ΜΗΤΣΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ, Όσιπ Μαντελστάμ. Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 182
Το τελευταίο βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου είναι αφιερωμένο σ’ ένα πολύ «δικό του» άνθρωπο, με τον οποίον είχε εντονότερη «προσωπική» σχέση από εκείνη ενός συγγραφέα με τον ήρωα του. Το έγραψε όχι σαν βιογραφία, αλλά περισσότερο σαν αυτοβιογραφία, και πολλές περιόδους τις διαβάζεις σαν να διαβάζεις για τη ζωή και το έργο του ίδιου του Αλεξανδρόπουλου:
«...αυτό που εννοεί ο Μαντελστάμ ως ελληνικό χριστιανικό θάνατο είναι το εισιτήριο στην αθανασία για εκείνον που θα κερδίσει το λαχνό - με τη ζωή του, τους κόπους και τα έργα του, με τον ιδρώτα του προσώπου του και της ψυχής του, του πνεύματός του. Αυτή η διέξοδος, η λύτρωση και η σωτηρία, είναι η μόνη που διαθέτει ο άνθρωπος όταν το αξίζει». (σελ. 33)
Ο Μήτσος μετέφρασε δύο ποιητές, τον Αλεξάνδρ Πούσκιν και τον Όσιπ Μαντελστάμ. Αφήνω στην άκρη τον Αλεξάνδρ Γκριμπογιέντοφ και την καταπληκτική μετάφραση του θεατρικού του Συμφορά από πολύ μυαλό και στέκομαι στα «μικρού μήκους» αριστουργήματα, που μόνο σε λίγους και εκλεκτούς επιτρέπουν να τα μεταφυτέψουν από το οικείο, πρωτογενές χώμα, σ’ ένα άλλο, ξένο. Πιστεύω πως η επιλογή του Μήτσου δεν ήταν τυχαία: και ο Πούσκιν, και ο Μαντελστάμ εμφανίστηκαν στη ρωσική ποίηση ως ολοκληρωμένοι, ώριμοι, παρ’ όλη τη νιότη τους, ποιητές.
«Ο Όσιπ Μαντελστάμ και ο Πούσκιν. Δεν μπορώ να βρω σ’ αυτούς ούτε περίοδο προϊστορίας, ούτε περίοδο ανωριμότητας... Τους δέχεσαι -με έκπληξη, αλλά υπάκουα- αμέσως, σε όλο τους το μέγεθος και με τους δικούς τους όρους», λεει ο γνωστός ρώσος φιλόλογος Σεργκέι Αβέριντεσεφ στο κείμενό του «Γιατί άραγε ο Μαντελστάμ;». Η κορυφαία (θανάσιμη) πράξη για τον Πούσκιν ήταν η μονομαχία με τον Νταντές, ενώ για τον Μαντελστάμ οι στίχοι του για τον Στάλιν.
Ετούτη η χρονιά είναι επετειακή: 70 χρόνια πριν, στο σιβηρικό στρατόπεδο Δεύτερο Ποτάμι, στην άκρη του κόσμου, πέθανε μόλις 47 ετών Όσιπ Μαντελσταμ. Πέθανε νέος, κι όμως βαθιά γέρος. Γέρασε πολύ γρήγορα, ακόμα κι εξωτερικά, ακόμα πριν τη προσαγωγή του στη Λουμπάνκα, στα άδυτα της Ασφάλειας, ακόμα πριν τη πρώτη του εξορία στο Βορόνεζ. «Είμαι έτοιμος να πεθάνω», είπε ο Μαντελστάμ στην Άννα Αχμάτοβα μετά από την ανάγνωση του ποιήματος για τον Στάλιν. Κι ήταν όντως έτοιμος: ιδού η αντίθεση ανάμεσα στην ασυντέλεστη (εξωτερική) και τη συντελεσμένη (ποιητική, αλλά πάνω από όλα ανθρώπινη) όψη.
Θα επιτρέψω στον εαυτό μου να ισχυριστεί, πως αυτή ακριβώς η αντίθεση, η πνευματική ακεραιότητα του Μαντελστάμ μέσα στο γελοίο περίβλημα, ήταν η αιτία να γράψει ο Μήτσος το βιβλίο του. Εξ ου και η ανοιχτόχρωμη γραμμή στο πρόσωπο του ποιητή στο εξώφυλλο του βιβλίου: γι’ αυτήν νομίζεις πως ευθύνεται η κακή ποιότητα της φωτογραφίας, η γραμμή όμως φωτίζει και ενώνει τα μάτια του Μαντελστάμ και τα μάτια του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου.
Το βιβλίο χωρίζεται αυστηρά σε τρία μέρα: το πεζό, Διαδρομές και αναγνωρίσεις, όπου ο συγγραφέας και μεταφραστής γνωρίζει στον αναγνώστη τον ποιητή, ένα μικρό φωτογραφικό άλμπουμ με τίτλο «...πιο τίμιο - η μορφή του» (δηλαδή, εκείνη η ασυντέλεστη όψη), και τέλος η ποιητική συλλογή Σιδερένιος κόσμος ξαναμαγεμένος, αποτελούμενη από 46 ποιήματα, μεταφρασμένα από τον Αλεξανδρόπουλο στη διάρκεια όλης του τη ζωής, δηλαδή ένα ποίημα για κάθε χρόνο ζωής του ποιητή.
Όπως μας θυμίζει ο συγγραφέας, ο Μαντελστάμ έγραψε στη ζωή του περί τα 500 ποιήματα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, η περίφημη Πέτρα, που φέρει τα διαπιστευτήρια του ποιητή, εκδόθηκε το 1913. Μπορούμε να πούμε πως η «ποιητική» ζωή του Μαντελστάμ κράτησε 25 χρόνια, άρα έχουμε 20 ποιήματα για κάθε έτος. Δύσκολη και άδικη αριθμητική, γιατί στη ζωή του ποιητή υπήρχε μια περίοδος όπου οι στίχοι δεν έβγαιναν. «Προς τα εκεί ωθούσε η φορά των πραγμάτων από το 1928 και εδώ. Ποιήματα δεν έγραφε, οι στοίχοι είχαν στερέψει...» (σελ. 59). Το 1928 τυπώνεται η τελευταία, εν ζωή, ποιητική του συλλογή.
Η βιογραφία του ποιητή έχει ελάχιστα στοιχεία μιας συνηθισμένης βιογραφίας: μόνο ημερομηνία και τόπος γέννησης και θανάτου. Όλα τα υπόλοιπα σταθμά της είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ποίηση, ακόμα και ο γάμος του ποιητή με την Ναντέζντα Χάζινα και η κατοπινή έγγαμη ζωή συντελούνται σύμφωνα με τους νόμους της ποίησης. Η νεαρή γυναίκα αδιαμαρτύρητα αποδέχεται τους κανόνες της νομαδικής και χωρίς ανέσεις ποιητικής ζωής, προσηλυτίζεται στην ποιητική θρησκεία, ανεβαίνει μαζί του στον ποιητικό αλλά και στον αληθινό Γολγοθά.
Οι λεπτομέρειες της βιογραφίας του ποιητή είναι κρυμμένες μέσα στην αφήγηση για την ποιητική διαμόρφωση του Μαντελστάμ, όπως πίσω από τους συνειρμούς και τις παραπομπές στους στίχους του ποιητή κρύβεται η πολυδιάστατη εικόνα του Μαντελστάμ-ανθρώπου. «Στα ποιήματά του οι συνειρμοί είναι όπως οι σταυροί στα χριστιανικά νεκροταφεία», λεει ο Αλεξανδρόπουλος (σελ. 256)
Οι σταθμοί (και οι σταυροί) της ζωής του ποιητή είναι οι ποιητικές συλλογές, και ως γενέθλιο έτος του μπορεί να θεωρηθεί το 1913, χρόνος έκδοσης της Πέτρας, όπου ο Μαντελστάμ αποκαλύπτεται: «Για ετο γιαβ» («Το εγώ μου είναι το είναι μου». Ακόμα και ο θάνατός του ποιητή έμεινε στη σφαίρα της μυθολογίας: γνωρίζουμε πού πέθανε, αλλά ουδείς γνωρίζει πότε ακριβώς και από τι.
Η αφήγηση για τη ζωή και το έργο του Μαντελστάμ αποτελεί ένα ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο. Αφήνει την εντύπωση σημειώσεων στα περιθώρια των ποιητικών συλλογών, που ο συγγραφέας κρατούσε όλη του τη ζωή, ενός ημερολογίου χωρισμένου σε μικρές περιόδους, που ξεκουράζουν, δίνουν τη δυνατότητα να συνεχίσεις το διάβασμα απ’ οποιοδήποτε σημείο, χτίζονται γύρω από ένα ξεχωριστό θεματικό πυρήνα.
Σαν τα τουβλάκια του Jenga: ένας έμπειρος παίκτης μπορεί να βγάλει όσα τουβλάκια θέλει, χωρίς να τσακιστεί όλο το οικοδόμημα.
Δύο είναι οι εξαιρετικά δύσκολοι, για τους μελετητές του έργου του Μαντελστάμ, σταθμοί της ζωής του: η σχέση του ποιητή (ή καλύτερα η ανυπαρξία της) με τον Μαξίμ Γκόρκι, ο οποίος, παρόλο που βοήθησε και έσωσε τόσους και τόσους λογοτέχνες στα δύσκολα χρόνια μετά την επανάσταση, δεν έδωσε ούτε δάκτυλο βοηθείας στην λιμοκτονούσα οικογένεια Μαντελστάμ, και με τον Μπορίς Πάστερνακ, που στην κρίσιμη για τη μοίρα του Μαντελστάμ τηλεφωνική συνομιλία με τον Στάλιν δεν υπερασπίστηκε τον φίλο και συνάδελφό του.
Τον πρώτο καταδίκασε η Ναντέζντα Μαντελστάμ στα βιβλία των αναμνήσεών της, τον δεύτερο -με περισσότερο ή λιγότερο μένος- οι θαυμαστές του Μαντελστάμ, καταλογίζοντας στον Πάστερνακ ακόμα και προδοσία. Ο Αλεξανδρόπουλος δεν προσπερνά ούτε τη μία σχέση ούτε την άλλη: «Όσο ξέρει κανείς τον Γκόρκι, μπορεί μόνο ν’ αναφερθεί στη φήμη και στη βοή, τη Βοή του Χρόνου, που είχαν πια δημιουργήσει οι διώκτες του Μαντελστάμ γύρω από το όνομά του...» (σελ. 55). Όσον αφορά τον Πάστερνακ, ο Αλεξανδρόπουλος θυμίζει στους επικριτές του την εποχή που ζούσε: αν ο Πάστερνακ απαντούσε καταφατικά στην ερώτηση του Στάλιν, για το αν ο Μαντελστάμ είναι μεγάλος ποιητής, μετά από το απαξιωτικό ποίημα που έγραψε εκείνος για τον «πατέρα των λαών», θα ρίσκαρε το κεφάλι του. Αλλά ποιος, εκείνα τα χρόνια, μπορούσε να παινευτεί για την απόλυτη ακεραιότητά του;
Ο Αλεξανδρόπουλος, που ήρθε στη Σοβιετική Ένωση μόλις 11 χρόνια μετά το θάνατο του Μαντελστάμ, βίωσε και ο ίδιος την εποχή που «η μάσκα και το πρόσωπο του συγγραφέα γινόταν ένα». Παρόλο που η εποχή στην οποία αναφέρεται παρέχει πλούσιο υλικό για σχόλια, ο συγγραφέας, που έζησε τα γεγονότα και τις συμπεριφορές, και, το κυριότερο, τα φιλοσόφησε, χρησιμοποιεί πολύ προσεκτικές πινελιές, χωρίς υστερίες και εντυπωσιασμούς, χωρίς βεβιασμένες κρίσεις: «Ο κόσμος της διανόησης ή απλά πίστευε και ακολούθησε ή δεν πίστευε και πάλι ακολούθησε» (σελ. 52).
Ο Αλεξανδρόπουλος, μεταφράζοντας τους στίχους του Μαντελστάμ, επιχείρησε κάτι παραπάνω από μια απλή «παράλληλη προσέγγιση». Διατήρησε το πλούτο της γλώσσας και των συνειρμών του ποιητή, διατήρησε τη μουσική, και, όπου ήταν δυνατόν, διατήρησε και τη ρίμα: «Άυπνη νύχτα. Όμηρος. Πανιά φορτσάτα./ Πήγα ως τη μέση διαβάζοντας τη λίστα/ των καραβιών, τρανό κοπάδι, καραβάνι γερανών/ έναν καιρό σηκώθηκε στον ουρανό της Ελλάδας». Δεν είναι μόνο ελληνικοί στίχοι, αλλά και μαντελστάμικοι.
Το όνομα του Μαντελστάμ αποκαταστάθηκε μόλις το 1956, και μόλις το 2001, στην πόλη Βλαντιβοστόκ, στον τόπο της τελευταίας εξορίας και του θανάτου του, ανεγέρθη το πρώτο μνημείο του ποιητή. Για την ώρα, το πρώτο μνημείο στη μνήμη του Μαντελστάμ στην Ελλάδα το έστησε ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, τοποθετώντας τον ποιητή όχι τόσο στη σειρά των επιφανών φιλελλήνων, όσο των πραγματικά εμπνευσμένων από την Ελλάδα και τον ελληνισμό λογίων και ποιητών.
- Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος
No comments:
Post a Comment