- Michel Maisonneuve, Ενας Τσετσένος σκύλος στη Μασσαλία, μετ.: Αλ. Κεραμίδα, εκδ. Πόλις
Στη Γαλλία, ένα βιβλίο για την Τσετσενία εντάσσεται αμέσως σ’ ένα πλαίσιο, ασχέτως είδους. Οι Γάλλοι ενδιαφέρονται για την παγκόσμια γεωπολιτική και τη λογοτεχνική της αποτύπωση. Οι Γάλλοι βιβλιοπώλες εκτίμησαν τον «Τσετσένο σκύλο» του 57χρονου δημοσιογράφου Μεζονέβ, το ίδιο και οι κρατούμενοι των φυλακών, που του απένειμαν μάλιστα και το βραβείο τους. Η επισήμανση όμως ενός κριτικού, την οποία καταγράφει το ελληνικό οπισθόφυλλο, τον καθιστά αυτομάτως οικείο και στο ελληνικό κοινό, έστω και με ερωτηματικό στο τέλος: «Ο Μεζονέβ, άξιος διάδοχος του Ζαν-Κλωντ Ιζζό;» Αν προσθέσει κανείς και την εμβληματική Μασσαλία στον ελληνικό τίτλο - και όχι στον γαλλικό, το αποτέλεσμα είναι άμεσο: οι λάτρεις του τόσο πρόωρα χαμένου Ιζζό, στους οποίους συγκαταλέγομαι, το ανοίγουν πάραυτα και με λαχτάρα. Και διαβάζουν μια ιστορία που διαδραματίζεται στις φτωχογειτονιές και τα γκέτο της Μασσαλίας και φτάνει ώς το Γκρόζνι και τον Καύκασο.
Πρωταγωνιστής, ένας σκύλος. Ο σκύλος μιας γριούλας, που δολοφονείται άγρια, αφού έχει πρώτα βασανιστεί φρικτά. Στην κηδεία της δύο μόνο άντρες, ένας Ελληνας συνταξιούχος επιπλοποιός, ο Νέστωρ Παναγόπουλος, γείτονάς της, και ένας νεαρός άντρας που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο αραβική επιστήμη και λογοτεχνία, είναι «διαμεσολαβητής» στην κατ’ ευφημισμόν «Δροσερή Κοιλάδα» και αρκετά παράξενος. Δεν μιλά κανείς, ούτε ο σκύλος, όπως σημειώνει ο Μεζονέβ, δίνοντας εξαρχής το στίγμα του: όσο πικρή ή θλιβερή ή άγρια κι αν είναι η αφήγησή του, δεν θα της λείπει το χιούμορ. Ο σκύλος λοιπόν δεν μιλάει, αλλά γαυγίζει σε μια ΒΜW και τους επιβάτες της, υποδεικνύοντάς τους ως τους δολοφόνους της γριούλας.
Η συμβίωση των προσώπων στη συγκεκριμένη γειτονιά στηρίζεται σε μια αλληλεγγύη που δεν ρωτά και δεν θέλει να ξέρει. Τα πρόσωπα, λοιπόν, γνωρίζουν ελάχιστα για τον άλλον και άλλα τόσα μαθαίνει και ο αναγνώστης. Οι φίλοι της δεν ξέρουν για τη γριούλα ούτε καν σε ποια θρησκεία ανήκει. Στην πορεία, μαθαίνουν, με λίγη βοήθεια από άλλους φίλους τους, ότι ήταν μητέρα ενός σημαντικού αρχηγού των Τσετσένων αυτονομιστών, ο οποίος της έχει χαρίσει και το ζωηρό μπιγκλ (ή μπίγκολ όπως θα το αποκαλεί η φιλόζωος κυρία που θα μπει σε λίγο στην ιστορία). Οι τύποι που παρακολουθούν τη γειτονιά αναζητούν μανιωδώς έναν Χασάν. Αποδεικνύεται ότι είναι ο σκύλος. Το πρωτοπαλίκαρο του αρχηγού κάνει την εμφάνισή του, ψάχνοντας κι αυτό τον Χασάν. Και γίνονται όλοι μαζί ένα κουβάρι.
Οι Ρώσοι παρακολουθούν τη γειτονιά και χάνουν καθημερινά και από ένα ακριβό αυτοκίνητο, που πάει στον υδραυλικό της γειτονιάς, γίνεται δώρο γάμου, γενεθλίων και τα συναφή από την ντόπια συμμορία των πιτσιρικάδων. Παρακολουθούν την πολυκατοικία της γιαγιάς και πλακώνουν επανειλημμένα στο ξύλο τους φίλους της, αλλά έρχονται και πάλι αντιμέτωποι με την ιδιότυπη αλληλεγγύη της περιοχής, που δεν εμποδίζει κάποιους να πουλάνε τον αδελφοποιτό τους και αμέσως μετά να του σώζουν τη ζωή. Ο Χασάν πέφτει θύμα απαγωγής και στη συνέχεια την κοπανάει, κάνοντας καινούργιους φίλους, έναν πίθηκο που δραπετεύει από το τσίρκο και τον ακολουθεί στη μεγάλη πόλη. Ο πολύτιμος και πιο ακριβός σκύλος του κόσμου τελικά ζει ζωή χαρισάμενη, αφού έχει φανερώσει το μυστικό του εκεί που πρέπει. Κι ο αναγνώστης που έχει πολύ γελάσει στο μεταξύ, καθώς ο Μεζονέβ χρησιμοποιεί όλους τους τύπους του κωμικού, με έμφαση όμως σε αυτό των καταστάσεων, μένει με κάμποσα αναπάντητα ερωτήματα. Τι κρύβει ο Ντασί, ποια ήταν η ζωή του από την οποία ξέφυγε με τη βοήθεια της ανατολικής σοφίας που του έχει γίνει πλέον δεύτερο δέρμα, και τι η εκρηκτική Ελληνίδα; Σίγουρα ο Μεζονέβ δεν στήνει χαρακτήρες με βάθος, αλλά τύπους, ατομικούς και συλλογικούς, όπως η συμμορία ή η γειτονιά. Το ατού του είναι το χιούμορ, το μπουρλέσκο, και ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται την πλοκή, βάζοντας στο επίκεντρό της ένα ζώο. Απ’ ό,τι διάβασα, κάτι ανάλογο έκανε και σε άλλο βιβλίο του, αιτιολογώντας εύγλωττα την επιλογή του: «Οταν σε μερικές χώρες, οι άνθρωποι έχουν για αρχηγούς του κράτους γαϊδούρια ξεσαμάρωτα, γιατί να μη δείξω εγώ τη βαθιά σοφία ενός μοναχικού γουρουνιού;» Ε, άδικο δεν έχει. Οπως δεν έχει όμως και κοινά με τον Ιζζό. Μασσαλία, εντάξει. Γκέτο, επίσης. Ενδοφυλετική διαμάχη, έστω και μακρινή, σωστά. Ο «Τσετσένος σκύλος» όμως δεν έχει καμία σχέση με το νουάρ και τον μελοδραματισμό του Ιζζό. Στέκομαι στο σημαντικό: ένα παράξενο μυθιστόρημα, αταξινόμητο, ευφάνταστο, που βγάζει πολύ, μα πολύ πολύτιμο γέλιο.
- Της Τιτικας Δημητρουλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 11 Iουλίου 2010
No comments:
Post a Comment