Μπροστά στην είσοδο δεν υπάρχει κανείς, ούτε ένας επισκέπτης που να περιμένει να πάρει εισιτήριο. Δίπλα στην καγκελόπορτα ένα σκυλί ξαπλωμένο γυρίζει στο πλάι το κεφάλι του αδιαφορώντας για όλα.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι περνώντας την πόρτα θα με υποδεχτεί η κατακαθισμένη σιωπή του χώρου, η κούραση που δεν διαμαρτύρεται ποτέ, οι πέτρες του που διδάσκουν μια καρτερία που μας λείπει όλο και περισσότερο.
Αλλες φορές παλιότερα, αυτό ζητούσα στην αρχαία Αγορά κι αυτό έβρισκα. Γύρευα να απαλλάξω τ' αυτιά μου από τις φλυαρίες του έξω κόσμου και δεν υπήρχε ούτε μία φορά που ο χώρος να μη μου προσέφερε τα ηρεμιστικά του. Καταλάγιασμα, ησυχία που τη διακόπτουν μόνο μερικοί ακαθόριστοι ήχοι από την πλευρά της Αδριανού ή πότε πότε το σφύριγμα του τρένου που σβήνοντας σύντομα υπογραμμίζει ακόμα πιο πολύ ότι εδώ μέσα δεν ανυπομονεί και δεν μετακινείται τίποτε. Ομως σήμερα η ανάγκη μου ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στους αντίποδες της σιωπής δεν βρίσκουμε τον θόρυβο, βρίσκουμε τη φωνή που αρθρώνει. Χρειαζόμουν αυτή την άρθρωση.
Αλλόκοτο βέβαια να έρχεται κάποιος σ' έναν χώρο ερειπίων για να βρει τη ζεστασιά που βγαίνει από ένα ανθρώπινο στόμα, από ένα μυαλό που δουλεύει, από ένα σώμα που συνοδεύει με κινήσεις τις λέξεις. Ηταν όμως γεγονός. Εψαχνα εδώ αυτό που μου έλειπε έξω, εκεί πέρα, στα σπίτια και στους δρόμους που είχα διασχίσει. Πίσω μου η πόλη βοούσε ή ωρυόταν, γκρίνιαζε ή κραύγαζε, μασούσε τα λόγια της ή τα εκσφενδόνιζε σαν διαφημιστικά μηνύματα ή σαν καταγγελίες εναντίον «παντός υπαιτίου» και μη βρίσκοντας άκρη ποτέ τα ξανακατάπινε για να τα φτύσει και πάλι σε λίγο μέσα από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοπτικές οθόνες. Μιλάμε άραγε πάρα πολύ; Ή ελάχιστα; Ή μήπως είναι ο τρόπος που μιλάμε που μας κάνει να νιώθουμε πως ό,τι κι αν πούμε δεν έχει και τόση σημασία; Τίποτα δεν φαίνεται να έχει πολλή σημασία λοιπόν. Συχνά, ξεπροβάλλοντας οι λέξεις στην άκρη της γλώσσας έχουν κιόλας μαραθεί, βγαίνουν και είναι σαν αυτός που τις ξεστομίζει να λέει στον ακροατή του: «Μη με πολυπιστεύεις, έτσι τα λέω, για να λέω κάτι». Είναι, άραγε, υπερβολικά βαρύ να το χαρακτηρίσουμε αυτό ένα είδος θανάτου;
Εκείνη τη μέρα το είχα δεχτεί πως έτσι ήταν, πως η πόλη αυτοκτονούσε χωρίς δράματα και απελπισίες με το να τσαλακώνει τις λέξεις που έλεγε, με το να κουβεντιάζει για τα φορολογικά νομοσχέδια, για τα σκάνδαλα, για την ακρίβεια ή την ανεργία, με το ύφος ανθρώπων που ξέρουν ότι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Αυτό σημαίνει απλά έλλειψη πίστης. Οταν ξεπερνάει ένα όριο αυτή η έλλειψη, τι άλλο μπορεί να φέρει από τη θέληση μιας πόλης ή μιας κοινωνίας να πεθάνει; Ομως βρισκόμουν στην Αγορά κι εδώ το τελευταίο που ξεψυχούσε κάποτε ήταν η πεποίθηση πως ό,τι λέγεται δημοσίως πιάνει τόπο - έχει βάρος, έκταση, είναι «υπαρκτό». Τίποτα το παράξενο, επομένως, στο ότι αυτή η σιωπή ολόγυρα δεν θυμίζει σιγαλιά νεκροταφείου. Το 'ξερα αυτό και από άλλες φορές, όμως τώρα, τώρα που το ζητούσα επειγόντως, ερχόταν σαν βεβαίωση από παντού: από τις σπασμένες πέτρες, από τις πινακίδες, από τους θάμνους, μέσα από τους κίονες της Στοάς και του ναού του Ηφαίστου. Περίμενα να δω τη ζωντανή απόδειξη αυτής της επιβίωσης που την έκρυβαν τα χόρτα και τα μάρμαρα. Κι ήρθε εντέλει από τη βορεινή πλευρά.
Η σκηνή ήταν δηλωτική, αποκαλυπτική, θα ήταν καλύτερα να πω. Καθισμένοι πάνω σε κάτι πεζούλια ένα σμάρι από μαθητές -της τελευταίας τάξης του Λυκείου πρέπει να 'ταν- άκουγαν τον καθηγητή τους που τους μιλούσε κουνώντας κάθε τόσο το χέρι. Ενα χέρι έδειχνε, ένα στόμα μιλούσε, κάποιοι νεότεροι άκουγαν και ύστερα θα μιλούσαν κι αυτοί. Τι άλλο χρειαζόμουν για να πιστέψω ότι αυτός ο χώρος προστάτευε ακόμη τους επίμονους και τους υπομονετικούς; Αν μισόκλεινα για λίγο τα μάτια -και το έκανα- η ομάδα με τους εφήβους θα ντυνόταν με εκείνους τους χιτώνες πίσω από τους οποίους έτρεχαν κάποτε οι παιδαγωγοί και οι γυμναστές και ακόμη πιο πολύ οι φιλόσοφοι. Να πιάσουν τη νιότη την ώρα που περνούσε από δίπλα τους! Να τη φέρουν κατόπιν κοντά τους, να την κοιτάξουν στα μάτια και ν' αρχίσουν να θέτουν ερωτήματα και αινίγματα με τα οποία παθιάζονται πάντα οι μικροί. Αρκεί να ξέρει ο δάσκαλος να τους τα παρουσιάζει κατάλληλα.
Εκείνος πάντως που μιλούσε τώρα πιο πέρα φαινόταν να κατέχει την τέχνη του. Ισως άρχιζε λοιπόν μια συζήτηση και μια αναζήτηση, ίσως οι Αθηναίοι εκείνοι έφηβοι να μυούνταν στο επιχείρημα και τον συλλογισμό και να μάθαιναν να βγάζουν συμπεράσματα που δεν θα ήταν καθόλου ξεκάρφωτα. Οταν θα είχε τελειώσει αυτό, μέσα από τις δυσκολίες της λογικής και της σκέψης, πιθανό να γεννιούνταν μερικοί πραγματικοί πολίτες. Τους έχει ανάγκη η χώρα όσο ποτέ, έτσι δεν λέμε συνεχώς; Ε, λοιπόν τότε, ας ευχηθούμε να πετύχει ο δάσκαλος στο έργο του, που είναι να τραβήξει την προσοχή των μαθητών από τα αγριολούλουδα γύρω, από εκείνη τη σαύρα που ελίσσεται διασκεδαστικά ανάμεσά τους, από το θέαμα μιας πανάρχαιης γάτας που γλείφεται καταμεσής της Θόλου, από τον κηπουρό πιο πέρα που βάζει μπρος τη μηχανή κοπής του χορταριού και κοπής κάθε ειρμού, κάθε συγκέντρωσης πάνω σε ερωτήματα όπως: τι είναι αληθινό; πώς το ανιχνεύουμε; τι είναι δυνατόν να υπάρχει πέρα από τι θα φάμε και τι θα πιούμε - και γιατί όταν έχουμε φάει και πιει κι όταν ακόμη η σάρκα έχει πάρει όλα τα χάδια που ποθούσε, η ρωγμή στο πιθάρι παραμένει και η πληρότητα αναβάλλεται διαρκώς;
Εχοντας φιλοξενήσει αμέτρητες φορές τέτοιες ανησυχίες, η Αγορά μπορεί να ενισχύσει σιωπηρά τον δάσκαλο στην προσπάθειά του. Πνεύματα του λόγου και του διαλόγου πιθανόν να του συμπαρασταθούν. Τον παρατηρώ που πασχίζει να κρατήσει το ενδιαφέρον των ακροατών του. Τον κοιτάνε, τα κεφάλια τους είναι όλα στραμμένα προς το μέρος του.
Αναπάντεχα, μπροστά στα μισόκλειστα μάτια μου σχηματίζονταν κι άλλες συνάξεις: ομάδες ανθρώπων που κουβεντιάζουν όρθιοι τα τελευταία νέα σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, που αναλύουν, διαφωνούν και συμφωνούν και ποτέ δεν κόβουν με το μαχαίρι το νήμα της συζήτησης, όπως άλλωστε δεν το 'κοβαν και στα παλιά πηγαδάκια της Ομόνοιας και του Ζαππείου. Κι άλλες ακόμη συντροφιές καθισμένες κατάχαμα αυτές, αφοσιωμένες στα μικρά τους συμπόσια όπου αμιλλώνται στις αγορεύσεις άνδρες και γυναίκες, όλων των ηλικιών, νέοι, μεσόκοποι και γέροι ανακατωμένοι, όχι για να καταργηθούν οι διαφορές των γενεών αλλά για να συναντηθούν, επιτέλους, κάπου η πείρα και η τόλμη και να βγάλουν το κοινό τους πόρισμα. Αυτό που πρέπει να βγει για να συνεχίσει να υπάρχει η Αγορά και η Αθήνα και εγώ που πριν έλθω εδώ είχα αρχίσει να βουλιάζω σ' ένα τέλμα μουγκής ματαιότητας. Τώρα, για μερικές στιγμές όλα φαίνεται να ζωηρεύουν ξανά. Οι συντροφιές κρατάνε καλά, τα πηγαδάκια συντηρούνται, στα συμπόσια ακονίζονται καινούργια επιχειρήματα. Εχω πιστέψει στα πνεύματα και η Αγορά με αντάμειψε. Φύτεψε στο κεφάλι μου μια εικόνα που δείχνει τους Ελληνες να συζητάνε ως διά μαγείας και πάλι. Είναι μεσημέρι, το φως δυναμώνει ξαφνικά σαν από κάποιο σπασμό της ατμόσφαιρας. Εξέρχομαι.
- Βιβλιοθήκη, Σάββατο 10 Ιουλίου 2010
* Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
No comments:
Post a Comment