Ο συγγραφέας μιλάει για τις τελευταίες ώρες ενός ήρωα που θα μπορούσε να είναι το alter ego του
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΛΩΡΗ ΚΕΖΑ
Ενας συγγραφέας πέφτει σε πηγάδι, δίπλα σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο. Μέσα στην αγωνία τού θανάτου ανακαλεί μνήμες από συγγραφικές σημειώσεις, σκηνές με πρόσωπα προσφιλή ή απλώς γνωστά, σκέφτεται πόσο διαφορετική θα ήταν η τύχη του αν είχε πάρει μαζί το κινητό του. Βουτηγμένος μέσα στο νερό ως το γόνατο θα κάνει πράγματα που δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του: θα πιει βρώμικο νερό, θα λερωθεί σαν το μωρό, θα φτάσει στα όρια της απελπισίας. Ο Μάνος Ελευθερίου τονίζει πως δεν έχει δώσει ένα τέλος στο βιβλίο του «Ανθρωπος στο πηγάδι»: αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.
- Το πηγάδι το έχετε χρησιμοποιήσει ξανά σε τίτλο, το 1983, στην ποιητική συλλογή σας «Το μυστικό πηγάδι». Είναι κάτι που το έχετε συχνά στο μυαλό σας;
«Από τα παιδικά μου χρόνια. Είναι κάτι που με βασάνιζε. Πήγαινα στις στέρνες των σπιτιών κι έβαζα μια φωνή για να ακούσω τον αντίλαλο, την ηχώ της φωνής μου και η φωνή ερχόταν βέβαια παραλλαγμένη επάνω. Το 1971, το γράφω στο βιβλίο, είδα μια τεράστια τρύπα στην Κνωσό, στάθηκα στη άκρη και είπα "γιατί δεν βάζετε ένα τοιχίο, κάτι", και μου είπαν "μα δεν έχει πέσει κανένας"».
- Τι γύρευε ο ήρωάς σας στην αυλή ενός εγκαταλειμμένου εργοστασίου;
«Είναι στον Κηφισό. Ξαφνικά, πηγαίνοντας, είναι στον χωματόδρομο και βλέπει το παλιό αρχοντικό, βλέπει τα δέντρα, βλέπει το παλιό εργοστάσιο και λέει, τι διάολο, τι είναι αυτό; Εχει πάει το αυτοκίνητό του για σέρβις, έχει πάρει τα συμπράγκαλά του για τρεις μέρες και πηγαίνει στα υπεραστικά λεωφορεία, για να πάει στο χωριό των φίλων. Εχει πάρει ραδιοταξί, όπως χρησιμοποιώ κι εγώ, και λέει στον οδηγό "σταμάτα εδώ". Επομένως η Ειμαρμένη, η φίλη του, θα κάνει το εξής απλό, θα πάρει την εταιρεία ραδιοταξί, θα μάθει πού τον άφησε και θα κάνει τις ίδιες κινήσεις. Υποτίθεται ότι θα τον ψάξει. Ετσι υπάρχει μια περίπτωση να τον σώσει. Μια περίπτωση στις εκατό. Το τι θα γίνει εγώ το αφήνω μετέωρο. Εγώ ξέρω ουσιαστικά τι θα γίνει, αλλά δεν το γράφω. Αν ήμουν πολύ αισιόδοξος αναγνώστης, θα είχα δώσει ελπίδα».
- Μα είναι σαφές ότι στο τέλος πεθαίνει. Τι άλλο μπορεί να είναι το άσπρο φως και η εντύπωση ότι χιονίζει, μέσα στον Αύγουστο;
«Με βάση αυτά που μου είπαν οι γιατροί έχει παραισθήσεις. Οταν κάθεσαι πολλές ώρες όρθιος - γι' αυτό στα αστυνομικά τμήματα σε αφήνουν όρθιο και γι' αυτό τους μαθητές στα δημοτικά σχολεία, τα πολύ παλιά χρόνια, τους άφηναν όρθιους - είναι η εσχάτη ταπείνωση. Αυτός είναι με το ένα πόδι, έχει χεστεί, τα έχει βγάλει, αλλά οπωσδήποτε πλέει μέσα στις ακαθαρσίες του. Οταν είσαι τόσες ώρες όρθιος, τότε βρίσκουν ευκαιρία οι αστυνομικοί και σου λένε "υπόγραψε". Αυτό το άσπρο είναι σχεδόν σαν τον θάνατο, είναι ανάμεσα σε ύπνο και σε θάνατο. Αυτά τα γράφω γιατί τα έλεγε γιατρός, πώς αντιδρά ο οργανισμός όταν ένας άνθρωπος κάθεται με τις ώρες όρθιος».
- Γιατί το μυθιστόρημά σας εξελίσσεται μέσα σε 18 ώρες περίπου;
«Για να είμαι πιο καίριος σε εκείνο που ήθελα. Δεν θα ήθελα αυτό να είναι μια περιπέτεια την οποία θυμάται ο ήρωας ύστερα από 15 χρόνια, να ξέρουμε ότι έχει σωθεί, διότι μετά δεν θα είχε κανένα νόημα. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το παλιό κόλπο του συγγραφέα, ότι αυτός διαβάζει αυτό που έγραψε πριν από πολλά χρόνια. Σαν ημερολόγιο ας πούμε. Αυτό έχει γίνει».
- Ολα δεν έχουν γίνει;
«Ναι, όλα, με διαφορά αυτό που λέει ο Καβάφης "τα ίδια λέγονται, αλλιώς, με άλλο τρόπο". Και τα τραγούδια έτσι είναι. Ολα μιλάνε για τον έρωτα και ακριβώς τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιούν, αλλά κάπου ξαφνικά έρχεται ένας τύπος που ανατρέπει εκείνο που έχει ειπωθεί σε παλαιότερο τραγούδι».
- Επιμένετε πάντως στο να δείχνετε τις ευκολίες και τις δυσκολίες της εποχής μας, με το κινητό τηλέφωνο, το κομπιούτερ.
«Ηθελα να είμαι σαφής. Αν δεις τους μεγάλους συγγραφείς που θαυμάζουμε, είναι πάρα πολύ σαφείς στην εποχή τους. Γράφουν τα πιο απλά πράγματα με τρομακτική διαύγεια, λένε "πήγε εκεί, στην οδό τάδε, στον αριθμό τάδε, έκανε αυτό και το άλλο". Επρεπε λοιπόν να ακολουθήσω αυτό το πράγμα, γιατί θα με βοηθούσαν εμένα να τοποθετήσω τον ήρωα και να δείξω πώς κινείται».
Ο Μάνος Ελευθερίου
- Αυτός ο άνθρωπος, που έχει πέσει στο πηγάδι και βρίσκεται κατά πάσα πιθανότητα στα τελευταία του, αρχίζει και ανακαλεί μνήμες δευτερεύουσες, ας πούμε θυμάται μια γυναίκα που πήγε στη Νέα Υόρκη και απέκτησε παιδί από έναν άνδρα που είδε μόνο μία νύχτα.
«Αυτή είναι αληθινή ιστορία. Αυτός μοιραία, ως συγγραφέας, αυτά τα πράγματα θα θυμηθεί. Αν ήταν κουρέας θα θυμόταν πελάτες του που πιθανότατα θα είχαν προβλήματα στα μαλλιά. Αν ήταν ξυλουργός θα θυμόταν τις αρρώστιες που έχει ένα ξύλο, ποιο ξύλο ήταν καλύτερο για μια καρέκλα ή ένα ντουλάπι. Αυτός είναι συγγραφέας και τον ενδιαφέρουν οι ιστορίες».
- Είναι ένα αυτοαναφορικό βιβλίο;
«Ναι».
- Εσείς είστε γνωστός ως συγγραφέας τα τελευταία πέντε χρόνια. Αναιρείτε τις προηγούμενες ιδιότητές σας;
«Τα τελευταία 10-15 χρόνια δεν ασχολούμαι καθόλου με τα τραγούδια. Δηλαδή ο κόσμος που με ήξερε, δεν με είχε δει. Αιφνιδίως βγήκα σαν την Μπερλίνα, βγήκα και στην τηλεόραση, κάτι που δεν το ήθελα ποτέ, αλλά ακολουθώ αυτό που μου λέει και ο εκδότης μου, κι ο Θεός βοηθός. Προσπαθώ να καλύψω ορισμένες αδυναμίες με ένα χιούμορ το οποίο μου καταλογίζουν οι φίλοι μου, κακόγουστο αστείο το λένε οι εχθροί μου - δυο τρεις είναι και πολύ σοβαρά πρόσωπα...».
- Ο συγγραφέας του βιβλίου σας έχει πολύ κακή εντύπωση για το σινάφι, γίνεται πολύ σκληρός όταν σκέφτεται τους ομοτέχνους του.
«Δεν είναι καλή πάστα, δεν νομίζω ότι είναι από τους καλύτερους. Βέβαια είναι πολύ χειρότερη η πάστα των γιατρών. Υπάρχει η κάστα των δημοσιογράφων, που μεταξύ τους τρώγονται. Απόδειξη: διάβασα τη χολή που εξήμεσαν εναντίον πρώην συναδέλφου τους. Μιλώ για την περίπτωση του Ρουσόπουλου. Δεν περίμενα τέτοιο ξεβράκωμα».
- Το αποδίδετε στον παράγοντα ζήλια;
«Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Ίσως είναι η επιτυχία, που έγινε υπουργός Επικρατείας, δεν είναι το παιδάκι του γραφείου που φέρνει τους καφέδες. Αλλά το θέμα είναι, εσύ που γράφεις εναντίον, ήσουν ικανός να κάνεις αυτά τα πράγματα που έκανε αυτός; Είναι λιγάκι δύσκολο».
- Αν μιλάμε πάντως για κάστες και σινάφια κάνουμε ομαδοποιήσεις επικίνδυνες.
«Είναι επικίνδυνες, αλλά είναι και η αλήθεια. Οι στιχουργοί μεταξύ τους δεν έχουν τέτοια πράγματα. Οι λογοτέχνες έχουν πάρα πολλά».
- Γιατί όμως;
«Υπάρχουν δύο πράγματα. Το ένα είναι αν είσαι καλός συγγραφέας, καλύτερός τους, οπότε τα παίρνουν στο κρανίο. Μια άλλη περίπτωση είναι να μην είσαι καλός και να πουλάς πάρα πολλά αντίτυπα. Μη γελιόμαστε, όλοι θέλουν να πουλάνε. Και οι εκδότες αυτό το μετράνε, δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Και υπάρχει η περίπτωση να είσαι καλός και επίσης να πουλάς».
- Δηλαδή να έχεις πάρει το Κρατικό Βραβείο και να έχεις πουλήσει 110.000;
«Εκεί σαλτάρουν. Ε, ναι. Τα πράγματα δεν παίζονται».
- Ο ήρωάς σας λέει κάποια στιγμή ότι ήρθε η ώρα να γράψει ένα ερωτικό μυθιστόρημα.
«Είναι και δικό μου πρόβλημα αυτό, θα ήθελα πάρα πολύ να έχω ασχοληθεί με την υπόθεση της Γκουνίλα, της κοπέλας που πηγαίνει στη Νέα Υόρκη και μένει έγκυος από αυτόν τον άγνωστο άνθρωπο. Αυτή είναι πραγματική ιστορία, την έχω γνωρίσει το '71 στο Παρίσι. Δεν ξέρω τι συνέβη, μπορεί να τον σκότωσαν. Θα ήθελα να το αναπτύξω αυτό το θέμα, το πολύ απλό. Μην ξεχνάτε ότι τα μεγάλα αριστουργήματα, όπως η υπόθεση της "Αννας Καρένινα", είναι γελοίο πράγμα, κατινίστικο θέμα, αλλά η γραφή σε απογειώνει, όπως σε απογειώνει και η "Αισθηματική αγωγή" του Φλομπέρ. Εκεί λες Παναγία μου και Χριστέ μου, τι γίνεται εδώ μέσα τώρα».
- Ναι, αλλά είναι μέσα στο βιβλίο όλη η εποχή, δεν είναι το απλό δράμα του ανεκπλήρωτου έρωτα ενός νεαρού.
«Το ανεκπλήρωτο είναι το ρεφρέν. Αλλά η μαντάμ Αρνού είναι Παναγία μου σώσε, τι πράγμα είναι αυτό!».
- Στο «Πηγάδι» περνούν πολλά θέματα που μοιάζουν να τα κρατούσατε για άλλα μυθιστορήματα, σαν ένας απολογισμός των σημειώσεων που κρατάτε μια ζωή.
«Έτσι είναι, όπως ο άνθρωπος του νεκροταφείου. Αυτός υπάρχει σε μυθιστόρημα το οποίο έχω τελειώσει. Έχω δύο μυθιστορήματα γραμμένα, έτοιμα. Μα, τι έκανα 40 χρόνια; Είμαι 70 χρόνων».
Το ΒΗΜΑ, 16/11/2008
No comments:
Post a Comment