηρητισμό της αριστερής αισθητικής, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις άλλες τέχνες. Καλώς αναγνωρίζονται στις μέρες μας κριτικοί της Επιθεώρησης Τέχνης που αντιστάθηκαν στην κομματική γραμμή. Λέει όμως κανείς ότι αντιστάθηκαν στο όνομα μιας Βικτωριανής αισθητικής και μιας παράλληλης αντίδρασης στον ριζοσπαστικό μοντερνισμό; Σύγκρινε κανείς τη δουλειά τους με τα γραφτά σύγχρονών τους στη Δύση, να δει πόσο οι Ελληνες ήταν κοντά στον Λήβις και μακριά από τον Ραίημοντ Γουΐλλιαμς; Γιατί δεν λέμε ποτέ ότι δεν είχαν ιδέα για τον Ρωσικό Φορμαλισμό και τη Σχολή της Φρανκφούρτης;».
Τα κύρια συμπτώματα του εν λόγω άγχους, που εμφανίζονται κυρίως σε κριτικούς της λογοτεχνικής περιφέρειας, είναι η φαντασιωσική αντίληψη της κριτικής πραγματικότητας συνοδευόμενη από έντονη απαρέσκεια για τον κριτικό επαρχιωτισμό της πατρίδας τους και από ψευδαίσθηση κριτικού μεγαλείου. Το παραπάνω χωρίο είναι τυπικό προϊόν αυτού του άγχους. Περιγράφει ένα κριτικό τοπίο ανύπαρκτο στη Δύση την εποχή της Επιθεώρησης Τέχνης, συντεθειμένο από αντιφάσεις και πραγματικά λάθη συνήθη στις νευρωσικές καταστάσεις. Διότι κατά την περίοδο της έκδοσης του περιοδικού (Ιανουάριος 1955 - Φεβρουάριος 1967) ο Ρωσικός Φορμαλισμός και η Σχολή της Φρανκφούρτης ήταν ουσιαστικά άγνωστα στους δυτικούς συγχρόνους του, ενώ ο Ρ. Γουΐλλιαμς δεν ήταν ακόμη εκείνος τον οποίο εννοεί το χωρίο.
Η συνομιλία των δυτικών κριτικών με τον Ρωσικό Φορμαλισμό αρχίζει τη δεκαετία του 1970, μετά τη μετάφραση στα γαλλικά από τον Τ. Τοντορόφ (1965) της «ανθολογίας» του Φορμαλιστικών κειμένων, από την οποία, κυρίως, τα κείμενα αυτά έγιναν γνωστά και μεταφράστηκαν στις άλλες δυτικές γλώσσες (ιταλικά: 1968· αγγλικά: 1969· γερμανικά: 1969-72· ισπανικά: 1982). Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, επίσης, αρχίζουν να μεταφράζονται και να γίνονται διεθνώς γνωστά τα έργα των εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης, ενώ η απήχησή τους στην ίδια τη Γερμανία δεν ήταν μεγάλη πριν από τα φοιτητικά γεγονότα του 1968. Οσο για τον γεννημένο το 1921 Ρ. Γουΐλλιαμς, που αρχίζει να δημοσιεύει τα βιβλία που θα τον αναδείξουν το 1958 (Culture and Society) και το 1961 (The Long Revolution), αυτός, όπως γράφει το 1981 ο Τ. Ηγκλετον, στην ίδια την πατρίδα του «ανακαλύπτεται βαθμιαία τις δύο τελευταίες δεκαετίες» (1961-1981). Αναρωτιέται κανείς ποιοι εκτός Βρετανίας δυτικοί κριτικοί «ήταν κοντά του» κατά την περίοδο της Επιθεώρησης Τέχνης.
Ακόμη: αν οι κριτικοί της Επιθεώρησης Τέχνης αντιστάθηκαν στην κομματική γραμμή εν ονόματι μιας Βικτωριανής αισθητικής, δεν μπορεί να ήταν κοντά στον Λήβις, γιατί ο Λήβις ήταν ένας από τους σφοδρότερους επικριτές της Βικτωριανής αισθητικής και από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του Ελιοτ και του Πάουντ, δηλαδή των κύριων ανατροπέων αυτής της αισθητικής. Ούτε βέβαια ο Λήβις ήταν «μακριά από τον Ραίημοντ Γουΐλλιαμς», ο οποίος αναγνώριζε ότι ο Μαρξ και ο Λήβις ήταν οι διανοητές που επέδρασαν περισσότερο στη σκέψη του.
Ομως ο επαρχιωτισμός του συγγραφέα του παραπάνω χωρίου δεν βρίσκεται τόσο στην ευφορία του για τις συγκεκριμένες μεγαλειώδεις ζυμώσεις που πιστεύει ότι λαμβάνουν χώρα στη Δύση την εποχή της Επιθεώρησης Τέχνης. Βρίσκεται κυρίως στην αφ' υψηλού, παραληρηματική, επίκρισή του των αντιδογματικών κριτικών του περιοδικού, που - είναι βέβαιος ότι - δεν κατόρθωσαν να υπερβούν τον κριτικό επαρχιωτισμό τους και να συμπορευτούν, όπως ο ίδιος, με τη Δύση. Τι κι αν οι ζοφερές μετεμφυλιακές συνθήκες στην Ελλάδα εκείνη την εποχή - η κρατική καταδίωξη της Αριστεράς, αλλά και η αντίδραση του κομματικού της ιερατείου σε κάθε αναθεωρητική τάση - καθιστούσαν την ομαλή επικοινωνία των αντιδογματικών κριτικών με τα κριτικά δρώμενα της Δύσης (πραγματικά και φανταστικά) ιστορικά ανέφικτη;
Είναι φυσικό η έλλειψη ιστορικής αίσθησης του συγγραφέα του χωρίου, Βασίλη Λαμπρόπουλου, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, να μην εμποδίζει τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο να τον χαρακτηρίζει «φιλόλογο διεθνούς διαμετρήματος». Διότι ο επαρχιωτισμός της μεταμοντέρνας λογοτεχνικής κριτικής μας είναι αδιαχώριστος από τον επαρχιωτισμό της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας μας, ο οποίος επίσης θάλλει τον τελευταίο καιρό στις νεοελληνικές σπουδές.
- Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το ΒΗΜΑ, 16/11/2008
No comments:
Post a Comment