Friday, July 23, 2010

Πέθανε ο δημοσιογράφος και πεζογράφος Γιώργος Μανιατάκος

  •  Πέθανε σήμερα πλήρης ημερών, στα 96 του χρόνια, ο παλαίμαχος δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Μανιατάκος. 
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ με θλίψη ανακοινώνει το θάνατο του παλαίμαχου δημοσιογράφου Γιώργου Μανιατάκου, ο οποίος «έφυγε» σήμερα πλήρης ημερών σε ηλικία 96 ετών. Ο Γιώργος Μανιατάκος γεννήθηκε στη Λεμονιά Λακωνίας το 1914. Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο, γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Αγγλική φιλολογία. Η δημοσιογραφία, όμως, ήταν αυτή που τον κέρδισε κι έτσι ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία το 1935 από την εφημερίδα «Μέλλον». Στη συνέχεια εργάστηκε στις εφημερίδες «Πρωινός Τύπος», «Πρωΐα» και από το 1944 έως και τη συνταξιοδότησή του το 1977 στα «Νέα» και το «Βήμα», όπου διετέλεσε αρχισυντάκτης και διευθυντής σύνταξης. Επίσης για πολλά χρόνια εργάστηκε ως πολιτικός χρονογράφος στην εφημερίδα «Μακεδονία».

Ο Γιώργος Μανιατάκος εκτός από την δημοσιογραφική του σταδιοδρομία είχε και πλούσιο συγγραφικό έργο. Έγραψε και δημοσίευσε έντεκα μυθιστορήματα [: Περιμένοντας τον 'Αγνωστο Θεό, Κάτω από Ξένον Ήλιο, Το Σύννεφο δεν Έφερε Βροχή, Εκείνοι που δεν Είδαν τη Θάλασσα, Τελευταίος Χρησμός, Η Νύχτα, Το Ξίφος, Νέμεση, Ο Πύργος με τις Γλαύκες, Μετά τη Βροχή], μία ποιητική συλλογή και πολλές μεταφράσεις ξένων έργων. Ήταν μέλος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ο Γιώργος Μανιατάκος υπήρξε ένας διακεκριμένος δημοσιογράφος, αλλά και ένας σεμνός και σπουδαίος άνθρωπος. Υπηρέτησε με συναίσθημα ευθύνης την ελληνική δημοσιογραφία και ήταν ένας ακόμη από την παλιά καλή γενιά δημοσιογράφων, που άφησε παρακαταθήκη για τους νεότερους τη συνέπεια, την τήρηση της δεοντολογίας και την ενασχόληση με τη δημοσιογραφία όχι ως βιοπορισμό αλλά ως λειτούργημα υψηλής ευθύνης και πνευματικού έργου. Το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ εκφράζει στους οικείους του τα ειλικρινή του συλλυπητήρια και αποχαιρετά έναν έντιμο και άξιο συνάδελφο που τίμησε την ελληνική δημοσιογραφία.
Η κηδεία του Γιώργου Μανιατάκου θα γίνει τη Δευτέρα, 26 Ιουλίου 2010, στις 2.30 μ.μ. από τον Ι.Ν. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.

Το κόμικ «άλτερ έγκο» του Μπράντμπερι

  • Ο ενενηντάχρονος Αμερικανός συγγραφέας Ρέι Μπράντμπερι δηλώνει με το τρομακτικό χιούμορ που τον χαρακτηρίζει: «Εχω κατηγορηθεί γι' αυτό το ειδεχθές έγκλημα που επισύρει την εσχάτη των ποινών: έχω διαπράξει Αισιοδοξία».
«Ο Μόνταγκ, ο ήρωας, είμαι εγώ», αναφωνεί ο Ρέι Μπράντμπερι. Το συγκεκριμένο σκίτσο του Τιμ Χάμιλτον σε βάζει αμέσως στην πύρινη ατμόσφαιρα του «Φαρενάιτ 451»  

Αυτό το «τρελό τσίρκο» εικονοκλαστικής μυθοπλασίας γεννήθηκε στο Γουόκιγκαν του Ιλινόις, χωρίς να ακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν πίστευε σ' αυτές. «Δεν πιστεύω σε κολέγια και πανεπιστήμια. Πιστεύω στις βιβλιοθήκες, γιατί οι περισσότεροι σπουδαστές δεν διαθέτουν χρήματα», ήταν η αντίδρασή του. Ο ίδιος πήγαινε τρεις φορές την εβδομάδα σε βιβλιοθήκες επί μια δεκαετία και από εκεί απέκτησε τα υλικά με τα οποία έχτισε την προσωπική του μυθολογία.

Ως δημιουργός ξεκίνησε να δημοσιεύει σε φανζίν, από τα τέλη της δεκαετίας του '30, εμφανώς επηρεασμένος από τον Φλας Γκόρντον και τον Μπακ Ρότζερς, επιφανείς ήρωες των κόμικς που αναδύονταν από το λογοτεχνικό είδος της επιστημονικής φαντασίας. Χρειάστηκε περί τα δεκαπέντε χρόνια για να φτιάξει το πρώτο έργο, που θα του χαρίσει τη φήμη και την αιωνιότητα. Το σύντομο μυθιστόρημά του, όπως το χαρακτηρίζει, «Φαρενάιτ 451» θεωρήθηκε ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνήματα στην κατηγορία Ε.Φ. Ο Ρέι Μπράντμπερι δεχόταν αυτή την κατηγοριοποίηση: «Εχω κάνει μόνο ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, με βάση την πραγματικότητα, και αυτό είναι το "Φαρενάιτ 451". Η επιστημονική φαντασία είναι μια απεικόνιση της πραγματικότητας. Η φαντασία είναι μια απεικόνιση του εξωπραγματικού».

Το «Φαρενάιτ 451» μαζί με το «1984» του Τζορτζ Οργουελ και τον «Θαυμαστό νέο κόσμο» του Αλντους Χάξλεϊ αποτελούν μιαν άτυπη τριλογία, η οποία αναφέρεται στον ολοκληρωτισμό ενός μέλλοντος ελεγχόμενου από τα τηλεοπτικά μέσα και την κατασταλτική πολιτική στο όνομα του «κοινού καλού». Εν προκειμένω, στο «Φαρενάιτ 451» περιγράφεται μια κοινωνία όπου τα βιβλία είναι απαγορευμένα, η μνήμη και η γνώση αποτελούν έγκλημα και η αποχαύνωση του μέσου πολίτη στην τηλεθέαση, το υπέρτατο αγαθό. Αντί των πυροσβεστών, υπάρχουν πυροδότες, οι οποίοι έχουν ταχθεί να σώσουν την κοινωνία από «επικίνδυνα» βιβλία, ρίχνοντάς τα στην πυρά.

Ενώ είχε προηγηθεί η κινηματογραφική μεταφορά από τον Φρανσουά Τριφό το 1966, μόλις πέρσι ο εικονογράφος Τιμ Χάμιλτον ζήτησε από τον 89χρονο Ρέι Μπράντμπερι, να περάσει το «Φαρενάιτ 451» από την κατάσταση της ανεικονικής μυθοπλασίας στην κατάσταση της εικονικής εκδοχής του. Ετσι, στήθηκε ένα γκράφικ νόβελ, πάντα σύγχρονο και προφητικό, κι ας γράφτηκε το 1953. «Αυτό που κρατάτε στα χέρια σας τώρα», προειδοποιεί τον αναγνώστη στον πρόλογό του, «είναι μια ανανεωμένη εκδοχή ενός βιβλίου που ήταν κάποτε μια νουβέλα, που ήταν κάποτε ένα διήγημα, το οποίο με τη σειρά του ήταν μια βόλτα στο τετράγωνο, ένας νεκρός που σηκώνεται από τον τάφο και η τελική πτώση του οίκου των Ασέρ».

Το τι ακριβώς επινόησε, πενήντα έξι χρόνια μετά, το περιγράφει με το γνωστό μπραντμπερικό του ύφος: «Εβγαλα όλους τους χαρακτήρες μου επί σκηνής και τους πέρασα από τη γραφομηχανή μου, αφήνοντας τα δάχτυλά μου να διηγηθούν τις ιστορίες τους και να προλάβουν τα φαντάσματα άλλων ιστοριών από άλλες εποχές». Κουίζ: Με ποιον από τους ήρωές του ταυτίζεται ο Ρέι Μπράντμπερι; Δεν θέλετε να μάθετε; Προσέξτέ τον: Ο Μόνταγκ, ο ήρωας, είμαι εγώ, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου βρίσκεται στην Κλάρις ΜακΚλέλαν, μια περισσότερο σκοτεινή πλευρά μου είναι ο πυραγός Μπίτι και οι φιλοσοφικές μου αναζητήσεις ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του φιλόσοφου Φάμπερ». Κυκλοφορεί και η ελληνική έκδοσή του, έναν χρόνο μετά, από το «Μεταίχμιο», σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά. 

* Εν τω μεταξύ, οι εκδόσεις «Αγρα» ανακοίνωσαν την έκδοση ενός άγνωστου έργου του Ρέι Μπράντμπερι. Τη συλλογή διηγημάτων «Πέθανε ο σκύλος, κατά τ' άλλα όλα καλά», σε μετάφραση Βασίλη Δουβίτσα. Εδώ, ένας ρομαντικός της παλιάς σχολής, ο οποίος νοσταλγεί το χρυσό παρελθόν των μύθων, είναι εφοδιασμένος μ' όλες εκείνες τις ικανότητες, ώστε να φανταστεί μια δυστοπία.

INFO: «Φαρενάιτ 451» (Γρηγόρης) και (Παρά Πέντε), «Ιστορίες από την κρύπτη» (Modern Times), «Κρασί από πικραλίδα» (Καστανιώτης), «Κάτι κολασμένο έρχεται προς τα 'δώ» (Αίολος), «Ο θάνατος είναι μοναχική υπόθεση», «Τα χρονικά του Αρη», «Ο εικονογραφημένος άνθρωπος» (Απόπειρα). *

Η αλληλογραφία Σεφέρη - Σινόπουλου στο φως

  • Η μικρή αλληλογραφία 1939-1962 του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971) και του Τάκη Σινόπουλου (1917-1981) φωτίζει κυρίως τη λατρεία του νεότερου ποιητή προς το πρόσωπο του πρεσβύτερου.


Γιώργος Σεφέρης 
Γιώργος Σεφέρης  

Το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας, το οποίο φυλάσσεται στο Αρχείο του Σινόπουλου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, είναι ανέκδοτο. Εκτός από ένα τμήμα επιστολής του Σεφέρη, που δημοσίευσε ο Μιχάλης Πιερής στο βιβλίο του «Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου 1917-1981 σχεδίασμα βιο-εργασίας».

Τη φέρνει τώρα στο φως ο διδάκτωρ της Ιστορίας της Τέχνης και της Φιλοσοφίας, Γιάννης Ρηγόπουλος. Η αλληλογραφία, με εκτεταμένα διαφωτιστικά σχόλια, δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Οροπέδιο» (Νεμούτα Φολόης Ηλείας), που διευθύνει ο ποιητής Δημήτρης Κανελλόπουλος. Το υλικό που παρουσιάζεται αποτελείται από πέντε επιστολές, δύο ταχυδρομικά δελτάρια, μία ευχετήρια κάρτα και την αποστολή του ποιήματος «Νεκρόδειπνος», με μικρό συνοδευτικό κείμενο.

Στην πρώτη επιστολή (1 Ιουλίου 1939) του Τάκη Σινόπουλου, που γράφεται με αφορμή τον διάλογο πάνω στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, αναφαίνονται οι αγωνίες ενός νεότερου ποιητή, ο οποίος ζει εκτός Αθηνών, στον Πύργο:

«Η "Στροφή" και το "Μυθιστόρημα" δεν έφτασαν ώς την επαρχία μας. Ως ποιητή σας γνώρισα στα "Νέα Γράμματα". Γοητεύτηκα διαβάζοντας τη "Λεωφόρο Συγγρού", τις "Φωτιές τ' Αγιάννη" και τα κατοπινά. Δε διατηρώ συγκεκριμένες αναμνήσεις. Γοητεία με την πρώτη επαφή. Υστερα διάβασα, ξανά διάβασα. Οταν θέλησα να καταλάβω το νόημα, μου ξέφευγε. Πήγαινε και η γοητεία να σβύση. Παραιτήθηκα από νέες απόπειρες. Χάρηκα το μουσικό και το ζωγραφικό στοιχείο».

Στη δεύτερη επιστολή (2 Απριλίου 1943), ο Τάκης Σινόπουλος ζητάει του Γιώργου Σεφέρη συνεργασία για το περιοδικό «Οδυσσέας» του Πύργου (1943-1944). Σ' αυτό δημοσίευσε ο Τάκης Σινόπουλος τη μελέτη του «Σκέψεις για το έργο του Σεφέρη». Εφτασε αργοπορημένα στον παραλήπτη της, αφού έχουμε την ιδιόχειρη σημείωση του Γιώργου Σεφέρη, «Το έλαβα μετά την απελευθέρωση».
Στην τρίτη (2 Σεπτεμβρίου 1964), ο Σινόπουλος αποστέλλει στον άτυπο μέντορά του το ποίημά του «Νεκρόδειπνος», με την παράκληση να δημοσιευτεί στο περιοδικό «Εποχές» -εκδιδόταν από τον Μάιο του 1963 ώς τον Απρίλιο του 1967, με εκδότη τον Χρήστο Λαμπράκη, διευθυντή τον Αγγελο Τερζάκη και συμβούλους έκδοσης τούς Γιώργο Σεφέρη, Κ.Θ. Δημαρά, Γιώργο Θεοτοκά, Κωστή Σκαλιόρα, Λέοντα Β. Καραπαναγιώτη. Η πλευρά του Τάκη Σινόπουλου ολοκληρώνει τον επιστολικό της διάλογο με δύο δελτάρια, που αποστέλλονται από τη Ρώμη (Μάιος 1964).

Ο Γιώργος Σεφέρης απαντάει με μία ευχετήρια κάρτα (21 Ιανουαρίου 1952) και τρεις επιστολές (3 Σεπτεμβρίου 1962, αχρονολόγητη, 2 Μαΐου 1962), από την Ελληνική Πρεσβεία του Λονδίνου. Η τελευταία γράφεται με αφορμή τον συλλογικό αφιερωματικό τόμο στον Γιώργο Σεφέρη, με τον τίτλο «30χρονα της "Στροφής"», που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1961 -και συμμετείχε ο Τάκης Σινόπουλος. Ο Γιώργος Σεφέρης κάνει έναν απολογισμό των πρώτων χρόνων της ποιητικής του δημιουργίας, χωρίς να παραλείψει να ευχαριστήσει τον ποιητή τού «Νεκρόδειπνου» και τους άλλους συνεργάτες τού αφιερώματος:

«Τι είμουν τα χρόνια εκείνα (26-30 και πριν), εγώ; Θα είταν δύσκολο να το έλεγα ένας νέος χαμένος και μόνος, μόνος. Αργότερα, ίσως προσπαθήσω να πω περισσότερα, ίσως δε με τραβούν πολύ οι ανακυκλώσεις. Τώρα το μόνο που θέλω να πω είναι η συγκίνηση που μου έδωσε αυτή η εκδήλωση αλληλεγγύης, η δική σου, και των άλλων συνεργατών του τόμου - αυτή η διαφορά που μπόρεσε να συμβεί αυτά τα χρόνια, τα ταραγμένα, όπου μου έλειψε τόσο πολύ ο καιρός, για συγκέντρωση αν όχι για τίποτε άλλο». *

Το ψηφιακό βιβλίο απειλεί την κυριαρχία του τυπωμένου


  • H ιστορική ανακοίνωση της Amazon σχετικά με τις πωλήσεις των ψηφιακών της βιβλίων, που για πρώτη φορά ξεπέρασαν τις πωλήσεις των βιβλίων με σκληρό εξώφυλλο, δημιουργεί εντυπώσεις περί οριστικής επικράτησης του νέου μέσου απέναντι στο συμβατικό, έντυπο βιβλίο. Η ανατροπή, που πάντως δεν περιλαμβάνει τις εκδόσεις με χάρτινο εξώφυλλο (paperback), οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εμπορική επιτυχία του iPad. Η ελληνική αγορά ηλεκτρονικού βιβλίου βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση. 
  • Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Παρασκευή, 23 Iουλίου 2010

Το ψηφιακό βιβλίο κερδίζει έδαφος;
 
Ιστορική πρωτιά των ψηφιακών πωλήσεων στην Amazon
  • Tης Νελλης Aμπραβανελ
Αντίο Kindle, καλωσήρθες iPad! Ο εφιάλτης της Αmazon... Η εταιρεία του Τζεφ Μπέζος έτρεμε την επέλαση της νέας συσκευής του Στιβ Τζομπς, πριν καν ο τελευταίος την παρουσιάσει επίσημα. Ομως, όπως φαίνεται, φοβήθηκε, πιέστηκε και στο τέλος κατάφερε να εκμεταλλευθεί με τον καλύτερο τρόπο το πολυαναμενόμενο iPad.

Αυτό είναι ένα σημαντικό συμπέρασμα από την ανακοίνωση που έβγαλε η Amazoαυτήν την εβδομάδα σχετικά με τις πωλήσεις των ψηφιακών της βιβλίων, που για πρώτη φορά ξεπέρασαν τις πωλήσεις των βιβλίων με σκληρό εξώφυλλο. Το τελευταίο τετράμηνο, για κάθε 100 βιβλία με σκληρό εξώφυλλο η Amazoέχει πουλήσει 143 ψηφιακά βιβλία. Και τον τελευταίο μήνα, οι πωλήσεις των ψηφιακών βιβλίων εκτοξεύθηκαν, με την αναλογία να μετατρέπεται εντυπωσιακά σε 180 ψηφιακά προς 100 «παραδοσιακά» βιβλία.
  • Ενας απρόσμενος φίλος
Τυχαίο; Μάλλον όχι. Γιατί το iPad της Apple, ανάμεσα στις άλλες λειτουργίες που προσφέρει, είναι μια σαφώς πιο ελκυστική συσκευή ανάγνωσης ψηφιακών βιβλίων από το αντίστοιχο Kindle της Amazon. Κι επομένως, την ημέρα που κυκλοφόρησε το iPad, η Amazoφρόντισε να έχει έτοιμη την εφαρμογή (το App) που θα χτυπούσε το ψηφιακό βιβλιοπωλείο του Τζομπς, το iBooks, προσελκύοντας όλους εκείνους τους «ψηφιακούς» αναγνώστες που είχαν ήδη λογαριασμούς και ως εκ τούτου, μια έτοιμη βιβλιοθήκη από την Amazon. Από χειρότερο εχθρό, η Amazoκατάφερε να βρει στο iPad ένα καλό φίλο που σίγουρα έπαιξε και τον ρόλο του στα αποτελέσματα του τετραμήνου...
  • Αναλογίες και λεπτομέρειες
Αποτελέσματα που έκαναν πολλούς να αναφωνήσουν «Τέλος εποχής!». Αλλοι πάλι, ήταν πιο σκεπτικοί. Και με το δίκιο τους. Η αναφορά στο εξώφυλλο, για παράδειγμα, δεν είναι τυχαία, καθώς στην Αμερική υπάρχει η σημαντική διάκριση ανάμεσα στα βιβλία με χάρτινα (paperback) και σκληρά εξώφυλλα (hardcover), με αξιοσημείωτη διαφορά στην τιμή. Ως εκ τούτου, αναγνώστες του ξένου Τύπου θα έχουν παρατηρήσει ότι εκεί, οι λίστες με τα μπεστ σέλερ παρουσιάζονται ξεχωριστά, σε ανάλογες κατηγορίες. Γι' αυτόν τον λόγο, η αναλογία (143 προς 100) πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά, χωρίς ξέφρενα επιφωνήματα, αφού τα λεγόμενα paperback παραμένουν εκτός της εξίσωσης. Βέβαια, το κλάσμα παραμένει εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι, συνήθως, ένα μεγάλο ποσοστό των βιβλίων με σκληρό εξώφυλλο αποτελείται από νεότερες κυκλοφορίες, οι οποίες είναι πιο πιθανό να προσφέρονται συγχρόνως στην ψηφιακή τους μορφή, σε χαμηλότερη τιμή.

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε την τιμή. Από την ανακοίνωση της Amazoείναι αδύνατον να καταλάβει κανείς αν η εταιρεία κέρδισε τελικά περισσότερα χρήματα από τον αυξημένο αριθμό των ψηφιακών βιβλίων ή από τις πωλήσεις των σκληρών εξωφύλλων της. Ακόμα, όπως επισημαίνει ο Guardian, η διαφορά στην τιμή τους μάλλον καθιστά αυτά τα «παλιά, καλά» βιβλία με το σκληρό εξώφυλλο υπεύθυνα για το μεγαλύτερο μερίδιο του τελικού τζίρου. Αλλά πέρα από τη λεπτομέρεια σκληρού και χάρτινου εξώφυλλου και της μη αναφοράς σε συγκεκριμένα έσοδα που να αντιστοιχούν στο κάθε είδος, η επιτυχία της Amazoλέει κάτι για τη διάθεση του αναγνώστη, ακόμη κι αν αυτός δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικός του γενικού συνόλου της Αμερικής: όπως υπενθυμίζει η Wall Street Journal, πρέπει να λάβει υπ' όψιν του κανείς τον τύπο του ανθρώπου που χρησιμοποιεί με άνεση το Ιντερνετ και ως εκ τούτου και το Amazon.

Η ελληνική αγορά στα πρώτα της βήματα
  • Oλγα Σελλα
Στην Eλλάδα δεν υπάρχουν διαθέσιμοι πολλοί τίτλοι βιβλίων σε ψηφιακή μορφή. Oι εκδόσεις Kαστανιώτης μπήκαν πρώτες στη νέα αγορά πουλώντας τις συσκευές ψηφιακής ανάγνωσης be-book και δωρίζοντας στους χρήστες της οκτώ βιβλία σύγχρονων Eλλήνων συγγραφέων, με στόχο να εξοικειώσουν τους χρήστες του be-book με το ψηφιακό βιβλίο. O Aργύρης Kαστανιώτης λέει στην «K» ότι οι χρήστες του ψηφιακού βιβλίου «κατεβάζουν» περίπου 30 βιβλία κάθε μέρα κατά μέσον όρο. Aριθμός καθόλου μικρός!

Kαι άλλοι Eλληνες εκδότες, όμως, ετοιμάζονται να εισέλθουν στην ψηφιακή αγορά. Oι εκδόσεις Πατάκης ολοκληρώνουν τον πρώτο κατάλογο ψηφιακών βιβλίων, «δίνοντας έμφαση στα ελληνικά έργα πεζογραφίας και στους κλασικούς μας συγγραφείς. Σταδιακά σκεφτόμαστε να ψηφιοποιούμε και τα καινούργια βιβλία», λέει η Aννα Πατάκη, και προσθέτει ότι σταδιακά θα ψηφιοποιηθούν και σχολικά βοηθήματα.

Στις εκδόσεις Mεταίχμιο έχουν ψηφιοποιηθεί όλα τα εκπαιδευτικά βοηθήματα του γυμνασίου, τα οποία προς το παρόν είναι συμβατά μόνο σε υπολογιστή και όχι σε συσκευή ανάγνωσης.

Wednesday, July 21, 2010

«Εφυγε» ο «Ελληνας» ποιητής της Αργεντινής


Λίγες μέρες πριν την έκδοση βιβλίου του στην Ελλάδα «έφυγε» (5/7) ο σπουδαίος Αργεντίνος ποιητής Οράσιο Καστίγιο. «Για να απαγγελθεί στη βάρκα του Χάροντα/ Το τοπίο είναι πιο όμορφο από ό,τι είχαμε φανταστεί:/ αυτά τα τείχη που πέφτουν κατακόρυφα πάνω μας,/ εκείνος ο μαύρος ήλιος που βασιλεύει πάνω από τη λίμνη,/ πέρα, στα δεξιά της βάρκας, ένα ουράνιο τόξο που διαθλάται στην ομίχλη./ Ομως, αυτό το μεταλλικό νόμισμα ανάμεσα στα δόντια,/ αυτός ο οβολός που οφείλουμε να δαγκώνουμε ως το τέρμα/ του ταξιδιού,/ φράζει το στόμα που θέλει να τραγουδήσει./ Να τραγουδήσει γι' αυτές τις θλιμμένες ψυχές που κάθονται στον πάγκο,/ καθώς ο ναύκληρος σημαίνει με το μαστίγιο το τέμπο,/ καθώς παραγγέλλει να κωπηλατούν δίχως αναπαμό,/ κάθε φορά πιο γερά, κάθε φορά πιο γρήγορα, πιο πέρα από το/ φως». Δυστυχώς, ο ποιητής δεν πρόλαβε να χαρεί την έκδοση ποιημάτων του στην Ελλάδα, που την αγαπούσε και σαν δική του πατρίδα.

Γεννημένος (1934) στην Ενσενάδα, πάνω στον ποταμό Ρίο ντε Λα Πλάτα, ο Οράσιο Καστίγιο ζούσε τα τελευταία χρόνια στη Λα Πλάτα, γενέτειρα των γονιών του, οι οποίοι λόγω του κραχ του 1929 εγκαταστάθηκαν στην Ενσενάδα. Στη διπλανή πόλη, Μπερίσο, όπου είχε ιδρυθεί το 1910 η πρώτη Ελληνική Κοινότητα Μεταναστών, ο Οράσιο συνδέθηκε με την κοινότητα. Φοίτησε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Λα Πλάτα και εργάστηκε στην Περιφέρεια του Μπουένος Αϊρες, αλλά και ως δημοσιογράφος.

Ο Οράσιο Καστίγιο μετέφρασε Ελληνες ποιητές (Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσο, Βρεττάκο, Βαρβιτσιώτη, Σαχτούρη, Σπύρο Βέργο, αλλά και Καβάφη και επιγράμματα του αρχαίου ποιητή Καλλίμαχου). Το μεταφραστικό του έργο επικεντρώνεται στην Ελλάδα και στην ελληνική ποίηση, διαδίδοντάς τη στην Αργεντινή, καθώς θεωρούσε τον εαυτό του «Ελληνα».

Εχει δώσει διαλέξεις και σεμινάρια για την ελληνική ποίηση στο Ελληνικό Ινστιτούτο του Μπουένος Αϊρες και στο Πανεπιστήμιο Nordeste. Συμμετείχε στο 1ο Σεμινάριο για τη Διδακτική της Ελληνικής Γλώσσας και του Ελληνικού Πολιτισμού (Μπουένος Αϊρες, 1989) και στην Πρώτη Διεθνή Συνάντηση Συγγραφέων Ελληνικής Καταγωγής και Μεταφραστών Σύγχρονης Ελληνικής Γλώσσας (Δελφοί, 1992). Ηταν Τακτικό Μέλος της Αργεντινής Ακαδημίας Γραμμάτων (1991), αντεπιστέλλον μέλος της Ισπανικής Ακαδημίας, επίτιμο μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου στο Μπουένος Αϊρες και μέλος της Ενωσης Φίλων Νίκου Καζαντζάκη.

«Αρμένισμα» κόντρα στον μικροαστισμό

  • Το «Αρμένισμα» του Μένη Κουμανταρέα ήταν ένα βλάσφημο και αιρετικό βιβλίο για τη χρονιά που εκδόθηκε, το 1967, μ' όλες τις μηχανές της απριλιανής χούντας αναμμένες.
Ο 
Μένης Κουμανταρέας παραδέχεται ότι η δικτατορία τον βοήθησε να 
συνειδητοποιηθεί πολιτικά 
 
Ο Μένης Κουμανταρέας παραδέχεται ότι η δικτατορία τον βοήθησε να συνειδητοποιηθεί πολιτικά Και παραμένει ακόμη, γιατί το ένα από τρία διηγήματα που το αποτελούν, οι «Γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας», αναφέρονται με άμεσο τρόπο στην ομοφυλοφιλία. Βασίζονται σ' ένα ρωμαϊκό επεισόδιο, το οποίο αφηγείται ο Οβίδιος, με πρωταγωνιστές τον Νέρωνα και τον δούλο του, Σπόρο. Ο Μένης Κουμανταρέας το μεταφέρει στη δεκαετία του '60, αντικαθιστώντας τα οβιδιακά πρόσωπα μ' έναν πλούσιο Αθηναίο και ένα λαϊκό όμορφο αγόρι.

Το βιβλίο, μια ευθεία κριτική στον μικροαστισμό, τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και εξαιτίας του ο τότε 36χρονος συγγραφέας οδηγήθηκε στο δικαστήριο, όπου τελικώς αθωώθηκε, με την κατηγορία ότι το περιεχόμενο της συλλογής ήταν άσεμνο. «Μολονότι βραβευμένο το δεύτερο βιβλίο μου, δικάστηκε επί χούντας τέσσερις φορές», μας είχε εξομολογηθεί για την οξύμωρη αντίδραση των συνταγματαρχών, απέναντι στο φαινόμενο Μένης Κουμανταρέας. Εδώ να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι με τον νόμο περί ασέμνων είχαν μηνυθεί το «Εγώ ειμί κύριος ο θεός σου» του Νίκου Κάσδαγλη (1928 - 2009), καθώς και το «Σώμα» και τα «Καλιαρντά» του Ηλία Πετρόπουλου (1928 - 2003). Το «Αρμένισμα», το οποίο είχε εκδοθεί από τον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση, κατόπιν σύστασης του Στρατή Τσίρκα, επανακυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.

Στο ομότιτλο διήγημα, ο αναγνώστης μεταφέρεται στις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής: ένα ελληνικό καράβι κουβαλά ένα φορτίο άρρωστων προσφύγων Αρμένηδων, με προορισμό τον Πειραιά. Η «Μέρα του 1638», ένα Ελληνάκι κι ένα Τουρκάκι συναντώνται στην Κωνσταντινούπολη του 1638, υπό τον σουλτάνο Μουράτ Δ'.

«Και μόνο από αντίδραση απέναντι στην οικογένειά μου δεν υπήρξα ποτέ δεξιός. Πολιτική συνείδηση απέκτησα γύρω στα σαράντα, την περίοδο της δικτατορίας. Τότε ήταν η πρώτη φορά που ανακατεύτηκα με τα κοινά συμμετέχοντας στα «Δεκαοχτώ κείμενα», ενώ η δίκη μου για το «Αρμένισμα» έλαβε αντιστασιακές διαστάσεις. Στο τέλος της χούντας έμαθα πως μου είχαν στερήσει και το διαβατήριο...», είχε περιγράψει την πολιτική του συνειδητοποίηση ο Μένης Κουμανταρέας.

Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του συγγραφέα, η οποία έχει τη μορφή επιστολής αναγνώστη, στον τόμο «Το χρονικό του "Κέδρου". 1954 - 2004», που επιμελήθηκε η Νινέττα Μακρυνικόλα. Στο παλαιό βιβλιοπωλείο του «Κέδρου», στον αριθμό 44 της οδού Πανεπιστημίου -με τον Κώστα Βάρναλη καθισμένο σ' ένα σκαμνί κοντά στη βιτρίνα-, θυμόταν ότι έμπαινε στις μύτες των ποδιών, «μην τυχόν και ταράξω την κατανυκτική ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου ή μήπως στιγματιστώ κι εγώ από την Ασφάλεια ότι συμμετέχω σε "παράνομες τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον του καθεστώτος"».

Μετά τη χιονοστιβάδα -όπως τη χαρακτηρίζει- των «Δεκαοχτώ Κειμένων», των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Συνέχεια», «έκανε το καζάνι που έβραζε να ξεχειλίσει. Ανακρίσεις, συλλήψεις -ανάμεσα στις οποίες και της εκδότριας-, αλλά τα αντίτυπα έφευγαν σαν το ψωμί. Ημασταν όλοι ξεσηκωμένοι, κι εγώ, μαζί με κάποιο φόβο, αισθανόμουν υπερήφανος, που έστω και ως πελάτης ένιωθα μέλος του πληρώματός σας. Οδυνηρές, μα αξέχαστες μέρες».

Το «Αρμένισμα» προέρχεται από τις εποχές που ακόμη οι συγγραφείς έγραφαν ιστορία... *

Tuesday, July 20, 2010

Κόντρες για αδηµοσίευτο θησαυρό του Κάφκα


  • ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΚΑΙ ΣΚΙΤΣΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ


  • Επιµέλεια: Εφη Φαλίδα, TA NEA: Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Ο Φραντς Κάφκα (εδώ σε φωτογραφία του 1906) δεν ήθελε  τα έργα του
 να δηµοσιευτούν  και είχε ζητήσει από τον  φίλο του Μαξ Μπροντ να κάψει
 τα χειρογράφά του, µετά  τον θάνατό του
  • Τα πολύτιµα χειρόγραφα των έργων του Φραντς Κάφκα γίνονται αντικείµενο λογοτεχνικής έρευνας µετά τις εξελίξεις στο επεισόδιο διεκδίκησής τους από την ισραηλινή κυβέρνηση. Σε τράπεζα της Ζυρίχης ανοίχτηκαν χτες τέσσερις χρηµατοθυρίδες όπου πιστεύεται πως βρίσκονται χιλιάδες χειρόγραφα του Κάφκα, µαζί µε επιστολές, ηµερολόγια και ζωγραφικά σχέδια, από τα οποία πολλά παραµένουν αδηµοσίευτα.
Αντίστοιχο άνοιγµα θυρίδων έγινε και σε δύο άλλες τράπεζες στο Τελ Αβίβ µε εισαγγελικό ένταλµα, για να έρθουν στη δηµοσιότητα τα έργα του Κάφκα. Το υλικό αυτό µπορεί να δώσει στοιχεία στους λογοτεχνικούς ντετέκτιβ για έναν από τους σηµαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.

Ο Κάφκα είχε εµπιστευτεί τα χειρόγραφά του στον φίλο του Μαξ Μπροντ µε την εξής γραπτή οδηγία: «Αγαπητέ Μαξ, αυτή είναι η τελευταία µου επιθυµία: ό,τι αφήνω πίσω µου να καεί αδιάβαστο». Ο Κάφκα πέθανε από φυµατίωση το 1924. Το 1939, τότε που οι ναζί πλησίαζαν στην Τσεχοσλοβακία, ο Μπροντ εγκατέλειψε το σπίτι του στην Πράγα για το Τελ Αβίβ παίρνοντας µαζί του µία βαλίτσα µε τα χειρόγραφα του φίλου του.

Ο Μπροντ κάνοντας ένα νέο ξεκίνηµα στο Τελ Αβίβ παρέβλεψε το αίτηµα του Κάφκα και δηµοσίευσε για πρώτη φορά τα έργα του «Η δίκη», «Ο πύργος» και «Αµερική». Αργότερα έκανε δωρεά στο Πανεπιστήµιο της Οξφόρδης τα χειρό γραφα από τον «Πύργο» και την «Αµερική» και κράτησε το πρωτότυπο της «Δίκης».

Το σύνολο των εγγράφων αποτελεί σήµερα το µήλον της Έριδος ανάµεσα στο κράτος του Ισραήλ και τις αδελφές Χόφι. Οι οποίες λένε ότι κληρονόµησαν την περιουσία του Κάφκα από τη µητέρα τους Εστερ Χόφι, γραµµατέα του Μπροντ. Το Ισραήλ διεκδικεί την ιδιοκτησία των χειρογράφων, αφού ο Μπροντ µετανάστευσε στο Ισραήλ το 1939. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του ο Μπροντ άρχισε να έχει σχέσεις µε τη γραµµατέα του Εστερ Χόφι. Κι όταν εκείνος πέθανε το 1968, µε τη διαθήκη του – που τώρα αµφισβητείται –, της κληροδοτούσε τα χειρόγραφα του Κάφκα. Η κόρη της Εστερ, Εύα Χόφι, από το Τελ Αβίβ, επρόκειτο να παρευρίσκεται στο άνοιγµα των θυρίδων της ελβετικής τράπεζας µαζί µε µία οµάδα νοµικών, γερµανών ειδικών λογοτεχνίας κι ενός µελετητή χειρογράφων, οι οποίοι θα έδιναν στο δικαστήριο το πόρισµά τους για το περιεχόµενο των θυρίδων. Στη συνέχεια το δικαστήριο θα αποφασίσει αν τα χειρόγραφα θα επιστραφούν στην ασφάλεια των θυρίδων ή θα µεταφερθούν σε κάποιο δηµόσιο αρχείο για να εκδοθούν προς όφελος των επερχόµενων γενεών, όπως δηµοσιεύει η αγγλική εφηµερίδα «Τhe Guardian».

Sunday, July 18, 2010

Χολή για τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας

Γράφει η Σοφία Νικολαΐδου, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 17 Ιουλίου 2010

  • Ποιος είναι το καλύτερο μοντέλο για έναν ζωγράφο; Αυτός που παριστάνει τον εαυτό του ή αυτός που μιμείται; Ο Χένρι Τζέιμς γράφει μια νουβέλα για την αλήθεια στην τέχνη. Και ειρωνεύεται την παταγώδη αποτυχία κακομαθημένων αργόσχολων που πιστεύουν πως τους ανήκει το παν
«Αυτό που θέλω να αναπαραστήσω είναι η αμήχανη, αναποτελεσματική, ανεπαρκής φύση της προσπάθειας [των ηρώων], αλλά και να δείξω πώς αυτή απεικονίζει, για ακόμη μια φορά, τον αιώνιο ερασιτεχνισμό των Αγγλων: την παταγώδη αποτυχία ανθρώπων ρηχών, απαράσκευων, χωρίς επαγγελματική κατάρτιση, όταν έρχονται αντιμέτωποι με ανθρώπους ασκημένους, ανταγωνιστικούς, ευφυείς, όσους δηλαδή διαθέτουν πραγματικά προσόντα- σε οποιονδήποτε χώρο και σε κάθε περίσταση». Αυτά σημείωνε ο Χένρι Τζέιμς στο τετράδιό του 1891. Πράγματι, έναν χρόνο μετά δημοσίευσε μια νουβέλα με τίτλο Το Αυθεντικό. Στο ευσύνοπτο αφήγημά του πραγματευόταν το μέγα θέμα της μίμησης στην τέχνη. Οχι μόνο αυτό: σατίριζε την υψηλή κοινωνία της Αγγλίας.
  • Συγγραφικό σπίρτο
Ανθρωποι χωρίς προσόντα, χωρίς μόρφωση, χωρίς ευφυΐα. Καλοβαλμένοι βέβαια, καλοντυμένοι σίγουρα. Ανθρωποι που πιστεύουν πως δικαιούνται τα πάντα, μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν. Ανθρωποι που έχουν μάθει να περιφέρουν την ύπαρξή τους- σαν τα ζώα. Αυτό ήταν το συγγραφικό σπίρτο του Χένρι Τζέιμς. Ομως δεν του ταίριαζαν το υψωμένο δάχτυλο και η καταγγελία. Οι λεπτοί συγγραφικοί τρόποι του επέβαλαν μυθοπλασία, εικόνες, δράση. Στα σημειωματάριά του αναγράφει τους προβληματισμούς του και απορρίπτει το προφανές. Σχεδιάζει το κείμενό του, στην αρχή, θεωρητικά.

Ο Χένρι Τζέιμς (1843-1916), βέρος Νεοϋορκέζος που εγκαταστάθηκε στην Αγγλία και συναναστράφηκε τους μέγιστους ευρωπαίους συγγραφείς του καιρού του, έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες, ταξιδιωτικά δοκίμια και δοκίμια ποιητικής. Το θέμα της τέχνης υπήρξε το κέντρο των συγγραφικών εμμονών του.

Στη νουβέλα Το Αυθεντικό (Τhe real thing) ένας ανερχόμενος ζωγράφος δέχεται την αιφνιδιαστική επίσκεψη δύο ευυπόληπτων μελών της υψηλής κοινωνίας. Ο πενηντάρης ταγματάρχης Μόναρκ και η πολύ ωραία - και ολίγον σιτεμένη- συμβία του εμφανίζονται στο ατελιέ τού ζωγράφου- αφηγητή. Ο αφηγητής στην αρχή πιστεύει πως πρόκειται για καινούργιους πελάτες που θα του αναθέσουν να ζωγραφίσει το πορτρέτο τους. Μετά καταλαβαίνει ότι, παρά την εντυπωσιακή ενδυμασία και το παράστημα, το ζευγάρι έχει έρθει για να ζητήσει δουλειά. Ο ζωγράφος μας βιοπορίζεται από εικονογραφήσεις ρομάντζων και λογοτεχνικών έργων. Χρησιμοποιεί ως μοντέλα του λαϊκούς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν «εικαστική αίσθηση» και ξέρουν να μεταμορφώνονται. Η Μις Τσαρμ, για παράδειγμα: μια αμόρφωτη τσαπερδόνα με έμφυτο θεατρικό τάλαντο και ξεχωριστή ικανότητα μεταμόρφωσης. Ή ο Ορόντε: ένας ιταλός κατεργάρης, που αναδεικνύεται σε έξοχο μοντέλο και αποτελεσματικό υπηρέτη του καλλιτέχνη. [...] ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Το πέρασμα στην Αγγλία


  • Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 17 Ιουλίου 2010

  • Σε μια μειονοτική κοινότητα, στην καρδιά της Αγγλίας, διαδραματίζεται το μυθιστόρημα του Πακιστανού Ναντίμ Ασλάμ, γεμάτο ιστορίες έρωτα και βίας αλλά και προβληματισμού πάνω σε θέματα ταυτότητας, κοινωνικής ένταξης και θρησκευτικής υποταγής
«Ο Σαμάς στέκεται στην ανοιχτή πόρτα και παρατηρεί τη γη, αυτό τον θεόρατο μαγνήτη που ξεκολλά τις χιονονιφάδες από τον ουρανό και τις έλκει κοντά του». Το πολυσέλιδο μυθιστόρημα αρχίζει με τον Σαμάς, έναν πακιστανό οικογενειάρχη, που βρίσκεται στην έκτη δεκαετία της ζωής του και αναλογίζεται για όσα τραγικά γεγονότα ξέσπασαν πρόσφατα στη μικρή τους πόλη. Λίγο παρακάτω «ένας παγοκρύσταλλος ξεκολλάει από ψηλά, πέφτει σαν αστραφτερό στιλέτο προς τον Σαμάς και διαλύεται στο πέτρινο σκαλοπάτι». Η μαγική εικόνα γίνεται απειλητική και οι επόμενες σελίδες, παρά τις εκπληκτικές περιγραφές της αγγλικής φύσης που θυμίζουν ινδικές εξοχές και των εποχών του έτους, θα κρύβουν κινδύνους και συμφορές. Γιατί ήδη έχει ξεσπάσει η πρώτη συμφορά: ο αδελφός του Σαμάς, ο Τζούνγκου αγνοείται εδώ και πέντε μήνες μαζί με την ερωμένη του την Τσάντα. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι έχουν δολοφονηθεί από τα δύο αδέλφια της κοπέλας για λόγους τιμής, καθώς εκείνη τόλμησε να συζήσει ανύπαντρη με έναν μεγαλύτερό της άντρα, έναν περιπλανώμενο, ιδιόμορφο συλλέκτη πεταλούδων.

Η εξαφάνιση των εραστών - εδώ και πέντε μήνεςεπέφερε αναστάτωση στην οικογένεια του Σαμάς. Η θεοφοβούμενη σύζυγός του, η Κουακάμπ, προσπαθεί να αποποιηθεί τυχόν ευθύνες της που οδήγησαν στη στοχοποίηση του κουνιάδου της. Ομως η δυσαρέσκειά της απέναντι στο άνομο ζευγάρι εκδηλώθηκε φανερά εξ αρχής. Εκείνη, κόρη ιερέα, μεγάλωσε κάτω από τη σκιά του μιναρέ. Της έτυχε όμως κομμουνιστής σύζυγος, ινδουιστής και λάτρης της ποίησης. Αυτός εμπότισε τα παιδιά με τις αθεϊστικές του απόψεις. Η Κουακάμπ, κυρίαρχο- και παραδόξως συμπαθές- πρόσωπο του μυθιστορήματος, δεν έμαθε ποτέ αγγλικά, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Πακιστάν, δεν συνομίλησε ποτέ με λευκό, δεν διέσχισε ποτέ τα όρια της μικρής πόλης Ντάστ-ε-Τανχάιι που στη γλώσσα της σημαίνει «Η Ερημιά της Απομόνωσης» ή «Η Ερημος της Μοναξιάς». Ο συγγραφέας δεν κατονομάζει την αγγλική κωμόπολη, αλλά δεν έχει καμιά σημασία αφού οι κάτοικοι έδωσαν στους δρόμους ονόματα της πατρίδας τους, ενώ ο σταθμός λεωφορείων μετονόμαστηκε σε «Σταθμό Σαντάμ Χουσεΐν».

Η ιστορία διαδραματίζεται το 1997 και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, όσα και οι τέσσερις εποχές, όμως, εκεί, στο Πακιστάν οι εποχές είναι πέντε. Λείπει η εποχή των Μουσώνων, λείπει η πατρίδα, εκλείπουν οι θεσμοί και οι ρίζες. Τα τρία παιδιά του Σαμάς και της Κουακάμπ, γεννημένα στην Αγγλία, δεν βιώνουν τόσο την εξορία των γονιών τους όσο τη δική τους διαφορετικότητα. Εχουν εγκαταλείψει το πατρικό τους, ο ένας γιος τα φτιάχνει με λευκή, η κόρη παντρεύεται και χωρίζει ενώ κατηγορεί τη μάνα της γιατί οι απόψεις της σκότωσαν το ζευγάρι.
  • Κυνηγοί κεφαλών
Μια συμμορία, «κυνηγοί κεφαλών», υπόσχεται στον Σαμάς να βρούνε τα σκορπισμένα παιδιά και να επαναφέρουν στην κοινότητα. Ομως ο Σαμάς αρνείται, είναι ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος και δεν διστάζει να ερωτευτεί μια νεώτερή του, τη Σουράγια, την οποία χώρισε ο άντρας της στο Πακιστάν επαναλαμβάνοντας τρεις φορές το ρήμα «Σε χωρίζω». Η Σουράγια περιπλανιέται απελπισμένη στη λίμνη: «Η ευωδιά των πεύκων διαποτίζει τον μαλακό σαν ιστό αέρα. Ο συμπαγής κόσμος μοιάζει να έχει διαλυθεί και να έχει αφήσει πίσω του μοναχά φως και ατμόσφαιρα- ένας κόσμος φτιαγμένος από το τίποτα σχεδόν». Ο έρωτας του Σαμάς με τη Σουράγια είναι η τελευταία του πράξη προσωπικής ελευθερίας.

Εκείνη ευελπιστεί να την παντρευτεί και να τη χωρίσει αμέσως μετά, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει να ξαναπαντρευτεί τον άντρα της και να ξαναδεί το παιδί της, όπως προβλέπεται από τους ισλαμικούς νόμους. Ομως ο σύζυγός της την ελέγχει από μακριά, βάζει μια συμμορία να σακατέψουν στο ξύλο τον Σαμάς. «Σε κάθε πακιστανική επαρχία μια γυναίκα δολοφονείται κάθε τριάντα οκτώ ώρες απλώς και μόνο επειδή αμφισβητείται η ηθική της». Στο βιβλίο χάνουν τη ζωή τους τουλάχιστον τρεις γυναίκες, μια νέα κοπέλα πεθαίνει από τα βασανιστήρια ενός εξορκιστή που τον κάλεσε η οικογένειά της για να τη συμμορφώσει επειδή δεν προτίμησε τη λίστα γαμπρών της πακιστανικής κοινότητας. [...] ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Βιβλία για το καλοκαίρι [Β΄]


  • Του ΑΝΤΑΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ
Κάποια τελευταία βιβλία που δεν χώρεσαν στα δύο προηγούμενα αφιερώματα.

Ιταλικά διηγήματα. Όταν ο νεαρός Ίταλο Καλβίνο κατέβηκε από το βουνό, έπιασε δουλειά στην Ουνιτά και ερωτεύτηκε δύο γυναίκες ταυτόχρονα, ήξερε ήδη ότι θα γίνει συγγραφέας. Και ρίχτηκε στη συγγραφή μιας σειράς διηγημάτων μετασχηματίζοντας σε λογοτεχνική ύλη ιστορίες από τον πόλεμο αλλά και τη ζωή μετά τον πόλεμο. Αποτέλεσμα η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τελευταίο έρχεται το κοράκι» (εκδ. Καστανιώτη), ένα αστραφτερό έργο, ένα είδος «πρόβας τζενεράλε» για την ποικιλία θεμάτων και στιλ που θα τον κάνει διάσημο σε όλο τον κόσμο.

Αμερικανικό μυθιστόρημα. Από τους σπουδαίους σύγχρονους συγγραφείς των ΗΠΑ, ο Ντον ΝτεΛίλλο γράφει αυτή τη φορά για το μεγάλο αμερικανικό τραύμα: την 11η Σεπτεμβρίου. Πρωταγωνιστές σ' αυτό το «Άνθρωπος σε πτώση» (μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδ. Εστία) είναι μια τριμελής οικογένεια, όπου το κάθε μέλος αντιμετωπίζει διαφορετικά την απώλεια, την οδύνη, το φόβο και την καταστροφή του αμερικανικού ονείρου.

Σερβικό μυθιστόρημα. Ο Ντανίλο Κις ήταν ο συγγραφέας που μετάγγισε στην ορθόδοξη συντηρητική πατρίδα του όλο τον αέρα του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού μοντερνισμού. Με μια πολύ προσωπική γλώσσα, όπου το ατομικό αλληλοσυμπληρώνεται με το συλλογικό, έδωσε μια σειρά από μυθιστορήματα που έχουν φανατικούς φίλους σε όλο τον κόσμο. Η «Κλεψύδρα» (μτφρ. Μαρία Κεσίνη, εκδ. Κέδρος) είναι από τα γνωστότερα έργα του Κις, ίσως και από τα πιο αυτοβιογραφικά του. Το θέμα του έχει σχέση με τους επιζώντες του παγκόσμιου πολέμου - φαντάσματα μιας εποχής που σκότωσαν για πάντα οι σφαίρες.

Γαλλικό νουάρ. Μια νεκρή ηλικιωμένη γυναίκα, ένας καθηγητής μαθηματικών που δεν πείθεται με την εκδοχή της ληστείας, ένας Έλληνας γείτονας, δύο Ρώσοι μαφιόζοι, μια ξεροκέφαλη κοκκινομάλλα κι ένας σκύλος. Τόπος, η πόλη των μεταναστών, η Μασσαλία. Όσοι αγάπησαν τον Ζαν Κλωντ Ιζζό, θα αγαπήσουν και το «Ένας Τσετσένος σκύλος» (μτφρ. Αλίκη Κεραμιδά, εκδ. Πόλις) αφού θα βρουν ένα καλό νουάρ με την τυπική συνταγή του μυστηρίου και τις άφθονες κοινωνικοπολιτικές παρατηρήσεις.

Ελληνικό μυθιστόρημα. Η αντίστροφη κατάσταση: ένας γέρος επιτίθεται χωρίς λόγο σε έναν πολύ νεότερό του άντρα και προσπαθεί να τον στραγγαλίσει: αλλά αυτοί οι δύο μοιάζουν πολύ - μόνο η ηλικία και η γλώσσα τους χωρίζουν. Με τα μεγάλα θέματα της ταυτότητας και του χρόνου καταπιάνεται αυτή τη φορά ο Ανδρέας Μήτσου σ' αυτό το «Ο αγαπημένος των μελισσών» (εκδ. Καστανιώτη), με ένα ύφος που αιωρείται διαρκώς ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Από τα καλύτερα βιβλία του συγγραφέα.

Ελληνικό αυτοβιογραφικό. Η Αθηνά Κακούρη γράφει δύο ειδών πεζογραφήματα: αστυνομικά διηγήματα και ιστορικά μυθιστορήματα. Και είναι φυσικό, όταν κλήθηκε να γράψει για την πετυχημένη σειρά που επιμελείται ο Μισέλ Φάις «Η κουζίνα του συγγραφέα», τα αυτοβιογραφικά της βέλη να στοχεύουν στην ιστορία. Στο «Με τα χέρια σταυρωμένα...» (εκδ. Πατάκη) η ηλικιωμένη σήμερα συγγραφέας θυμάται το κοριτσάκι που ήτανε (σε μια όμορφη Πάτρα που, φευ, δεν υπάρχει πια) πάντα μέσα στο ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, το ίδιο αυτό πλαίσιο που θα της επιτρέψει να γράψει τα καλύτερα βιβλία της.

Ξένη ποίηση. «Του φαύνου η σάρκα δεν μας ανήκει, / μήτε του αγίου τ' όραμα. / Αντί όστιας έχουμε τον τύπο· αντί περιτομής την ψήφο.» Ο Έζρα Πάουντ παρέδωσε στο κοινό το «Χιού Σέλγουιν Μώμπερλυ» (μτφρ. και εισαγωγή Χάρη Βλαβιανού, εκδ. Πατάκη) γύρω στα 1926. Ένα δύσκολο νεωτερικό έργο, με αρκετά σκοτεινά σημεία ικανά να τρελάνουν τους ερευνητές, ένα είδος απάντησης της ολιγόλογης ποίησης στην πολυσέλιδη πεζογραφία. Η έκδοση είναι δίγλωσση (που σημαίνει ότι ο μεταφραστής καθόλου δεν φοβάται τη σύγκριση με το πρωτότυπο) και ενισχυμένη με ένα σπάνιο CD, με τον ποιητή να απαγγέλλει το ποίημά του. Μια σημαντική έκδοση.

Ελληνικό δοκίμιο. Το κλασικό ή το ηλεκτρονικό βιβλίο; Η αδικαιολόγητα, προς το παρόν, μεγάλη συζήτηση που γίνεται γύρω από το θέμα (οι εφημερίδες έχουν ανάγκη από «εύπεπτα» θέματα που να δίνουν την αίσθηση του προβληματισμού) βρίσκει στο βιβλίο αυτό που επιμελήθηκε ο Γιώργος Ε. Δαρδανός τις σωστές του διαστάσεις. Στο «Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί» (εκδ. Gutenberg) ο Δαρδανός αφενός συγκέντρωσε μια σειρά από δημοσιευμένα κείμενα σχετικά με το θέμα, αφετέρου έδωσε την ευκαιρία σε μια σειρά από ανθρώπους των γραμμάτων να γράψουν τη γνώμη τους για το θέμα. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα παράρτημα για το καυτό θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων στην εποχή του ηλεκτρονικού βιβλίου.
  • Η ΑΥΓΗ: 18/07/2010

Βιβλία για το καλοκαίρι [Α΄]


  • Του ΑΝΤΑΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ

Δεν είχε προλάβει να στεγνώσει το μελάνι του προηγούμενου σημειώματος περί κρίσης στον χώρο του βιβλίου και ανακοινώθηκε το κλείσιμο των τριών ελληνικών καταστημάτων της FNAC. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι η γαλλική FNAC παραδόθηκε πριν καν πολεμήσει (μόνο πέντε χρόνια άντεξε η παρουσία της στην Ελλάδα), αλλά προφανώς οι λογιστές έχουν τον πρώτο λόγο: παθητικό συν κρίση, ίσον τα παρατάμε και φεύγουμε. Καλό μάθημα για όσους προσδοκούν εύκολες επενδύσεις από το εξωτερικό.

Ας συνεχίσουμε όμως με τις βιβλιοπροτάσεις μας.

Ιρλανδικό μυθιστόρημα. Είναι από τους μεγάλους στιλίστες της εποχής μας. Γράφει πάντα για τα μεγάλα θέματα του ανθρώπου -τη ζωή, τον θάνατο, τα γηρατειά, τον έρωτα, τη μνήμη, τη μοναξιά- και κατορθώνει να κερδίζει τον αναγνώστη του ακόμα κι όταν το θέμα του είναι ζοφερό. Στο νέο του αυτό μυθιστόρημα «Άπειροι κόσμοι» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη), στην ιστορία μιας οικογένειας που συγκεντρώνεται γύρω από τον ετοιμοθάνατο πατέρα, ο Τζον Μπάνβιλ προσθέτει και μια γερή δόση ειρωνείας (δεν είναι τυχαίο ότι αφηγητής, σε μια κατά τα άλλα πολύ ρεαλιστική ιστορία, είναι ο θεός... Ερμής), με αποτέλεσμα όλα -ακόμα και η αίσθηση του θανάτου- να ελαφραίνουν.

Αμερικανικό μυθιστόρημα. Ο αμερικανικός εμφύλιος ως πόλεμος-πρότυπο, ως πόλεμος-αλληγορία, από έναν επίσης σπουδαίο συγγραφέα της εποχής μας, τον Έτγκαρ Λόρενς Ντοκτορόου. Η «Στρατιά» (μτφρ. Τίνα Θέου, εκδ. Πόλις) αφηγείται την καταστροφική κάθοδο του βόρειου στρατηγού Σέρμαν στις νότιες αμερικανικές πολιτείες όπου σπέρνει την καταστροφή και την ερήμωση, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τους μαύρους δούλους που δεν ξέρουν τι να κάνουν, στον όλεθρο, στην ελευθερία τους. Ο Ντοκτορόου λέει ότι δεν πρόκειται για μια αλληγορία του πολέμου του Ιράκ, αλλά ότι ο πόλεμος του Ιράκ τον ώθησε να γράψει το βιβλίο. Έτσι κι αλλιώς, οι πόλεμοι είναι πάντα ίδιοι. Από τα πολύ καλά βιβλία της χρονιάς.

Αμερικανικό μυθιστόρημα. Ο Στίβεν Κρέιν θεωρείται από τους πέντε μεγαλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς του 19ου αιώνα, παρότι πέθανε σε ηλικία 29 ετών. Είχε προλάβει να ταξιδέψει μέχρι την Ελλάδα με τη σύζυγό του Κόρα, πρώην πόρνη. Τη ζωή του μεθοδιστή Κρέιν και την αγωνία του να θάψει το αμαρτωλό παρελθόν της γυναίκας του περιγράφει το πολυεπίπεδο, συναρπαστικό μυθιστόρημα «Hotel de Dream» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκη), ένα μυθιστόρημα στο οποίο η πραγματικότητα μπλέκεται με τη μυθοπλασία, όπως πολύ συχνά κάνει η σύγχρονη λογοτεχνία. Συγγραφέας ο Έντμουντ Ουάιτ, από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, γνωστός και από μια πολύ καλή βιογραφία που έγραψε για τον Ζενέ.

Ισπανικό μυθιστόρημα. Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας, μαζί με τον Χαβιέρ Μαρίας ο σπουδαιότερος σύγχρονος Ισπανός συγγραφέας, γράφει δύο ειδών μυθιστορήματα: τα μυθιστορήματα «καθαρής» μυθοπλασίας και τα μυθιστορήματα όπου η μυθοπλασία μπλέκεται με τον δοκιμιακό λόγο. Το «Δόκτωρ Πασαβέντο» (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου, εκδ. Καστανιώτη) ανήκει στο δεύτερο είδος. Θέμα του είναι η ίδια η λογοτεχνία. Όπου ένας γιατρός, φανατικός οπαδός του Ρόμπερτ Βάλζερ, αποφασίζει να αποσυρθεί από τα εγκόσμια και να εξασκηθεί στην πολύ ασυνήθιστη τέχνη του να μετατρέπεσαι σε τίποτα. Από τα μυθιστορήματα που δεν προσφέρουν εύκολες συγκινήσεις, αλλά χρειάζονται την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη.

Ιαπωνικό μυθιστόρημα. Ένας εξηντάχρονος καθηγητής χάνει τη μνήμη μου, αλλά θυμάται τις εξισώσεις που ήξερε κι αυτό του επιτρέπει, φτιάχνοντας γρίφους, να αποκτά νέες σχέσεις με τους ανθρώπους και τη ζωή. Μια τρυφερή ιστορία που αγαπά τα μαθηματικά από τη Γιόκο Ογκάουα, μια συγγραφέα που έχει ήδη φανατικούς αναγνώστες και στην Ελλάδα. Τίτλος του μυθιστορήματος "Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή" (μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδ. Άγρα). Το μυθιστόρημα βραβεύτηκε τόσο από τους Ιάπωνες βιβλιοπώλες (που σημαίνει ότι υπήρξε ευπώλητο στην πατρίδα του) όσο και από τους Ιάπωνες μαθηματικούς.

Δύο ρώσικες νουβέλες. Κι ένας κλασικός συγγραφέας. Ο Λεόνιντ Αντρέγιεφ (1871-1919) ανήκει στους συγγραφείς που ξεχάστηκαν μετά το 1917, παρότι φίλος του Γκόρκι και όχι εχθρός της επανάστασης. Προφανώς, οι χαμηλών τόνων τσεχοφικοί συγγραφείς δεν μπορούσαν να αντέξουν σε εκείνους τους καιρούς των ταραχών, των συνθημάτων, των ανατροπών. Ο μικρός τόμος που ενώνει τις δύο ιστορίες «Η σκέψη και Ο κυβερνήτης» (μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδ. Άγρα) είναι μια καλή ευκαιρία να τον ανακαλύψετε. Θέματά του η προσποίηση, η τρέλα, η εξουσία, ο θάνατος.

Ελληνική αυτοβιογραφία. Από την παράνομη δουλειά της με τον Λεωνίδα Κύρκο ως φοιτήτρια ιατρικής στις μάχες στο Καρπενήσι, από τον γάμο της με τον Γεωργούλα Μπέικο στη μεγάλη ήττα του εμφύλιου και από την εικοσάχρονη διαμονή της στην ΕΣΣΔ και τις σπουδές της με τον Ταρκόφσκι, στην επιστροφή της στην Ελλάδα και τη θεατρική της εμφάνιση πέρσι και φέτος στο πλευρό του Θόδωρου Τερζόπουλου, μια γεμάτη ζωή, μια ζωή που είχε τα πάνω και τα κάτω της αλλά δεν πήγε στιγμή χαμένη. Η Μαρία Μπέικου, για όποιον την ξέρει, δεν έχασε ποτέ εκείνο το χαμόγελο που είχε ως νεαρή αντάρτισσα στη φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο αυτού του «Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ...» (εκδ. Καστανιώτη). Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, ίσως επειδή αποφεύγει τις κραυγάζουσες κορώνες που έχουν συχνά τέτοιου είδους αυτοβιογραφίες.

Ελληνικό δοκίμιο. Η «Επέτειος» (εκδ. Μικρή Άρκτος), ένα βιβλιαράκι που επιμελήθηκε ο Νάσος Βαγενάς με κρίσεις και σχόλια για το έργο του Δ. Ν. Μαρωνίτη, φιλοδοξεί να είναι το πρώτο μιας σειράς που θα συνεχίσει η Μικρή, αλλά δραστήρια αυτή Άρκτος. Κι είναι μια καλή αρχή! Για τον Μαρωνίτη γράφουν, ο καθένας με το δικό του ύφος και χωρίς τη σκόνη των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, γνωστοί διανοούμενοι και άνθρωποι των γραμμάτων, από τον Βαρβέρη ως την Τσιριμώκου, από τον Πατρίκιο ως τον Καψάλη και από τη Χαρτουλάρη ως τον Χατζηβασιλείου.

Ημερολόγιο πορείας. Το 2006 ο Ρεζίς Ντεμπρέ αποφασίζει -όπως εκατομμύρια άνθρωποι πριν από αυτόν- να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους, να ακολουθήσει τα βήματα του Ιησού σε αυτό που σήμερα είναι το Ισραήλ, η Παλαιστίνη, η Ιορδανία, η Γάζα, ο Λίβανος, η Αίγυπτος και η Συρία. Φυσικά ο Ντεμπρέ, με τις ευαισθησίες του για το παλαιστινιακό, αλλά και για τα θέματα θρησκείας (ήταν ο εισηγητής για την εξάλειψη του μαθήματος των θρησκευτικών από τα γαλλικά σχολεία), δεν μπορούσε να είναι ένας απλός τουρίστας και οι εντυπώσεις του από το πιο εμπόλεμο μέρος του κόσμου δεν μπορούσαν να μην έχουν ενδιαφέρον. Αυτό το «Οδοιπορικό στις χώρες της Βίβλου» (μτφρ. Άννα Καρακατσούλη, με πρόλογο Σταύρου Ζουμπουλάκη, εκδ. Πόλις) είναι ταυτόχρονα ταξιδιωτικό, πολιτική ανάλυση και εγχειρίδιο περί φανατισμού και απωθητικών αληθειών.

Αστυνομικό μυθιστόρημα. Ας μείνουμε στην Παλαιστίνη. Όταν συλλαμβάνεται ένας μαθητής του με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, ο δάσκαλος Ομάρ Γιούσεφ αποφασίζει να ανακαλύψει τον πραγματικό δολοφόνο. Μπορεί όμως αυτό να γίνει σε μια περιοχή όπου οι φόνοι είναι καθημερινοί και οι νεκροί χιλιάδες; Το «Φόνοι στη Βηθλεέμ» (μτφρ. Αύγουστος Μορτώ, εκδ. Καστανιώτη) είναι το πρώτο βιβλίο μιας σειράς με ήρωα τον δάσκαλο-ντετέκτιβ που μεταφράζεται στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας, ο Ματ Ρις, Βρετανός δημοσιογράφος, ξέρει καλά την περιοχή κι έχει εξαιρετικό ταλέντο στις αστυνομικές ιστορίες.

Ελληνικό μυθιστόρημα. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος έχει βρει τη θεματική που τον ενδιαφέρει: και την εντοπίζει στην αρχαία Ελλάδα, μια Ελλάδα που μοιάζει πολύ (όπως είναι φυσικό, αλλά όπως δεν μας είχε συνηθίσει η σύγχρονη λογοτεχνία) με τη σημερινή, στα καλά και τα κακά της. Στο «Ξυπόλυτο σύννεφο» ήρωες είναι ο Σωκράτης, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και η ώριμη πλέον Ασπασία. Ο Θεοδωρόπουλος αυτή τη φορά -ήδη από την αρχή του βιβλίου- χαμογελά, κι αυτό το χαμόγελο ταιριάζει στο θέμα, αφού έτσι ξεκαθαρίζει από την αρχή τους λογαριασμούς του με την άγονη προγονοπληξία.

Ελληνικό μυθιστόρημα. Ένας συγγραφέας πέφτει πάνω στο όνομα ενός ανθρώπου που εγκατέλειψε στα 16 του το σπίτι του στις Άλπεις και ήρθε να κατοικήσει στο Πήλιο. Ο συγγραφέας θα βρεθεί μπροστά σε ένα περίεργο παζλ, σε σπαράγματα πληροφοριών, σε σιωπές, σε μια φωτογραφία. Και θα θελήσει να ενώσει αυτά τα σκόρπια κομμάτια, σπρωγμένος ποιος ξέρει από ποια περιέργεια. Ο Κώστας Ακρίβος σ' αυτό το «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς» (εκδ. Μεταίχμιο) ανακατεύει ωραία την τράπουλα: ο αναγνώστης, παρασυρμένος κι από ένα στεγνό, ημερολογιακό ύφος, δεν ξέρει τι είναι αλήθεια και τι είναι μυθοπλασία, ανακαλύπτοντας ότι ναι, και οι Έλληνες μυθιστοριογράφοι μπορούν, όταν θέλουν, να ξεφύγουν από τα εύκολα νατουραλιστικά μονοπάτια.

Ελληνική ποίηση. Στο «Κ. Γ. Καρυωτάκης. Ποιήματα και πεζά» (εκδ. Πατάκη) ο Δημήτρης Ελευθεράκης συγκεντρώνει όλα τα ποιήματα, τις μεταφράσεις και τα λιγοστά πεζά που άφησε ο ποιητής, τα σχολιάζει και γράφει μια πολύ ενδιαφέρουσα και όχι μακρηγορούσα εισαγωγή. Αποτέλεσμα: μια «χρηστική» έκδοση των έργων του μελαγχολικού ποιητή, ιδιαίτερα κατάλληλη για ανθρώπους που δεν θεωρούν ότι η ποίηση πρέπει να μένει σε χοντρούς σκονισμένους τόμους ή να καταναλώνεται μονάχα τον χειμώνα.
  • Η ΑΥΓΗ: 11/07/2010

Λέανδρος Πολενάκης: Τα δεσμά που μας φόρεσαν δεν είναι μόνο οικονομικά

  • Κρημνιώτη Π., Η ΑΥΓΗ: 18/07/2010

Έγκριτος κριτικός θεάτρου, τα τελευταία χρόνια από τις σελίδες της “Αυγής”, αλλά και συγγραφέας, ο Λέανδρος Πολενάκης τροφοδοτεί τη δημιουργική του δράση απ' αυτές τις δυο ιδιότητές του. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τον ιδιότυπο τίτλο “Ιστορίες από το χαμένο βιβλίο” και τον ευκρινή υπότιτλο “Ένα μυθιστόρημα για το χρόνο”(εκδ. Ενεκεν) καταθέτει το δικό του σχόλιο για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας δοκιμάζοντας τα εκφραστικά του εργαλεία σε ένα κάθε άλλο παρά τυπικό μοντέλο. Από “ελευθερία και όχι από ανάγκη” ορμώμενος, όπως διευκρινίζει, χρησιμοποιεί την αλληγορία και την παραδοξολογία, καταφεύγει στην ιστορική μνήμη αλλά και σε εμβληματικές παπαδιαμαντικές ηρωίδες προκειμένου να συνθέσει τον μυθιστορηματικό του καμβά. Και στοχεύει στην καρδιά των γεγονότων που ταλαιπωρούν σήμερα τον Έλληνα μέσα από ένα υποθετικό χαμένο βιβλίο, οι σελίδες του οποίου αποτελούν μέρη άλλων βιβλίων και γίνονται ο πυρήνας του καινούργιου βιβλίου.

Στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τον ιδιότυπο τίτλο "Ιστορίες από το χαμένο βιβλίο" και τον ευκρινή υπότιτλο "Ένα μυθιστόρημα για το χρόνο"(εκδ. Ένεκεν) καταθέτει το δικό του σχόλιο για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας δοκιμάζοντας τα εκφραστικά του εργαλεία σε ένα κάθε άλλο παρά τυπικό μοντέλο.

* Παράξενος ο τίτλος, “Ιστορίες από το χαμένο βιβλίο”. Τι είναι αλήθεια ένα μυθιστόρημα για το χρόνο;

Στο βιβλίο μου ο χρόνος δεν κινείται μόνο σε μια διεύθυνση, όπως μας διδάσκει η παραδοσιακή φυσική, αλλά σε πολλές συγχρόνως. Υπάρχει ένας κεντρικός αφηγηματικός άξονας που συνδέει τα μέρη μεταξύ τους. Θα έλεγα μισοβυθισμένος μέσα στο ρευστό του χρόνου, αφήνοντας όμως νησίδες πάνω από την επιφάνεια, έτσι ώστε να μπορεί ο αναγνώστης, βαδίζοντας πέτρα - πέτρα να διεκπεραιωθεί με ασφάλεια στην απέναντι όχθη, χωρίς να χαθεί. Αυτές οι νησίδες είναι τα αποσπάσματα ενός υποθετικού χαμένου βιβλίου, που με τη σειρά του αποτελείται από αποσπάσματα άλλων βιβλίων. Υποτίθεται ότι βρέθηκε τυχαία στα χέρια του αφηγητή και μοιάζει σαν να συμπληρώνει τη δική του ιστορία, παίζοντας μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής, καθώς συνδέει το εδώ με το εκεί, το τότε με το τώρα, το φανταστικό με το πραγματικό. Είναι κάτι σαν οδηγός ή μίτος της Αριάδνης, καθώς ο αφηγητής χαμένος μέσα στον λαβύρινθο μιας απίστευτης γραφειοκρατίας, για την πώληση ενός πατρικού του κτήματος, “χάνει τον χρόνο” κάτω από τα πόδια του, ζει μια Οδύσσεια σωστή, αντιμετωπίζοντας το απρόσωπο, αόρατο “τέρας” της διεφθαρμένης διοίκησης.

Τον παρακολουθούμε να πλανάται ανάμεσα σε δικηγορικά γραφεία, στέκια δημοσιογράφων, δικαστήρια, τράπεζες, πολιτικούς παράγοντες, πορνοσινεμά, εφορίες, πειρατές του Αιγαίου, ύποπτα ξενοδοχεία, τελώνες και φαρισαίους, τελώνια και ξωτικά, υποθηκοφύλακες και συμβολαιογράφους. Αυτό το κτήμα, όμως, έχει πίσω του μια αμαρτωλή παλιά ιστορία, επειδή ήταν κάποτε μοναστηριακό και ανήκε σε μια γυναικεία μονή, όχι συνηθισμένη, όπου συνέβαιναν παράδοξα πράγματα. Ο Δεσπότης της περιοχής το παραχώρησε σε έναν άκληρο αγρότη... με αντάλλαγμα άλλο λαχταριστό ψάρι που δεν έφτασε όμως ποτέ στο πιάτο του Δεσπότη, μιας και ο αγρότης με τον αδελφό του τον ψαρά που το είχε πιάσει το πήραν πίσω με πανουργία για να το χαρούν οι ίδιοι μαζί με τις αφμίλιες τους. Από τότε, όσοι έφαγαν το ψάρι και οι απόγονοί τους, ανάμεσά τους και ο αφηγητής, μπλέκουν σε απίστευτες εξωφρενικές ιστορίες με ψάρια.

* Καταφεύγετε στην αλληγορία και την παραδοξολογία. Ταυτοχρόνως η ιστορική μνήμη διατρέχει το βιβλίο. Είναι ένας τρόπος να μιλήσετε πιο εύκολα για τη σημερινή κατάσταση;

Φυσικά, όπως λέει ο Σεφέρης “να μας δοθεί η χάρη να μιλήσουμε απλά”, και δεν υπάρχει απλούστερος τρόπος από την παραβολή. Η παραβολή όμως, ως έννοια της φυσικής, περιέχει μια διάθλαση και παραμόρφωση του ήχου και της εικόνας. Θέλω να πω ότι είναι ένας τρόπος κοντά στον υπερρεαλισμό με τη διαφορά ότι πολλές φορές η ίδια η πραγματικότητα είναι υπερρεαλιστική από μόνη της, αλλά επειδή την έχουμε συνηθίσει ως πραγματικότητα δεν το καταλαβαίνουμε.

* Είναι ένα υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα;

Είναι ένα ρεαλιστικό κατά βάση μυθιστόρημα. Τα γεγονότα που συγκροτούν τον κορμό του έχουν πραγματική βάση, είτε ως ιστορικά γεγονότα είτε ως βιώματα του συγγραφέα. Εξογκώνονται όμως στην υπερβολή για να γίνουν πιο αληθοφανή. Σίγουρα δεν είναι ένα τυπικό μυθιστόρημα, θα το έλεγα ελευθεριακό, μια προσπάθεια ανασύνθεσης του “ορίζοντα των γεγονότων” που συγκροτούν το ιστορικό μας γίγνεσθαι, πάνω σε ένα μοντέλο ελευθεριακό. Πάντως δεν κλείστηκα μέσα στη γραφή, αλλά, αντίθετα, επιχείρησα να την ανοίξω στο μέλλον ως ένα διαρκές παροντικό γεγονός, αναπτύσσοντας, όσο μπορούσα, το εν δυνάμει του γραπτού λόγου ως αίτημα ελευθερίας από ελευθερία, όχι από ανάγκη. Δεν ήταν εύκολο, διότι δεν υπήρχαν προηγούμενα. Και δεν ξέρω αν το πέτυχα στον βαθμό που θα ήθελα. Ο χρόνος θα δείξει.

* Από την άλλη βλέπουμε και λογοτεχνικά πρόσωπα να συμμετέχουν στη δράση. Είναι ένας τρόπος για αιτιολογηθεί και ο τίτλος του βιβλίου;

Είναι και αυτό. Υπάρχει ένα χαμένο, ανεύρετο βιβλίο μέσα στον πυρήνα του μυθιστορήματος, το οποίο παίζει κι αυτό τον ρόλο του. Ενώνει τα επιμέρους κομμάτια του βιβλίου. Όσο για τους ξένους ήρωες και ηρωίδες που φιλοξενώ, πράγματι επιχειρώ να ανοίξω διάλογο με τα σημαντικά κείμενα της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, αυτά που με σημάδεψαν ως συγγραφέα. Έτσι έδωσα καταφύγιο στο βιβλίο μου, π.χ., σε δύο κυνηγημένες από θεούς και ανθρώπους ανέστιες ηρωίδες του Παπαδιαμάντη, τη Φόνισσα και τη Νοσταλγό. Προεκτείνω το ταξίδι της Φόνισσας μέχρι την εποχή μας, πέρα από χώρο και χρόνο”.

* Γιατί το κάνετε αυτό;

Για να δείξω ότι η Φόνισσα δεν είναι μόνο μια λογοτεχνική ηρωίδα μιας συγκεκριμένης εποχής και των συνθηκών που τη γέννησαν, αλλά ανήκει σε όλες τις εποχές, και στη δική μας, η οποία δεν έχει αλλάξει ουσιωδώς παρά τις διακηρύξεις για την πρόοδο και την υποτιθέμενη ανάπτυξη και ευημερία μας.

* Πώς ένας συγγραφέας βιώνει την εποχή μας, εποχή πολλαπλών κρίσεων και ανατροπών;

Με τον τρόπο που το περιγράφω και στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου μου, τα οποία είναι απόλυτα ρεαλιστικά και εικονίζουν μια μεσαιωνική αυλή των θαυμάτων, που είναι σήμερα το κέντρο της Αθήνας. Η Αθήνα της εξαθλίωσης και της προσφυγιάς, μετά τη ληστρική επιδρομή της παγκοσμιοποίησης. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος σ' αυτό που συμβαίνει γύρω του, έτσι αναζητά τις αιτίες που μας έφεραν σ' αυτή την κατάσταση και προτείνει τρόπους εξόδου. Οι ήρωές μου, ας πούμε, αφού πρώτα “βρίσκουν τον εαυτό τους” μέσα στην κρίση, επιχειρούν την ηρωική τους έξοδο από την πολιορκημένη πόλη για να μπαρκάρουν στο πλοίο της ελευθερίας που έρχεται να τους πάρει.

* Σαν να λέμε, δηλαδή, ότι ο Νεοέλληνας χρειάζεται αυτοσυνειδησία και υπέρβαση για να ξεφύγει απ' τη ζοφερή σημερινή κατάσταση;

Αυτό που προτείνω είναι καθαρή συνείδηση και περίσκεψη, απελευθέρωση από τα στερεότυπα και τα κλισέ της τελευταίας εικοσαετίας. Τα δεσμά που μας φόρεσαν δεν είναι μόνο οικονομικά. Η κυρίαρχη κατάσταση, το σύστημα αν θέλετε, κατάφερε το ακατόρθωτο, την σχεδόν ολοκληρωτική χειραγώγηση των κοινωνιών μέσω των ΜΜΕ που ελέγχει. Αυτό πρέπει να σπάσει μαζί με τη διάβρωση του πολιτικού μας συστήματος, και είναι καθήκον του καθενός μας να το προσπαθεί.

* Είστε χρόνια κριτικός θεάτρου και άλλα τόσα συγγραφέας, αλληλοσυμπληρώνονται αυτές οι δύο ιδιότητες;

Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Επειδή, πιστεύω, είμαι καλός αναγνώστης μπορώ να καταλάβω τον τρόπο που σκέφτεται ένας συγγραφέας και να μπω στο πνεύμα του. Αλλά αυτό έχει να κάνει με τη συγγραφική μου ιδιότητα. Επειδή είμαι και συγγραφέας ξέρω πώς λειτουργεί το πράγμα και μπορώ να συνομιλήσω με τα μεγάλα κείμενα της λογοτεχνίας. Από τη άλλη η ιδιότητα του κριτικού μού δίνει τη δυνατότητα να διαβάζω και πίσω από τις λέξεις. Επομένως ο κριτικός και ο συγγραφέας είναι, στην περίπτωσή μου τουλάχιστον, συγκοινωνούντα δοχεία.

Δύο εκδόσεις με πολλή Ελλάδα

Το πρώτο ελληνογεωργιανό λεξικό και μετάφραση στα περσικά 100 ποιητών μας
  • Tης Oλγας Σελλα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 18 Iουλίου 2010
Eίναι δύο εκδόσεις ογκώδεις, που κρύβουν κόπο και μόχθο και πραγματοποιήθηκαν χάρη στην αγάπη μερικών ανθρώπων για την Eλλάδα και την ελληνική γλώσσα. Tον περασμένο Mάιο κυκλοφόρησε στην Tεχεράνη ένα βιβλίο 1.000 σελίδων με τίτλο «Σερέ Eμρούζε Γιούναν» (Eλληνική ποίηση του σήμερα). Λίγο νωρίτερα, σε μια γειτονική χώρα του Iράν, στη Γεωργία, ολοκληρώθηκε μια άλλη πολυσέλιδη έκδοση (1.254 σελίδες), που αποτελεί το πρώτο ελληνογεωργιανό λεξικό. Πίσω από την ποιητική ανθολογία που μεταφράστηκε στα περσικά κρύβεται ένας άνθρωπος που ζει τα τελευταία 25 χρόνια στην Eλλάδα, είναι ποιητής ο ίδιος και έχει βραβευτεί για τις μεταφράσεις του: ο Φερεϋντούν Φαριάντ. Πίσω από το ελληνογεωργιανό λεξικό κρύβεται μια ομάδα ανθρώπων που σπούδασαν στο Iνστιτούτο Kλασικών, Bυζαντινών και Nεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Tιφλίδας, διδάχτηκαν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό και εκτός από το λεξικό τα τελευταία χρόνια διοργανώνουν συμπόσια, σεμινάρια, εκδηλώσεις, και μεταφράζουν στα γεωργιανά βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας.
  • Με χορηγίες
Tο ελληνογεωργιανό λεξικό εκδόθηκε χάρη στις χορηγίες του Iδρύματος Oυράνη και του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Kύπρου, ενώ για την εκτύπωσή του βοήθησαν η Bουλή των Eλλήνων και το Iδρυμα Ωνάση. H ελληνική γλώσσα αποτελούσε κατεύθυνση σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση της μακρινής αυτής χώρας του Eύξεινου Πόντου, αλλά δεν υπήρχε κανένα λεξικό για τους σπουδαστές. Tο κενό αυτό κάλυψε η πρωτοβουλία που ανέλαβαν οι διδάσκοντες στο Tμήμα Nεοελληνικών Σπουδών του Iνστιτούτου Kλασικών, Bυζαντινών και Nεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Tιφλίδας. Eίχε προηγηθεί η έκδοση του πολύτομου ελληνογεωργιανού λεξικού της βυζαντινής περιόδου, ενώ θα ακολουθήσει και η έκδοση της αρχαίας ελληνικής - γεωργιανής γλώσσας. Tο ελληνογεωργιανό λεξικό αποτελείται από 45.000 λήμματα και περιλαμβάνει λέξεις που χρησιμοποιούνται σήμερα συχνά τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο. Eκτός από τα λήμματα, το λεξικό περιλαμβάνει ιδιωματικούς τύπους, νεολογισμούς και επιστημονικούς όρους, καθώς και εκφράσεις και παροιμίες, έτσι όπως αντλήθηκαν από το «Λεξικό της Nέας Eλληνικής Γλώσσας» του Γ. Mπαμπινιώτη, ενώ σε ξεχωριστή ενότητα υπάρχει και η γραμματική της ελληνικής γλώσσας. Oσοι εργάστηκαν για την έκδοσή του αφοσιώθηκαν σ’ αυτό το έργο για έξι ολόκληρα χρόνια και το αφιερώνουν «στους πολίτες της Γεωργίας που μένουν στην Eλλάδα, με την ελπίδα ότι θα τους βοηθήσει στην καθημερινή τους ζωή», σημειώνει στον πρόλογο του λεξικού η επόπτρια Σοφία Σιαμανίδου. Tη συντακτική ομάδα αποτέλεσαν οι: Tέα Γκαμρεκέλι, Tέα Γκαπριντασβίλι, Mάκα Kαμουσάτζε, Eιρήνη Nτάρτσια, Aνι Tσικοβάνι, Σβετλάνα Mπερικασβίλι, Mήδεια Mετρεβέλι.
  • «Φωτεινό παράθυρο»
O πλήρης υπότιτλος της ανθολογίας νεοελληνικής ποίησης που από τον περασμένο Mάιο κυκλοφορεί στα περσικά, είναι «Φωτεινό παράθυρο σε εκατό χρόνια ελληνικής μοντέρνας ποίησης». H έκδοση ξεκινά με μότο από στίχους του Aισχύλου, του Σεφέρη, του Eλύτη και του Λειβαδίτη και περιλαμβάνει έργα 100 Eλλήνων ποιητών από τον Kαβάφη μέχρι τις μέρες μας, ενώ έχουν περιληφθεί ποιήματα και από τέσσερις προγενέστερους αλλά εμβληματικούς Eλληνες ποιητές: τον Διον. Σολωμό, τον Aνδρ. Kάλβο, τον Aρ. Bαλαωρίτη και τον K. Παλαμά.

«Oι ποιητές έχουν χωριστεί σε εννέα ενότητες», λέει στην «K» ο Φερεϋντούν Φαριάντ: 1) Oι ποιητές που διαμόρφωσαν, επινόησαν και επηρέασαν την ελληνική μοντέρνα ποίηση, 2) Παραδοσιακοί ποιητές, 3) Yπερρεαλιστές, 4) Yπαρξιστές, 5) Aριστεροί ποιητές της ήττας, 6) Aνεξάρτητοι ποιητές, 7) H γενιά του ’70 - ποιητές της αμφισβήτησης, 8) H νέα γενιά ποιητών, 9) Oι πρωτοπόροι της μοντέρνας ποίησης. «Kάθε ποιητής παρουσιάζεται με βιογραφικό, εργογραφία και σχόλια για το έργο του». O Nάνος Bαλαωρίτης έγραψε τον πρόλογο ειδικά γι’ αυτή την έκδοση, ενώ ο Φερεϋντούν Φαριάντ επιμελήθηκε και την εκτενή εισαγωγή για την πορεία και την εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης, για τα ιστορικά, πολιτικά και πολιτιστικά γεγονότα της σύγχρονης Eλλάδας, για το ύφος και την τεχνοτροπία της κάθε ποιητικής γενιάς. Eπίσης, μέρος της ανθολογίας είναι οι ομιλίες του Γ. Σεφέρη και του Oδ. Eλύτη κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nομπέλ.
Στην περίπτωση της ανθολογίας νεοελληνικής ποίησης δεν υπήρξαν χορηγοί.

Αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων


Mια σειρά μαθημάτων της Εστέρ Ντυφλό στο ΜΙΤ για την καταπολέμηση της φτώχειας, σε ένα βιβλίο

Του Γιωργου Σιακανταρη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 18 Iουλίου 2010
ΕΣΤΕΡ ΝΤΥΦΛΟ
Η πάλη κατά της φτώχειας
Μετάφρ.- Επίμετρο: Α. Δ. Παπαγιαννίδης
εκδ. Πόλις
Η τριανταοκτάχρονη Ντυφλό είναι καθηγήτρια των «οικονομικών της ανάπτυξης» στο ΜΙΤ, πριν από δύο χρόνια είχε συμπεριληφθεί στους 100 σημαντικότερους στοχαστές του πλανήτη (στην 91η θέση). Η ειδικότητά της αποτελεί ένα σύγχρονο πεδίο στις οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες, η ανάδειξη του οποίου οφείλει πολλά στην ίδια τη συγγραφέα, όσο και στον διάσημο οικονομολόγο Τζέφρι Σαξ και τον επίσης γνωστό καθηγητή του ΜΙΤ Αμπιτζίτ Μπανερτζί, με τους οποίους συνεργάσθηκε στο πλαίσιο προγραμμάτων για την καταπολέμηση της φτώχειας. Το 2008 κλήθηκε να παραδώσει σειρά μαθημάτων στο Coll�e de France. Αυτά τα μαθήματα αποτελούν το περιεχόμενο του παρόντος τόμου.

Η Ντυφλό πιστεύει πως η συμπεριφορά των ανθρώπων στον χώρο των οικονομικών αποφάσεων δεν καθορίζεται μόνο από τους οικονομικούς συντελεστές, αλλά πολλές φορές κατευθύνεται από παράγοντες που συνδέονται με την ψυχολογία και την ευρύτερη γνώση τού κοινωνικού περιβάλλοντος. Γι’ αυτό τον λόγο οι οικονομολόγοι δεν είναι απλοί καταγραφείς της συμπεριφοράς των συντελεστών της οικονομίας, αλλά μπορεί και πρέπει να λειτουργήσουν και ως μηχανικοί της κοινωνικής καινοτομίας. Για την Ντυφλό δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές για ένα τόσο περίπλοκο πρόβλημα όσο είναι η φτώχεια. Δεν υπάρχει ένα συνταγολόγιο είτε στην ανάπτυξη είτε στην αγορά, ούτε και στους θεσμούς, που να προσφέρει έτοιμα φαγητά. Κάθε πρόγραμμα κατά της φτώχειας πρέπει να αξιολογείται μέσα από αυτό που ονομάζει «διαδικασία δημιουργικού πειραματισμού».

Η κάθε πρόταση κοινωνικής πολιτικής και καινοτομίας δεν μπορεί να αξιολογηθεί αυτόματα από την αγορά. Απουσιάζει όμως και η κοινωνική αξιολόγηση, αφού η τελευταία είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και κοινωνικά επισφαλής. H κάθε ex post κοινωνική αξιολόγηση δύσκολα αποδεικνύει πως τα όποια αποτελέσματα (θετικά ή αρνητικά) οφείλονται στις ακολουθούμενες πολιτικές και όχι σε άλλους παράγοντες που βρίσκονται πέρα από τις συγκεκριμένες πολιτικές εφαρμογές. Η στατιστική ανάλυση και οι μαθηματικές μέθοδοι δεν είναι σε θέση από μόνες τους να απαντήσουν αν ένα πρόγραμμα έχει πετύχει ή αποτύχει. Γιατί η πραγματικότητα είναι ιδιαιτέρως πολυπαραγοντική. Βεβαίως, καθόλου δεν ξεχνά πως η απουσία αξιολόγησης οφείλεται και σε πιο πεζούς λόγους, όπως η χρηματοδότηση μιας πολιτικής.

Η Ντυφλό, σε αντιπαράθεση με τη νεοφιλελεύθερη σκέψη αλλά και τη λεγόμενη τεχνοκρατική προσέγγιση, η οποία αποθεώνει τη στατιστική, θεωρεί πως για να μπορεί να αξιολογηθεί ένα πρόγραμμα πρέπει να βασίζεται σε μια θεωρία, πάνω στην οποία μπορεί να στηριχτεί η ερμηνεία των ευρημάτων. Ο «δημιουργικός πειραματισμός» ως μέθοδος αξιολόγησης αποκλείει κάθε είδους γενίκευση και απολυτοποίηση οποιασδήποτε επιτυχίας ή αποτυχίας ενός προγράμματος και επαναφέρει τη σύγκριση των μελετών σ’ ένα επίπεδο αβέβαιης αλλά και πιο δημοκρατικής γνώσης. Δείγματα αυτής της μεθόδου δίνει η Ντυφλό όταν εξετάζει την προώθηση λιπασμάτων στο Μαλάουι, το μοίρασμα κουνουπιέρων στην Κένυα, τα μικροδάνεια στο Μπανγκλαντές, την αξιολόγηση της συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική στις Ινδίες.
  • Μακροοικονομικά μοντέλα
Η πειραματική μέθοδος δεν ελέγχει και δεν στηρίζεται στις αμφισβητήσιμες υποθέσεις εργασίας, αλλά στον έλεγχο της οικονομικής θεωρίας. Τα πειράματα με τυχαία επιλογή στηριγμένα σε μικροοικονομικές αρχές επιτρέπουν την ερμηνεία και αξιοποίηση των μακροοικονομικών μοντέλων. Αυτού του είδους η αξιολόγηση δεν στοχεύει τόσο στην επαλήθευση μιας θεωρίας (αν και κάνει και αυτό), αλλά στη βελτίωση της πραγματικής κατάστασης, όπως αυτή «φωτογραφίζεται» από την πειραματική προσέγγιση. Στόχος της αξιολόγησης και της πειραματικής μεθόδου είναι η επίτευξη μιας αναδιανεμόμενης ανάπτυξης που θα διασφαλίσει μια αξιοπρεπή και ουσιαστική διαβίωση των πολλών.
  • Περί αλήθειας
Παρόλο που οι καινοτόμες απόψεις της Ντυφλό συγκρούονται με το ακαδημαϊκό κατεστημένο, το τελευταίο δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει την επιστημονική τους επάρκεια. Δεν είναι όμως αυτό το καίριο στη σκέψη της. Θα έλεγα ακόμη πως η στρατευμένη ανησυχία της να παντρέψει την επιστήμη με την κοινωνική μεταρρύθμιση, επίσης δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει μόνο αυτή. Το κυριότερο είναι η φιλοσοφική ανατροπή που επιφέρει στο σύγχρονο επιστημονικό παράδειγμα. Αυτή είναι η αμφισβήτηση του κόσμου των βεβαιοτήτων που πρεσβεύει μια λανθασμένη τεχνοκρατική προσέγγιση, μέσα από μια επιστροφή στον κόσμο της αμφιβολίας για τις βεβαιότητες, μέσα από μια επιστροφή στον εμπειρικό σκεπτικισμό του Χιουμ. Επιστροφή που δεν αμφισβητεί πως ο κόσμος της αλήθειας υπάρχει, απλά όμως γνωρίζει πως αυτός ο κόσμος είναι πολυδιάστατος και ασταθής. Το επίμετρο του δημοσιογράφου Α. Παπαγιαννίδη παρατηρεί τις προτάσεις της Ντυφλό στον καθρέφτη της ελληνικής πραγματικότητας.

Ο πιο ειλικρινής φόρος τιμής είναι το καλό γράψιμο

Τέσσερις κριτικοί μιλούν για την κριτική

  • Με αφορμή τον «Διαγωνισμό νέων κριτικών» που διοργανώνει, η εφημερίδα Γκάρντιαν ζήτησε από καθιερωμένους Βρετανούς κριτικούς να μιλήσουν για το επάγγελμά τους, ανατρέχοντας στο ξεκίνημά τους και στα συμπεράσματα που έχουν αποκομίσει από την εμπειρία τους.
  • Adrian Searle, κριτικός εικαστικών τεχνών
Ο πρώτος κριτικός τέχνης που διάβασα ήταν ο Τζον Μπέργκερ. Αν και συχνά διαφωνούσα με τις κριτικές του, το γράψιμό του ήταν πάντα ζωντανό, εγκάρδιο και προσιτό. Οι συλλογές κριτικών του είναι ακόμα απολαυστικές να τις διαβάζεις, χωρίς να έχει τόση σημασία αν συμφωνείς μαζί του ή όχι.

Αρχισα να διαβάζω καλλιτεχνικά περιοδικά στα εφηβικά μου χρόνια, όπως το Studio International και το Art and Artists. Οταν σπούδαζα στη σχολή Καλών Τεχνών, αρχές της δεκαετίας του ’70, μας τάιζαν μεγάλες δόσεις από τους γίγαντες της μεταπολεμικής αμερικανικής κριτικής -Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ και Χάρολντ Ρόζενμπεργκ- παρόλο που ήταν ήδη ξεπερασμένοι. Κατάφερα όμως να ανακαλύψω τον Ρολάν Μπαρτ. Πολλοί ξεχνάνε πόσο αστείος μπορούσε να είναι ο Μπαρτ. Το βιβλίο του «Μυθολογίες» βασιζόταν σε μια σειρά άρθρων εφημερίδων όπου ανέλυε τα πάντα, από το σχέδιο των αμαξιών Σιτροέν μέχρι τους φοβερούς πίνακες του Μπερνάρ Μπυφέ.

Τελικά δεν έχει σημασία περί τίνος γράφουν οι άνθρωποι. Εκείνο που μετράει είναι ο τρόπος που διατυπώνουν τα επιχειρήματά τους, που αιχμαλωτίζουν και ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Αν θέλεις να γράψεις, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να διαβάζεις ό,τι πέσει στα χέρια σου - μυθιστορήματα, ποίηση, θεωρία, ερωτικές επιστολές, πράγματα που έχουν γράψει τρελοί για δέσιμο ή μεγάλοι στυλίστες. Ολα είναι γράψιμο, τα περισσότερα θα σου διδάξουν κάτι.

Αρχισα να γράφω σχεδόν αμέσως μόλις τέλειωσα τη σχολή Καλών Τεχνών, σ’ ένα μικρό περιοδικό που λεγόταν Artscribe. Ο πιο ταλαντούχος συντάκτης εκεί ήταν ο Στούαρτ Μόργκαν. Ηταν ένας ευφυέστατος, χωρατατζής Ουαλλός που πάντα έπιανε τα θέματά του από ασυνήθιστη γωνία· ποτέ δεν ήξερες πού θα καταλήξει. Είχε ανεξάντλητη περιέργεια και πέθανε νέος, στα 54 χρόνια του. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν βρίσκεις τους συγγραφείς που έχεις ανάγκη - εκείνοι έρχονται και σε βρίσκουν.
  • Peter Bradshaw, κριτικός κινηματογράφου
Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να διαβάσω κριτικές -ή και εφημερίδες γενικά- όταν ήμουν έφηβος. Στη δεκαετία του ’70 οι γονείς μου έπαιρναν την πληκτική Daily Telegraph και δεν είχα καμιά όρεξη να διαβάσω τις κριτικές περισσότερο απ’ όσο τις τιμές των μετοχών στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Στα 15 μου όμως ανακάλυψα το New Musical Express, και σ’ αυτό βρήκα το συναρπαστικό γράψιμο που τα άλλα έντυπα δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να έχουν. Θυμάμαι ότι το πρώτο πράγμα που διάβασα ήταν ένα άρθρο της Τζούλι Μπέρτσιλ για τους Sex Pistols.

Τις Κυριακές, όμως, οι γονείς μου έπαιρναν τον Oμπζέρβερ. Οπως πολλοί συνομήλικοί μου, ο πρώτος κριτικός που άρχισα να διαβάζω τακτικά ήταν ο Κλάιβ Τζέιμς στην πρωτοπόρα τηλεοπτική στήλη του. Ο Τζέιμς ήταν οξύς, ευφυής και πάντα αληθινά αστείος. Αποδείκνυε ότι η τηλεόραση επιδέχεται σοβαρή ανάλυση, αλλά τη χειριζόταν ανάλαφρα, κάνοντας τις εύστοχες παρατηρήσεις και τα καλαμπούρια του να λειτουργούν μαζί. Κατάφερνε να εφαρμόσει κριτική ευαισθησία στην ποπ κουλτούρα, αλλά και να τη χειρίζεται με χιούμορ και χωρίς συγκαταβατικότητα.

Θυμάμαι ένα υπέροχο σχόλιό του για τον αρχιτέκτονα Αλμπερτ Σπέερ και το ρόλο του στην κυβέρνηση της ναζιστικής Γερμανίας, αν και έχω ξεχάσει την εκπομπή που το προκάλεσε. Αργότερα, στο πανεπιστήμιο, ανακάλυψα το βιβλίο του «Unreliable Memories» - ένα κωμικό αριστούργημα. Ηταν πηγή έμπνευσης τότε και είναι και σήμερα, γιατί έδειξε πως το καλό γράψιμο είναι το πρώτο καθήκον του κριτικού, ο πιο ειλικρινής φόρος τιμής στο θέμα του.
  • Michael Billington, κριτικός θεάτρου
Αρχισα να διαβάζω κριτικές στα εφηβικά μου χρόνια. Ακόμα με στοιχειώνει μια φράση του Χάρολντ Χόμπσον, σε ένα κείμενό του για το «Περιμένοντας τον Γκοντό» στους «Τάιμς». «Αν έχεις όλα κι όλα 15 σελίνια, πήγαινε να δεις το “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Αν έχει 30, δες το δύο φορές».

Ο κριτικός όμως που έγινε η εμμονή μου ήταν ο μεγάλος αντίπαλος του Χόμπσον, ο Κένεθ Τάιναν του «Ομπζέρβερ». Αυτό που απέδειξε ήταν ότι η κριτική έχει πάνω απ’ όλα να κάνει με το να γράφεις καλά. Ο Τάιναν ήταν πρότυπο και από πολλές άλλες απόψεις. Υποστήριξε το πολιτικό θέατρο, που τότε, τη δεκαετία του ’50, αναδυόταν στις βρετανικές σκηνές. Μας δίδαξε ότι ο κριτικός είναι κάτι παραπάνω από ένας προνομιούχος παρατηρητής: μπορεί επίσης να αγωνιστεί για ένα θέατρο που ξεπερνά την ευχάριστη φυγή και αγκαλιάζει τον πλατύτερο κόσμο. Συνδυάστε ένα όραμα με ένα απολαυστικό στυλ και θα έχετε έναν τέλειο κριτικό.
  • Alexis Petridis, κριτικός ποπ μουσικής
Υπάρχουν κείμενα που θα χαρακτηρίζονταν «κείμενα βάσης» για τους μουσικούς δημοσιογράφους, βιβλία που θα έπειθαν τον καθένα ότι το να γράφεις για τη ροκ μουσική αξίζει τον κόπο. Ανάμεσά τους το «England’s Dreaming» του Τζον Σάβατζ και το «Revolution in the Head» του Ιαν Μακ Ντόναλντ, ο οποίος αναλύει κάθε νότα που έγραψαν οι Μπιτλς με σχολαστικότητα που ενίοτε φαίνεται αλλόκοτη, αλλά στέλνει κατευθείαν τον αναγνώστη να πάρει ένα αντίτυπο του «A Hard Days Night».

Τα διάβαζα όλα, αλλά εκείνο που με έκανε να θέλω να γίνω μουσικός δημοσιογράφος ήταν το Smash Hits, ένα εφηβικό ποπ περιοδικό που έκλεισε το 2006 και που το θυμόμαστε να ασχολείται με το χρώμα που είχαν οι κάλτσες των Duran Duran και των Wham! Το καταβρόχθιζα κάθε δεκαπέντε μέρες επί δέκα χρόνια και εκείνο που με συνάρπαζε ήταν η ασέβειά του. Δεν ήταν σνομπ, δεν ήταν βαριεστημένο ή αλαζονικό. Είχε όμως πλήρη επίγνωση της γελοιότητας της ποπ μηχανής, της έπαρσης και της επιτήδευσης των ποπ σταρ. Ποτέ δεν ήταν πιο ξεκάθαρο αυτό απ’ όσο τη δεκαετία του ’80 – εκείνη την παράξενη μετα-πανκ εποχή, όταν το είδος των μουσικών που αγαπούσαν τα κορίτσια δεν ήταν νεαροί σταρ τύπου «Pop Idol» αλλά απόφοιτοι σχολής Καλών Τεχνών. Το Melody Maker ανταποκρινόταν στην επιτήδευση αυτών των μουσικών σχημάτων με δικούς του υψιπετείς σχολιασμούς: έπαιρνες πολλά τσιτάτα του Γκράμσι και του Φουκό μαζί με το 45άρι σου. Το Smash Hits, όμως, τα έβρισκε όλα αυτά ξεκαρδιστικά.

Με δίδαξε ότι δεν είναι ποτέ καλή ιδέα να βάζεις τους ροκ σταρ πάνω σε βάθρο. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς τα επόμενα χρόνια και επιβεβαίωσα αυτή την αλήθεια. Το Smash Hits μ’ έκανε να καταλάβω ότι μπορείς να θεωρείς τη ροκ και ποπ μουσική συνταρακτική μορφή τέχνης αλλά γελοίους τους ανθρώπους που την κάνουν. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, έκανε το γράψιμο για τη μουσική να φαίνεται το πιο διασκεδαστικό πράγμα στον κόσμο. [Η Καθημερινή, Kυριακή, 18 Iουλίου 2010]

Friday, July 16, 2010

Τριάντα χρόνια περιοδικό «Πόρφυρας»


Κυκλοφορεί το τεύχος Νο 136
«Με το τεύχος τούτο ο Πόρφυρας συμπληρώνει το τριακοστό έτος της αδιάλειπτης κυκλοφορίας του (από τον Ιούλιο 1980), χωρίς να παύει ούτε μια στιγμή ν’ αναζητεί τη θέση του “μες στο μέγα πανελλήνιον” – θέση που, πάντως, αν του δοθεί, από άλλους θα δοθεί», παρατηρείται στο πρωτοσέλιδο σημείωμα του νέου τεύχους του κερκυραϊκού λογοτεχνικού περιοδικού (Νο 136, Ιούλιος-Σεπτέμβρης 2010). Και παρακάτω: «Μολονότι είναι χρέος προς τους νεότερους αναγνώστες κάποτε να τους εκθέσουμε έγκυρα από «πρώτο χέρι» το ιστορικό της γένεσης και της πορείας του περιοδικού – κάτι για το οποίο δεσμευόμαστε να το πράξουμε – προσώρας περιοριζόμαστε να επαναλάβουμε όσα ως «σταθερά» του προσανατολισμού μας είχαμε εξαγγείλει στο πρώτο τεύχος τον Ιούλιο του έτους 1980:Συνέχεια” θα μπορούσε να ήταν ένα άλλο όνομα αυτού του περιοδικού. Γιατί την πνευματική συνέχεια σ’ αυτή την πολιτεία έχει την πρόθεση να εκφράσει. Θέλει να ’ναι μια έκφραση της σημερινής πνευματικής συγκομιδής, όπως αυτή εμφανίζεται και ζει και κινείται κι εξελίσσεται στο χώρο τούτο, χωρίς ωστόσο να ξεκόβεται από τους άλλους χώρους. Ούτε από την εποχή και τον καιρό μας. Το σολωμικό δίδαγμα, που δεν έπαψε να ’ναι εδώ απτή ζωντανή παρουσία, μας δίνει το σύμβολό του, τον «πόρφυρα». Μιαν ομορφιά της έξω από χρόνο και χώρο αμάχης, μιαν αντιπαράταξη στο άγριο τέρας».

Με μια σειρά συνεργασιών για τον Σολωμό που είχαν φθάσει τον τελευταίο καιρό στον Πόρφυρα, αλλά σε συνδυασμό με τον Κάλβο και τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και στο πλαίσιο της ευρύτερης ύλης, όπου δεσπόζει το θεατρικό μονόπρακτο του κερκυραϊκής καταγωγής συγγραφέα Αλέξανδρου Μ. Ασωνίτη, Οι δυο μανάδες μας (η μάνα του Σολωμού και η μάνα του Κάλβου), κυκλοφορεί το νέο τεύχος. Τα κείμενα υπογράφουν ακόμη οι Γιώργος Ανδρειωμένος, Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού, Σοφία Βούλγαρη, Ειρήνη Οικονόμου, Νίκος Κ. Κουρκουμέλης, Περικλής Παγκράτης, Δήμητρα Μήττα και Βαρβάρα Ρούσσου (μελετήματα), Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Γιώργης Μανουσάκης, Γιώργος Γεωργούσης και Στέλιος Θ. Μαφρέδας (ποίηση), Φ.Δ. Δρακονταειδής, Λεύκιος Ζαφειρίου και Λουκιανός Ζαμίτ (πεζογραφία). Τις σελίδες με τον γενικό τίτλο «περίπλους» (επισημάνσεις, σχόλια, κριτική) υπογράφουν οι, Χρύσα Σπυροπούλου, Γιώργος Κάρτερ, Ανθούλα Δανιήλ και Μαριλένα Πρωίμου.

Jeffrey Eugenides reveals details of Middlesex follow-up

  • Eight years on from his Pulitzer prize-winner, novelist says he is 'two-thirds done' on 'tightly dramatised' love story
Jeffrey Eugenides 
 
'Religion, depression, the Victorian novel and Roland Barthes' ... Jeffrey Eugenides. Photograph: Gino Domenico/AP


Jeffrey Eugenides will never win any prizes for speed: almost 10 years elapsed between the publication of his acclaimed debut, The Virgin Suicides, and his Pulitzer prize-winning follow-up, Middlesex. But finally, a mere eight years after Middlesex appeared, Jeffrey Eugenides has revealed that an end is in sight for his third novel.
In a conversation with his American publisher, Jonathan Galassi, at Farrar, Straus and Giroux, Eugenides said that the book was "about 400 pages long so far, and two-thirds done". "I don't think it will be a long book, not as long as Middlesex, anyway. It's different from my other books. More tightly dramatised, less fanciful," he said. Middlesex, which traced the path of the hermaphrodite gene through generations of a family, stretched to almost 550 pages.

The untitled new novel – Eugenides didn't want to reveal its name – is a kind of college love story, according to the author. "It begins on graduation day, in 1982, and involves three main characters. The sweep of the action takes place over the next year or so, as the characters begin their lives outside the university gates. The book deals, among other things, with religion, depression, the Victorian novel and Roland Barthes," he revealed to Galassi (the discussion was published in FSG's new monthly newsletter, Work in Progress). "It's not a Detroit book, not this time. Though one of the characters comes from Detroit, the new book ranges in setting from Providence, Rhode Island, and Cape Cod to Calcutta."

The Indian section, and a fragment about a backpacking trip through Europe, draw on the year he spent travelling the world after college. "I've had to pare down the autobiography in order to find the fiction," said Eugenides. "I'll tell you what: I wouldn't want to write a memoir. In the first case, autobiography is a largely fraudulent exercise. People don't understand their lives or what happened to them; they only think they do. In the second case, autobiography (or life) is artless. When I try to write autobiographically, I end up putting in scenes and events that blur the 'truth' of what I'm trying to write about. Bellow was good at writing about himself, but not me. I don't know who I am. I have to transform autobiography into fiction, which means that I use my imagination at least as much, if not more, than my memory."

The new novel originally had its roots in another book entirely. Eugenides started out writing a story about a family throwing a debutante party, but as he followed one of the characters, "her story began to swell until I finally realised that I had two different books on my hands". He had to "surgically separate" the books, "like conjoined twins, hoping that each retained sufficient major organs to survive". The first is now residing in a drawer as he works on the second.

Galassi pointed out that there were parts of Middlesex, too, which didn't make it into the final text – Eugenides originally had two completely different versions of the book on the go, with one, told from many points of view, including sexologist Dr Peter Luce's trip to the jungles of Papua New Guinea to study a tribe with the same genetic mutation as Cal. "I believe one of the reasons they didn't make it into the final text was that you, dear Editor, weren't so sure about them," Eugenides told Galassi.

"It was fascinating stuff, based on facts, and presented a people who have developed a third gender category to accommodate their ambiguous offspring. Anyway, as I recall, you liked that version well enough, but said that you didn't know what that book was. Whereas, with the other version (the manuscript that became Middlesex), you did know what that was. You didn't force me to choose between the two, but you helped me to choose," Eugenides said.

"There were a lot of things to like about Version #2, but there were limitations as well. Mainly, it threatened to spin out of control ... I had a big story to tell already and to add subplots involving sexologists in the jungle ... you were probably right."

Middlesex has sold more than two million copies, according to FSG. Eugenides's debut, The Virgin Suicides, is about the suicide of five sisters and was made into a film by Sofia Coppola in 1999.