- Κρημνιώτη Π., Η ΑΥΓΗ: 06/07/2010
- Χρήστος Οικονόμου "Κάτι θα γίνει, θα δεις", εκδ. Πόλις, σελ. 264, τιμή:15,08 ευρώ
"Φοβερό δεν είναι, με ρώταγε. Να φτιάχνεις κάτι που ξέρεις πως την άλλη κιόλας στιγμή θα χαθεί. Τι απάνθρωπο πράγμα". Ο Μιχάλης δούλευε σε μια βιομηχανία που έφτιαχνε παγάκια. Ήθελε να ταξιδέψει στην Ισπανία, τη χώρα του Δον Κιχώτη, αγαπούσε τους ποιητές, μα πιο πολύ έκανε κέφι τους Ισπανούς, έγραφε σε ένα μπλοκάκι διάφορα περίεργα δικά του. Συχνά έκλεινε ένα παγάκι στη χούφτα του και τ' άφηνε να λιώνει. Στη δουλειά τον είχαν πάρει για οδηγό. "Έκανε οικονομίες και όνειρα". Μόνο που "γι' ανθρώπους σαν εμάς τα όνειρα είναι σαν τα παγάκια - αργά ή γρήγορα λιώνουν".
Η Έλλη φτιάχνει το χαλβαδένιο ομοίωμα του συντρόφου που μόλις την εγκατέλειψε παίρνοντας μαζί το γουρούνι - κουμπαράς με όλες τις οικονομίες της. Ο Μάο, φρουρός ακοίμητος στη γειτονιά, προστάτης κι απροστάτευτος με μόνη συντροφιά τον γάτο του φροντίζει τον ήσυχο ύπνο της κοινότητας. Η ολονυχτία των συνταξιούχων έξω από το ΙΚΑ γύρω από το βαρέλι στο οποίο σιγοκαίνε καδρόνια ικανά να διώξουν προσωρινά την παγωνιά από τα ξυλιασμένα τους χέρια, όχι όμως και από τις κοκαλωμένες ρημαγμένες ζωές τους. Η Νίκη σε απόγνωση από τα χρέη και γεμάτη ενοχές για το χέρι που δεν άπλωσε στους δύο νεαρούς, δικιά μας η κοπέλα, Ρουμάνος, Βούλγαρος, δεν έχει σημασία, ο νεαρός που ένωσαν με δυνατή κόλλα τα χέρια τους για να μην τους χωρίσουν στο Αλλοδαπών. Μα και η εκκωφαντική σιωπή του Γιάννη, που λυπημένος πολύ, και θυμωμένος επίσης, στέκεται ώρες απέναντι από το γιαπί που σε εργατικό δυστύχημα σκοτώθηκε ο φίλος του. Το ιδιότυπο πλακάτ του ένα κομμάτι λευκό χαρτόνι στερεωμένο πρόχειρα σ' ένα σκουπόξυλο. Ο απολυμένος πατέρας σε απόγνωση για το πώς θα βρει ένα πασχαλιάτικο αβγό για το παιδί του.
Άνθρωποι τσακισμένοι, χωρίς όνειρα, χωρίς λεφτά, φοβισμένοι από την ανεργία και τις τράπεζες τις οποίες αδυνατούν να ξεχρεώσουν, άνθρωποι της διπλανής πόρτας που τόσα χρόνια ξεχνάγαμε ότι υπήρχαν πλάι μας, με φόντο γειτονιές που το σύγχρονο real estate περιφρονεί, συνθέτουν την ανθρωπογεωγραφία του Χρήστου Οικονόμου στις δεκαέξι ιστορίες του "Κάτι θα γίνει, θα δεις". Και κοίτα να δεις, σ' αυτό το μόλις δεύτερο βιβλίο του, ο συγγραφέας, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, καταφεύγει στην απαιτητική φόρμα του διηγήματος και καταφέρνει να δημιουργήσει εντυπώσεις και εκπλήξεις που καιρό είχαν να εμφανιστούν στα λογοτεχνικά μας αναγνώσματα.
Ο Οικονόμου περπατά τη Νίκαια, στα Καμίνια, στη Δραπετσώνα, στα Μανιάτικα, κοιτάζει πίσω από το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι κι ανοίγει τις πόρτες της εργατικής τάξης που τα χρόνια της ευδαιμονίας αγνοούσαμε, τάχα, την ύπαρξή της, αλλά η μετά το ΔΝΤ εποχή μάς την επαναφέρει με σοκαριστικό τρόπο στο προσκήνιο. Συνθέτει κομμάτι - κομμάτι την τοιχογραφία ενός ολόκληρου κόσμου τον οποίο η ευφορία της τελευταίας εικοσαετίας δεν είχε αγγίξει γι' αυτό και οι μόδες της εποχής τον είχαν αφήσει έξω από τις ιλουστρασιόν εκδόσεις και τα πολύβουα τηλεοπτικά τους παράθυρα. Επαναφέρει έναν κόσμο αποκλεισμένο από τις συνήθεις προσλαμβάνουσες, αποκλεισμένο όμως και από τη μεταμοντέρνα εσωστρέφεια της λογοτεχνίας μας.
Εκτός από τις μικροαστικές πόρτες των Πειραιώτικων συνοικιών, ο Οικονόμου ανοίγει την πόρτα της λογοτεχνίας και μπαίνει με το πόδι το καλό. Επαναφέρει τα μεγάλα ζητήματα με τα οποία στο παρελθόν καταπιάνονταν οι συγγραφείς. Η αγωνία του ανθρώπου απέναντι στο αβέβαιο μέλλον, η ανεργία, η αδικία, η ανέχεια, τα όνειρα που λιώνουν σαν παγάκια, τα μεγάλα γιατί για έναν κόσμο που οι κανόνες του είναι φτιαγμένοι για λίγους. Αυτοί είναι οι δαίμονες των ηρώων του, οι οποίοι αποκαλύπτονται ευθύς εξαρχής σε μια απόλυτα ρεαλιστική βάση, χωρίς φτιασιδώματα και ψευτοσυναισθηματισμούς. Γιατί ο Οικονόμου δεν αφήνει τη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργούν οι ιστορίες του να διολισθήσει σε μελόδραμα. Κυρίως όμως δεν αποσιωπεί και την άλλη πλευρά του νομίσματος, αυτόν δηλαδή τον ευτελή, εκδικητικό και κακό εαυτό που εμφανίζεται στα μεγάλα ζόρια. Όπως οι πέντε ήρωές του, γέροι και άρρωστοι, έξω από το ΙΚΑ. "Κουβάλαγαν τον φόβο και το άγχος και την αγωνία για το χρόνο και την αρρώστια" όμως ταυτόχρονα "Κουβάλαγαν συμβιβασμούς που είχαν δεχτεί, όρκους που είχαν πατήσει... προδοσίες που είχαν κάνει και προδοσίες που είχαν ανεχτεί... Όλοι τους κουβάλαγαν μυστικά, κρυφές αμαρτίες και πράγματα που σπάνια -ή ποτέ- τα έδειχναν σε κάποιον άλλο". Τα πράγματα λέγονται απλά, αλλά λέγονται όλα. Με μια γλώσσα αντλημένη από την καθημερινότητα και την εκάστοτε συνθήκη που επιχειρεί να αναδείξει, αλλά λεπτοδουλεμένη ως την τελευταία της λεπτομέρεια.
Ένα βαθιά πολιτικό και κοινωνικό βιβλίο, χωρίς πολιτικολογίες και τσιτάτα αλλά με λέξεις - λεπίδια, ρυθμό καταιγιστικό και συναίσθημα αυθεντικό, το οποίο ξαναφέρνει τους ανθρώπους και τις αλήθειες τους σε πρώτο πλάνο, και μάλιστα σε μια περίοδο που ο κόσμος μας συνθλίβεται πίσω από αριθμούς και δείκτες οικονομικών συσχετισμών. Ένα βιβλίο που βάζει τα ζητήματα της σήμερον στο επίκεντρο της λογοτεχνίας, μπορεί να μη σε βγάζει από την αγωνία των ημερών, όμως σου επιτρέπει πού και πού να ψιθυρίσεις "Κάτι θα γίνει, θα δεις".
No comments:
Post a Comment