Η ταξιδιωτική φιλολογία είναι, ως γνωστόν, είδος κειμένων πολύ παλαιό (ο J. Α. Cuddon στο Λεξικό λογοτεχνικών όρων και θεωρίας λογοτεχνίας, εκδόσεις Μεταίχμιο, ανατρέχει σε ταξιδιωτικά οδοιπορικά που προηγούνται και των Ιστοριών τού Ηροδότου) όσο και παραμελημένο, που, παράλληλα, παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία, καθώς περιλαμβάνει εργασίες και (περιπετειώδεις ή μη) αφηγήσεις εξερευνητών, διπλωματών, επιστημόνων, ιεραποστόλων, τυχοδιωκτών, γιατρών, ναυτικών, συγγραφέων μυθοπλασίας, αλλά και απλών (λόγιων ή μη) περιηγητών, εμπόρων, καλλιτεχνών, πολιτικών ή δημοσιογράφων - εντός αυτής της πολυτυπικής συγκέντρωσης κειμένων, βέβαια, είναι επόμενο να μην υπάρχει ούτε υφολογική ούτε ειδολογική ομοιομορφία, ούτε καν συνοχή. Από την άλλη πλευρά, η παράμετρος της λογοτεχνικότητας, η οποία πιθανότατα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια εσωτερική κατηγοριοποίηση, φαίνεται, τελικά, να δημιουργεί καινούργια προβλήματα, καθώς ο «εξ ορισμού» πληροφοριακός χαρακτήρας των εν λόγω κειμένων δεν συνάδει αναγκαστικά προς την εσωτερικευμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας και τη μορφική - αισθητική επεξεργασία του λόγου. Η προρρηθείσα αντινομία, ωστόσο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αίρεται εν μέρει αν το βασικό αντικείμενο του ταξιδιωτικού κειμένου, δηλαδή, το ταξίδι, επιδεχθεί μία μετατροπή, αν, δηλαδή, δεχτούμε ότι η ματιά του περιηγητή μπορεί να στρέφεται εξίσου προς τα μέσα όσο και προς τα έξω.
Τα ταξιδιωτικά κείμενα του Μανώλη Γιαλουράκη (του οποίου το όνομα, και αυτό συνιστά παράλειψη, δεν αναφέρεται μαζί με τα ονόματα των υπόλοιπων εκπροσώπων του είδους στα εν χρήσει σήμερα Λεξικά της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και των Ορων της, παρότι το 1960 είχε τιμηθεί με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικής Πεζογραφίας για την Κρήτη) θα ήταν δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι ανήκουν σε μια ιδιαίτερη υποκατηγορία ή, αλλιώς, ότι επινοούν στην κυριολεξία μια κατηγορία προκειμένου να υπάρξουν· το όνομά της το βρήκε μόνος του ο συγγραφέας και με αυτό τιτλοφόρησε έναν συγκεντρωτικό τόμο, όπου δημοσιεύονται αρκετά από τα ιδιότυπα ταξιδιωτικά του: Οδοιπορικά στοχασμού. Ο ίδιος ο Γιαλουράκης, στον «Πρόλογο» της εν λόγω έκδοσης (εκδόσεις «Κυκλαδίτισσα», 1980), αρκούνταν να διακρίνει μεταξύ «ταξιδιωτικής λογοτεχνίας» και «ταξιδιωτικών εντυπώσεων», εντάσσοντας τα δικά του κείμενα στην πρώτη και παραλληλίζοντας τις δεύτερες με τους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Στη συνέχεια, όριζε και περιέγραφε τον χώρο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας ως εξής: πρόκειται για «το ταξίδι μιας ψυχής, το ταξίδι που ξεκινά με μια απαραίτητη προετοιμασία, αναζητώντας να ερμηνέψει το Σήμερα μιας χώρας ή μιας περιοχής, με τη γνώση του Χτες και των διαδικασιών που συνθέτουν το Σήμερα. Από την άποψη αυτή, η ταξιδιωτική λογοτεχνία έχει οργανικά κοινά με το δοκίμιο και, κάποτε, με το λυρικό λόγο. Ακριβώς γι' αυτό, κείμενα γνήσιας ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, εμπνευσμένα από τον ίδιο, όλα, χώρο, είναι τελείως διαφορετικά ως αναγνώσματα. Κάθε γνήσιος συγγραφέας βλέπει από άλλη σκοπιά το αντικείμενο των εμπνεύσεών του, ακριβώς όπως κάθε γνήσιος ζωγράφος ζωγραφίζει το ίδιο τοπίο, τελείως διαφορετικά από τους συναδέλφους του. Η ταξιδιωτική λογοτεχνία είναι δημιουργία, δεν είναι περιγραφή. Και η λογοτεχνία υπακούει στους δικούς της κανόνες που δεν έχουν σχέση με πληροφοριακά κείμενα, αναφορές σε στατιστικές, αριθμούς και επιδείξεις πολυγνωσίας». Ωστόσο, ο Μ. Γιαλουράκης δεν εννοούσε τη δημιουργία που συνιστά η ταξιδιωτική λογοτεχνία με τον ίδιο τρόπο που την εννοούσε ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο Γιαλουράκης έφερε τόσο βασανιστικά μέσα του τα προσωπικά (όσο και παγκόσμια) αδυσώπητα ερωτήματά του, ώστε η ματιά του προς τα έξω συχνά να χρωματίζεται και, ακόμα, να θολώνει από τα σκοτεινά χρώματα της ψυχής του.
Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς το κείμενο Οι δρόμοι του Νότου. Ταξιδιωτικό της Ανω Αιγύπτου (1950) και το οδοιπορικό Κύπρος η Ελληνίδα (δημοσιευμένο σε δύο μέρη στο περιοδικό Νέα Εστία, την άνοιξη του 1952), πεζογραφήματα όπου το πληροφοριακό υλικό περιορίζει αισθητά την εξομολογητική διάθεση, όλα σχεδόν τα υπόλοιπα ταξιδιωτικά πεζογραφήματα του Μανώλη Γιαλουράκη χαρακτηρίζονται από έναν ιδιότυπο υποκειμενικό λόγο. Ετσι, είτε ταξιδεύουμε μαζί με τον συγγραφέα στο Παρίσι (1956), στο Κάιρο (1957), στην Ιταλία του Βορρά (Πέτρες και Χρώματα, 1958) είτε τον συνοδεύουμε στο Σινά (1960), στην Κρήτη (1960), στον Μυστρά (1963) και στη Μονεμβασία (1973) ή στην Αλεξάνδρεια (1963) και στη «Μόσχα» (1976), πάντοτε σχηματίζουμε την ίδια εντύπωση: δεν πρόκειται εδώ για το σύνηθες και, έως έναν βαθμό, λογικά αναμενόμενο της γνωριμίας ενός τόπου μέσα από την οπτική και την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε περιηγητή, αλλά για το ιδιαίτερο της περίπτωσης του Μ. Γιαλουράκη, όπου η γνωριμία του γεωγραφικού και ιστορικού και ανθρωπολογικού τόπου συναγωνίζεται για την πρώτη θέση με τη γνωριμία του ψυχικού τοπίου του συγγραφέα, τόσο από τον ίδιο όσο και από τον αναγνώστη.
Ο Μανώλης Γιαλουράκης δεν ονόμασε, λοιπόν, τυχαία τα οδοιπορικά του Οδοιπορικά στοχασμού. «Αν πέθαιναν οι στοχασμοί θάταν καλλίτερα, στους τάφους τους, δε θα φύτρωναν λουλούδια. Κι οι άνθρωποι θάσανε αγέρωχοι, κι η μίζερη ζωή θα τους φάνταζε ψεύτικη πείρα», γράφει στο εισαγωγικό κομμάτι στο Παρίσι. Οποιο από τα κείμενα του Μ. Γιαλουράκη και να διαβάσουμε, είναι βέβαιο ότι θα συναντήσουμε την, εξοντωτική ενίοτε, απαισιοδοξία του συγγραφέα, εξαιτίας του φάσματος του θανάτου που καραδοκεί παντού, αλλά και την αγωνία του να αιχμαλωτίσει τη Στιγμή που κάνει τη ζωή αξιοβίωτη· και, βέβαια, τη σταθερή απέχθειά του στα καθημερινά δεσμά της εργασίας που πληρώνεται και του «καθήκοντος», τη βαθιά αγάπη του για τα βουνά και τη Φύση γενικότερα και το μίσος του για τον συνωστισμό των πόλεων, τις ζωντανές παραισθήσεις του με πρόσωπα της Ιστορίας, τον πόθο του για τα ταξίδια καθεαυτά ως παράταση αλλά και λήθη της καθημερινής ζωής και, τέλος, πάντα, τη φωνή της Μοναξιάς του, πιστή σύντροφο και δέκτη του εσωτερικού διαλόγου του. Διότι ο Μ. Γιαλουράκης διαλέγεται με τον εαυτό του με τέτοιον τρόπο ώστε, συχνά, να φαίνεται ότι απευθύνεται σε β' πρόσωπο στον αναγνώστη του. Ομως ο Γιαλουράκης, χωρίς καθόλου βέβαια να αποκλείει τη συμμετοχή του αναγνώστη (πώς θα γινόταν, άλλωστε;), απευθύνεται πράγματι στον εαυτό του, επιχειρώντας απελπισμένα να ζωντανέψει στο χαρτί τη Στιγμή, να τη ζήσει ξανά και ξανά, χωρίς τέλος· γράφει στο οδοιπορικό της Κύπρου: «Ξαπόστασες ένα μεσημέρι στο Σταυρό, εκεί που είνε το νερό παγωμένο και τα πλατάνια βαθήσκιωτα. Κάθησες κάτω από μια μουριά, άκουσες το μουρμουρητό του νερού που τρέχει στ' αυλάκι, το θρόισμα των δέντρων, το τραγούδι των πουλιών. Μεσημέρι στο Σταυρό της Ψώκας, αναλογίστηκες το μοναστήρι του Κύκκου, τους κέδρους και τ' αγρίμια του βουνού. Επειτα έσκυψες ήπιες νερό απ' την πηγή κι' είπες: "Καλή 'ναι τούτη η γη· καλή 'ναι κι' η ζωή μας κάποιες ώρες"».
Αν διαβάζοντας λογοτεχνία μαθαίνουμε τον εαυτό μας, τότε θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούμε, στη μετανεωτερική πλέον συνθήκη, όπου τα ταξίδια τα ίδια έγιναν καθημερινότητα (στα βιβλία, στα επικοινωνιακά μέσα ή στους δρόμους του κόσμου), για την προτεραιότητα στις γνώσεις που μας παρέχει ένα ταξιδιωτικό κείμενο. Μήπως εκείνο που μένει να «δρομολογηθεί» είναι η αιώνια εκκρεμότητα: το ταξίδι στην Ερημο του εγώ;
* Η Σταυρούλα Γ. Τσούπρου είναι δρ Φιλολογίας
- Βιβλιοθήκη, Σάββατο 10 Ιουλίου 2010
No comments:
Post a Comment