- Μιχάλης Γκανάς
- Γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες
- εκδόσεις Μελάνι, σ. 98, ευρώ 11,55
- Η λέξη γυναίκες, στην ονομαστική, ως μέρος τίτλου βιβλίου, παρουσιάζεται συχνά («Τρεις γυναίκες» του Μούζιλ, «Αντρες χωρίς γυναίκες» του Χέμινγουεϊ, «Γυναίκες ή σκοτεινή ύλη» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη κ.λπ., κ.λπ.), ενώ ο τύπος του ονόματος σε γενική πτώση σπανίζει. Το μόνο που έρχεται στο νου είναι το «Κατά γυναικών». Εκείνος ο εξαίρετος ίαμβος του Σιμωνίδου του Αμοργινού, που διασώθηκε ως δείγμα «ψόγου γυναικών». Και δικαίως, αφού θέλει τον Θεό να πλάθει τη γυναίκα από πανούργα και απωθητικά ζώα, όπως η γουρούνα και η αλεπού και μόνο κατ' εξαίρεση, από τη φιλόπονη μέλισσα. Ή ακόμη χειρότερα, από την αδηφάγο γη και τη δίβουλη θάλασσα. Ο Μιχάλης Κοπιδάκης, που μετέφρασε στα νέα ελληνικά, προ δεκαπενταετίας, τον Ιαμβο, παραθέτει ως επιμύθιο τα λόγια ενός γέροντα Κρητικού: «Οι γυναίκες κρατούν από τρεις κακές ράτσες και μόνο μία από τον άνθρωπο. Από την αγελάδα, τη γαϊδάρα και τη σκύλα. Η πρώτη κουτουλά, η δεύτερη τσινά και η τρίτη δαγκάνει. Αλίμονό σου, αν σου τύχει καμιά απ' αυτές. Αν όμως κρατά από τον άνθρωπο, σώθηκες!» Οπως φαίνεται, ο Μιχάλης Γκανάς ανήκει σε αυτούς τους λίγους και τυχερούς, αφού, σύμφωνα τουλάχιστον με τις ιστορίες του, όλες οι γυναίκες που του έτυχαν, ακόμη κι εκείνες που θαυμάζει εξ αποστάσεως, ανήκουν στην «καλή ράτσα». Μία, μάλιστα, κρατάει από τις Νηρηίδες, αφού ο αφηγητής, ύστερα από συμβίωση 33 ετών, αποφαίνεται πως θα έπρεπε να τη λένε Κυμοθόη.
- Ετσι κι αλλιώς, όμως, ο Γκανάς συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση. Οπως σημειώναμε πρόσφατα, από την πεζογραφική παραγωγή της τελευταίας τριακονταετίας συγκρατούμε ουκ ολίγους συγγραφείς. Δύσκολα, όμως, ανακαλούμε συγκεκριμένα βιβλία, τα οποία να φωλιάζουν και πρόχειρα στο ράφι της βιβλιοθήκης. Σε αυτά τα λιγοστά και κατά γενικότερη ομολογία αξιομνημόνευτα, συγκαταλέγεται και το πεζογραφικό τού Γκανά «Μητριά πατρίδα», παρ' όλο που πρόκειται για ένα πεζό μόλις 50 σελίδων, στο μικρό σχήμα των εκδόσεων του Φίλιππου Βλάχου («Κείμενα»). Είχε εκδοθεί στις απαρχές της πρώτης παπανδρεϊκής περιόδου, Νοέμβριο 1981. Αλλά και ως ποιητής ο Γκανάς συνιστά ιδιότυπη περίπτωση. Ταξινομημένος στη γενιά του '70, εμφανίζεται το 1978, κάπως καθυστερημένα σε σχέση με τους συνομηλίκους του. Το 1993, με την πέμπτη συλλογή του, «Παραλογή», γνωρίζει τιμές και δόξες. Ενας κριτικός τού κύρους τού Γ. Π. Σαββίδη, όχι μόνο τη χαρακτήρισε «μείζονα σύνθεση» του ποιητή, αλλά διατύπωσε και την άποψη ότι με αυτήν «η συρρικνούμενη ελληνική ποίηση είχε αποκτήσει ξανά μείζονα ποιητή», δανειζόμενος τον λόγο του Τέλλου Αγρα για τον Καρυωτάκη. Στη συνέχεια, ο Γκανάς «σιώπησε» για δέκα χρόνια, εάν δεν μετρήσουμε τα «μικρά» του και τους στίχους τραγουδιών. Η επόμενη συλλογή, «Ο ύπνος του καπνιστή», ήταν μορφικά ρηξικέλευθη, αλλά προσέκρουσε στην κριτική αδιαφορία.
- Φέτος ο Γκανάς αποφασίζει να εκδώσει ένα δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο. Είναι άξιο παρατήρησης ότι αποκαλεί τα πεζά ιστορίες και όχι διηγήματα. Αν αυτό εκληφθεί ως δισταγμός, εκπλήσσει ευχάριστα. Ταυτόχρονα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι συνιστά υπόσχεση για ό,τι κυοφορείται. Οπως και να έχει, πρόκειται για μια συλλογή από 16 ιστορίες, δημοσιευμένες και αδημοσίευτες, μικρές, εκτενέστερες και ευμήκεις. Ωστόσο, αν κάποιος θιασώτης της ποίησής του, παρασυρόμενος από τον τίτλο, περιμένει να διαβάσει μια κάποια συνέχεια εκείνου του τρυφερού στίχου «Επεφτε το κορμάκι σου και το 'χτιζα με χάδια / την ώρα που 'σβησε το φως / κι άναψαν τα σκοτάδια», θα απογοητευθεί. Ο αφηγητής περιορίζεται στην ευχαρίστηση που προσφέρει μία και μοναδική αίσθηση, αυτή της όρασης. Αντε, καταχρηστικά, σε μια ιστορία, και αυτή της ακοής. Ανεξαρτήτως χώρου και ώρας, εμφανίζεται ευάλωτος στο θήλυ κάλλος. Δεν προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με την ωραία στο διπλανό τραπέζι της καφετέριας, που «διαβάζει ένα βιβλίο». Μόνο την κοιτάζει, ενδίδοντας στη φαντασίωση μιας στιχομυθίας, όπου ριμάρει τον Πούσκιν με την πουτάνα. Τα ίδια και χειρότερα πράττει εν ώρα εργασίας. Θαυμάζοντας τους γυμνούς ώμους νεαράς συναδέλφου του, ενδίδει στην ολισθηρή φαντασίωση μιας «θεόγυμνης» γραμματέως.
- «Ομορφη, δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου», σκεφτόταν ο οχτάχρονος της «Μητριάς πατρίδας» για την κόρη παπά. Το χούι έμεινε στον αφηγητή, όντας, όμως, πλέον και ποιητής, τις ξανθιές, με ή και χωρίς φακίδες, τις συγχέει με «την Ξανθούλα του Σολωμού». Οπως ο μακρινός ζακύνθιος πρόγονος, χάδια ούτε αυτός αποτολμά. Οχτάχρονος ήταν πιο θαρρετός, είχε «βουλιάξει τη χούφτα του» στα «βυζάκια» της μάνας του φίλου του. Στην πράξη μπορεί να υστερεί, όμως, με τη φαντασία του ενίοτε αποθρασύνεται. Παράδειγμα, εκείνο το πρώτο ραντεβού με μια γοητευτική ύπαρξη να «κάθεται απέναντί του». Η συγκεκριμένη ιστορία μπορεί να διαβαστεί και ως σχόλιο ωρίμου ανδρός περί θηλυκότητας. Δεν αρκεί όλα να είναι όμορφα επάνω σε μια γυναίκα. Καθοριστικό ρόλο στην αντρική φαντασία παίζουν οι κινήσεις, οι στάσεις και ο βαθμός της θηλυκότητάς τους. Ενα μάγκικο σταυροπόδι αντί του γυναικείου, εκείνου με τις γάμπες που χαϊδεύονται, απωθεί τον αφηγητή. Εντέλει, όμως, ζουμάρει στις συσπάσεις του στόματος, γεγονός που αποβαίνει καθοριστικό στην έκβαση του ραντεβού. Το μεγάλο ατού αυτών των σύντομων ιστοριών είναι η καταληκτική ανατροπή των προσδοκιών του αναγνώστη. Παράδειγμα, η ιστορία της «Καρμέλας», η μοναδική, στην οποία ο αφηγητής εμφανίζεται τρυφερός και απόλυτα εξαρτημένος από την «πριγκίπισσά» του, με την οποία συμβιώνει 13 συναπτά έτη. Εδώ, το ξαφνικό γύρισμα του τέλους θυμίζει ένα από τα αποθησαυρισμένα διηγήματα της τριακονταετίας, το «Περσινή αρραβωνιαστικιά» της Ζυράννας Ζατέλη.
- Ομως, ο αφηγητής δεν παρακολουθεί μόνο τις νέες και ωραίες αλλά και τις μεσόκοπες. Στην ιστορία με την κυρία που «βαδίζει στο απέναντι πεζοδρόμιο», ο πανικός της ηλικίας προδίδει τον αφηγητή, καθώς γλιστράει από το τρίτο πρόσωπο του αμέτοχου παρατηρητή στο πρώτο της ταυτοπάθειας. Ωστόσο, η αφήγηση δεν λιμνάζει στη θλίψη, αλλά, για ακόμη μια φορά, βρίσκει διέξοδο στους συνειρμούς που γεννούν οι λέξεις. Από την τρίτη ηλικία και τους πόνους στις κλειδώσεις, περνάει στην κατάντια τού άλλοτε ποτέ πρώτου φύλου, «τώρα που το σαλπίζουν αναιδέστατα τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ στα μπαρ, στις καφετέριες, στις παραλίες». Η ατμόσφαιρα βαραίνει, όταν οι μεσόκοπες γίνονται γηραιές κυρίες. Ευρηματικός ο διάλογος που στήνει η εβδομηντάχρονη, όχι με το πρόσωπό της στον καθρέφτη, αλλά με τα σταυρωμένα χέρια της. Στιγμές στιγμές ο διάλογος φτάνει στα όρια του πικρού παράπονου, αλλά αναστρέφεται και γλυκαίνει χάρη στην ποιητική μεταφορά του τέλους. Κάποιες ιστορίες με γερόντισσες, καθώς ο αφηγητής παραχωρεί σε εκείνες τον λόγο, φαίνονται, χάρη στην ποιητική της λαϊκής λαλιάς, σαν αφηγηματικές προεκτάσεις της «Μητριάς Πατρίδας».
- Οι περισσότερες ιστορίες του βιβλίου, 13 στις 16, έχουν αφιέρωση. Συνήθως παρόμοιες αφιερώσεις δεν αφορούν τον αναγνώστη, καθώς πρόκειται για χειρονομίες αβρότητας του συγγραφέα προς φίλους. Μία, όμως, εισέρχεται ενεργά στην αφήγηση. Αφιερωμένη η ιστορία στον Σωτήρη Σόρογκα, πλέκεται γύρω από τον πίνακά του, το «Πηγάδι». Ετσι, μέσω της αφιέρωσης, η ιστορία παίρνει και διαστάσεις εικαστικού σχολίου. Ωστόσο, η επιλογή του υποκειμένου της ιστορίας δείχνει κάπως άστοχη. Μια γηραιά παραδουλεύτρα δύσκολα ολισθαίνει σε παρόμοιες λεπταίσθητες φαντασιώσεις.
- Συνοψίζοντας, οι ιστορίες του Γκανά, τουλάχιστον οι καλύτερες, που ακόμη και ένας αυστηρός κριτής θα αποκαλούσε διηγήματα, αφήνουν μια γριφώδη αίσθηση. Ισως, ακριβέστερα, έχουν κάτι από τη σκοτεινότητα της ποίησης. Αλλωστε, ο συγγραφέας συνομιλεί με προσφιλείς του ποιητές, όπως ο Μάρκος Μέσκος. Κάποτε συνομιλεί και με ποιητές παλαιότερους, όπως ο μελαγχολικός Ουράνης. Οι στίχοι, που «του ψιθυρίζει ο Ουράνης στο έσω ους», δανεισμένοι από το ποίημα «Περαστικές», δένουν με τη «μυρωδιά βρεγμένης θάλασσας» και την ατμόσφαιρα της τελευταίας ιστορίας, την οποία και διανθίζουν. Εχουμε, μάλιστα, την εντύπωση, ότι οι επόμενοι στίχοι του ποιήματος, «να ξέρατε με πόση νοσταλγία, /... σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου, / γυναίκες, που περάσατε μιάν ώρα / απ' τη ζωή μου μέσα...» ίσως να ανταποκρίνονταν ως μότο ολόκληρου του βιβλίου περισσότερο από τους επιλεγμένους της Λευκής Μολφέση.
- Πάντως, παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι αναλογίες, ή, σωστότερα, οι συγγένειες ανάμεσα στο πρώτο και στο πρόσφατο πεζογραφικό βιβλίο του Γκανά, με σημείο αναγωγής την ποίησή του. Η «Μητριά πατρίδα» δεν έμοιαζε, τουλάχιστον τόσο εμφανώς, ως ευθεία προέκταση της ποιητικής του φωνής. Αφήγηση λιτή, χωρίς αντιρεαλιστικά στοιχεία, με εικόνες σπάνιας διαύγειας, διατηρούσε αισθητή απόσταση, ίσως στα όρια της αυτονόμησης. Απεναντίας, το πρόσφατο εξωτερικεύει πιο έκδηλα και σε μεγαλύτερο βαθμό «ποιητική ύλη». Εν ολίγοις, στο πρόσφατο υπάρχει μεγαλύτερη εσωτερική συνταύτιση με την ποιητική του φωνή. Να υποθέσουμε ότι μεσολαβούν καθοριστικά οι αφετηρίες συγκίνησης, δηλαδή οι «βλοσυρές» στο ένα και οι «ήμερες» στο άλλο; Διόλου απίθανο. Εικασίες κάνουμε.
[Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010]
No comments:
Post a Comment