Saturday, June 12, 2010

Η Ιστορία και η έννοια της αλήθειας

Φωτογραφία του Petrito Zezus, για την Βιβλιοθήκη 
  • Richard J. Evans Για την υπεράσπιση της Ιστορίας
  • μτφρ.: Λυδία Παπαδάκη
  • εισαγ.: Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης
  • εκδόσεις Σαββάλας, σ. 376, ευρώ 24,70
  • Εχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Ranke, εν μέσω των ανταγωνιζόμενων εθνικισμών της δραματικής εθνοκρατικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη, θεμελίωνε μία νέα επιστήμη: την Ιστορία, θέτοντας αυστηρά κριτήρια για το ιστοριογραφικό εγχείρημα. Η ιστορία στα τέλη του 20ού αιώνα δεν μοιάζει πολύ με τη μείζονα -διπλωματική και στρατιωτική- αφήγηση του 19ου αιώνα, συνδεόμενη σχεδόν αποκλειστικά με τις περιπέτειες κρατών. Η αργή ώσμωσή της με τις κοινωνικές επιστήμες σε όλη τη διάρκεια του αιώνα (αρχής γενομένης από τη σχολή των Annales) και η έκθεσή της σε εργαλεία και προβληματικές προερχόμενα από τη γεωγραφία, το δίκαιο, τη γλωσσολογία και τη θεωρία της επικοινωνίας, την ψυχολογία, τη θρησκειολογία ή την κοινωνική ανθρωπολογία, τον φεμινισμό και τους αντιαποικιακούς αγώνες, μεταμόρφωσε ριζικά το πεδίο και τον τρόπο γραφής της*. Οι διεπιστημονικές εμπλοκές της βεβαίως δεν μπορούν να θεωρηθούν «απειλή» για την ιστορική επιστήμη. Τουναντίον, υπήρξαν μια σταθερή πηγή εμπλουτισμού, επαναφέροντάς τη στην καταγωγική της πρόθεση: όχι βεβαίως να «προβλέψει» το μέλλον (αυτή η μορφή θετικισμού δικαίως έχει απορριφθεί από κάθε σοβαρό ιστορικό), αλλά να εδραιώσει μια νοηματική συνέχεια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, ικανή να προσανατολίσει κριτικά την παροντική πράξη. 
  • Υπάρχει ωστόσο μία ιδέα που δεν μπορεί ν' απορριφθεί χωρίς να διακυβευθεί το ιστορικό εγχείρημα στη βάση του, και αυτή είναι η έννοια της αλήθειας. Αν υπάρχει μία συμβολή του ιστορικού σκέπτεσθαι στη φιλοσοφία, είναι ακριβώς η αχρήστευση και των δύο όρων του πλατωνικού διλήμματος - Αλήθεια (με κεφαλαίο Α, άχρονη και αιώνια, της οποίας κληρονόμος είναι η μαθηματική έννοια της αλήθειας) από τη μία πλευρά, ή ρητορική (λόγοι πολεμικοί, ισότιμοι ως προς την εγκυρότητά τους, χωρίς έσχατο κριτήριο επιλογής μεταξύ τους) από την άλλη. Η ιστορική έννοια της αλήθειας είναι προϊόν σύνθετων διαμεσολαβήσεων και συσχετισμών, παραμένει πάντοτε υποθετική και υπό άρσιν, ωστόσο δεν παραιτείται από την έρειση στο πραγματικό, ένα «πραγματικό» το οποίο δεν είναι απλή γλωσσική κατασκευή αλλά προϋποτίθεται όλων των εφικτών γλωσσικών κατασκευών, καθορίζοντας δεσμευτικά τους όρους τους. Βεβαίως δεν σκέφτονται όλοι οι ιστορικοί αυτά τα ζητήματα, κυρίως επειδή τέτοιες εννοήσεις προϋποτίθενται ως αυτονόητες για όποιον εργάζεται συμβατικά στο ιστορικό πεδίο. Αν σήμερα οι ιστορικοί -εν πάση περιπτώσει, κάποιοι απ' αυτούς- αναγκάζονται να ξανασκεφθούν τέτοιες θεμελιώδεις παραδοχές αρχής και να ελέγξουν τα όρια της αντοχής τους, είναι λόγω της καταιγιστικής κριτικής που δέχτηκε ο ιστορικός λόγος στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα από μία διαβρωτική μορφή σχετικισμού που πήγασε από τη λεγόμενη «γλωσσολογική στροφή» της σκέψης περί τα τέλη της δεκαετίας του '50: σήμερα, μετά την παρέμβαση του Lyotard το 1979, τείνουμε να συνοψίζουμε όλες αυτές τις ετερόκλιτες και ποικίλης σοβαρότητας σχετικιστικές ρητορείες υπό το κακόηχο όνομα του «μεταμοντερνισμού». Ιδού γιατί ο βρετανός ιστορικός Richard J. Evans (γενν. 1947), ειδικός στην πολιτισμική ιστορία της Ευρώπης, και ειδικότερα στη γερμανική ιστορία του 20ού αιώνα, χρειάστηκε να γράψει ένα βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο Για την υπεράσπιση της ιστορίας. Προϊόν μιας σειράς διαλέξεων στην επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών που δόθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '90 στο Λονδίνο, το βιβλίο είναι μια συντεταγμένη πολεμική στον μεταμοντέρνο σχετικισμό, όπως κυρίως έχει εκφραστεί εντός τού ιστορικού πεδίου, δίνοντας ταυτόχρονα στον συγγραφέα την ευκαιρία ν' αποσαφηνίσει θεμελιώδη επιστημολογικά ζητήματα που απασχολούν, ή θα έπρεπε να απασχολούν, τον ιστορικό: την ιστορική σύσταση του ίδιου τού κλάδου του και των ερευνητικών του εργαλείων, τη θέση της ιστορίας μεταξύ των διακριτών απαιτήσεων επιστημονικότητας και ηθικής, τις έννοιες της «αιτιότητας» και του «γεγονότος», το πρόβλημα των πηγών, τις σχέσεις ατόμου και κοινωνίας στην ιστορική ανασύσταση, τη διαπλοκή γνώσης και εξουσίας και τα όρια της «αντικειμενικότητας». 
  • Χαρακτηριστικό στην πραγμάτευση του Evans είναι η εκτεταμένη συζήτηση που ανοίγει με όλο το φάσμα των εκπροσώπων του ιστορικού πεδίου σήμερα, χωρίς να φείδεται σκληρών επικρίσεων, όπου το θεωρεί απαραίτητο, και συχνά με λεπτή ειρωνεία (που ένα μέρος της χάνεται στη μετάφραση)· η χρήση παραδειγμάτων από συγκεκριμένα έργα και, πάνω απ' όλα, μια οξεία διαλεκτική αίσθηση που του επιτρέπει να περνάει ανάμεσα από αντίθετες θέσεις δείχνοντας με συγκεκριμένο τρόπο το ποσοστό αναλήθειας και των δύο. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την έννοια του «γεγονότος» προβαίνει σε μια διπλή χρήσιμη αποσαφήνιση: εν πρώτοις, κάθε συμβάν ανήκει στην τάξη του γεγονότος, αλλά υπάρχουν γεγονότα που δεν είναι κατ' ανάγκη συμβάντα (ας πούμε, το πάχος της λαμαρίνας σ' ένα πολεμικό πλοίο, τα σύνορο μεταξύ δύο κρατών για μια ορισμένη περίοδο)· δεύτερον, και σπουδαιότερο, τα «γεγονότα» του ιστορικού δίνονται πάντα κατ' ανάγκη συνυφασμένα με ερμηνείες, αυτό όμως δεν αναιρεί την προτεραιότητα του γεγονότος έναντι της ερμηνείας, ακόμη και όταν δεν μπορεί να ανακτηθεί πλήρως: στην πραγματικότητα, η ερμηνεία είναι αποφασιστική για τη μεταμόρφωση του γεγονότος σε «τεκμήριο», δύο έννοιες που πρέπει από επιστημολογική άποψη να διακρίνονται. Ομοίως, οι πηγές είναι ήδη διαποτισμένες από εμπρόθετες αναγνώσεις, αποκρύψεις, επιλογές, αυτό όμως δεν αρκεί για να εξαλείψει τη διάκριση μεταξύ πρωτογενών και δευτερογενών πηγών: ο ιστορικός πρέπει απλώς να συμπεριλάβει αυτή την επίγνωση στην οπτική του και να κάνει τους όρους καταγραφής των πηγών μέρος τής διερεύνησής του. Η εικόνα που θ' ανασυνθέσει δεν είναι ποτέ αντανάκλαση μιας πηγής ή μιας ορισμένης κατηγορίας πηγών, αλλά προϊόν συστηματικής σύγκρισης, αντιπαράθεσης, διασταύρωσης, όπου ένα μέρος κριτικής εργασίας είναι απαραίτητο εκ μέρους του. Σε τελευταία ανάλυση, «η αποσπασματική φύση των στοιχείων που μας άφησε το παρελθόν δεν είναι ικανός λόγος για να εικάσουμε ότι η φαντασία των ιστορικών είναι εντελώς ελεύθερη από δεσμεύσεις όταν προσπαθεί να το ανασυγκροτήσει» (σελ. 113). Πάνω απ' όλα υπενθυμίζει, ανασκευάζοντας ένα από τα πλέον διαδεδομένα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα, ότι το παρελθόν δεν είναι «κείμενο», ακόμη και αν το παραλαμβάνουμε μέσα από σχηματισμούς λόγου: «Η αποδοχή της ύπαρξης του παρελθόντος ως εξωκειμενικής πραγματικότητας συνεπάγεται την αναγνώριση ότι η γλώσσα όντως μπορεί να περιγράψει πράγματα έξω από τον εαυτό της [...] Το περιεχόμενο δεν είναι παράγωγο του ύφους» (σελ. 136).  
  • Το πρόβλημα της αιτιότητας στην Ιστορία αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται η συγκριτική βαρύτητα του ατομικού και του κοινωνικού παράγοντα. Αν «τελικά, κανένας δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει το απόφθεγμα του Μαρξ ότι οι άνθρωποι δημιουργούν μεν τη δική τους Ιστορία, όχι όμως κάτω από συνθήκες της δικής τους επιλογής» (σελ. 213), ομοίως η εγκατάλειψη της μονογραμμικής αιτιότητας και των μονοκατευθυνσιακών μοντέλων του χρόνου δεν εξαλείφει την ανάγκη ν' αναζητούμε μια ιεραρχία αιτίων και να εξηγούμε την ενδεχόμενη σχέση τού ενός προς το άλλο. Το πρόβλημα των σχέσεων (ιστορικής) γνώσης και εξουσίας είναι ακόμα σοβαρότερο, διότι εμπλέκει το ζήτημα της ιδεολογίας εντός τού επιστημονικού πεδίου (μολονότι ο R. Evans δεν το κατονομάζει ως τέτοιο). Κι εδώ εν πάση περιπτώσει θα επιχειρήσει μια προσεκτική πλεύση, αναγνωρίζοντας από τη μία πλευρά ότι «πίσω [...] από τη φαινομενική επιστημονική ουδετερότητα [των ιστορικών των Annales, εν προκειμένω] υποβόσκουν ορισμένοι ενοχλητικοί πολιτικοί στόχοι» (σελ. 216), από την άλλη όμως «είναι [...] μεγάλο βήμα να ισχυριστούμε περαιτέρω πως ό,τι κι αν λένε ή πιστεύουν οι ιστορικοί, ο κύριος σκοπός κάθε ιστορικής γραφής και έρευνας είναι να αποκτήσουν εξουσία είτε οι ιστορικοί είτε εκείνοι τους οποίους εκπροσωπούν στο παρόν» (σελ. 218) - του οποίου η προκλητικότερη διατύπωση είναι η θέση του Φουκώ. Το κρίσιμο επιχείρημα του Evans είναι ότι αν οι ιστορικοί λόγοι εν γένει υποβιβαστούν σε καθαρά ενεργήματα κυριαρχίας εκ μέρους ανταγωνιζόμενων ομάδων, τότε κανένας αντίλογος δεν μπορεί να συσταθεί εναντίον πρόδηλων ιστορικών παραποιήσεων της Δεξιάς - π.χ. των αρνητών της ναζιστικής γενοκτονίας, ένα ζήτημα με το οποίο έχει ο ίδιος καταπιαστεί ως ιστορικός. Εν ολίγοις, παρά τις αντισυμβατικές ή «αριστερές» του ενίοτε προσποιήσεις, πάντα ο μεταμοντέρνος σχετικισμός δρα εξ αντικειμένου ενισχυτικά προς μια δεξιά οπτική των πραγμάτων. 
  • Μία παρατήρηση, κλείνοντας, σχετικά με τη μετάφραση. Χωρίς να είναι κακή στο σύνολό της, σε πολλά σημεία αποδεικνύεται κατώτερη του κειμένου, πράγμα που μοιάζε να είναι περισσότερο προϊόν απειρίας παρά προχειρότητας. Η απόδοση του discursivity ως «παρεκβατικότητα» (σελ. 119) φωτογραφίζει κυριολεκτικά το πρώτο που βρήκε η μεταφράστρια στο λεξικογραφικό λήμμα, χωρίς δεύτερη σκέψη για νοηματική συνοχή. Θα ήταν πολύ πιο κοντά εάν έλεγε απλώς «τις ασυνέχειες των λόγων». Οι εκφράσεις «διανοητική ιστορία» και, ακόμα χειρότερα, «διανοητικός ιστορικός» είναι ηχηρά αδόκιμες· γιατί όχι «ιστορία/ιστορικός των ιδεών»; Δεν λέμε «οι Καρχηδόνες» (σελ. 244) αλλά «οι Καρχηδόνιοι», και οπωσδήποτε όχι «των δευτερευόντων ομάδων» (σελ. 34-5)! Τέλος, το «κατευθυνόμενη οικονομία», χωρίς να είναι εσφαλμένο, θα παρέπεμπε πολύ πιο αναγνωρίσιμα στην κειμενική του ιστορία ως «σχεδιοποιημένη οικονομία». 
  • * Για μια επισκόπηση αυτών των θεωρητικών εξελίξεων, βλ. το εξαίρετο έργο, επίσης γραμμένο στη δεκαετία του '90, του Peter Burke, Ιστορία και κοινωνική θεωρία, μτφρ.: Φώτης Τερζάκης, επιμ.: Κώστας Αθανασίου (Νήσος, Αθήνα, 2002).

No comments: