Wednesday, June 30, 2010

Ισμαήλ Κανταρέ

  • Η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου διαφωνεί [σσ. κάπως καθυστερημένα] με την ακύρωση της διάλεξής του στο Μέγαρο Μουσικής
 
  
Τον περασμένο Απρίλιο, ο Αλβανός συγγραφέας     Ισμαήλ Κανταρέ ακύρωσε τη διάλεξή του στο Μέγαρο Μουσικής σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα ρατσιστικά συνθήματα κατά των Αλβανών, τα οποία άνδρες της Μονάδας Υποβρύχιων Αποστολών του Λιμενικού Σώματος φώναξαν στη διάρκεια της παρέλασης της 25ης Μαρτίου. Δεν ήξερα ότι η Μ.Υ.Α./Λ.Σ. εκπροσωπεί την Ελλάδα... Αλλά, αν κάναμε όλοι ό,τι έκανε ο Ισμαήλ Κανταρέ, κανείς δεν θα ταξίδευε σε τούτο τον πλανήτη: οι Αμερικανοί δεν θα επισκέπτονταν ποτέ καμιά χώρα, μιας και παντού τούς θεωρούν φονιάδες των λαών και ηλιθίους· ούτε οι Γερμανοί την Ευρώπη, μιας και οι Ευρωπαίοι τούς κατηγορούν ότι έσυραν την ανθρωπότητα σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Με τη λογική και το συναίσθημα του Ισμαήλ Κανταρέ, οι Γερμανοί δεν θα έπρεπε να ξαναπατήσουν το πόδι τους στην Ελλάδα, εφόσον οι Ελληνες έπαθαν νευρική κρίση με τα πρόσφατα δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου. Ομοίως, οι Γάλλοι δεν πρέπει να διασχίζουν τη Μάγχη.

Και καλόν θα ήτο οι Βρετανοί να απομονωθούν στο νησί τους, αφού οι Γάλλοι τούς αντιπαθούν από το σωτήριον έτος 1194, αν όχι από νωρίτερα. Ο Ισμαήλ Κανταρέ, στην επιστολή με την οποία ακυρώνει το ταξίδι του, αναφέρει: «Λόγω των πολύ δυσάρεστων πρόσφατων γεγονότων που συνέβησαν στην Αθήνα και χαρακτηρίστηκαν από ρατσισμό κατά των Αλβανών, αποφάσισα να ματαιώσω την επικείμενη επίσκεψή μου στη χώρα σας. Γνωρίζετε καλά τον θαυμασμό που τρέφω για την ελληνική λογοτεχνία και τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά εκτιμώ ότι μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, που στερείται κάθε ίχνους πολιτισμού, η επίσκεψή μου θα ήταν άκαιρη». Αλλά έτσι δεν πάμε μπροστά? ένας πολυβραβευμένος συγγραφέας θα έπρεπε να το γνωρίζει. Ετσι αντιδρά ο όχλος, ο οποίος είτε κραυγάζει ρατσιστικά συνθήματα (σαν τους προαναφερθέντες υποβρύχιους καταστροφείς), είτε καίει γαλανόλευκες, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, έξω από την ελληνική πρεσβεία στα Τίρανα.

Το επίπεδο της κοινωνικής μας συμπεριφοράς -είτε πρόκειται για τον «όχλο», είτε για «συγγραφείς»- καθορίζεται -λυπάμαι που το γράφω- από τις ιδέες που μας εμπνέουν. Για μεγάλο μέρος της ζωής του ο Ισμαήλ Κανταρέ υποστήριξε το εγκληματικό καθεστώς του Εμβέρ Χότζα: το απαρνήθηκε οψίμως? πιθανότατα, για να ανοίξει ο δρόμος προς τα ευρωπαϊκά και διεθνή βραβεία. Τουλάχιστον αυτό δείχνει το ήθος του μέχρι τώρα: κινήσεις εντυπωσιασμού, διαφυγή στη Γαλλία λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του καθεστώτος... Και τώρα, αντί να συμπεριφερθεί με ευγένεια και μεγαλοψυχία, υιοθετεί εθνικιστική στάση και εκφράζει το σύμπλεγμα των Αλβανών που υπέστησαν διακρίσεις στην Ελλάδα. Με λίγα λόγια, εμείς οι Ελληνες συγγραφείς θα μπορούσαμε να τα βάλουμε με την Τουρκία και να κηρύξουμε συγγραφικό εμπάργκο. Ή με τη Γερμανία, διότι το περιοδικό Focus μάς καθυβρίζει. Ή με τις ΗΠΑ, που μας τοποθετούν στη λίστα των χωρών «υψηλού κινδύνου τρομοκρατίας». Συμπεραίνω ότι ο κ. Κανταρέ -όπως πολλοί από μας- δεν έχει βρει τον τρόπο να υπερβαίνει τα σύνορα στο πλαίσιο μιας διεθνιστικής συνεννόησης? τι κρίμα που οι συγγραφείς είναι το ίδιο μισαλλόδοξοι και μυωπικοί με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Και που, επιπλέον, αντιδρούν σαν δύστροπες και ανασφαλείς ντίβες επαρχιακής οπερέτας.

Tuesday, June 29, 2010

Ασυνήθιστοι, εμπνευσμένοι και γοητευτικοί

  • Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 26 Ιουνίου 2010

  • Ξεχωριστές προσωπικότητες μας τείνουν το χέρι μέσα από ελκυστικές βιογραφίες ή αυτοβιογραφικές αφηγήσεις που δεν ρίχνουν λαθραίες ματιές από την κλειδαρότρυπα, αλλά προχωρούν σε ουσιαστικές αναπλάσεις της ζωής, των ιδεών και του έργου τους
  • Οlivier Τodd ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ, ΜΙΑ ΖΩΗ
  • ΜΤΦ. ΡΙΤΑ ΚΟΛΑΪΤΗ, ΕΚΔ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 
Είναι ίσως η πιο έγκυρη βιογραφία του γάλλου συγγραφέα και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο που έχει και τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του. Πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του και με τον Σαρκοζί να θέλει να μεταφέρει τα λείψανά του στο Πάνθεον ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων, ο λόγος του μεγάλου αυτού ηθικού στοχαστή μπορεί ακόμη να ακτινοβολεί. Αναζήτησε έναν κανόνα ζωής, στο δημόσιο πεδίο αρνήθηκε το ψεύδος, την κυριαρχία, τον δεσποτισμό. Η ογκώδης βιογραφία του δοκιμιογράφου και συγγραφέα Ολιβιέ Τοντ παρακολουθεί βήμα προς βήμα τη ζωή και το έργο του συγγραφέα του παράλογου από τη στιγμή που γεννιέται το 1913 κάτω από τον λαμπερό ήλιο του Οράν μέχρι τη μοιραία διαδρομή του αυτοκινήτου του το 1960. Ανέκδοτα κείμενα και αλληλογραφία προσπαθούν να φωτίσουν την πολύπλοκη και σκεπτόμενη προσωπικότητά του.

  • Βorges- Sabato ΔΙΑΛΟΓΟΙ
  • ΜΤΦ. ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΙΣΑΓ. ΟΡΛΑΝΤΟ ΜΠΑΡΟΝΕ, ΕΚΔ. ΡRΙΝΤΑ 
Και ποιος δεν θα ήθελε να βρίσκεται ανάμεσά τους όταν συνομιλούσαν! Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο συμπατριώτης του Ερνέστο Σάμπατο συναντήθηκαν διαδοχικά, το 1975, με πρωτοβουλία του νεαρότερού τους δημοσιογράφου και συγγραφέα Ορλάντο Μπαρόνε και αυτοί οι «πλατωνικοί διάλογοι» (όπως τους αποκάλεσαν με χιούμορ) καταγράφηκαν σε μαγνητόφωνο. Τι δεν είχαν να πουν τα ιερά τέρατα της νοτιοαμερικανικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας: συγγραφική τέχνη, διακειμενικότητα, λογοκλοπή, φήμη, φαντασία, χρόνος, σύμπαν, φιλοσοφία, μουσική, γλώσσα, μετάφραση. Ατέλειωτες αναφορές που, μαζί με τις σημειώσεις, αποτελούν ένα ευφάνταστο εγκυκλοπαιδικό ευρετήριο.
  • Vladimir Μayakovsky ΕΡΩΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΙΛΙΑ ΜΠΡΙΚ
  • ΜΤΦ. ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ, ΕΚΔ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αν η αλληλογραφία αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο στη γραφή μιας βιογραφίας, τότε τα δημοσιευμένα γράμματα αποτελούν από μόνα τους ένα μερίδιο ζωής. Σε τούτο το βιβλίο διαβάζουμε τα γράμματα του επαναστάτη ποιητή προς την αγαπημένη του Λίλια Μπρικ. Εζησαν μαζί δεκαπέντε χρόνια και παρά τις διαρκείς τους μετακινήσεις δεν έχασαν ποτέ επαφή. Ενα μέσο ήταν η αλληλογραφία και τα τηλεγραφήματα. Εκείνος υπέγραφε «Σκυλάκι» και στο τέλος έβαζε και μια ζωγραφιά. Είναι συγκινητικό να διαβάζεις όχι μόνον λόγια αφοσίωσης και αγάπης αλλά και τις ανησυχίες του για την πνευματική ζωή, αναφορές σε βιβλία, παραστάσεις, φιλολογικό υλικό. Τα γράμματα καλύπτουν την περίοδο 1917-1930 και με τις σημειώσεις της έκδοσης διευρύνουν το κείμενο.
  • Αθηνά Κακούρη ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ
  • ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗΣ 
Με ένα βιογραφικό κείμενο, ευγενικό και κατασταλαγμένο, η Αθηνά Κακούρη, ύστερα από μια σειρά δημοφιλών βιβλίων, επικεντρώνεται στο χρονικό της προσωπικής της εμπλοκής με τα γράμματα. Γεννημένη στην Πάτρα το 1928, αντί των ναυτιλιακών γραφείων που την προόριζε ο πατέρας της, εντρύφησε στα γράμματα, στις μεταφράσεις, στις βιβλιοθήκες της Αμερικής. Οι μεταφράσεις τη βιοπόρισαν αλλά και την πλούτισαν με ένα προσωπικό γλωσσικό εργαλείο, προσεκτικό και ποικιλόμορφο. Ακολούθησαν τα αστυνομικά μυθιστορήματα και στη συνέχεια τα ιστορικά, ένα είδος που υπηρετεί με μεγάλη επιτυχία εδώ και τριάντα χρόνια «ελπίζοντας μήπως, μέσα απ΄ το ακύμαντο και αχανές πέλαγος του παγωμένου χρόνου, κάμεις επί τέλους κάτι να σαλέψει και ν΄ ανασάνει».

Φιλοσοφία
  • Ιan Davidson ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΟΛΤΑΙΡΟΥ
  • ΜΤΦ. ΝΙΚΗ ΠΡΟΔΡΟΜΙΔΟΥ, ΕΚΔ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 
Μπορεί σήμερα να ακούγεται κάπως ξεχασμένος και γνωστός μόνον για το «Καντίντ», όμως ο Βολταίρος (1694-1778) υπήρξε θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος και δεινός επιστολογράφος. Αγωνίστηκε ενάντια στην αυταρχική και βάρβαρη εξουσία του νομικού και ποινικού συστήματος, μίλησε πρώτος γι΄ αυτά που αργότερα θα αποκαλέσουμε «ανθρώπινα δικαιώματα». Οι συγκρούσεις του με τον Λουδοβίκο ΙΕ΄ είχαν ως αποτέλεσμα να ζήσει στην εξορία τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της ζωής του. Ο βρετανός συγγραφέας Ιαν Ντέιβιντσον εξηγεί εδώ πώς αυτή η εξορία αποτέλεσε ένα θεμελιώδες γεγονός για την ιστορία του Διαφωτισμού και ταυτόχρονα μάς ταξιδεύει με συναρπαστικό και απροσδόκητο τρόπο στην ιδιωτική ζωή του Βολταίρου σκιαγραφώντας το πορτρέτο του μέσα από πλούσιο ερευνητικό υλικό.
  • Αlexander Waugh ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΪΝ, ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΕ ΠΟΛΕΜΟ
  • ΜΤΦ. ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, ΕΚΔ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 
Ο πατέρας Καρλ Βιτγκενστάιν κατέφερε να αποκτήσει πλούτη και παλάτια, αλλά η καταλυτική επιρροή που ασκούσε στα εννιά παιδιά του κατέληξε στη διαμόρφωση μιας γενιάς νευρωτικών και ανταγωνιστικών αδελφών. Τρεις από τους γιους του αυτοκτόνησαν· ο Πάουλ, ο τέταρτος, έγινε ο παγκόσμιας φήμης μονόχειρας πιανίστας, ενώ ο Λούντβιχ, ο νεώτερος γιος, θεωρείται σήμερα ένας από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους του εικοστού αιώνα. Σε αυτό το δραματικό ιστορικό και ψυχολογικό έπος, ο Αλεξάντερ Γουό, εγγονός του βρετανού συγγραφέα Ιβλιν Γουό, καταγράφει τις εντυπωσιακές διακυμάνσεις της ζωής μιας οικογένειας που την κρατούσε ενωμένη η λατρεία της για τη μουσική, όμως τη χώρισαν τα χρήματα, η παράνοια, οι συγκρούσεις και οι κοσμογονικές αλλαγές που επέφεραν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι.

Εικαστικά Μόδα
  • Ρέα Τhonges-Στριγγάρη JΟSΕΡΗ BΕUΥS Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ
  • ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗ 
Πρόκειται για μια προσωπική αναφορά της Ρέας Τhonges-Στριγγάρη, αφιερωμένη στη ζωή και στο έργο του γερμανού καλλιτέχνη (1921-1986). Η συγγραφέας και ιστορικός τέχνης υπήρξε συνοδοιπόρος του Μπόις επί σειρά ετών αφότου τον γνώρισε στο Κάσελ στην documenta 5. Στο βιβλίο της παρακολουθεί τη δημιουργική πορεία του στον 20ό αιώνα, επιχειρώντας να συμπεριλάβει στοιχεία από την πολιτική και φιλοσοφική πλευρά του έργου του για τις σχέσεις τέχνης και κοινωνίας, αναλύοντας έργα και δρώμενα, παραθέτοντας συνεντεύξεις και συζητήσεις, συμπεριλαμβανομένου του Μίκη Θεοδωράκη στο Βερολίνο το 1973. Το φωτογραφικό υλικό είναι πλούσιο και συνοδευτικό των κειμένων. Η έκδοση, άψογα επιμελημένη, περιλαμβάνει βιβλιογραφία, χρονολόγιο, καταλόγους, ευρετήρια, καθιστώντας το μια φιλόδοξη πρόταση στην κατανόηση του οικουμενικού και ανατρεπτικού αυτού καλλιτέχνη.
  • Εντμόντ Σαρλ-Ρου Η ΑΤΙΘΑΣΗ, Η ΚΟΚΟ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΑΝΕΛ
  • ΕΚΔ. ΠΑΠΥΡΟΣ 
Η Εντμόντ Σαρλ-Ρού, πρόεδρος σήμερα της Ακαδημίας Γκονκούρ και προσωπική φίλη της Σανέλ, συνέταξε τη βιογραφία της γυναίκας που κατέκτησε τον κόσμο με μια βελόνα στο χέρι. Στο βιβλίο αυτό η έρευνα της βιογράφου ξεκινά από τα βάθη της γαλλικής επαρχίας, από τη Σεβέν, τον τόπο καταγωγής μιας οικογένειας γυρολόγων και φτάνει μέχρι τις τελευταίες στιγμές της στο Παρίσι, φωτίζοντας όλες τις αντιφάσεις του φαινομένου Σανέλ, ζωντανεύοντας σελίδες μιας άλλης εποχής. Στο βιβλίο της Εντμόντ Σαρλ-Ρου βασίζεται και η ταινία της Αν Φοντέν «Coco avant Chanel», με πρωταγωνίστρια την Οντρέ Τοτού.

Μαρτυρίες
  • Ποθούλα Κανούτα-Καψαμπέλη FLΑSΗΒΑCΚ, ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΕΧΩΡΟΥΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥΣ
  • ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ 
Το όνομά της προέρχεται από την ηρωίδα τηςΤρισεύγενης, του Κωστή Παλαμά, φίλου του νονού της. Γεννημένη στη Βοστώνη από πατέρα Καρπενησιώτη και μητέρα Κωνσταντινουπολίτισσα, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που αγαπούσε τη γνώση. Παρά τις διαρκείς μετακινήσεις της οικογένειάς της και του συζύγου της, διπλωμάτη Γεωργίου Καψαμπέλη, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δεν έχασε ποτέ την ελληνική της ταυτότητα, αφού το 1966 ανέλαβε και το τμήμα εθνικών χορών του Λυκείου Ελληνίδων. Η Ποθούλα Κανούτα- Καψαμπέλη αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, σε ηλικία πια ενενήντα χρονών, όσα είδε και έμαθε από τη μυθιστορηματική της ζωή, φτάνοντας το 1945 με στάση στην Πορτογαλία. Δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το βιβλίο της ούτε να αποτελειώσει τον δεύτερο τόμο, σίγουρα όμως το γεμάτο χιούμορ και πάθος πνεύμα της θα παραμείνει ολοζώντανo.

Η κούρσα που oνομάζεται πολιτική

  • Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 26 Ιουνίου 2010

  • Τα δοκίμια της νέας εσοδείας οξύνουν τον προβληματισμό μας για την κρίση της δημοκρατίας, τη χρησιμότητα της πολιτικής, τις αναταραχές του φύλου και της ταυτότητας και φυσικά για τον καπιταλισμό
  • Daniel Cohen Η ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥΚΑΚΟΥ
  • ΜΤΦ. ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ ΕΚΔ. ΠΟΛΙΣ  
Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο Χόλιγουντ και από την κρίση της δεκαετίας του ΄30 στη σημερινή, ο δυτικός πολιτισμός εμφανίζεται ως θεμελιώδες πρόβλημα. Πώς είναι δυνατόν αυτός ο ίδιος πολιτισμός που έσωσε την ανθρωπότητα από την πείνα να προκάλεσε δύο Παγκοσμίους Πολέμους; Ο καπιταλισμός ο οποίος θριάμβευσε στο τέλος του 20ού αιώνα γνωρίζει άραγε πού πηγαίνει ή μήπως παραμένει έρμαιο της συγκυρίας, της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της αβεβαιότητας συστημικής τάξης που πλανάται στο στερέωμα;
  • Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
  • ΕΚΔ. ΕΥΡΑΣΙΑ 
Πριν από μερικά χρόνια ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος είχε εκδώσει μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Κορνήλιο Καστοριάδη για τις σχέσεις της φιλοσοφίας με την σύγχρονη επιστήμη. Τώρα επανέρχεται με την επίσης καίρια μελέτη του πάνω στις πολιτικές απόψεις του έλληνα φιλοσόφου για τη δημοκρατία. Πρέπει να πάρουμε κατά γράμμα τις θέσεις του Κορνήλιου Καστοριάδη για την άμεση δημοκρατία ή μήπως πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στις γραμμές τους προτάσεις οι οποίες μπορεί να προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις, όπως ο φιλελευθερισμός, και συγκλίνουν με τις δικές του; Προβληματική άκρως επίκαιρη αν λάβουμε υπόψη μας πως μία από τις συνιστώσες της σημερινής κρίσης, είναι και η κρίση της δημοκρατίας.
  • Στέλιος Ράμφος ΤΟ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
  • ΕΚΔ. ΑΡΜΟΣ 
Μία άκρως ενδιαφέρουσα και εντελώς ιδιοσυγκρασιακή, καθ΄ ότι ραμφική, περιήγηση σε μία από τις πιο άγνωστες περιοχές της ελληνικής σκέψης, στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, την ανθολογία των ασκητικών και ησυχαστικών κειμένων. Ο Στέλιος Ράμφος ανακαλύπτει κρυφές διαδρομές που ξεκινούν από τους μακρινούς βυζαντινούς αιώνες και φτάνουν να επηρεάζουν το δικό μας σήμερα. Εντάσσοντας τα κείμενα αυτά στη φιλοσοφική τους προοπτική, εντοπίζοντας τις πλατωνικές και τις πλωτινικές καταβολές τους φτάνει να ιχνογραφήσει το πορτρέτο τού εντελώς ιδιαίτερου ανθρώπινου τύπου που ακούει στο όνομα «νεοέλληνας». «Με το να δίνουμε μυθικοϊδεολογικές αποκρίσεις στα ερωτήματα της ζωής, θεωρούμε τον εαυτό μας διαφορετικά από ό,τι τον αισθανόμαστε». Ασκήσεις αυτογνωσίας, για να αντιμετωπίσετε το χάος της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
  • Βασίλης Καραποστόλης ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΙΛΕΩΣΗ, ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
  • ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗ 
Πόθεν η εσωτερική παρόρμηση αυτοκαταστροφής, μία από τις σταθερές της νεοελληνικής συλλογικής ύπαρξης; Είναι το ιδιαίτερο χάρισμα του υπέροχου λαού μας ή μήπως μια ψυχολογική αντίδραση η οποία, όπως στους αυτόχειρες, μας βοηθάει να πιστέψουμε πως είμαστε κύριοι της τύχης μας; Κι αν είναι έτσι, τότε από ποιες εσωτερικές κοινωνικές δυνάμεις ξεπηδούν όλα αυτά τα πρόσωπα που αντιστάθηκαν στην αυτοκαταστροφή και λειτούργησαν ως δότες; Μια πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιαιτέρως επίκαιρη μελέτη της νεοελληνικής κοινωνικής ψυχοσύνθεσης μέσα από προσωπογραφίες όσων ακριβώς αντιστάθηκαν στη σταθερή ηθική αξία της τάσης μας για αυτοκαταστροφή.
  • Βασίλης Κρεμμυδάς Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ
  • ΕΚΔ. ΤΥΠΩΘΗΤΩ 
Πώς και σε πόσο βαθμό επηρέασε η «Μεγάλη Ιδέα» τη νεοελληνική ιδεολογία, και ιδεοληψία, είναι γνωστό. Αντιθέτως αυτό που είναι, σχεδόν άγνωστο, είναι πού και πότε γεννήθηκε και μέσα από ποιες διαδρομές κατάφερε να αναπτύξει έναν κορμό τόσο εύρωστο και με τόσα παρακλάδια. «... Πόσον εμακρύνθημεν της μεγάλης εκείνης της πατρίδος ιδέας»- η φράση ανήκει στον Ιωάννη Κωλέττη, τον πνευματικό πατέρα της μεγάλης ιδέας, και ακούστηκε για πρώτη φορά στην Εθνοσυνέλευση τον Ιανουάριο του 1844. Λειτούργησε σαν την ανακοίνωση ενός προγράμματος εθνικής πολιτικής, αφού γύρω της οργανώθηκε ένας ολόκληρος χορός φαντασμάτων που ταλάνισαν την ύπαρξή μας όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης.
  • Τζίνα Πολίτη Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
  • ΕΚΔ. ΑΓΡΑ
Οσοι πιστεύουν ότι η ανάγνωση είναι μια παθητική δραστηριότητα είναι βέβαιο ότι δεν θα κάνουν τον κόπο να διαβάσουν τα δοκίμια αυτά. Οσοι, αντιθέτως, πιστεύουν ότι η ανάγνωση είναι μια τέχνη, εξίσου σημαντική και με την ίδια την γραφή ενίοτε, είναι εξίσου βέβαιο ότι έχουν πολλά να κερδίσουν. Με ένα σημαντικό θεωρητικό οπλοστάσιο στη διάθεσή της η Τζίνα Πολίτη μοιάζει με έναν από τους τελευταίους Μοϊκανούς. Αναφέρομαι σε όσους θεωρούν, ακόμη και σήμερα, πως η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος σκέψης και όχι απλώς πασατέμπος και ότι η λογοτεχνία, χωρίς ερμηνευτική προσέγγιση, είναι μια ανάπηρη δραστηριότητα.
  • Fernando Savater ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΓΙΟΜΟΥΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
  • ΜΤΦ. ΑΓΑΘΗ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗ 
«Θυμάσαι τη δεύτερη ραψωδία της Ιλιάδας»; Είναι μάλλον βέβαιο πως αν η ερώτηση τεθεί στους ενοίκους του ελληνικού Κοινοβουλίου η απάντηση θα αφήσει μάλλον αμήχανο όποιον τόλμησε να τη σκεφθεί. Δεν είναι η περίπτωση του Σαβατέρ που εξηγεί στον γιο του τον θυμό του Αχιλλέα, την αντίδραση του Αγαμέμνονα, την επιχειρηματολογία τους και την προσπάθειά τους να πείσουν τους άρχοντες των Αχαιών για το δίκιο τους. Μια βασική διαδρομή του ράλι που λέγεται πολιτική, γραμμένη με το χιούμορ και την ευφυΐα του ισπανού στοχαστή. Απαραίτητο ανάγνωσμα για όσους αναρωτιούνται, και με το δίκιο τους, σε τι χρησιμεύει η πολιτική στην ανθρώπινη ζωή και σε τι η πολύπαθη έννοια της δημοκρατίας.
  • Βruce Ηaddock ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 1789 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
  • ΜΤΦ. ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΡΟΣΥΝΟΣ ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗ 
Πολιτική και πάλι πολιτική. Μάλλον δεν είναι τυχαίο. Με δεδομένη την ταλαιπωρία που υφίσταται η ζωή στις αρχές του 21ου αιώνα από την ανικανότητα του πολιτικού λόγου να πείσει τόσο για τις καλές του προθέσεις όσο και για την αποτελεσματικότητά του, κάθε αναδρομή στην ιστορία της πολιτικής σκέψης είναι πολύτιμη. Στην περίπτωση αυτή η αναδρομή φέρει μια έγκυρη υπογραφή βρετανικών προδιαγραφών και αγγίζει τα κεντρικά θέματα της πολιτικής όπως «ελευθερία», «κοινωνική ευημερία», «έθνος- κράτος», «ολοκληρωτισμός» ανθολογώντας τους διανοητές που τα επεξεργάστηκαν, από τον Λοκ, τον Ρουσό, τον Χέγκελ, τον Τοκβίλ και τον Μαρξ ώς τον Λένιν, τον Σμιτ και τον Χάγεκ.
  • Chantal Μouffe ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ
  • ΜΤΦ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗΣ ΕΚΔ. ΕΚΚΡΕΜΕΣ 
Μετά την κατάρρευση των μεγάλων ιδεολογιών του 20ού αιώνα δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι στα ερείπιά τους θάφτηκε και η πολιτική. Μαζί με το τέλος της Ιστορίας, που η αρχή του 21ου αιώνα το διέψευσε θορυβωδώς, το τέλος της Πολιτικής είναι η δεύτερη πιο εύγευστη διανοητική καραμέλα της μετανεωτερικότητας. Αυτήν ακριβώς την ιδεοληψία προσπαθεί να ανατρέψει η Σαντάλ Μουφ στο κείμενό της. Ξεκινώντας από την υπόθεση ότι δεν υπάρχει «πολιτική» χωρίς ανταγωνισμό και χωρίς σύγκρουση, προσπαθεί να αποδείξει ότι οι κυρίαρχες αντιλήψεις περί ακομμάτιστης δημοκρατίας, κοσμοπολίτικης δημοκρατίας ή περί παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών είναι αίολες και ανίκανες να διαχειριστούν τα του κόσμου μας.
  • Judith Βutler ΛΟΓΟΔΟΤΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ
  • ΜΤΦ. ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ ΕΚΔ. ΕΚΚΡΕΜΕΣ 
Φεμινίστρια σίγουρα ναι, αριστερή οπωσδήποτε και είναι να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν όταν διαθέτεις δύο τόσο ισχυρά στοιχεία ταυτότητας να αισθάνεσαι την ανάγκη να λογοδοτείς για τον εαυτό. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται για εξομολογητικό κείμενο. Πρόκειται για μια διερεύνηση του πεδίου της προσωπικής ταυτότητας και της ατομικής ευθύνης η οποία συνδιαλέγεται με διανοητές όπως ο Λεβινάς, ο Φουκό και ο Αντόρνο.
  • Δημοσθένης Κούρτοβικ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
  • ΕΚΔ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 
Τον Κούρτοβικ τον ξέρουμε ως μυθιστοριογράφο και κριτικό. Ηρθε ο καιρός να τον γνωρίσουμε και ως επιστήμονα. Ξαναδουλεμένη η πανεπιστημιακή αυτή εργασία ανιχνεύει μέσα από τα βιολογικά και πολιτισμικά δεδομένα τον ρόλο της σεξουαλικότητας στην ανάπτυξη του είδους. Μία αναδρομή στη βασική αυτή ανθρώπινη δραστηριότητα που ξεκινάει από τον αρχάνθρωπο και καταλήγει σε συνθετικά συμπεράσματα τα οποία εμπεριέχουν και τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα επί του θέματος.
  • Jacques Lacan ΤΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟ «ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ»
  • ΜΤΦ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΕΡΓΕΤΗΣ, ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΚΙΔΗ ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗ 
Ενα από τα θεμελιώδη κείμενα της σύγχρονης ψυχανάλυσης και του λακανισμού. Με την ανάγνωση που έκανε ο Ζακ Λακάν του κειμένου του Πόε «Το κλεμμένο γράμμα», επανέφερε τον Φρόιντ στην συζήτηση περί ψυχανάλυσης και ανέδειξε τη δομή του ασυνειδήτου ως μια μεταβιολογική μνήμη που υπάγεται στη δικαιοδοσία του γράμματος και του συντακτικού του. Ενα κείμενο που έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται η έννοια του υποκειμένου από τους ψυχαναλυτές.
  • Αlain Βadiou ΜΙΚΡΟ ΦΟΡΗΤΟ ΠΑΝΘΕΟΝ
  • ΜΤΦ. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΙΤΣΩΡΗΣ ΕΚΔ. ΑΓΡΑ 
Υπάρχει σύγχρονη φιλοσοφική σκηνή; Και αν ναι, τι θέλουν να πουν όλοι αυτοί που τη διαχειρίζονται προσπαθώντας να πείσουν το κοινό τους ότι όλα άλλαξαν και πως μπορείς να κάνεις φιλοσοφία χωρίς να λαμβάνεις υπόψη σου την παράδοσή της; Το κείμενο αυτό αποτελείται από αναλύσεις που αποτίουν φόρο τιμής στους παλιούς καλούς δασκάλους όπως ο Σαρτρ, ο Λιοτάρ, ο Ντελέζ, ο Φουκό ή ο Σατλέ που υπηρέτησαν τη φιλοσοφική σκέψη με την ευσυνειδησία του μαχητή και όχι με την ελαφρότητα του «μιντιακού» σταρ.
  • Γιάννης Χαμηλάκης, Νicoletta Μomigliano ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ
  • ΜΤΦ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΡΑΣ ΕΚΔ. ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ 
Μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια μελέτη για τον Μινωικό πολιτισμό. Το ενδιαφέρον όμως του κειμένου δεν περιορίζεται σ΄ αυτό. Πρόκειται για μια μελέτη της επίδρασης που έχει η σύγχρονη ματιά στις αντιλήψεις μας για τον πανάρχαιο πολιτισμό, πώς επηρεάστηκε και πώς επηρεάζει τον τουρισμό και τα ΜΜΕ, πώς χρησιμοποιήθηκε για την επιδίωξη συγκυριακών στόχων και πώς η οικονομία της αρχαιολογικής πρακτικής διαμόρφωσε την εικόνα του.

Μεγάλες πωλήσεις παρά την κρίση


  • Γράφει ο Μανώλης Πιμπλής, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 26 Ιουνίου 2010

  • Η οικονομική κρίση δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε τον χώρο του βιβλίου και ο Μάιος θορύβησε τους εκδότες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι βιβλία δεν πωλούνται. Το αντίθετο. Η παραγωγή παραμένει αρκετά μεγάλη και υπάρχουν πολλά βιβλία που γίνονται οι ατμομηχανές της
Για πολύ μεγάλα νούμερα βαδίζει, λ.χ., το νέο μυθιστόρημα της πολυδιαβασμένης Λένας Μαντά Το Τελευταίο τσιγάρο (Ψυχογιός), που κυκλοφόρησε τον Μάιο και πήγε γρήγορα στα 60.000 αντίτυπα. Οι Εκδόσεις Ψυχογιός προτείνουν αρκετά βιβλία αυτής της κατηγορίας, δηλαδή μυθιστορήματα με ρομαντικές ή δραματικές ανθρώπινες ιστορίες, με ιδιαίτερη επιτυχία. Το Μερσέντες Χιλ της Χρυσηίδας Δημουλίδου πούλησε 40.000 αντίτυπα, η Λευκή ορχιδέα της Καίτης Οικονόμου 29.000, το Αν δεν υπήρχε αύριο της Μαρίας Τζιρίτα 23.000, το Η νύφη φορούσε μαύρα της Σόφης Θεοδωρίδου 17.000, το Αγαπώ θα πει χάνομαι της Ρένας Ρώσση-Ζαΐρη 15.000 και η Δωροθέα ντε Ροπ του Γιώργου Πολυράκη 13.000. Το μυθιστόρημα της Νικόλ-Αννας Μανιάτη Το τίμημα (Ωκεανίδα) έχει πουλήσει σε δύο μήνες 10.000 αντίτυπα.

Η φετινή σοδειά έχει και άλλου τύπου μυθιστορήματα: πολύ καλά ξεκίνησε το Ενα πεινασμένο στόμα της Λένας Διβάνη (Καστανιώτης) με 14.000 αντίτυπα και πολύ καλά πηγαίνουν τα βιβλία των ίδιων Εκδόσεων Νύχτες με ουρά του Αντώνη Σουρούνη (11.000) και Πανωλεθρίαμβος του Κωνσταντίνου Τζούμα (9.000). Το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου Απόψε δεν έχουμε φίλους (Μεταίχμιο) έχει πουλήσει από ντο Μάρτιο 10.000 αντίτυπα, ενώ και ο Ανθρωπος του Τείχους του δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη (Μεταίχμιο) πούλησε σε ένα μήνα 9.000 αντίτυπα.

Το Logicomix των Απόστολου Δοξιάδη, Χρίστου Παπαδημητρίου (Ικαρος), το πρώτο ελληνικό γκράφικ νόβελ που χτύπησε την πόρτα του μεγάλου κοινού, έχει πουλήσει συνολικά 55.000 αντίτυπα, από τα οποία τα 25.000 το 2010. Το Ο χρόνος πάλι της Σώτης Τριανταφύλλου (Πατάκης) πούλησε από τον Νοέμβριο 16.500 αντίτυπα, η Εκδίκηση της Σιλάνας του Γιάννη Ξανθούλη (Ελληνικά Γράμματα) πούλησε από τον Νοέμβριο 15.000. Το βραβευμένο με Βραβείο Διαβάζω Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή του Βασίλη Γκουρογιάννη (Μεταίχμιο) πούλησε σε ένα χρόνο 8.000 αντίτυπα. Το πρόσφατο ιστορικό μυθιστόρημα του Ευάγγελου Μαυρουδή Η θάλασσά μας (Κέδρος) έχει πουλήσει 10.000 αντίτυπα. Τα μικρά πεζά με τίτλο Γυναικών του ποιητή Μιχάλη Γκανά (Μελάνι) έφτασαν τα 7.000 αντίτυπα. Το καινούργιο μυθιστόρημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου Το ξυπόλητο σύννεφο (Ωκεανίδα) πούλησε από τον Απρίλιο 5.000 αντίτυπα.

Η νέα ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά Τα εύρετρα (Ικαρος) πούλησε σε ένα μήνα 4.000 αντίτυπα, αριθμός εντυπωσιακός για την ποίηση. Οπως εντυπωσιακή είναι και η απήχηση του Πάμπλο Νερούδα. Τα Ερωτικά Ποιήματα που αποδόθηκαν από την Αγαθή Δημητρούκα και κυκλοφόρησαν σε δίγλωσση έκδοση (Πατάκης) πούλησαν από το φθινόπωρο 11.000 αντίτυπα (τα 5.000 το 2010). Οσο για τους κλασικούς: ο Λεωνής του Γ. Θεοτοκά (Εστία) πούλησε φέτος 6.000 αντίτυπα.[...] ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Εμφύλιος και εξορία εμπνέουν τη λογοτεχνία

  • Πώς η πεζογραφία άνοιξε τον δρόμο στην Ιστορία για να ασχοληθεί με τα θέματα ταμπού


Θέλω ευθύς εξαρχής να μπω στην ουσία του θέματος: χάρη στην τόλμη της λογοτεχνίας και παρά τις ορατές και αόρατες αντιξοότητες που αυτή αντιμετώπισε, νέοι ορίζοντες άνοιξαν και ταμπού που σχετίζονταν με τη μνήμη της Κατοχής και του Εμφυλίου καταρρίφθηκαν. Πρόκειται, αναμφίβολα, για κάτι εντυπωσιακό. Η ιστοριογραφία κατάφερε κάτι ανάλογο, με σημαντική όμως καθυστέρηση, μεγαλύτερους δισταγμούς και εν τέλει οξύτερες αντιδράσεις.

Οσοι διάβασαν την Πολιορκία και τον Ιαγουάρο του Κοτζιά, το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, το Πένθιμο Εμβατήριο του Πατατζή, την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Ζέη ή την Κάθοδο των Εννιά και την Ορθοκωστά του Βαλτινού, για να αναφέρω μερικά μόνο παραδείγματα, κατανοούν σε τι αναφέρομαι. Ζητήματα που είτε έμεναν ανέγγιχτα είτε παρουσιάζονταν σχηματικά και απλοποιημένα από την ιστοριογραφία και τη δημόσια ιστορία αναδείχθηκαν από την πεζογραφία πολλές φορές με συγκλονιστικό τρόπο.

Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί η πεζογραφία κατάφερε να αναδείξει καταστάσεις, συναισθήματα και συμπεριφορές που η κοινότητα των ιστορικών μόνο καθυστερημένα μπόρεσε να το κάνει; Η Βενετία Αποστολίδου μάς δίνει πειστικά την απάντηση από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου της: «Η λογοτεχνία προσφέρει αφηγηματικά μοντέλα για την αφήγηση του τραύματος ενώ ταυτόχροναπροσφέρει μια κοινωνική αρένα πιο ασφαλή (γιατί προστατεύεται από τη μυθοπλασία) από τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της δημόσιας ιστορίας. Μπορεί να λειτουργήσει, και έτσι έχει λειτουργήσει η λογοτεχνία που μιλάει για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, ως ένας ενδιάμεσος δημόσιος χώρος στον οποίο δοκιμάστηκαν πρώτα μνήμες και ερμηνείες οι οποίες αργότερα πέρασαν στην ιστοριογραφία και στη δημόσια αντιπαράθεση» (σελ. 21).

Το βιβλίο της Αποστολίδου εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στους πολιτικούς πρόσφυγες. Το έργο αυτό μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια, ένα είδος τόμου Β΄, σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο της Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά: Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή, 1947-1981 (Αθήνα, Πόλις, 2003).

Οπως η ίδια δηλώνει, το ενδιαφέρον της για τους πολιτικούς πρόσφυγες προέκυψε από τη μελέτη του έργου του Δημήτρη Χατζή, ενός από τους επιφανέστερους συγγραφείς-πολιτικούς πρόσφυγες (σελ. 10). Η Αποστολίδου αναλύει λοιπόν τους πο λιτικούς πρόσφυγες τόσο ως υποκείμενα της λογοτεχνικής παραγωγής, ως συγγραφείς δηλαδή, αλλά και ως πεδίο έμπνευσης εκ μέρους των πεζογράφων.

Οι πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν από πολλές πλευρές μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα με αρκετή ποικιλομορφία στο εσωτερικό τους. Ζώντας σε αυτό που ο Ηλιος Γιαννακάκης ονόμασε refugeeland της Ανατολικής Ευρώπης, αρκετοί από αυτούς συνειδητά στρατευμένοι αλλά οι περισσότεροι άθελά τους εκεί ως βιαίως επιστρατευμένοι ή ως παιδιά του «παιδομαζώματος», βίωσαν μια διπλή εξουσία: αυτή των κομμουνιστικών καθεστώτων από τη μία και του ΚΚΕ από την άλλη. Το Κόμμα αποτέλεσε αρχικά τον μόνο οργανωτικό φορέα κοινωνικοποίησης για αυτούς. Από πολλές πλευρές, η δεύτερη εξουσία υπήρξε περισσότερο «πανοπτική», δηλαδή ολοκληρωτική, από την πρώτη. Με άλλα λόγια, η ζωή των πολιτικών προσφύγων, τουλάχιστον για μια μεγάλη χρονική περίοδο, υπήρξε απόλυτα ελεγχόμενη από το ελληνικό κόμμα. Ετσι, επιχειρώντας η Αποστολίδου να αναλύσει τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στους πολιτικούς πρόσφυγες, αναδεικνύει την ίδια την κοινωνία και την εξουσία του ΚΚΕ στον χώρο της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ.

Το πρώτο κεφάλαιο εστιάζει στην ποσοτική καταγραφή της λογοτεχνικής παραγωγής των πολιτικών προσφύγων. Η παραγωγή αυτή δεν είναι αμελητέα. Ο κομματικός εκδοτικός οίκος εξέδωσε 249 λογοτεχνικά βιβλία ως το 1968. Το 37% αυτών ήταν έργα πολιτικών προσφύγων (σελ. 30-31). Η Αποστολίδου επισημαίνει πως το ποιοι εξέδιδαν τα έργα τους αποτελούσε μια πολιτική απόφαση: «Ευνοούνταν εκείνοι οι λογοτέχνες που θεωρούνταν περισσότερο κομματικοί ή εν πάση περιπτώσειεκείνοι που έγραφαν τη λογοτεχνία η οποία ανταποκρινόταν στις επίσημες κομματικές προσδοκίες» (σελ. 40).

Στο δεύτερο κεφάλαιο η συγγραφέας πραγματεύεται τη σχέση ανάμεσα στο τραύμα και στη λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων. Με άλλα λόγια, επικεντρώνεται στα έργα των πολιτικών προσφύγων που έχουν ως αντικείμενο τους την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, περίοδος που θεωρείται η μήτρα του τραύματος για την ελληνική κοινωνία και ειδικότερα για αυτούς που είχαν με τη μία ή την άλλη μορφή εμπλοκή στα γεγονότα. Το μεγαλύτερο μέρος της αφηγηματικής παραγωγής των προσφύγων αποτελείται από τέτοια κείμενα (σελ.

51) καθώς τα έργα που μιλούν για τη ζωή τους στην προσφυγιά συνιστούν ένα μικρότερο σύνολο. Τα έργα αυτά πραγματεύεται η Αποστολίδου στο τρίτο κεφάλαιο.

Το τέταρτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται Η εικόνα των πολιτικών προσφύγων στη μεταγενέστερη πεζογραφία έχει ως αντικείμενο την αναπαράσταση του πολιτικού πρόσφυγα στη λογοτεχνική παραγωγή από αριστερούς και μη λογοτέχνες.

Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει χαρακτήρα επιλόγου, η Αποστολίδου επιχειρεί να εντάξει την πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων στο πλαίσιο της πεζογραφίας για τον Εμφύλιο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για την πιο ενδιαφέρουσα και προκλητική ενότητα του βιβλίου. Εξετάζει τη σχέση ανάμεσα σε δύο τουλάχιστον παράλληλες μνημονικές κοινότητες: των πολιτικών προσφύγων από τη μία και των επιζησάντων στην Ελλάδα από την άλλη (σελ. 132).
  • ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
Στην υπερορία (την εξορία έξω από τα όρια της χώρας) η συλλογική μνήμη προσδιορίστηκε από το μονοπώλιο εκ μέρους του ΚΚΕ των μηχανισμών προπαγάνδας και κοινωνικοποίησης. Στην Ελλάδα όμως τα πράγματα υπήρξαν περισσότερο πολύπλοκα. Συνηθίζουμε να αναφερόμαστε στην ύπαρξη δύο μνημονικών κοινοτήτων που πολύ συχνά παρουσιάζονται και ως πολιτικά στρατόπεδα: αυτό των νικητών του Εμφυλίου και εκείνο των ηττημένων. Στην πραγματικότητα,όπως επιμένει ορθά η Αποστολίδου, αυτή η διάκριση είναι εξαιρετικά σχηματική και εν τέλει προβληματική. Αναπτύχθηκαν πολύ περισσότεροι, ενδιάμεσους θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε, τύποι μνήμης που προσδιορίζονται αναμφίβολα από τις ιδιαιτερότητες της υποκειμενικής και συλλογικής σύνδεσης με τα γεγονότα. Υπό αυτή την οπτική, η συλλογική μνήμη στις δημοκρατίες δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος όπου όσο περισσότερο επιτρέπεται σε μια ομάδα να θυμάται δημόσια τόσο περισσότερο επιβάλλεται σε μια άλλη ομάδα να ξεχνά. Η συλλογική μνήμη στις δημοκρατίες είναι πλουραλιστική, γεμάτη αντιφατικές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες μικρομνήμες.

Εν τέλει,όπως αναλύει η Αποστολίδου αναφερόμενη στην Ορθοκωστά του Βαλτινού, η προβολή του τραύματος της μιας πλευράς σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει την αναγνώριση του τραύματος της άλλης. Αντίθετα, καθώς οι αφηγήσεις πληθαίνουν, ο αναγνώστης εμπλέκεται στον φαύλο κύκλο της εμφύλιας βίας και ως το τέλος του βιβλίου τού έχει καταστεί πλέον αδιάφορο για ποιας πλευράς το τραύμα πρόκειται.

Κάπως έτσι, εν τέλει, δεν συμφιλιώνονται οι κοινωνίες με το παρελθόν τους;

Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Βενετία, η μάσκα της Ιταλίας

  • Στο εξαίρετο χρονικό της για την πόλη των Δόγηδων η συγγραφέας Τζαν Μόρις συνθέτει τον μύθο και την ιστορία, τη δόξα και την παρακμή μιας πόλης που υπήρξε το εκπληκτικότερο δημιούργημα του αστικού πολιτισμού


Αν εξαιρέσει κανείς τον Ζαν Πολ Σαρτρ που αντιπαθούσε τη Βενετία γιατί τη θεωρούσε την κατ΄ εξοχήν έκφραση του αστικού πολιτισμού και τον Ντ. Χ. Λόρενς ο οποίος την εύρισκε «γλιτσερή και βρώμικη» δεν υπάρχουν παραδείγματα συγγραφέων πρώτης γραμμής που να μην ένιωσαν την απαράμιλλη γοητεία αυτής της μαγικής πόλης η οποία δέχεται σήμερα κατά μέσο όρο 100.000 επισκέπτες την ημέρα.

Η γοητεία της πόλης των Δόγηδων διαποτίζει και τις σελίδες της Βενετίας της Τζαν Μόρις, μιας από τις σημαντικότερες συγγραφείς ταξιδιωτικής λογοτεχνίας παγκοσμίως. Και παρά το γεγονός ότι από τον Ράσκιν ως τον Τόμας Μαν και από τον Μπάιρον ως τον Πολ Μοράν και τον Γιόζεφ Μπρόντσκι αμέτρητοι συγγραφείς έγραψαν εξαίσιες σελίδες για τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία έχει κανείς την αίσθηση πως γι΄ αυτή την πόλη, που τη γέννησε και τη δόξασε η θάλασσα και σήμερα απειλεί να την καταπιεί, μπορούν να γραφτούν άλλες τόσες και περισσότερες σελίδες, εξίσου γοητευτικές και φαντασμαγορικές, γεμάτες ρεμβασμό και θλίψη.
  • Ρεμβασμός και θλίψη
Ρεμβασμό, νοσταλγία και θλίψη αποπνέει το βιβλίο της Τζαν Μόρις αλλά και αγάπη για την πόλη, για τους κατοίκους της, για το φθαρμένο παρελθόν της, για τις σκιές που τη στοιχειώνουν, τους στενούς δρόμους, τα παλάτια της, τα πλεούμενά της, τις μεταμορφώσεις της που είναι ατελεύτητες και ακολουθούν τις αλλαγές του καιρού. Και ακόμη, για τις ιστορικές της περιπέτειες, τα μεγαλεία και τις καταπτώσεις της, την ποίηση, τα πάθη αλλά και τις φανερές ή κρυμμένες βαρβαρότητές της. Η Βενετία είναι το πληρέστερο και ταυτοχρόνως το πλέον διαβρωμένο μνημείο του αστικού πολιτισμού. Είναι ακόμη μια τεράστια πασαρέλα, μια ατελεύτητη παρέλαση αριστουργημάτων, μια κινούμενη ακουαρέλα χρωμάτων που απλώνονται από την πιατσάλε Ρόμα και ακολουθώντας το Μεγάλο Κανάλι φθάνουν ως κάτω στη θάλασσα.

Η Μόρις όμως, μολονότι ξεδιπλώνει με αναμφισβήτητο οίστρο στην αφήγησή της την ιστορία και τον μύθο της πόλης, δεν αρκείται σε αυτά. Εχει εξαίρετες σελίδες όχι μόνο για τα εξαίσια κτίσματα και τους κατοίκους της αλλά και τα άλλα πλάσματα που είναι κάτοικοι αυτού του απίστευτου σκηνικού. Για τις γάτες της λ.χ., τις οποίες ένας άλλος μετρ της ταξιδιογραφίας, ο Πολ Μοράν, είπε ότι είναι «τα γεράκια της Βενετίας», για τα αναρίθμητα περιστέρια της, ακόμη και για τις στρατιές των ποντικών που τρέχουν στα σωθικά των κτιρίων της.

Η Μόρις είναι παρατηρητική με τους ανθρώπους. Μια πόλη της φθοράς είναι και πόλη του πένθους, γι΄ αυτό και επισημαίνει επί παραδείγματι ότι οι κηδείες είναι πιο σημαντικές, εδώ, από τους γάμους. ΄Η πως οι ψαράδες «έχουν μια κλίση για το μακάβριο» που είναι «γνήσια βενετσιάνικη» ή πως το «αφροδισιακό της» ονομάζεται επιτυχία, η οποία είναι βέβαια συνδεδεμένη με τον πλούτο αλλά ταυτόχρονα και με εκείνο που ένας ιστορικός, ο Λάουρο Μαρτίνες, θεώρησε ως ουσία της ιστορίας και της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής της συγκρότησης: τον συνδυασμό δύναμης και φαντασίας, αυτόν που κατέστησε τη Βενετία θαλασσοκράτειρα.

Η πόλη έχει ιστορία 16 περίπου αιώνων, από το 421 που ιδρύθηκε ως σήμερα. Τα σημαντικότερα γεγονότα που όρισαν την πορεία και τη μοίρα της περνούν μέσα στις σελίδες του εκτενούς αυτού οδοιπορικού στον χώρο και τον χρόνο, γραμμένου από μια συγγραφέα η οποία ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες αλλά διαθέτει και ρομαντική καρδιά.

Η ποίηση της Βενετίας είναι ανυπέρβλητη και καμιά άλλη πόλη καναλιών, ούτε το Αμστερνταμ ούτε η Πετρούπολη, μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Δεν πρέπει λοιπόν να θεωρούμε τυχαίο που δύο από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα, ο Εζρα Πάουντ και ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, την επέλεξαν ως τελευταία τους κατοικία. Και οι δύο είναι θαμμένοι μαζί με πλήθος άλλες διασημότητες (ανάμεσά τους ο Στραβίνσκι και ο Ντιαγκίλεφ) στο νεκροταφείο της Βενετίας, στο νησάκι Σαν Μικέλε. Στο ίδιο νεκροταφείο είναι θαμμένοι και πολλοί βενετσιάνοι ελληνικής καταγωγής, αφού η εκεί ελληνική κοινότητα υπήρξε από τις πιο ανθηρές, δραστήριες και εύπορες.

«Η Βενετία είναι η μάσκα της Ιταλίας» είχε πει ο Μπάιρον. Η Μόρις μοιάζει να μας λέει πως η μάσκα δεν είναι μία, ότι η Βενετία αποτελείται από πολλές μάσκες που η μία καλύπτει την άλλη. Μπορεί κανείς να τις αποκαλέσει στρώματα των εποχών, εκδοχές του ανείπωτου, φανερώματα του αόρατου, απάτες του ορατού. Οσοι έχουν επισκεφθεί την πόλη θα την ξαναθυμηθούν διαβάζοντας το βιβλίο της Μόρισον με την ίδια νοσταλγία που τη θυμάται και η ίδια.



  • ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


Η Τζαν Μόρις (γεννημένη το 1926 στο Σάσεξ) ανήκει στους σημαντικότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς της Μεγάλης Βρετανίας. Τα βιβλία της όμως που την έκαναν γνωστή σε όλον τον κόσμο είναι τα ταξιδιωτικά της, από τα οποία σημαντικότερα θεωρούνται η Τεργέστηκαι η Βενετία (και τα δύο μεταφρασμένα εξαίρετα στη γλώσσα μας, η Τεργέστη από την Αθηνά Δημητριάδου και η Βενετία από τον Αρη Μπερλή).

Οι συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων είναι άνθρωποι περιπετειώδεις γενικά και η Μόρις δεν αποτελεί εξαίρεση. Η δική της περιπέτεια ωστόσο υπήρξε ασφαλώς ασυνήθιστη. Τα πρώτα 46 χρόνια της ζωής της τα έζησε ως άνδρας (Τζέιμς Μόρις). Παντρεύτηκε μάλιστα και από τον γάμο του απέκτησε πέντε παιδιά. Το 1972 υποβλήθηκε σε εγχείρηση αλλαγής φύλου και έκτοτε άρχισε να υπογράφει τα κείμενά της ως Τζαν Μόρις. Την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού,το 1960, την υπέγραψε ως Τζέιμς Μόρις. Εκτοτε η Βενετία γνώρισε επανειλημμένες επανεκδόσεις και κάθε φορά η συγγραφέας επέφερε προσθήκες, βελτιώσεις και διορθώσεις. Ετσι, ενώ το περιεχόμενο του βιβλίου δεν άλλαξε επί της ουσίας, οι επιμέρους επεμβάσεις το καθιστούσαν κάθε φορά επίκαιρο. Σήμερα θεωρείται κλασικό και ανήκει στα ωραιότερα ταξιδιωτικά που γράφτηκαν τον 20ό αιώνα για την πόλη των Δόγηδων. Θα τολμούσε μάλιστα να πει κανείς ότι συμπληρώνει τρόπον τινά τις ανεπανάληπτες σελίδες που έγραψε δύο σχεδόν αιώνες νωρίτερα για την πόλη ο Τζον Ράσκιν.

Monday, June 28, 2010

Στους δρόμους της ποίησης επί τριάντα χρόνια

  • Τα έργα του Δημήτρη Αρμάου, γνωστά ή ανέκδοτα, συγκεντρωμένα σε έναν τόμο
Της Τιτικας Δημητρουλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/06/2010
  • ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ: Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975 - 2007, εκδ. Υψιλον
Φιλόλογος σε νυχτερινό σχολείο, ο Δημήτρης Αρμάος είναι γνωστός για τις φιλολογικές του επιμέλειες, για την επιμονή, την εμμονή του στη λεπτομέρεια, σ’ αυτό που δεν φαίνεται αλλά κάνει τη διαφορά όταν διαβάζει κανείς ένα βιβλίο. Λόγιος και ευρυμαθής, αλλά και διανοούμενος που δεν διστάζει να παρέμβει στις διαμάχες του καιρού του, ορθολογιστής και μουσόληπτος, όπως επισημαίνει ο ίδιος στον πρόλογό του, ο Αρμάος καταθέτει στον εξαιρετικά φροντισμένο αυτό τόμο –τον οποίο κοσμούν και συμπληρώνουν λοξά τα σχέδια του Αλέξη Ταμπουρά– την ποιητική του διαδρομή, από το 1975 που ξεκινά να γράφει ώς το 2007, σχεδόν δηλαδή ώς σήμερα. Για την ακρίβεια παραδίδει τα ποιήματά του νικημένα κατά κράτος, όπως λέει. Πολλά από τα ποιήματα έχουν εκδοθεί, σε συλλογές, σε περιοδικά, άλλα είναι ανέκδοτα. Σκιαγραφούν μαζί μια αγωνία κι έναν αγώνα, ενός «αυτόχθονος του χώρου» που αναζητεί τις ρίζες του στα βάθη της γραφής όσο και της ψυχής, αλλά και του κοινωνικού πραγματικού και των αναπαραστάσεών του.

Πολύσημη η βία στα ποιήματά του. Των αισθημάτων, του παθιασμένου έρωτα, της απόλυτης παράδοσης, της εγκατάλειψης, του πόνου. Της αίσθησης της ματαιότητας, της θνητότητας, της νομοτέλειας σε έναν κόσμο που δεν τον κατοικεί πια ο Θεός αλλά δεν κερδίζει γι’ αυτό την αιωνιότητα. Του πόνου που γεννά ο ίδιος ο άνθρωπος, της μάχης και του πολέμου. Της βίας της ποίησης που ανατέμνει το παρελθόν για να γεννήσει το μέλλον.
  • Γεγονότα και σχόλια
Η ποίηση του Αρμάου είναι κατακλυσμένη από μια βία που έχει κρυώσει για να γίνει ποίηση, η οποία επίσης μιλάει για την ποίηση, για τον εαυτό της, ευθέως και με παραβολές, με ιστορίες ποιητών, μεσαιωνικών και ρομαντικών, Ευρωπαίων και Ελλήνων, εστέτ, νεορομαντικών και μοντερνιστών. Ποίηση που σχολιάζει στη διάρκεια την ποίηση μέσα από τα λόγια των άλλων. Κάπου στην αρχή του τόμου υπάρχει ένα «Ποίημα–αντικείμενο»: στην πράξη, όλα του τα ποιήματα είναι γεγονότα-σχόλια-πάνω-άλλα-γεγονότα, συνομιλίες και διάλογοι ανοιχτοί και μυστικοί, λέξεις σοφά βαλμένες για να υποδηλώνουν μαζί με τον ρυθμό, με το ποιητικό είδος, με το στίχο την καταγωγή και την απόβλεψη. Από τον λυρισμό στο έπος και από το χάι-κου –που γίνεται χάι-κλου– στο πεζόμορφο ποίημα, από το παντούμ στα πολλά ελευθερόστιχα ποιήματα που εκμεταλλεύονται σοφά, κατά τα διδάγματα του Μαλλαρμέ που κάπου εμφανίζεται στο μεγάλο θέατρο της δημιουργίας που στήνει στον τόμο αυτό ο Αρμάος, τη γραφική διάταξη στη σελίδα, ο τόμος περιγράφει, λοιπόν, μέσα από τη βία της αναίρεσης, της καθαίρεσης, της απομυθοποίησης, την ανακήρυξη του ποιητικού λόγου σε ύψιστη πραγματικότητα.
Κι όμως η ποίηση αυτή, που κλείνει μέσα της τον Ελ Σιντ και τη Χιμένα, την Ελένη και την Πηνελόπη, τον Δάντη και τη Βεατρίκη, τον Σαίξπηρ και τους μεταφυσικούς, τον Τέννυσον και τους ρομαντικούς, τον Κάλβο και τη θαλασσινή του κραυγή, τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη με την μαγική ναυν και την αμφιλάφεια του Βιζυηνού, τον Σεφέρη και τον Ρεμπώ, την κόμησσα ντε Νοάιγ και τη μετάφρασή της από τον Καρυωτάκη, τον Βοκκάκιο και τον Βιγιόν, τον Ρίλκε και τον Μέλβιλ, μια ποίηση απόλυτα διακειμενική και αυτοαναφορική, είναι μαζί και μια ποίηση βαθιά αναπαραστατική. Με γλώσσα που αρύεται τον πλούτο της από την ελληνική στη διαχρονία της και ποικίλλεται από τις ευρωπαϊκές δημώδεις, καταγράφει τον πόνο, την αγωνία του ανθρώπου μπροστά σε όσα τον αφορούν και όσα τον ξεπερνούνε – της τέχνης συμπεριλαμβανομένης.

Εναλλάσσοντας τα είδη και τα ύφη, με μια ειρωνεία πότε κρυμμένη και πότε φανερή, καβαφική στην βαθύτερη ουσία της, να τινάζει στον αέρα κάθε υποψία μελοδραματισμού και δραματοποίησης, παίζοντας με την έκταση, τη στροφική οργάνωση του στίχου, ο Αρμάος δημιουργεί μια πολυφωνία που αιφνιδιάζει και φτάνει ώς το μεδούλι των πραγμάτων, με τον τρόπο των ποιητών που «τους καίνε οι αστραπές», που «κανείς τους δεν ορέχθηκε πλούτο άλλο ρυθμούς και λέξεις / κανείς τους δεν ευτύχησε με τη νεκροφιλία της εξουσίας/ ή δεν αγνόησε το λυγμό που πρέπει να σωθεί». Ενας ρομαντισμός που φωτίζει παρηγορητικά τις αρχές ενός δύσκολου αιώνα.

Οι νέες περιπέτειες του Φρανκ Μπάσκομπ

  • Ο τελευταίος τόμος της τριλογίας του Ρίτσαρντ Φορντ
  • Της Ντορας Mακρη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27-06-10
  • ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΦΟΡΝΤ: Η Χώρα, όπως είναι, εκδ. Πατάκης
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως με τη συγγραφική του τέχνη ο Ρίτσαρντ Φορντ εγγράφει το δικό του, αυτοτελές κεφάλαιο στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο ίδιος δεν αναγνωρίζει οφειλές, όπως αυτή στον Ε. Λ. Ντόκτοροου, που υπήρξε καθηγητής του στο μάθημα δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας, Ιρβάιν. Ομως, το βάθος και η οξυδέρκεια της παρατήρησης, η αποκλειστική προσήλωση στον εσωτερικό, τον «υποκειμενικό» χαρακτήρα του προσώπου, στο άτομο που στοχάζεται για το «εδώ και τώρα» της ζωής του, κάνουν τη λογοτεχνική συνεισφορά του Φορντ σχεδόν μοναδική.

Η «Χώρα, όπως είναι» αποτελεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τον τελευταίο τόμο της τριλογίας, με πρώτο τον «Αθλητικογράφο» και δεύτερο την «Ημέρα Ανεξαρτησίας». Κεντρικός ήρωας και εδώ, όπως και στα δύο προηγούμενα μυθιστορήματα, είναι ο Φρανκ Μπάσκομπ, μεσίτης ακινήτων στο Νιου Τζέρσι. Στα 55 χρόνια του είναι επαγγελματικά πετυχημένος, πατέρας δύο παιδιών που ακολουθούν τον δρόμο τους και ευτυχισμένος σύζυγος σε δεύτερο γάμο. Οπως ο ίδιος σχολιάζει σαρδόνια, έχει εισέλθει στη «μόνιμη περίοδο» της ζωής του, ένα ηλικιακό στάδιο όπου και το πιο πρόσφατο παρελθόν διαγράφεται, ο φόβος για το μέλλον εξασθενεί, ενώ κυριαρχούν η ηρεμία, η ασφάλεια και οι μικρές απολαύσεις. Ο Φρανκ έχει αποδεχθεί την ύπαρξή του με λάθη και παραλείψεις, που όμως δεν επιφυλάσσει βίαιες αλλαγές. Τα γεγονότα όμως που ακολουθούν τον υποχρεώνουν σε συνεχείς επαναδιαπραγματεύσεις της «μόνιμης περιόδου»: η δεύτερη σύζυγός του τον εγκαταλείπει με τον πρώην άνδρα της που θεωρούσε νεκρό, εκείνος ανακαλύπτει ότι πάσχει από καρκίνο προστάτη, η πρώτη του σύζυγος επιχειρεί την επανασύνδεσή τους, ο Θιβετιανός βοηθός του τού προτείνει να εξαγοράσει την κτηματομεσιτική επιχείρησή του, ενώ οι γείτονές του γίνονται θύματα αιματηρής ληστείας στη διάρκεια της οποίας ο ίδιος τραυματίζεται σοβαρά.

Ολα αυτά τα συμβάντα θα μπορούσαν να έχουν καταρρακώσει την ψυχική δύναμη και διανοητική ενάργεια του πρωταγωνιστή ή θα μπορούσαν να είχαν παρασύρει έναν λιγότερο οξυδερκή συγγραφέα σε επουσιώδεις περιγραφές και άσκοπη επιβάρυνση της πλοκής με δευτερεύοντες χαρακτήρες και επεισόδια. Οχι όμως τον Φορντ, ο οποίος μένει προσηλωμένος στη λεπτομερή και διαυγή καταγραφή της ροής της σκέψης του Φρανκ. Γιατί ο Φρανκ είναι πάντοτε στο επίκεντρο της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, περιγράφοντας τα περίπλοκα συναισθήματα, τους ελλειπτικούς ή δυσνόητους συλλογισμούς, τις ενίοτε ακραίες αντιδράσεις του.

Ωστόσο, ας μη θεωρηθεί ο Φρανκ ένα είδος υπαρξιστή φιλοσόφου, που ζει αποξενωμένος από το ιστορικό γίγνεσθαι. Αντίθετα, το είδος της δουλειάς του τον υποχρεώνει να συνδιαλέγεται με νέους, αλλά και να στοχάζεται διαρκώς πάνω στις μεταβολές που υφίσταται ο τόπος του: ο βιωματικά οικείος χώρος (γειτονιά, πλατεία, δρόμοι, μαγαζιά) μετατρέπεται σε ανοίκειος εξαιτίας της ανεξέλεγκτης αστικής επέκτασης και εμπορευματοποίησης της γης.

Στις 3 μέρες έως την Ημέρα των Ευχαριστιών, κατά τις οποίες εξελίσσεται το μυθιστόρημα, ο Φρανκ συνειδητοποιεί ότι παρά τις καλοπροαίρετες προσπάθειές του να βρει καταφύγιο στη στασιμότητα της «μόνιμης περιόδου» και να απαλλαγεί από το άγχος της μεταβολής που νομοτελειακά οδηγεί στον θάνατο, η ζωή του είναι σε συνεχή κίνηση, διαγράφοντας μια δυναμική πορεία από το «Είναι» στο «Γίγνεσθαι» και επικυρώνοντας έτσι τη δημιουργικότητα της ελευθερίας του. Χωρίς ηθικολογίες ή διδακτικά συμπεράσματα, αλλά με αισιοδοξία και αποφασιστικότητα, ο Φρανκ καταφέρνει στο τέλος να βγει νικητής.

Ο ακτιβιστής των ιδεών

  • Περιπλάνηση στο φιλοσοφικό - στοχαστικό πεδίο του Γάλλου διανοητή Μισέλ ντε Σερτώ
Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/06/2010
  • ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΣΕΡΤΩ, μετ.: Κ. Καψαμπέλη, εκδ. Σμίλη
Ενα σημαντικό έργο (και ένα εξαιρετικό μεταφραστικό αποτέλεσμα) γίνεται επί τέλους κτήμα και του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, κι ένας μεγάλος φιλόσοφος εισέρχεται στο εγχώριο ακαδημαϊκό τοπίο, χρόνια εγκλωβισμένο στους «μεταπράτες του μεταμοντέρνου».

Ο Μισέλ ντε Σερτώ (Michel de Certeau, 1925 -1986) αποτελεί μιαν ιδιάζουσα περίπτωση στη γαλλική σχολή των ανθρωπιστικών σπουδών και των επιστημών του νεύματος. Δεν θα αποτελούσε αυθαιρεσία, αν τον κατέτασσε κανείς σε μιαν «αιρετική τριπλέτα» της μεταπολεμικής γαλλικής διανόησης, μαζί με τον Ρολάν Μπαρτ και τον Πωλ Βιριλιό, ως προς τις τομές και τις ανατροπές που επιφέρουν σε ένα ευρύτερο φιλοσοφικό -στοχαστικό πεδίο (σημειολογία - δρομολόγια - ιστοριογραφία). Με τον Βιριλιό μάλιστα, συγγενεύει στις θρησκευτικές καταβολές και επιρροές (καθολικός ο πρώτος, ιησουίτης ο ντε Σερτώ), ενώ, παράλληλα, στο συγκεκριμένο έργο «συναντά», στους αντίποδες όμως της μαρξιστικής ανάλυσης, τον Ανρί Λεφέβρ, στην «Κριτική της καθημερινής ζωής» (1947) και την «Παραγωγή του χώρου» (1974).
  • Από τις δομές στις πρακτικές
Στο έργο του ντε Σερτώ συγκλίνουν η γλωσσολογική και η «χωρική» στροφή (linguistic, spatial turn), όπως αυτές διαμόρφωσαν τις ριζοσπαστικές αναζητήσεις της φιλοσοφίας και των επιστημών του χώρου τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οπως και στον Γκέοργκ Ζίμμελ, ο χώρος για τον ντε Σερτώ νοηματοδοτείται από την ανθρώπινη παρουσία και την κοινωνική πρακτική, αποκαλύπτει όχι μόνο τις πραγματικές διαστάσεις του, αλλά και τις υλικές συνθήκες, στις οποίες συγκροτείται και αναπαρίσταται, καθώς τοπογραφείται εκ νέου το αστεακό τοπίο, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των «σιτουασιονιστών», ενώ σχεδιάζονται νέες τακτικές πρόσβασης και αντίστασης, απέναντι στις κυρίαρχες στρατηγικές, που εποπτεύουν και επιτηρούν τον χώρο.

Μία βασική, συστατική της θεωρίας, διάκριση συνίσταται στη διαφοροποίηση μεταξύ χώρου (espace) και τόπου (lieu): ο πρώτος υποδηλώνει την τάξη, που προσδιορίζει τα στοιχεία των συμβιωτικών σχέσεων, ο δεύτερος αποτελεί ένα σύμπλεγμα κινητών στοιχείων. Στην «κατόπτευση» της μητρόπολης («το αστικό νησί, θάλασσα στη μέση της θάλασσας») από τον 110ο όροφο του World Trade Center (μια εικόνα που παραπέμπει στην εμβληματική σκηνή στο Πράτερ, από τον «Τρίτο άνθρωπο»), ήγουν των Διδύμων Πύργων, που «έπεσαν θύμα» της νέας μορφής τρομοκρατίας, εκεί που κάποτε μία επιγραφή, σαν ρήση μιας σύγχρονης Σφίγγας, προειδοποιούσε (με τραγικά αντίστροφη προφητικότητα) τον σύγχρονο Ικαρο πως «είναι δύσκολο να είσαι πεσμένος, όταν είσαι ανεβασμένος (τόσο) ψηλά», συμπυκνώνεται, παραστατικά και προγραμματικά, η θεώρηση πραγμάτων μέσα από την εναλλαγή «μικρο- και μακρο-κλίμακας». Καθώς συνδέεται η χωροταξία με την «πανοπτική» προσέγγιση του χώρου, σε σχέση με τις προδιαθέσεις της κοινωνικής θεωρίας αναδεικνύεται η περιπατητική πρακτική, ως μία μεταφορά (της ανάγνωσης του κειμενολογικού ιστού) του άστεως.

Κατ’ ουσίαν, ο ντε Σερτώ διευρύνει εξαντλητικά τη ζιμμελική θεώρηση του «ξένου» στις νομαδικές και καταναλωτικές ιδιότητες του σύγχρονου ανθρώπου («οι καταναλωτές μεταβάλλονται σε μετανάστες»), από τις οποίες, όμως, εκτιμά ότι υπάρχουν σαφείς δυνατότητες αντίστασης («αντιπειθαρχία», «γεωγραφίες του πράττειν») σε έναν κόσμο της μαζικής πρόσβασης, με τους συνακόλουθους καταναλωτικούς καταναγκασμούς, και του ελέγχου.
  • Χώρος, σκέψη, πράξη
Μέσα στον κυκεώνα της furia francesa, που καλλιεργεί γόνιμα το πνεύμα της εξέγερσης σε εκδοτικό, φιλοσοφικό και θεωρητικό επίπεδο, αναδεικνύονται τα αντικονφορμιστικά και διορατικά πνεύματα, που φιλοξενούνται στις εκδόσεις 10-18, όπως παραστατικά περιγράφει την «περιπέτεια των ιδεών» και την ρηξικέλευθη πορεία του ντε Σερτώ ο Λυς Ζιάρ στην «Ιστορία μιας έρευνας». Η «επινόηση της καθημερινής πρακτικής» μπορεί κάλλιστα να εκτιμηθεί ως μία μεταστροφή της αρχικής φιλοσοφικής προσέγγισης με αφετηρία και αφορμή το 1968: η ιστοριογραφία αποκτά συντεταγμένες, οριοθετείται και, ταυτόχρονα, εντάσσεται και συγκεκριμενοποιείται στον κοινωνικό χώρο. Αντλώντας τα αναγκαία συμπεράσματα από την εξέγερση του Μάη του ’68, όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί, και αποτυπώνονται σε μια σειρά κειμένων σχετικά με την εξουσία του λόγου, την πολιτική αφύπνιση της Αμερικής και την καθημερινή φύση της επικοινωνίας («La prise de parole et autres écrits politiques»), ο φιλόσοφος χαρτογραφεί την κοινωνική εμπειρία στον χώρο και μεταβάλλεται σε έναν «ακτιβιστή των ιδεών».

Το έργο του ντε Σερτώ δεν διαβάζεται ως «οδηγίες χρήσεως» της ζωής (γι’ αυτό φρόντισε η λογοτεχνία, με το ομότιτλο βιβλίο του Ζορζ Περέκ, δυο χρόνια πριν από την έκδοση της «Πρακτικής της καθημερινής ζωής»), αλλά ως μία «χωροθέτηση της ιστορίας και της κοινωνίας». Μια μυστικιστική («Ο μύθος του μυστικισμού», 1984) διαισθητικά φαινομενολογική και ταυτόχρονα ριζοσπαστικά απελευθερωτική προσέγγιση, που συμβάλλει σε ένα «νέο διαφωτισμό», από τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος εμπνέεται διαρκώς, αναζητώντας την ταυτότητά του σε ένα ταξίδι στο κέντρο της ετεροτοπίας, όπως αυτή αρθρώνεται στις μητροπόλεις της ύστερης νεωτερικότητας.

Ο ρομαντικός Ζοζέ Σαραμάγκου


  • Νομπελίστας συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, οργισμένος μπλόγκερ και ενεργός πολίτης ώς το τέλος
  • Της Ολγας Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27-06-10
«Ο μαθητευόμενος σκέφτηκε: “Είμαστε τυφλοί” κι έκατσε να γράψει το “Περί τυφλότητος”, για να υπενθυμίσει, σε όποιον τυχόν το διαβάσει, πως όταν εξευτελίζουμε τη ζωή χρησιμοποιούμε διεστραμμένα τη λογική, πως η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης προσβάλλεται καθημερινά από τους κραταιούς του κόσμου μας, πως το παγκόσμιο ψέμα πήρε τη θέση της πληθυντικής αλήθειας και πως ο άνθρωπος έπαψε να σέβεται τον εαυτό του όταν έχασε τον σεβασμό του για τον πλησίον. Κατόπιν, ο μαθητευόμενος, σαν να ’θελε να εξορκίσει τα τέρατα που γέννησε η τυφλότητα της λογικής, βάλθηκε να γράψει την πιο απλή απ’ όλες τις ιστορίες του: ένας άνθρωπος αναζητεί έναν άλλον άνθρωπο, μόνο και μόνο γιατί κατάλαβε πως αυτό είναι το πιο σημαντικό που μπορεί να απαιτήσει η ζωή από μια ανθρώπινη ύπαρξη».

Μ’ αυτά τα λόγια τελείωνε την ομιλία, το 1998, στη Στοκχόλμη, ο νομπελίστας συγγραφέας εκείνης της χρονιάς. Ο Πορτογάλος Ζοζέ Σαραμάγκου ήταν ήδη 76 χρόνων, αλλά σ’ αυτήν την ομιλία στη θέση του μαθητευόμενου έβαλε τον εαυτό και διηγήθηκε στα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας πώς άρχισε να γράφει, τι και ποιοι τον επηρέασαν. Ετσι μοιραζόταν τις σκέψεις του, σε όλη του τη ζωή, που τελείωσε πριν από δέκα μέρες. Και στο τέλος της ζωής του, θέλησε να τις μοιραστεί με πολύ περισσότερους από τους αναγνώστες των βιβλίων του: με όσους γοητεύονται από το Διαδίκτυο και επικοινωνούν μέσα από τις δικές του διαδρομές. Ετσι, από το blog του σχολίασε ένα σωρό θέματα και ζητήματα της επικαιρότητας: για τον Σαρκοζί, για το Ισραήλ, για τον Μπόρχες, τον Αμάντο και τον Φουέντες, αλλά και για τον Ομπάμα, τη Γάζα, τον νέο καπιταλισμό, το Γκουαντάναμο, την Αριστερά, τη Δικαιοσύνη, τον αθεϊσμό. Aκόμη, για ταπεινά περιστατικά της καθημερινότητας ή των προσωπικών του σκέψεων. Μερικά από αυτά τα κείμενα έγιναν το προτελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Το τετράδιο». Από αυτό το ιδιόμορφο τετράδιο αντλούμε μερικές από τις παρεμβάσεις και τις επισημάνσεις του:

12 Φεβρουαρίου 2009: Λέμε σε όσους βρίσκονται σε σύγχυση «Γνώθι σαυτόν», σαν να ’ταν η γνωριμία με τον εαυτό μας η πέμπτη και δυσκολότερη πράξη της ανθρώπινης αριθμητικής, λέμε στους άβουλους «Θέλω ίσον μπορώ», σαν να μη διασκεδάζουν καθημερινά οι κτηνωδίες του κόσμου αυτού αντιστρέφοντας τη σχετική θέση των ρημάτων, λέμε στους αναποφάσιστους «Ξεκίνα απ’ την αρχή», σαν να ’ταν η αρχή η ορατή πάντα άκρη ενός κακοτυλιγμένου νήματος που αρκεί να το τραβήξει κανείς και να συνεχίσει να τραβάει για να φτάσει στην άλλη άκρη, στο τέλος, και σαν ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη να είχαμε στα χέρια μια γραμμή ισόπεδη και συνεχή όπου δεν θα χρειαζόταν να διαλυθούμε εμείς ούτε να ξετυλιχτούμε μπερδεμένοι, πράγμα απίθανο να συμβεί στη ζωή των κουβαριών και, αν μου επιτραπεί ακόμα μια κοινοτοπία, και στα κουβάρια της ζωής.

23 Ιανουαρίου 2009: Οι ερωτήσεις «Ποιος είσαι;» ή «Ποιος είμαι;» έχουν εύκολη απάντηση: διηγείται ο άνθρωπος τη ζωή του κι έτσι παρουσιάζεται στους άλλους. Η ερώτηση που δεν έχει απάντηση διατυπώνεται αλλιώς: «Τι είμαι;» Οχι «ποιος», αλλά «τι». Αυτός που θα κάνει την ερώτηση θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια λευκή σελίδα και το χειρότερο είναι πως δεν θα μπορέσει να γράψει ούτε μια λέξη.

ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ: Συγγραφέας που αγάπησε τη ζωή και τον άνθρωπο

  • Ο κομμουνιστής δημιουργός «έφυγε» στις 18/6/2010
Πάντα πρόθυμος να στηλιτεύσει τις παρεκτροπές των απανταχού ισχυρών, κομμουνιστής από νεαρή ηλικία, ένθερμος υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας ως το τέλος της ζωής του, ο νομπελίστας Πορτογάλος συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου, που πρόλαβε να δει εκδομένο το τελευταίο του αλληγορικό μυθιστόρημα «Κάιν» (Νοέμβρης 2009), «έφυγε» την περασμένη βδομάδα από τη ζωή, στο νησί Λανθαρότ (των Κανάριων νήσων), όπου ζούσε από το 1993 αυτοεξόριστος. Αιτία της αυτοεξορίας του στάθηκαν οι απόψεις του που εξόργισαν τα μέλη της κοινότητας των καθολικών της χώρας του, ειδικά μετά την έκδοση του μυθιστορήματος «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» (με την παρουσίαση του Ιησού από τον συγγραφέα ως σφαλερού ανθρώπινου όντος), ώστε η συντηρητική κυβέρνηση της Πορτογαλίας να απορρίψει την υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, διατεινόμενη ότι το έργο αυτό προσέβαλε την Καθολική Εκκλησία και τους πιστούς της.
 
Βίαιες αντιδράσεις από την Καθολική Εκκλησία προκάλεσε, όμως, και το Κύκνειο άσμα του, ο «Κάιν» (2009), μια νουβέλα με πρωταγωνιστές τον Κάιν, τον Θεό και την ανθρωπότητα. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της παρουσίασης του βιβλίου, ο Σαραμάγκου είπε ότι η Βίβλος είναι «ένα εγχειρίδιο κακής ηθικής» και «ένας κατάλογος με ό,τι χειρότερο έχει η ανθρώπινη φύση».
  • Μορφή του κομμουνιστικού κινήματος
Η ΚΕ του ΚΚΕ, πληροφορούμενη το θάνατο του μεγάλου κομμουνιστή συγγραφέα, απέστειλε στο Πορτογαλικό ΚΚ την παρακάτω συλλυπητήρια επιστολή: «Πρόκειται για μια μεγάλη απώλεια μιας διακεκριμένης μορφής του κομμουνιστικού κινήματος με σημαντικό συγγραφικό έργο που ταυτίστηκε ως το τέλος της ζωής του με την πάλη των κομμουνιστών, αλλά και του εργατικού λαϊκού κινήματος για έναν κόσμο χωρίς καπιταλιστική εκμετάλλευση. Το έργο του θα αποτελεί πηγή έμπνευσης και άντλησης επαναστατικής αισιοδοξίας για τους κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο, για την εργατική τάξη σε κάθε χώρα».

Χιλιάδες λαϊκών ανθρώπων, με τα κομμουνιστικά λάβαρα, αποχαιρέτησαν τον αγωνιστή δημιουργό
Ο Σαραμάγκου, συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, γεννήθηκε στις 16 Νοέμβρη 1922 και ήταν παιδί οικογένειας ακτήμονων χωρικών από το χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας, ένα μικρό χωριό στην επαρχία Ριμπατέζου, 100 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λισαβόνας. Το 1924, η οικογένεια Σαραμάγκου μετακόμισε στη Λισαβόνα, όπου ο πατέρας του ξεκίνησε τη δουλειά του αστυνομικού. Μερικούς μήνες μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στη Λισαβόνα, ο μεγαλύτερος κατά δύο χρόνια αδελφός του συγγραφέα, Φραντσίσκο, πεθαίνει. Στα 12 του χρόνια εγκατέλειψε το σχολείο και για περίπου μία διετία εργάστηκε ως κλειδαράς.
 
Στη συνέχεια, εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας της οικογένειάς του, γράφτηκε σε τεχνική σχολή, αντί για το κλασικό γυμνάσιο που ήθελε. Μετά την αποφοίτησή του, εργάστηκε για δύο χρόνια ως μηχανικός αυτοκινήτων. Αλλά ο νεαρός Σαραμάγκου είχε πάθος με τα Γράμματα, με την ανάγνωση, τη μάθηση και τελικά το γράψιμο. Ετσι, ο αυτοδίδακτος αυτός συγγραφέας έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες και από νωρίς μπήκε στο δημοσιογραφικό στίβο. Εργάστηκε στην εφημερίδα «Diario de Νoticias» ως το 1975, όταν πλέον μπορούσε να ζήσει αξιοπρεπώς από τα συγγραφικά δικαιώματα των βιβλίων του. Στα Γράμματα εμφανίστηκε πολύ νέος, το 1947, με το μυθιστόρημά του «Γη της Αμαρτίας» , που ωστόσο δεν προκάλεσε καμία αίσθηση. Το 1969 εντάχθηκε στο Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον Απρίλη του 1974 συμμετείχε στην «Επανάσταση των Γαριφάλων», που οδήγησε στην πτώση της χούντας του Σαλαζάρ. Το δεύτερο μυθιστόρημά του ήταν το «Εγχειρίδιο ζωγραφικής και καλλιγραφίας» (1977). Ευρέως γνωστός έγινε με το «Χρονικό του μοναστηριού» (1982). Σε μεγάλη ηλικία έγραψε και τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του, την «Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας», την «Πέτρινη σχεδία», το «Περί τυφλότητας», το «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» και το «Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις».
  • «Δεν πρόκειται ν' αλλάξω»
Παρά το Νόμπελ (1998) και τη διεθνή αναγνώριση, ο Πορτογάλος συγγραφέας εξακολούθησε να είναι παραγωγικός και πάντα πρόθυμος να στηλιτεύσει τις παρεκτροπές των απανταχού ισχυρών. Υπερασπίστηκε το δικαίωμα των Παλαιστινίων να ζήσουν σε μια δική τους πατρίδα συγκρίνοντας τη ζωή στους καταυλισμούς των προσφύγων στην Παλαιστίνη με το Αουσβιτς, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις. Ενωσε τη φωνή του με τους Ζαπατίστας στη ζούγκλα του Μεξικού και με τους Βεδουίνους στη Δυτική Σαχάρα. Και δε δίστασε ποτέ να ασκήσει κριτική σε προέδρους όπως ο Μπους και να αποκαλέσει τον Μπερλουσκόνι εμετικό. Οσο για την «Ευρώπη των πολιτών», στα μάτια του Σαραμάγκου δεν ήταν παρά «μια κακόγουστη φάρσα, ένας μύθος για να κοιμόμαστε όρθιοι, στην εποχή όπου ο παγκόσμιος φιλελευθερισμός είναι μια όχι και τόσο καινούρια μορφή του ολοκληρωτισμού». Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Λίβανο, το 2006, υπέγραψε δήλωση μαζί με άλλους διανοούμενους, καταδικάζοντας αυτό που χαρακτηρίζει ως «πολύχρονη στρατιωτική, οικονομική και γεωπολιτική πρακτική, της οποίας ο πολιτικός σκοπός δεν είναι τίποτα λιγότερο παρά η εξολόθρευση του παλαιστινιακού λαού». Ενώ, με κάθε ευκαιρία εξέφραζε την αλληλεγγύη του στην Κούβα, ζητώντας την άρση του βάρβαρου αποκλεισμού από τις ΗΠΑ. Οπως και, με κάθε ευκαιρία, δε δίσταζε να συστήνεται όχι μόνον ως άθεος, αλλά και ως κομμουνιστής. «Ο κομμουνισμός είναι στις ορμόνες μου», έλεγε σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του. «Οπως το σώμα μου έχει ορμόνες που κάνουν τα γένια μου να μεγαλώνουν, έτσι έχει κι ορμόνες που με κάνουν κομμουνιστή. Δεν πρόκειται να αλλάξω, θα ήταν ντροπή να γίνω κάποιος άλλος».

Ο συγγραφέας περνούσε τις διακοπές του στο χωριό των γονιών του, Αζινιάγκα, μαζί με τους παππούδες του. Οταν ο παππούς του έπαθε καρδιακή προσβολή και έπρεπε να πάει στη Λισαβόνα για θεραπεία, ο Σαραμάγκου θυμάται: «Πήγε στην αυλή του σπιτιού, όπου υπήρχαν λίγα δέντρα, μερικές ελιές και συκιές. Και πέρασε από όλα αγκαλιάζοντάς τα με τη σειρά, κλαίγοντας, λέγοντάς τους "αντίο", μιας και ήξερε πως δε θα επέστρεφε». Το να βλέπεις και να ζεις κάτι τέτοιο, λέει ο Σαραμάγκου, αν αυτό δε σε σημαδεύει για την υπόλοιπη ζωή σου, τότε δεν έχεις αισθήματα.
  • Αγώνας με κάθε κόστος
Στο λογοτεχνικό του «σύμπαν», με τα αλληγορικά μυθιστορήματά του, οι ήρωές του αγωνίζονται έντονα για την ανάγκη τους να συνδεθούν μεταξύ τους, να σφυρηλατήσουν σχέσεις και δεσμούς κοινότητας, καθώς και για την ανάγκη τους για ιδιαιτερότητα, ατομικότητα, όπως και να βρουν νόημα και αξιοπρέπεια.

Τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου συχνά πραγματεύονται φανταστικά σενάρια, όπως αυτό στο μυθιστόρημά του «Η Πέτρινη Σχεδία» (1986), στο οποίο η Ιβηρική Χερσόνησος, μετά από μία ρωγμή στα Πυρηναία, αποσπάται από την υπόλοιπη Ευρώπη και πλέει στον Ατλαντικό Ωκεανό. Στο μυθιστόρημά του «Περί Τυφλότητος» (1995), μια ολόκληρη απροσδιόριστη χώρα έχει πληγεί από μια μυστήρια μάστιγα «λευκής τυφλότητας», με διαρκώς αυξανόμενα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης στον πληθυσμό.

Το «Περί Φωτίσεως» αποτελεί ένα σαφές ευθύβολο και καυτό σχόλιο για το σήμερα και κυρίως για τη σύγχρονη δημοκρατία. Το καθεστώς άλλωστε, στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα του βιβλίου (το οποίο χρησιμοποιεί ουσιαστικά ολοκληρωτικές μεθόδους), δεν είναι μια δικτατορία, μια στρατιωτικά επιβεβλημένη ολιγαρχία, ή ένα υποθετικό μελλοντικό καθεστώς. Ο χρόνος είναι το Τώρα και ο τόπος είναι το Εδώ. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τα όρια της δημοκρατίας και διερευνά μέχρι ποιο σημείο φτάνουν στην πράξη οι ελευθερίες των πολιτών της. Η πρόδηλη αγάπη του Σαραμάγκου προς τον Ανθρωπο, οι ήρωές του που διακατέχονται από μια πηγαία αξιοπρέπεια, το ήθος που κρατούν με κάθε κόστος, αποτελούν από μόνα τους το καλύτερο σημάδι ελπίδας.

Στις 19/6 η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Λισαβόνα και στις 20/6 έγινε η κηδεία του, στην οποία μίλησε ο ΓΓ του ΚΚ Πορτογαλίας Τζερόνιμο Ντε Σόουσα, εξαίροντας το έργο και τη δράση του κομμουνιστή λογοτέχνη.

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 27 Ιούνη 2010

Η ποίηση ως αύριον και ως χθες

  • ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ* Η ΑΥΓΗ: 27/06/2010
  • ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου, επιμέλεια Γιώργης Γιατρομανωλάκης, εκδόσεις Άγρα, σελ. 16, εκτός εμπορίου
Πριν απ' οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως αν αποπειραθούμε να αποφανθούμε περί του κειμενικού είδους στο οποίο ανήκει το Θέαμα του Μπογιατίου ως κινούμενου τοπίου, εντεύθεν του ορίζοντα της κρατικοποιημένης σεφερικής ποιητικής, το αξιοθαύμαστο κείμενο του Εμπειρίκου δεν είναι ποίημα. Καμιά «συναισθηματική χρήση της γλώσσας» δεν καλύπτει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τον λόγο. Ούτε ίχνος συμβολισμού δεν έχει απομείνει στην αλληγορική αμεσότητά του - αν το οξύμωρο αυτό σημαίνει, πολύ απλά, την ιδιάζουσα ποιητική ευαισθησία που χάραξαν στο πετσί της παχύσαρκης γραμματολογίας μας ο Βιζυηνός και ο Καρυωτάκης. Μόνον ίσως ο κάθε άλλο παρά υπερρεαλιστικός ειρωνικός τόνος ανάβει ένα ασθενικό φως πάνω από τον ύστερο Παλαμά. Τίποτα δεν προμηνύει το συμβάν του Θεάματος... στα 1933. Ούτε καν ο υπερρεαλισμός. Και ο Σαντράρ, με τον Παναμά... και την Ιωάννα... του ήταν τότε άγνωστη γη για την καθ' ημάς Ανατολή. Όχι όμως και για τον Εμπειρίκο. Σίγουρα όχι. Φυσικά, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να επεξεργάστηκε ο Έλληνας ποιητής κάποιο ξένο πρότυπο. Ήδη ο επιμελητής, του προσφάτως ευρεθέντος χειρογράφου, παραθέτει την άποψη του Ελύτη για τον Εμπειρίκο, σύμφωνα με την οποία ο δεύτερος «συναντήθηκε καθ' οδόν με τον υπερρεαλισμό, παρά που έγινε απλώς, κοντά σε πολλούς άλλους, οπαδός του». (σ. 11). Συνέβη, άλλωστε, κάτι παρόμοιο στον Εγγονόπουλο, ο οποίος συναντήθηκε καθ' οδόν με τον βορτισμό του Έζρα Πάουντ. Ποίημα -με τη θεσμικά κυρωμένη έννοια- το Θέαμα... θα μπορούσε να θεωρηθεί μόνο σήμερα· και μάλιστα ποίημα πεζόμορφο (βλ. ΥΕΠΘ - ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ: Λεξικό Λογοτεχνικών όρων. Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2006. σ. 144).

Ο Εμπειρίκος δεν θέλησε ποτέ να φέρει στη δημοσιότητα το Θέαμα..., το οποίο «από αυτήν την άποψη», σημειώνει ο επιμελητής της έκδοσης, «είναι χαρακτηριστικό μιας μεταβατικής περιόδου». Αυτό καθίσταται σαφές με την ανάγνωση του ποιήματος, αλλά περιπλέκει κάπως τα πράγματα αναφορικά προς τη συνέχεια και την ομαλότητα της διαδικασίας διαμόρφωσης του εμπειρίκιου ύφους. Το Θέαμα... δεν είναι υπερρεαλιστικό ποίημα και, το σημαντικότερο, δεν είναι ούτε σχεδίασμα ούτε πρωτόλειο ούτε άλλου είδους γέφυρα, από ένα στάδιο διαμόρφωσης της ποιητικής του πατριάρχη του ελληνικού υπερρεαλισμού σε ένα ανώτερο.

Το ενδεχόμενο να μην τολμούσε να προχωρήσει σε δημοσίευση του ποιήματος -αφού από την εποχή της σύνθεσής του (1933), μέχρι και τον θάνατο του ποιητή (1975) το πνευματικό περιβάλλον διαμορφωνόταν κατά κύριο λόγο από ανθρώπους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ανατριχιαστικά φασιστικές εκφράσεις όπως «τεχνητή καλλιέργεια ψυχικών μικροβίων» (Ανδρέας Καραντώνης) για να χαρακτηρίσουν τις πνευματικές τάσεις που απαξίωναν ως θεσμικοί κριτικοί- θα πρέπει να το αποκλείσουμε, δεδομένου ότι ο Εμπειρίκος κάθε άλλο παρά δειλός υπήρξε ως διανοούμενος.

Το πιθανότερο είναι να εγκατέλειψε τον δρόμο που άνοιγε το Θέαμα... για δύο λόγους. Ο πρώτος έχει κάνει με την ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή του στην υπόθεση της ψυχανάλυσης. Αυτή ακριβώς η εμπλοκή εξηγεί την ιδιότυπη χρήση τής καθαρεύουσας, που αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του εμπειρίκιου ύφους και απουσιάζει από το Θέαμα... Ο Εμπειρίκος συνέθετε τα ποιήματά του στην καθαρεύουσα των προπολεμικών σαλονιών, ενθέτοντας ορισμένες λέξεις ή και προτάσεις της δημοτικής των λαϊκών συνοικιών (κυρίως επιφωνήματα και επιφωνηματικές φράσεις). Το γεγονός πως θεωρούσε την καθαρεύουσα κατεξοχήν γλώσσα του υπερεγώ και τη δημοτική γλώσσα του ασυνειδήτου είναι κάτι περισσότερο από προφανές. Εξάλλου, με πολλούς τρόπους έδειξε πως θεωρούσε το λαϊκό -έντονα συνδεδεμένο με την πρωτογενή σεξουαλικότητα- στοιχείο ως κατευθυνόμενο από τις ορμές του ασυνειδήτου. Αναγνώριζε έτσι κάποιο είδος ταξικού χαρακτήρα στη δομή της συνείδησης. Η «στράτευσή» του στην υπόθεση της ψυχανάλυσης, η οποία τον οδήγησε στην αποδοχή της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ήταν ο πρώτος λόγος της εγκατάλειψης του δρόμου που άνοιγε το Θέαμα... 

Ο δεύτερος λόγος, αφορά στο γεγονός πως η ποιητική του Θεάματος... δεν θα γινόταν κατανοητή στην ιδιαιτερότητά της από την πνευματική αγορά της εποχής. Το φουτουριστικό αυτό ποίημα, όπως δείχνει ο τίτλος του, συντάσσεται με την άποψη του Λέοντα Τρότσκι, σύμφωνα με την οποία ο φουτουρισμός θα πρέπει να αποτινάξει τον φετιχισμό του τεχνολογικού γιγαντισμού και να ασχοληθεί με την ανάδειξη των μελλοντικών προοπτικών της καθημερινότητας. Ωστόσο, το ποίημα του Εμπειρίκου διαθέτει τις δικές του προοπτικές. Θεωρητικά τουλάχιστον, η στάση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στην ποίηση περιγράφεται με ακρίβεια από τον Κάζμιρ Μάλεβιτς, στο ιδρυτικό κείμενο του σουπρεματισμού: «Λέγοντας σουπρεματισμός, εννοώ την κυριαρχία της αμιγούς αίσθησης στην τέχνη. Για τον σουπρεματιστή, τα οπτικά φαινόμενα του αντικειμενικού κόσμου, καθαυτά, δεν έχουν νόημα. Αυτό που δίνει νόημα στα πράγματα είναι η αίσθηση, καθαυτή, άσχετα με το περιβάλλον που την προκάλεσε. Η επιλεγόμενη συνειδητή 'υλοποίηση' μιας αίσθησης, στην πραγματικότητα σημαίνει υλοποίηση του ειδώλου της αίσθησης μέσω ρεαλιστικών συλλήψεων. Παρόμοιες ρεαλιστικές συλλήψεις δεν έχουν καμιάν αξία για τον σουπρεματισμό... Και όχι μόνο για τον σουπρεματισμό, αλλά και για την τέχνη γενικώς, επειδή η εγγενής, πραγματική αξία ενός έργου τέχνης (σε όποια σχολή και αν ανήκει) ενυπάρχει αποκλειστικά στην αίσθηση που εκφράζει» (Κάζμιρ Μάλεβιτς: Ο μη αντικειμενικός κόσμος, 1926). Άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζει ο Εμπειρίκος τις εικόνες του κόσμου που κινείται μπροστά του, αποτελούσε ένα από τα κεντρικά θέματα της ρωσικής avant-garde και είχε αποτυπωθεί εμβληματικά στον πίνακα «Κινούμενο τοπίο» του φουτουριστή και σουπρεματιστή ζωγράφου Ιβάν Κλιουν, ήδη από το 1913. Εκεί, ο Κλιουν κατασκευάζει με φυσικά και τεχνητά υλικά: ξύλο, μέταλλο, πορσελάνη, πέτρα κλπ. ένα τοπίο, όπως φαίνεται από το παράθυρο ενός κινούμενου τρένου. Η ενασχόληση του Εμπειρίκου με τα προτάγματα της ρωσικής avant-garde είναι περισσότερο και από εμφανής. Ειδικά, στο δεύτερο μισό του Θεάματος..., ο Μαγιακόφσκι των 100.000.000 κυκλοφορεί ανάμεσα στους στίχους.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η ποιητική του Θεάματος... είναι εντυπωσιακά σύγχρονη. Το ποίημα είναι κατασκευασμένο με υλικά που ανήκουν στον πεζό, στον ημερολογιακό και στον δοκιμιακό λόγο. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι σημαίνουσες ομοιοκαταληξίες, κατά το πρότυπο της γραφής του Μαγιακόφσκι, που δεν χαρακτηρίζονται από τον συνηθισμένο στον μεσοπόλεμο ειρωνικό τόνο, αλλά από τη μεταμοντέρνα δημοκρατία της συνειδητότητας: η ποίηση είναι αγωγός ψυχικού μάγματος, το οποίο η συνείδηση του ποιητή αντιμετωπίζει σαν πολύτιμο υλικό, δίχως να παραδίδεται ανεξέλεγκτα στην ορμή του. Ένα άλλο μεταμοντέρνο χαρακτηριστικό είναι η βεβήλωση, ως μέσον δημιουργίας καινούργιων ιεροτήτων. «Και ρύσαι ημάς από τους πονηρούς αστούς», γράφει ο Εμπειρίκος λίγο πριν από το τέλος του Θεάματος... Η τρυφερότητα με την οποία διαστρέφεται ο ιερός λόγος της προσευχής - δεν θα μπορούσε να διενεργηθεί πριν από το τις πρώτες εμφανίσεις του μεταμοντερνισμού (δεν εννοούμε εδώ τον μεταμοντερνισμό της κοσμοπολιτικής αποχαύνωσης). Ο στίχος αυτός υποδηλώνει μια στάση απέναντι στον πολιτισμό εντελώς σημερινή: Η προσευχή, όπως και η θρησκευτική κατάνυξη, δεν είναι άχρηστο υλικό, αλλά περιέχει ψυχικό υλικό με ιστορική δυναμική· και η απόφαση να αλλάξει ο κόσμος στη βάση της ισότητας και της ελευθερίας των πολιτών είναι χαρακτηριστικό που διατρέχει κάθε δυναμική ιστορική μορφή και όχι μία μόνο ιδεολογία.

Η ανακάλυψη του Θεάματος... σωριάζει σε ερείπια πολλές -και σπουδαίες- πλευρές της θεσπισμένης ιστορικής αφήγησης της ποίησής μας. Οι λεπτομέρειες είναι ζήτημα ευσυνείδητης εργασίας.
*Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής

Τα ματωμένα ποιήματα του Μανώλη Φουρτούνη

  • ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΑ* Η ΑΥΓΗ: 27/06/2010
  • ΜΑΝΩΛΗΣ ΦΟΥΡΤΟΥΝΗΣ, Διαδρομές, συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 156
Η απόσταση ανάμεσα στην εποχή ονείρων, δράσης, ελπίδας και στα σημερινά χρόνια της παρακμής δεν είναι τόσο μεγάλη όσο απόμακρη φαντάζει. Κι είναι ένα ερώτημα το πώς καταλήξαμε στους «τακτοποιημένους αριθμούς/ με τα τακτοποιημένα ονόματα [δίχως] καθόλου φαντασία» της σύγχρονης ηθικής, ιδεολογικής και πολιτικής απαξίωσης, μιας κοινωνίας που λίγο πριν διαδήλωνε και διεκδικούσε μια άλλη ζωή: Τι μπέρδεμα κι αυτό/ με τις λέξεις/ ποιο το θύμα/ ποιος ο θύτης/ ποιος ο ήρωας/ ποιος ο προδομένος./ Θα το γράψει η ιστορία/ των εκάστοτε κρατούντων.

Για τη δική μου γενιά ηχούσαν, ακόμα, ηρωικά (μολονότι τελικώς πένθιμα) τα γεγονότα της αντίστασης και τα όσα επακολούθησαν: χρόνια μ' αγώνες/ πολλούς αγώνες. με νίκες και με ήττες/ χρόνια των πεινασμένων, των ανέργων/ των συνωμοτών, των κατατρεγμένων/ χρόνια με φυλακές, με εξορίες... Κι είναι να απορείς πώς τα καλοκάγαθα ποιήματα, οι διστακτικές νοσταλγικές/ρομαντικές λέξεις, τα χέρια «που ετοιμάζονται να ψηλαφήσουν τον κόσμο», οι ευγενικές και τρυφερές φράσεις τού Μανώλη Φουρτούνη υποκρύπτουν, ή γιατί όχι διαλαλούν, την πορεία, τη σιωπή, το πείσμα, την απόφαση. Ίσως είναι η πρώτη φορά που διαβάζω τόσο φιλεύσπλαχνα, ματωμένα και ταυτοχρόνως δικαιωμένα ποιήματα: Οι αλφαμίτες κορδωμένοι, κάπου κάπου χαμογελάνε σαν άνθρωποι Δεν θέλω αύριο/ να περπατήσουμε στον ίδιο δρόμο,/ δεν θέλω να μπούμε στο ίδιο μαγαζί./ Δεν θέλω να κοιτάξουμε τον ίδιο ουρανό. Και αλλού: δυο χέρια που ξέρουν/ να κρατάνε το πείσμα./ Κανένα σημάδι απ' τους ορίζοντες/ ο ήλιος σκοντάφτοντας στα ντουβάρια.

Καθαρή η εκφορά των ρημάτων που αξιοποιεί. (Κυρίαρχος, βασιλιάς,/ ο ενεστώς) χρόνος του που μας υποβάλλει στα ρήματα: «κρυώνω», «ανήκω», «απλώνω τα χέρια», «ψάχνω», «στεγνώνω». Συγκεκριμένα στην απόλυτη σαφήνεια τους ουσιαστικά: «ο φόβος», «οι χαφιέδες», «οι δεσμοφύλακες», «κουράγιο», «αφοσίωση», «υπόσχεση», «τα γράμματα στην κωλότσεπη», «οι κουβέντες με τη μάνα, με τον μικρότερο αδερφό», ένα τσιγάρο - τι να ξέρουν άραγε από αυτό, το ένα τσιγάρο, οι ξενέρωτοι γραφειοκράτες των Βρυξελλών; Λιτά πλην περιεκτικά (και όχι καλλωπιστικά στην καθημερινότητά τους) τα επίθετα που αξιοποιεί: (Ένα επίθετο,/ για να χαρακτηρίσουμε/ τη στιγμή,/ μόλις γεννήθηκε/ και πέθανε/ στον επόμενο τόνο): «η κλεισμένη βαριά πόρτα», «η τρύπια σκηνή», «οι τρύπιες κάλτσες», «το λερωμένο κολάρο πουκαμίσου».

Στα ποιήματά του αποδίδεται με τον πιο διάφανο τρόπο η απειροελάχιστη στιγμή «ανάμεσα στις χειροπέδες και την ελευθερία», το εμφανώς τυχαίο που καθορίζει ζωές και γενιές, που σε περνά από τη μια ή την άλλη πλευρά, που άλλοτε σε κάνει ήρωα και κάποτε υποτελή, που κάποιους αναγορεύει σε ανθρώπους και άλλους υποβιβάζει σε κτήνη: Μια στιγμή να κρατήσω μια τούφα/ απ' τα μαλλιά μου, ένα κομμάτι/ απ' το παντελόνι μου, ένα κομμάτι/ απ' τη σάρκα μου. Δεν έχω,/ δεν θέλω να φορέσω άλλο παντελόνι,/ δεν θέλω να φορέσω άλλη σάρκα. Όταν τελικά επιτυγχάνεται η εξαΰλωση/υπέρβαση των συμβατών (και συμβατικών) πραγμάτων, τότε η ζωή αποκτά τη δική της διάσταση στο δικό του χώρο και στις δικές του συντεταγμένες. Τα αιτήματα διατυπώνονται σε δεύτερο πρόσωπο, όχι από φόβο ή συστολή αλλά από μια ωριμότητα που σε αναγκάζει να αποδραματοποιείς τις συνθήκες, να απομυθοποιείς την εξουσία, να σέβεσαι την καθημερινότητα, να δίνεις οντότητα και υπόσταση στα απλά και ταυτοχρόνως μεγάλα: κίτρινα φύλλα,/ μόλις τα έκοψε ο άνεμος, βράδυ, ένα κύμα, μια καλημέρα/ μια νύχτα χωρίς κανονισμό/ να ξαπλώσεις σε μια πολυθρόνα/ και να διαβάζεις στίχους ή οικονομία, αδιάφορο/ να 'σαι άρρωστος και να 'χεις ένα προσκέφαλο...

Γεννημένος στο χωριό Κέφαλος της Κω (3 Οκτωβρίου του 1926), που, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, τελούσε υπό ιταλική κατοχή, ο Φουρτούνης διδάχτηκε ιταλικά, που τ' αξιοποίησε στη συνέχεια μεταφράζοντας για βιοπορισμό και, το κυριότερο, για λογαριασμό της Επιθεώρησης Τέχνης. (Εδώ εστιάζεται και η δεύτερη τυχαία στιγμή της ζωής: η γνωριμία του με τον Δημήτρη Ραυτόπουλο στους τόπους εξορίας. Η Σιωπή -σημαδιακός και ταιριαστός ο τίτλος του διηγήματος του Γκράνιν- που έμελε να αποκαλύψει, χωρίς να διδάξει ωστόσο, τους εμπνευστές γραφειοκράτες της κομματικής τους δίκης. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά, με τις συνέπειές τους να βαραίνουν στο κέλυφος της σημερινής αμήχανης και πολιτικά/πολιτισμικά περιθωριακής αριστεράς.

Μολονότι τα ποιήματα του Φουρτούνη αναπνέουν/αποπνέουν τόπους εξορίας: Άη Στράτης, Μακρόνησος, Γυάρος, Παρθένι, Ωρωπός, ή ίσως ακριβώς γι' αυτό, παραμένουν ποιήματα ζωής και ανοικτού χώρου/ορίζοντα. Εξωστρεφείς εκμυστηρεύσεις από καρδιάς, γι' αυτούς που έχουν τους καθαρούς κώδικες επικοινωνίας, δηλαδή τους ανθρώπους. Ένας γλάρος πάνω στην πέτρα, ένας ήλιος ζεστός στην αγκαλιά μας, μια παρέα με αγόρια και κορίτσια/ να χαμογελάς λίγο ηλίθια, λίγο καταφρονεμένα/ και να κρατάς το χέρι της, είναι οι εικόνες που συμπυκνώνονται και συμπυκνώνουν μια ποίηση δίχως τερτίπια, φιοριτούρες, ξεπερασμένους άνευρους εξυπνακισμούς, ρηχές κοινοτοπίες που αν μη τι άλλο δείχνουν την αμηχανία αλλά και το ελλιπές του συναισθήματος.

Δεν πιστεύω πως η ποίηση του Μανώλη Φουρτούνη είναι μια νοσταλγική -με την έννοια της θρηνητικής- ποίησης (κι ας μην μας παρασύρει το καταληκτικό επίθετο στο ποίημά του υπ' αριθμ 70, σελ. 58. Άλλωστε εγώ έκανα απλώς λόγο, πιο πάνω, για «νοσταλγικές λέξεις»). Δεν πιστεύω ότι τα ποιήματά του βρίσκονται κολλημένα στο χθες, συνομιλώντας στατικά και αποκλειστικά με το παρελθόν τους. Ακόμα κι όταν ομνύει σε αγαπημένους, η φωνή του δεν έχει απόχρωση θλίψης για τους νεκρούς, αλλά τη σταθερότητα της συναίσθησης των τετελεσμένων, όπως τα ζήσανε και τα διαμόρφωσαν παρότι «ηττημένοι». (βλ. το ποίημα 44 σελ. 150, ό.π.). Η συλλογή του περικλείει τη διαδρομή της σύγχρονης ελληνικής αριστεράς, δίχως μεμψιμοιρίες, πονετικά λόγια, ή λυγμούς για τα όποια χαμένα. Είναι μια συνειδητή πράξη συνέπειας, μια καθαρή θέση υπεροχής έναντι των εφησυχασμένων και των άνευρων. Μια δικαίωση της ομορφιάς και του κόσμου, που μπορούν να χαίρονται όσοι διακινδύνευσαν, όχι υπαίτια, να τον χάσουν: Κάνω το σταυρό μου/ και σκύβω το κεφάλι/ να προσκυνήσω/ τόση ομορφιά. Ίσως είναι μια ακόμα απόδειξη της υπεροχής του ανθρώπου, όταν επιμένει ενεργητικά να συνομιλεί με λέξεις καθαρές, απλές, καθημερινές, που φτιάχνει και εκστομίζει ο ίδιος, αντί να θεάται παθητικά τα σερβιρισμένα κλισέ που τρίτοι κατασκευάζουν για λογαριασμό του: Οι λέξεις δεν φτιάχνουν/ τον κόσμο/ είναι βέβαιο/ επίσης βέβαιο είναι/ χωρίς τις λέξεις/ δεν θα υπήρχε ο κόσμος/ μόνο ένα κουβάρι ερπετά. Ο καθένας τελικά μπορεί ελεύθερα να διαλέξει το ρόλο που του ταιριάζει.
*Ο Κώστας Κρεμμύδας είναι ποιητής και εκδότης του περιοδικού Μανδραγόρας