- Ο τούρκος ιστορικός και βουλευτής του κόμματος του Ταγίπ Ερντογάν Ρεχά Τσαμούρογλου αναπλάθει την ιστορία του επίλεκτου σώματος του σουλτάνου αλλά και την εξόντωσή του από τους σπαχήδες του Μαχμούτ Β' το 1826
- ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ | Κυριακή 13 Ιουνίου 2010
Θα μπορούσε να είναι ένα γλυκόπικρο ανατολίτικο παραμύθι- κι αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό το μυθι στόρημα Ο τελευταίος γενίτσαρος του Ρεχά Τσαμούρογλου, βουλευτή και στελέχους του κυβερνώντος Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης της Τουρκίας. Ο συγγραφέας όμως, γνωστός ιστορικός εκτός από πεζογράφος, τοποθετεί την αφήγησή του στον ιστορικό χρόνο για να στήσει μια αλληγορία την οποία έχει κανείς τη δυνατότητα να διαβάσει με πολλούς τρόπους και να αντλήσει συμπεράσματα για τις αλλαγές που γίνονται ή επίκεινται στη σύγχρονη Τουρκία.
Βρισκόμαστε στο 1780. Ενας νεαρός ξανθός ρώσος στρατιώτης συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τον τουρκικό στρατό. Τον παίρνει μαζί του σκλάβο στην Κωνσταντινούπολη ο αξιωματικός ο οποίος τον συλλαμβάνει. Τον κρατά στο σπίτι του, όπου του φέρονται ευγενικά και με ασυνήθιστη για τα δεδομένα της εποχής καλοσύνη. Ο νεαρός Ρώσος συνηθίζει σιγά-σιγά τη νέα του ζωή και κάποια στιγμή, όταν οι συνθήκες ωριμάζουν, είναι έτοιμος να αλλάξει θρήσκευμα και να γίνει μουσουλμάνος. Αυτό και συμβαίνει. Τίποτε ασυνήθιστο ως εδώ. Αλλά η εποχή είναι άγρια και οι μεταβολές τεράστιες. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κλονίζεται και το μεγαλύτερο χτύπημα που δέχεται είναι η εξέγερση των γενιτσάρων και στη συνέχεια η εξόντωσή τους από τους σπαχήδες του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ το 1826.
Γνωρίζουμε ότι οι γενίτσαροι υπήρξαν το καμάρι του οθωμανικού στρατού για περισσότερα από 400 χρόνια, πως ήταν τρομεροί και άφοβοι πολεμιστές, έτοιμοι να πέσουν στη φωτιάστο όνομα τουσουλτάνου, μια, ας πούμε, λεγεώνα πιστών, σχηματισμένη από τον ανθό των παιδιών των «απίστων» (χριστιανών). Το λυκόφως της εποχής των γενιτσάρων μάς περιγράφει ο Τσαμούρογλου, που είναι και το λυκόφως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η αρχή του τέλους της. Δεν χρειάζεται να φθάσουμε στο τέλος του βιβλίου, όπου εμφανίζεται ο για καιρό χαμένος Σαμπίμπ, ο τελευταίος γενίτσαρος, δύο χρόνια μετά την εξόντωση των συντρόφων του. Ο συγγραφέας μάς το λέει αλληγορικά από την αρχή στο μότο του βιβλίου του, που είναι μια τουρκική παροιμία: «Η μοίρα του αφέντη είναι γραμμένη στο μέτωπο του σκλάβου του». Και ο σκλάβος, ο ραγιάς, ακόμη κι αν μέσω του εξισλαμισμού περνάει στην κατάσταση του απελεύθερου, δεν απαλλάσσεται από το παρελθόν του. Οπως άλλωστε συμβαίνει με τον ήρωα του βιβλίου, τον αφηγητή που ως το τέλος δεν αφαιρεί τον σταυρό που του είχε κρεμάσει η μητέρα του στη Ρωσία όταν ήταν μικρός. Μπορεί να έχει γίνει μουσουλμάνος αλλά δεν είναι Τούρκος, ούτε βέβαια και Ρώσος. Ανήκει στον κόσμο των γενιτσάρων, της πίστης, της αφοσίωσης και του κώδικα τιμής τους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε συνεκτική για όσο διάστημα ήταν διασφαλισμένη η στρατιωτική της συνοχή. Λειτουργούσε ως άθροισμα κοινωνιών και ο θρησκευτικός κώδικας των μουσουλμάνων υπήρξε ο συνδετικός ιστός της που άγγιζε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, της διακυβέρνησης και της συμπεριφοράς. Ηταν κοινωνία προφορική, μια «αυτοκρατορία της μνήμης», όπου εκείνο που κυριαρχούσε δεν ήταν οι ιδέες αλλά η φωνή του Προφήτη. Η φωνή και όχι ο λόγος. Η φωνή αυτή διαλαλούσε μια αλήθεια που είχε οριστεί κάπου, κάποτε στον χρόνο και δεν αποτελούσε αντικείμενο έρευνας ή συζήτησης. Αλλά στη Δύση γίνονταν άλλα- κι αυτά επηρέαζαν την Εγγύς Ανατολή. Ακροθιγώς αλλά καθαρά, ο συγγραφέας μάς λέει πως ο Διαφωτισμός, η επανάσταση των Φράγκων, δεν άφησε αλώβητη την αυτοκρατορία. Οι ραγιάδες απέκτησαν εθνική συνείδηση, επομένως ταυτότητα- άρα και τη θέληση και την ικανότητα να πολεμούν. Παρόμοιες αναφορές συναντούμε στην περιγραφή της πολιορκίας και της εξόδου του Μεσολογγίου, που μάλλον συμπαθητικά και διόλου εθνικιστικά τις περιγράφει ο Τσαμούρογλου. Με σεβασμό, κατανόηση και κάποια ελαφρά πικρία αντιμετωπίζει τον κώδικα τιμής των γενιτσάρων, την αφοσίωσή τους στο καθήκον και κυρίως την ανθρώπινη πλευρά τους.[...]
Βρισκόμαστε στο 1780. Ενας νεαρός ξανθός ρώσος στρατιώτης συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τον τουρκικό στρατό. Τον παίρνει μαζί του σκλάβο στην Κωνσταντινούπολη ο αξιωματικός ο οποίος τον συλλαμβάνει. Τον κρατά στο σπίτι του, όπου του φέρονται ευγενικά και με ασυνήθιστη για τα δεδομένα της εποχής καλοσύνη. Ο νεαρός Ρώσος συνηθίζει σιγά-σιγά τη νέα του ζωή και κάποια στιγμή, όταν οι συνθήκες ωριμάζουν, είναι έτοιμος να αλλάξει θρήσκευμα και να γίνει μουσουλμάνος. Αυτό και συμβαίνει. Τίποτε ασυνήθιστο ως εδώ. Αλλά η εποχή είναι άγρια και οι μεταβολές τεράστιες. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κλονίζεται και το μεγαλύτερο χτύπημα που δέχεται είναι η εξέγερση των γενιτσάρων και στη συνέχεια η εξόντωσή τους από τους σπαχήδες του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ το 1826.
Γνωρίζουμε ότι οι γενίτσαροι υπήρξαν το καμάρι του οθωμανικού στρατού για περισσότερα από 400 χρόνια, πως ήταν τρομεροί και άφοβοι πολεμιστές, έτοιμοι να πέσουν στη φωτιάστο όνομα τουσουλτάνου, μια, ας πούμε, λεγεώνα πιστών, σχηματισμένη από τον ανθό των παιδιών των «απίστων» (χριστιανών). Το λυκόφως της εποχής των γενιτσάρων μάς περιγράφει ο Τσαμούρογλου, που είναι και το λυκόφως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η αρχή του τέλους της. Δεν χρειάζεται να φθάσουμε στο τέλος του βιβλίου, όπου εμφανίζεται ο για καιρό χαμένος Σαμπίμπ, ο τελευταίος γενίτσαρος, δύο χρόνια μετά την εξόντωση των συντρόφων του. Ο συγγραφέας μάς το λέει αλληγορικά από την αρχή στο μότο του βιβλίου του, που είναι μια τουρκική παροιμία: «Η μοίρα του αφέντη είναι γραμμένη στο μέτωπο του σκλάβου του». Και ο σκλάβος, ο ραγιάς, ακόμη κι αν μέσω του εξισλαμισμού περνάει στην κατάσταση του απελεύθερου, δεν απαλλάσσεται από το παρελθόν του. Οπως άλλωστε συμβαίνει με τον ήρωα του βιβλίου, τον αφηγητή που ως το τέλος δεν αφαιρεί τον σταυρό που του είχε κρεμάσει η μητέρα του στη Ρωσία όταν ήταν μικρός. Μπορεί να έχει γίνει μουσουλμάνος αλλά δεν είναι Τούρκος, ούτε βέβαια και Ρώσος. Ανήκει στον κόσμο των γενιτσάρων, της πίστης, της αφοσίωσης και του κώδικα τιμής τους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε συνεκτική για όσο διάστημα ήταν διασφαλισμένη η στρατιωτική της συνοχή. Λειτουργούσε ως άθροισμα κοινωνιών και ο θρησκευτικός κώδικας των μουσουλμάνων υπήρξε ο συνδετικός ιστός της που άγγιζε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, της διακυβέρνησης και της συμπεριφοράς. Ηταν κοινωνία προφορική, μια «αυτοκρατορία της μνήμης», όπου εκείνο που κυριαρχούσε δεν ήταν οι ιδέες αλλά η φωνή του Προφήτη. Η φωνή και όχι ο λόγος. Η φωνή αυτή διαλαλούσε μια αλήθεια που είχε οριστεί κάπου, κάποτε στον χρόνο και δεν αποτελούσε αντικείμενο έρευνας ή συζήτησης. Αλλά στη Δύση γίνονταν άλλα- κι αυτά επηρέαζαν την Εγγύς Ανατολή. Ακροθιγώς αλλά καθαρά, ο συγγραφέας μάς λέει πως ο Διαφωτισμός, η επανάσταση των Φράγκων, δεν άφησε αλώβητη την αυτοκρατορία. Οι ραγιάδες απέκτησαν εθνική συνείδηση, επομένως ταυτότητα- άρα και τη θέληση και την ικανότητα να πολεμούν. Παρόμοιες αναφορές συναντούμε στην περιγραφή της πολιορκίας και της εξόδου του Μεσολογγίου, που μάλλον συμπαθητικά και διόλου εθνικιστικά τις περιγράφει ο Τσαμούρογλου. Με σεβασμό, κατανόηση και κάποια ελαφρά πικρία αντιμετωπίζει τον κώδικα τιμής των γενιτσάρων, την αφοσίωσή τους στο καθήκον και κυρίως την ανθρώπινη πλευρά τους.[...]
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=337329&dt=13/06/2010#ixzz0qkASx471
No comments:
Post a Comment