ΦΙΝΑΛΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΑΣΟ ΧΑΤΖΗΤΑΤΣΗ
Μ.Χ., TA NEA: Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008
«Η Ιστορία μπαίνει κάτω από τις επιδερμίδες των ανθρώπων και τις ρυτιδιάζει», έλεγε ο συγγραφέας Τάσος Χατζητάτσης, κι αυτό φαινόταν σ΄ ό,τι έγραψε μέχρι τον θάνατό του, την Παρασκευή.
Δεν εμπιστευόταν πια την πολιτική ο Τάσος Χατζητάτσης αλλά ήταν ένας πολιτικοποιημένος συγγραφέας, και σαν τέτοιος προσπαθούσε να υπονομεύσει τον εφησυχασμό μας και να ξυπνήσει την αμφιβολία για τους μύθους της ιστορίας. Αυτόν τον ρόλο τον αναλάμβαναν συνήθως οι γυναίκες ηρωίδες του. Τις προτιμούσε επειδή οι γυναίκες, έλεγε, πατούν πιο γερά στη γη κι αντέχουν, ενώ οι άντρες είναι άστατοι και αιθεροβάμονες.
Στα διηγήματά του (που είναι πια συγκεντρωμένα σε βιβλίο) και στα δύο μυθιστορήματά του μιλούσε για την υποδόρια σύγκρουση της επανάστασης και του έρωτα, που φούντωσαν στη μεταπολεμική Ελλάδα ως σύμβολα απελευθέρωσης, αλλά ευτελίστηκαν, μέχρι που έγιναν για τη γενιά του, του ΄60, άλλοθι συμβιβασμών.
Η ίδια του η γραφή- πολυεστιακή, αποσπασματική και ελλειπτική, σπαρμένη με κατασκευασμένα ντοκουμέντα και «ατράνταχτες» αλήθειες που αλληλοαναιρούνταν- το ύφος του που υπονόμευε κάθε βεβαιότητα, ο τόνος του-χαμηλός, πικρός, προσγειωμένος, ανικανοποίητος- όλα υπηρετούσαν τον συγγραφικό του στόχο. Μέσα από την ανατιναγμένη του πρόζα, πρόβαλλαν ανάγλυφα τα ψέματα που είπε η γενιά του ΄60 στον εαυτό της αλλά και οι ακρωτηριασμοί της. Και μαζί πρόβαλλε το δράμα της: κάπως έπρεπε να ζήσουν μ΄ αυτά τούτοι οι άνθρωποι... Ο ίδιος ο Χατζητάτσης ήταν ένας ανάμεσά τους, δεν το αρνιόταν.
Αριστερός που είχε επιστρέψει το 1978 από την Γερμανία και έμεινε έξω από κομματικούς σχηματισμούς, Θεσσαλονικιός που εργαζόταν ως οδοντογιατρός και αρθρογραφούσε κάπου- κάπου στην «Αυγή» μέχρι που ανέλαβε βιβλιοκριτικές στα «ΝΕΑ», ο Τάσος Χατζητάτσης άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα γύρω στα 40 του και εξελίχθηκε σε μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης πεζογραφίας. Κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο στα 52 του («Έντεκα σικελικοί εσπερινοί», Εντευκτήριο, 1997). Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων «Στη σφενδόνη» (Εντευκτήριο 2000), και τα μυθιστορήματα «Σα σπασμένα φτερά» (Πόλις 2003- Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του «Διαβάζω») και «Μονόξυλο στο ποτάμι» (Πόλις 2006). Την περασμένη άνοιξη τα διηγήματά του ξανακυκλοφόρησαν από την Πόλι στον ενιαίο τόμο «Ασκήσεις μνήμης».
Δεν εμπιστευόταν πια την πολιτική ο Τάσος Χατζητάτσης αλλά ήταν ένας πολιτικοποιημένος συγγραφέας, και σαν τέτοιος προσπαθούσε να υπονομεύσει τον εφησυχασμό μας και να ξυπνήσει την αμφιβολία για τους μύθους της ιστορίας. Αυτόν τον ρόλο τον αναλάμβαναν συνήθως οι γυναίκες ηρωίδες του. Τις προτιμούσε επειδή οι γυναίκες, έλεγε, πατούν πιο γερά στη γη κι αντέχουν, ενώ οι άντρες είναι άστατοι και αιθεροβάμονες.
Στα διηγήματά του (που είναι πια συγκεντρωμένα σε βιβλίο) και στα δύο μυθιστορήματά του μιλούσε για την υποδόρια σύγκρουση της επανάστασης και του έρωτα, που φούντωσαν στη μεταπολεμική Ελλάδα ως σύμβολα απελευθέρωσης, αλλά ευτελίστηκαν, μέχρι που έγιναν για τη γενιά του, του ΄60, άλλοθι συμβιβασμών.
Η ίδια του η γραφή- πολυεστιακή, αποσπασματική και ελλειπτική, σπαρμένη με κατασκευασμένα ντοκουμέντα και «ατράνταχτες» αλήθειες που αλληλοαναιρούνταν- το ύφος του που υπονόμευε κάθε βεβαιότητα, ο τόνος του-χαμηλός, πικρός, προσγειωμένος, ανικανοποίητος- όλα υπηρετούσαν τον συγγραφικό του στόχο. Μέσα από την ανατιναγμένη του πρόζα, πρόβαλλαν ανάγλυφα τα ψέματα που είπε η γενιά του ΄60 στον εαυτό της αλλά και οι ακρωτηριασμοί της. Και μαζί πρόβαλλε το δράμα της: κάπως έπρεπε να ζήσουν μ΄ αυτά τούτοι οι άνθρωποι... Ο ίδιος ο Χατζητάτσης ήταν ένας ανάμεσά τους, δεν το αρνιόταν.
Αριστερός που είχε επιστρέψει το 1978 από την Γερμανία και έμεινε έξω από κομματικούς σχηματισμούς, Θεσσαλονικιός που εργαζόταν ως οδοντογιατρός και αρθρογραφούσε κάπου- κάπου στην «Αυγή» μέχρι που ανέλαβε βιβλιοκριτικές στα «ΝΕΑ», ο Τάσος Χατζητάτσης άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα γύρω στα 40 του και εξελίχθηκε σε μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης πεζογραφίας. Κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο στα 52 του («Έντεκα σικελικοί εσπερινοί», Εντευκτήριο, 1997). Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων «Στη σφενδόνη» (Εντευκτήριο 2000), και τα μυθιστορήματα «Σα σπασμένα φτερά» (Πόλις 2003- Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του «Διαβάζω») και «Μονόξυλο στο ποτάμι» (Πόλις 2006). Την περασμένη άνοιξη τα διηγήματά του ξανακυκλοφόρησαν από την Πόλι στον ενιαίο τόμο «Ασκήσεις μνήμης».
No comments:
Post a Comment