Ταξιδεύω, άρα γράφω. Λατρεύω το ταξίδι και το επιδιώκω συστηματικά. Μετακινούμαι στον χώρο και στον χρόνο, είμαι ένα σάρκινο πνεύμα που προχωρεί φορτωμένο τον εαυτό του, το ταμπεραμέντο του και όλη του την κουλτούρα. Σ' αυτή τη συνεχή μετακίνηση βρίσκω κάτι που μοιάζει με ευτυχία, την υποψία μιας ολοκλήρωσης.
Γιατί το ταξίδι είναι φυγή από τον εφιάλτη της επανάληψης, είναι σπονδή στην περιέργεια στην οποία οφείλω να προβώ για να παραμείνω ζωντανή. Να κρατηθώ ξύπνια από το σοκ που μου προκαλεί το καινούριο. Εφόσον όμως σοκ σημαίνει βία, το ταξίδι είναι ξεβίδωμα, ξεβόλεμα: πρέπει να αφήσω πίσω τις συνήθειές μου, τις ρουτινιέρικες απολαύσεις μου και να υποστώ τα πάνδεινα της αυτοεξορίας μου.
Το ταξίδι λοιπόν προϋποθέτει τόλμη, γιατί πρέπει, δυνατός, να αντιμετωπίσεις το «άλλο». Να τριφτείς μαζί του, να αναμετρηθείς, να το αντέξεις κι αν είναι δυνατόν να το εκτιμήσεις και να το γευτείς έτσι ώστε κάτι να σε διδάξει.
Αυτό που σου αποκαλύπτεται στο ταξίδι είναι θέατρο και η αυλαία που σηκώνεται κατά κάποιον τρόπο σε παραλύει. Γίνεσαι περισσότερο θεατής παρά δράστης. Θεάσαι στο περιθώριο της παράστασης που σου παραδίνεται μέσα από δυσανάγνωστες εικόνες, γλωσσικές δυσκολίες και κώδικες που δεν τους κατέχεις πλήρως. Στα ξένα, ακόμη κι όταν έχεις την εντύπωση πως μέσα από έκρηξη μιας περιπέτειας μεγαλουργείς, πως γίνεσαι ήρωας, αυτό ανήκει κυρίως στη φαντασία, η οποία δίνει στα γεγονότα μια διάσταση παραμυθένια- το πραγματικό διαμείβεται μόνο στον φυσικό σου χώρο, τον χώρο της εκκίνησης. Ωστόσο, το ταξίδι σε προτρέπει να γίνεις αλλιώτικος, να διευρυνθείς, να μετρήσεις τον σφυγμό των δυνατοτήτων σου, κι έτσι όπως είσαι απ' έξω να δεις μερικές αλήθειες σου, που μόλις υποπτεύεσαι, και να τις κρίνεις.
Ταξιδεύοντας δεν λείπουν οι κακουχίες, ωστόσο όταν πηγαίνω να συναντήσω το άγνωστο κατέχομαι από ένα είδος μέθης, νιώθω πολυδιάστατη, καθώς με συνοδεύουν οι αναμνήσεις, το παρελθόν, οι γνώσεις μου. Πάνω απ' όλα με συντροφεύουν οι συγγραφείς και γενικά οι δημιουργοί που αγαπώ και που αυτόματα αναπολώ και τους αφήνω να με παρασύρουν σε συνειρμούς και συσχετισμούς που οξύνουν τις αισθήσεις μου.
Η μοναξιά είναι προϋπόθεση, δεν διανοούμαι το ταξίδι με παρέα. Οταν βρίσκομαι με φίλους, όσο κι αν η σχέση μας είναι αρμονική, δεν πρόκειται για το ίδιο ταξίδι. Η παρουσία τους με κάνει αφηρημένη, οι αντέννες μου δεν είναι αρκετά τεντωμένες, δεν παρατηρώ τα ίδια πράγματα. Το ταξίδι γίνεται μια συνηθισμένη κοινή ευχαρίστηση. Στο μοναχικό παραμονεύει η μελαγχολία. Ομως, έστω και μελαγχολική, είμαι περισσότερο ο εαυτός μου και τα ερεθίσματα του κόσμου με συγκινούν πιο δυνατά.
Αυτού του είδους οι μοναχικές περιπλανήσεις ερεθίζουν ιδιαίτερα τη δημιουργική μου διάθεση. Οταν τις καταγράφω παραπαίω ανάμεσα στην αυταρέσκεια και την επιθυμητή και οδυνηρή ηδονή της έκπληξης, αυτής της πόρνης που από μια διεστραμμένη συνήθεια της γραφής θέλω να ζήσω έντονα και να μοιραστώ με τους άλλους κοσμώντας τη με τα καλύτερα ατού μου. Κι αυτό αρχίζει νωρίς, όταν το ταξίδι βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, όταν μόλις αχνοφαίνεται σαν ένα αναμενόμενο αλλά μακρινό όραμα. Τότε λοιπόν κάθομαι σε ένα οποιοδήποτε τραπέζι, ανοίγω τον υπολογιστή μου και ήδη νιώθω πως μπαίνω σε κίνηση... Γράφω, άρα ταξιδεύω.
*Η Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή είναι δρ Ιστορίας της Τέχνης, συγγραφέας
Βιβλιοθήκη, Σάββατο 10 Ιουλίου 2010
No comments:
Post a Comment