- Η γενιά μου, όσοι δηλαδή είχαν την τύχη να ζήσουν τα παιδικά τους χρόνια στη δεκαετία του '60, έκανε τα πιο μακρινά και ωραία ταξίδια μέσ' από τα βιβλία.
Κατεβήκαμε στους βυθούς και φτάσαμε ώς το φεγγάρι χάρη στον Ιούλιο Βερν, γνωρίσαμε με τα μάτια του Ολιβερ Τουίστ το Λονδίνο με τις ομίχλες και τις κακόφημες γειτονιές του, αλητέψαμε στις εξοχές πλάι στον Τομ Σόγερ και τον Μεγάλο Μολν, περπατήσαμε σε τόπους εξωτικούς και δοκιμάσαμε καινούργιες γεύσεις πολιτισμών παρέα με τον Ροβινσώνα Κρούσο και τον Μάρκο Πόλο, μπαρκάραμε άπειρες φορές με τις σκούνες του Καρκαβίτσα και άλλες τόσες με τις μπρατσέρες του Παπαδιαμάντη. Με λίγα λόγια, προπονηθήκαμε γερά στη νοερή πλοήγηση - ίδια περίπου μ' αυτή που κάνουν σήμερα, μικροί - μεγάλοι, στο Διαδίκτυο.
Ο πόθος του μακρινού ορίζοντα φυσικό ήταν κάποια στιγμή να περάσει και στα προσωπικά μου γραψίματα. Αυτό έγινε με δύο τρόπους. Ο πρώτος, και αναπόφευκτος, με το να μπολιαστούν τα πρόσωπα των βιβλίων μου με μια τάση αειφυγίας. Πρόκειται για ένα αίσθημα που νομίζω πως το κατέχω πολύ καλά. Μπορώ να περιγράψω με ακρίβεια πότε εκδηλώνεται, πώς σε κατακλύζει από την κορυφή ώς τα νύχια, πώς σε παρακινεί να μαζέψεις τα μπογαλάκια σου και να το βάλεις στα πόδια. Είναι τότε που νιώθεις ολόκληρη τη Γη να μη σε χωράει. Δεν ησυχάζεις μ' αυτά που έχεις· μια φωνή μέσα σου σε τσιγκλάει παράξενα. Για να μην πλαντάξεις, πρέπει το γρηγορότερο να φύγεις μακριά. Να οδοιπορήσεις σε άλλους τόπους. Να μπεις στο πρώτο όχημα και όπου σε πάει. Να βγεις στο δίστρατο να συναντήσεις τον Ισμαήλ, που κι αυτός νιώθει μες στην ψυχή του να είναι Νοέμβρης υγρός που βρέχει, και να ξεκινήσετε παρέα για να αναμετρηθεί ο καθένας με τον προσωπικό του Μόμπι Ντικ. Ετσι και οι «ήρωες» των βιβλίων μου· τους διακρίνει κι αυτούς το βασικό γνώρισμα του δικού μου χαρακτήρα: η διαρκής κίνηση. Ή όπως απορούσε ο παππούς μου: «Μα καλά, αυτό το παιδί έχει τον ακάθιστο μέσα του;». Κοσμοπολίτες όχι, δεν έχουν γίνει. Ακόμη. Δεν έχουν τολμήσει να περάσουν τους Ατλαντικούς. Δεν τους χωράει όμως ο τόπος: αλωνίζουν στεριές και θάλασσες, στρατοκοπούν, μπαίνουν σε βάρκες για να καταλήξουν στο Αγιο Ορος, παίρνουν τα βουνά, μπαινοβγαίνουν στις πολιτείες, επιστρέφουν στα γενέθλια χωριά τους για να φύγουν πάλι άρον άρον, σχεδιάζουν ταξίδια στην Τασκένδη και όπου αλλού νομίζουν πως θα ανακαλύψουν τα οικογενειακά τους αίματα, αφήνονται να τους παρασύρει ο άνεμος της Ιστορίας, άλλοτε μετανάστες, με δίχως στον ήλιο μοίρα, και άλλοτε αποδημητικά πουλιά. Τελευταίο: εδώ και αρκετό καιρό παλεύω να βάλω στο χαρτί τη ζωή ενός Αυστριακού που σε ηλικία δεκάξι ετών εγκατέλειψε τις Αλπεις για να ταξιδέψει σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Στο τέλος πέρασε τη ζωή του κάνοντας τον πανδοχέα σ' ένα άσημο νησάκι του Αιγαίου. Δεν είναι αυτό η αποθέωση του πλάνητα βίου; Παράδειγμα και μαζί και αντι-παράδειγμα για το κάθε είδους βόλεμα;
Παράλληλα με όλα αυτά, έχω την τύχη και τη χαρά να διευθύνω τη σειρά ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εδώ οι συγγραφείς, που αναλαμβάνουν να ετοιμάσουν το λογοτεχνικό προφίλ της κάθε πόλης, επιλέγουν και ανθολογούν κείμενα με μοναδικό κριτήριο να κατορθώσει ο αναγνώστης να πλάσει το δικό του φαντασιωτικό ταξίδι. Ή, στην περίπτωση που το ταξίδι αυτό κάποια στιγμή πραγματοποιηθεί, να έχει το αντίστοιχο βιβλίο υπό μάλης ώστε η πόλη να του συστηθεί ακόμα καλύτερα. Ετσι λοιπόν έχουμε ιδρύσει μια ιδιότυπη λογοτεχνική γεωγραφία που περιλαμβάνει 18 πόλεις: Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Βόλος, Γιάννενα, Ηράκλειο, Φλώρινα, Ναύπλιο, Ερμούπολη, Κέρκυρα, Κως, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Καβάλα, Λάρισα, Τρίπολη, Μυτιλήνη και, τώρα τελευταία, τη χαρακωμένη Λευκωσία.
Το ταξίδι, λοιπόν. Ο πλάνητας και νομαδικός βίος. Η μετακίνηση από τόπο σε τόπο, ασχέτως αν θα ακολουθήσει το ρίζωμα ή όχι. Γιατί το αίσθημα της φυγής είναι αυτό που αποτελεί τη μήτρα για πάμπολλα λογοτεχνικά έργα. Αν δεν τον έτρωγε βαθιά μέσα του το σαράκι του ταξιδιού, θα δοκίμαζε ποτέ ο ομηρικός Οδυσσέας να βγει στον πηγεμό για την Ιθάκη, από τη στιγμή μάλιστα που ψυχανεμιζόταν τι θηρία τον καρτερούν ή, το κυριότερο, τι απολαύσεις και ηδονές αφήνει πίσω του; Δεν έπρεπε να εγκαταλείψει τη Μάντσα ο ιππότης Δον Κιχότε και να (περι)πλανηθεί σε άξενους τόπους, έτσι ώστε να απολαύσουν τις ιδιότυπες περιπέτειές του γενιές και γενιές; Ή ο Αχαάβ κάνει αυτά που κάνει μόνο και μόνο γιατί λυσσάει να εξολοθρεύσει τη Φάλαινα ή μήπως επειδή κατά βάθος ποθεί να δει τι κρύβεται πίσω από τις θολές γραμμές των οριζόντων; Κι αν ο Μπαρτομιού του Σελίν δεν είχε ταξιδέψει σε Αφρική και Αμερική, θα γινόταν ποτέ αυτός που τη λοξή ματιά του πάνω στο παράλογο της ζωής πανηγυρίζουμε στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας;
Η αναζήτηση: ο ένας από τους δύο πυλώνες που στυλώνουν τον άνθρωπο· ο άλλος είναι ο πόθος του να διηγηθεί αυτές τις αληθινές ή φανταστικές του περιπέτειες. Γερό καύσιμο πολλών οκτανίων η αλητεία -εκ του αρχαίου αλάομαι (= περιπλανιέμαι)- και σε εποχές ένδειας - καληώρα... - μπορεί κανείς ακόμα και με μισογεμάτο το ρεζερβουάρ να φρεσκάρει τη διάθεσή του για ζωή. Τίποτα καλύτερο;
* Ο Κώστας Ακρίβος είναι συγγραφέας
- Βιβλιοθήκη, Σάββατο 10 Ιουλίου 2010
No comments:
Post a Comment