- Ο άνθρωπος ο οποίος μετέφρασε, μαζί με τον Φίλιπ Σέραρντ, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο στον αγγλοσαξονικό χώρο, ονομάζεται Εντμουντ Κίλι. Ο 82χρονος συνομιλητής μας είναι μία σύνθετη προσωπικότητα: δεν είναι μόνον ο νεοελληνιστής που πέρασε από τη θέση του διευθυντή του Προγράμματος Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Παράλληλα, είναι ένας αξιόλογος συγγραφέας, ο οποίος αναπλάθει μυθιστορηματικά τη σύγχρονη Ιστορία, κι ένας μάχιμος δοκιμιογράφος για θέματα των καιρών μας.
Πρόσφατα τον τίμησε το Μουσείο Μπενάκη με εκδήλωση, στην οποία μίλησαν οι Αγγελος Δεληβορριάς, Θανάσης Βαλτινός, Νάσος Βαγενάς, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Δημήτρης Δασκαλόπουλος και Ντίνος Σιώτης. Με πρόλογο του Τζον Ιατρίδη, ομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, επανακυκλοφόρησε ο «Φόνος στον Θερμαϊκό» («Ελληνικά Γράμματα»), μία ιστορική έρευνα, σε ελληνικά και αμερικανικά αρχεία, της υπόθεσης του δολοφονημένου Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ. Στην Αμερική, αυτόν τον καιρό, κυκλοφόρησε η ποιητική ανθολογία «The Greek Poets: Homer to the Present», την οποία ο Εντμουντ Κίλι συνυπογράφει με τους Πίτερ Κόνσταντιν, Ρέιτσελ Χάντας και Κάρεν Βαν Ντάικ.
Ευδιάθετος, χαμογελαστός, φιλόξενος και γεμάτος ιρλανδικό χιούμορ, μας υποδέχτηκε στο πατρικό σπίτι της γυναίκας του, Μαίρης, στο Κολωνάκι, όπου μπορείς να δεις έπιπλα εποχής και εξαιρετικά έργα τέχνης. Μιλήσαμε κυρίως στα ελληνικά, και όταν χρειάστηκε να διευκρινίσει κάποιες έννοιες, χρησιμοποίησε τ' αγγλικά. «Εμαθα την ελληνική γλώσσα του ποδοσφαιρικού γηπέδου και του δρόμου», μας εξομολογήθηκε.
- Θυμάστε κάτι από τον τόπο γέννησής σας, τη Δαμασκό;
«Από τα παιδικά μου χρόνια στη Δαμασκό δεν θυμάμαι τίποτα. Οι πρώτες μου αναμνήσεις αρχίζουν από τον Καναδά, όπου γνώρισα τη ζωή στο χιόνι και ταξίδεψα συχνά στην αμερικανική ήπειρο. Οταν μετατέθηκε ο πατέρας μου, με τον βαθμό του προξένου, στην όμορφη Θεσσαλονίκη, βρήκα έναν παράδεισο στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Δεν κατάφερα ποτέ να μάθω τα ελληνικά σε σχολείο. Δυστυχώς, γι' αυτό δεν γράφω τόσο εύκολα όσο θα ήθελα. Αντιθέτως, έχω ευχέρεια στο να διαβάζω και να μιλάω. Μ' αυτή την έννοια, είμαι αυτοδίδακτος. Εχετε μπροστά σας έναν αγράμματο, που έχει φάτσα νεοελληνιστή (γελάει)».
- Από τη Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής, τέλη της δεκαετίας του '30, τι έχει χαραχτεί μέσα σας;
«Πήγα Δημοτικό, για τρία χρόνια, στη Γερμανική Σχολή, η οποία είχε δημιουργήσει χιτλερική νεολαία. Στα αδέλφια μου και σ' εμένα, επειδή ήμασταν Αμερικανοί πολίτες, μαζί με άλλους ξένους συμμαθητές μας, μας απαγόρευαν να πάρουμε μέρος στις φιέστες τους. Οι περισσότεροι καθηγητές μας εκπροσωπούσαν τα ιδεώδη του ναζισμού. Τη στιγμή που οι υπόλοιποι συμμαθητές μας έκαναν στρατιωτικές ασκήσεις, εμείς παίζαμε!»
- Πότε αρχίσατε να έχετε στενή σχέση με τη νεοελληνική λογοτεχνία, μεταφράζοντας τους μεγάλους ποιητές;
«Είχα τελειώσει τις σπουδές μου πάνω στην αγγλική και αμερικανική λογοτεχνία, στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, και ήθελα να ακολουθήσω μεταπτυχιακά στην Αγγλία, με θέμα τον Γέιτς και το ιρλανδικό θέατρο, αφού από τη μεριά του πατέρα μου έχω ιρλανδικές ρίζες. Κάποια στιγμή, ανακαλύπτω στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ότι διδάσκεται το μάθημα του νεοελληνικού διηγήματος. Ενα απόγευμα κατάφερα να εντοπίσω τον λέκτορα Ρόμπιν Φλέτσερ, έναν πολύ ευχάριστο και βολικό νεαρό κύριο, ύστερα από συστάσεις της Μαίρης Σταθάτου-Κύρη, φοιτήτριας του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών - και μελλοντικής γυναίκας μου. Οταν ο Φλέτσερ ανακοίνωσε στον επικεφαλής του Τμήματος Κ. Α. Τρυπάνη ότι "ένα παιδί από την Αμερική θέλει να σπουδάσει νέα ελληνικά", εκείνος αντέδρασε, λέγοντας: "Θα τον αποθαρρύνουμε σύντομα"».
- Ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης σάς παρακίνησε να ασχοληθείτε και με τη μετάφραση;
«Οχι. Η αλήθεια είναι πως όταν ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης ανακάλυψε ότι μιλούσα πράγματι καλά ελληνικά -αν και με μπόλικους βορειοελλαδίτικους ιδιωματισμούς- και ότι σπούδαζα Αγγλική Φιλολογία, με προσκάλεσε αμέσως για τσάι με τη σύζυγό του και τη νεαρή της φίλη, τη δεσποινίδα Κύρη, κι έπειτα, σε μια σειρά από ιδιωτικές συζητήσεις για τη σύγχρονη ποίηση. Αποφάσισα, κατόπιν προτροπής του, να εκπονήσω διδακτορική διατριβή με θέμα τις επιδράσεις της αγγλικής και της αμερικανικής ποίησης στο έργο του Καβάφη και του Σεφέρη. Περιορίστηκα στον Μπράουνινγκ και στον Ουίτμαν για τον Καβάφη, και στον Ελιοτ για τον Σεφέρη. Ο άνθρωπος ο οποίος έστρεψε το ενδιαφέρον μου προς τη μετάφραση Ελλήνων ποιητών, είναι ο καθηγητής και μεταφραστής τού Τσόσερ, Νέβιλ Κόχιλ».
- Τον Γιώργο Σεφέρη πότε τον γνωρίζετε και πώς επέδρασε πάνω σας;
«Το 1950, όταν υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου, του έστειλα δυο-τρία γράμματα. Δύο χρόνια αργότερα, όταν επέστρεψε, του ξανάγραψα και του ανέφερα ότι γράφω τη διατριβή. Συναντηθήκαμε και του ζήτησα να μου λύσει ορισμένες απορίες σχετικά με το έργο του. "Μην τα βλέπεις όλα συμβολικά, επειδή, καμιά φορά, οι εικόνες πατούν γερά στην πραγματικότητα. Τα αγάλματα στην Ελλάδα, όταν πάρεις ένα καράβι και ταξιδέψεις στο Αιγαίο, θα τα δεις παντού. Οι αρχαίες πέτρες είναι κάτω από τα πόδια σου, μπορείς να σκύψεις, να τις πάρεις στα χέρια σου και να τις χαϊδέψεις. Πώς είναι ζωντανή η γυναίκα σου, που μόλις παντρεύτηκες;", μου είπε. Ηταν καλός άνθρωπος και τον αγαπούσα πολύ. Ηταν σοφός, πολυμαθής και είχε χιούμορ».
- Από τον Νίκο Γκάτσο της «Αμοργού» τι σας έκανε εντύπωση;
«Ηταν πολύ ευφυής και ανοιχτόκαρδος. Αν ήταν στο πανεπιστήμιο, θα ήταν ίσως ο μεγαλύτερος καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Διέθετε γούστο, είχε βλέμμα, γνώριζε την ποίηση και τι ήθελε να πει, διέκρινε τι ήταν σωστό και τι ψεύτικο. Το δικό του πανεπιστήμιο ήταν στου "Φλόκα". Με βοήθησε να καταλάβω αυτά που δεν ήξερα για τον υπερρεαλισμό, ο οποίος ήταν βασικό στοιχείο της ποίησής του».
- Με τον Οδυσσέα Ελύτη πώς συνεργαστήκατε στη μετάφραση του «Αξιον Εστί»;
«Ηταν πολύ ευγενής. Μιλούσαμε σπάνια για ποιητικά θέματα, όταν, όμως, εργαστήκαμε με τον Γιώργο Π. Σαββίδη στην απόδοση του "Αξιον Εστί", μας βοήθησε σε ορισμένα μεταφραστικά προβλήματα. Αυτό που μας ζήτησε ο Ελύτης ήταν να έχει ο ήχος των λέξεων μια μουσική στην ξένη γλώσσα».
- Γιατί ασχοληθήκατε συστηματικά με τον Γιάννη Ρίτσο;
«Οταν είχα έρθει στην Ελλάδα για να ετοιμάσω με τον Φίλιπ Σέραρντ την πρώτη ποιητική ανθολογία "Six poets of modern Greece", ο θείος της γυναίκας του, ο πνευμονολόγος Σταθάτος μού λέει: "Εξι ποιητές; Και πού είναι ο Ρίτσος;". Είχα γνωρίσει όλη την παρέα του Κατσίμπαλη και τον κύκλο του και κανείς τους δεν μου είχε αναφέρει το όνομα του Ρίτσου. Αργότερα κατάλαβα πως υπήρχε πρόβλημα, γιατί ορισμένα από τα ποιήματά του ήταν προπαγανδιστικά. Από την άλλη μεριά, είχε και ποιήματα γερά, τα οποία, σχεδόν από το ξεκίνημά του, ήταν πρωτότυπα. Εχει γράψει και κάτι μικρά, που είναι αριστουργήματα, όπως είναι οι "Μαρτυρίες" και οι "Επαναλήψεις". Φαίνεται ότι ένα μέρος από την πνευματική κοινωνία εκείνης της εποχής ήταν εναντίον του, επειδή ήταν κομμουνιστής διανοούμενος. Αυτό που μου άρεσε στον Ρίτσο, ήταν ο νέος τρόπος με τον οποίο αξιοποιούσε την αρχαία ποίηση και την αρχαία μυθολογία, για να φτιάξει μια ποίηση σημερινή και ζωντανή».
- Ποιος Ελληνας ποιητής του 20ού αιώνα στέκεται ψηλότερα απ' όλους;
«Ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Από το 2000 έχουν κυκλοφορήσει επτά διαφορετικές εκδόσεις "Collected poems" του Καβάφη στην Αμερική! Μυθοποίησε την πόλη της Αλεξάνδρειας κι έφτιαξε ως μυθιστοριογράφος μια ποιητική πόλη, η οποία έχει μια βάση ιστορική αλλά είναι βυθισμένη στο ανθρώπινο πνεύμα. Φαίνεται απλός, χωρίς να είναι απλός».
- Ενα μεγάλο κομμάτι της δημιουργικής σας δραστηριότητας το έχετε αφιερώσει στην πρωτότυπη συγγραφή. Ακολουθήσατε τη μακρά αμερικανική πεζογραφική παράδοση ή διαφοροποιηθήκατε;
«Πάντα ήθελα να με χαρακτηρίζουν μυθιστοριογράφο. Εγραψα οκτώ μυθιστορήματα, τα οποία τυπώθηκαν στην Αμερική, κι άλλα δύο, που δεν εκδόθηκαν ποτέ. Δεν θέλω μόνο να διασκεδάσω τον αναγνώστη, που το χρειάζεται κι αυτό, γιατί διαφορετικά το βιβλίο θα είναι "πεθαμένο". Κυρίως προσπαθώ να ακολουθήσω τα διδάγματα των μεγάλων Αμερικανών δασκάλων μου στη λογοτεχνία, του Φόκνερ, του Χέμινγουεϊ, προπαντός του Φιτζέραλντ. Κυρίως αυτό που πρέπει να δείξεις είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Στο μυθιστόρημα πρέπει να ξεπεράσεις τον ρεαλισμό, με τον οποίο περιγράφεται η σύγχρονη ζωή, και να φτάσεις στην ανθρώπινη περίπτωση. Ενα παράδειγμα είναι το "Περιμένοντας τους βαρβάρους" του Νοτιοαφρικανού νομπελίστα Κουτσί. Σ' αυτό, η βάση είναι η σύγχρονη ιστορία της Νότιας Αφρικής, που ήταν ακόμη υπό τη σκιά του απαρτχάιντ. Γράφει μία συγκινητική ιστορία, και μέσα σ' αυτή φτιάχνει έναν μύθο για τη χώρα του. Τι σημαίνει, δηλαδή, να είσαι σ' αυτή την κατάσταση και με τη δική σου ανθρώπινη θέληση να εναντιωθείς στο καθεστώς της δουλείας».
- Και εσείς κάτι ανάλογο δεν επιχειρείτε; Να μιλήσετε με μυθιστορηματικό τρόπο για την Ιστορία των τελευταίων πενήντα χρόνων;
«Αυτό που λέτε είναι σωστό. Αν έμενα μόνο στην Ιστορία, θα ήμουν ιστορικός. Εγώ πήρα μόνον ως βάση την Ιστορία. Οι ήρωές μου είναι συνήθως άνθρωποι που βρίσκονται σε κρίση. Κυρίως είναι γυναίκες, γιατί η ψυχή τους είναι πολλές φορές πιο μεγάλη από αυτή των αντρών».
- Τι εννοείτε;
«Διαθέτουν ανθρωπισμό, κουράγιο και δύναμη».
- Με τον «Φόνο στον Θερμαϊκό» προσπαθείτε να ισορροπήσετε μεταξύ Ιστορίας και λογοτεχνίας;
«Η υπόθεση Πολκ είναι μια προσπάθεια να γράψω καθαρή ιστορία, μ' έναν ρυθμό μυθιστορηματικό. Δεν μπορώ να πω με ακρίβεια ποιος έχει σκοτώσει τον Πολκ. Ωστόσο, μπορώ να υποστηρίξω ότι ήταν μια δίκη - σκευωρία, με θύμα τον Στακτόπουλο, ο οποίος ήταν αθώος».
- Η Αλβανία, πριν από δεκαπέντε χρόνια, που σας έδωσε το ταξιδιωτικό «Αλβανικό ημερολόγιο», πώς σας φάνηκε;
«Ανακάλυψα μια χώρα η οποία είχε πλέον ανοίξει τα σύνορά της. Πήγα ως μέλος μιας ομάδας Αμερικανών συγγραφέων για να συναντήσουμε Αλβανούς συγγραφείς, δημοσιογράφους και εκδότες. Μας πήγαν σ' ένα χωριό για να μας δείξουν πώς περνούσαν οι χωρικοί. Ηταν συγκλονιστική εμπειρία. Σαν να βρισκόμουν σε μια Ελλάδα που έζησα όταν ήμουν παιδί. Είδα ένα αμπαζούρ που το "καπέλο" του ήταν φτιαγμένο από χαρτιά με τυπωμένες διαταγές του Χότζα! Εχτισε όλα αυτά τα γελοία πολυβολεία: μια σειρά τους κοιτούσε προς την Αμερική και άλλη μία προς τη Ρωσία. Οταν έπεσε το καθεστώς, άλλοι έριξαν την ιδέα να τα κάνουν μπουρδέλα, άλλοι να τα μετατρέψουν σε φούρνους (γελάει)». *
info Αλλα έργα του στα ελληνικά: «Πρώτα βήματα» («Ελληνικά Γράμματα»), «Αναπλάθοντας τον παράδεισο» («Ωκεανίδα»), «Γιώργος Σεφέρης - Edmund Keeley: Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947», «Συζήτηση με τον Γιώργο Σεφέρη» («Αγρα»), «Η σπονδή», «Η σιωπηλή κραυγή της μνήμης», «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας» («Εξάντας»), «Αλβανικό ημερολόγιο: Ο δρόμος προς το Ελμπασάν» («Καστανιώτης»), «Η καβαφική Αλεξάνδρεια» («Ικαρος»).
Ο Ομπάμα έχει μπλέξει άσχημα
- Πώς βλέπετε την πορεία της Ελλάδας από εδώ και πέρα, με την οικονομική κρίση που περνάει;
«Βλέπω εδώ ένα είδος κυνισμού στην πολιτική ζωή, όπως και στην Αμερική. Σε σας πληρώνουν κιόλας, είδατε τι έγινε με τη Ζίμενς (γελάει). Εμείς έχουμε το πρόβλημα με τα λόμπι, τα οποία πιέζουν, όταν είναι να περάσει ένας νόμος. Δημοκρατία είναι αυτό; Ψευτοδημοκρατία είναι. Τα πράγματα είναι δύσκολα για τον Ομπάμα, γιατί άλλα υποσχόταν. Τώρα, που έχει μπλέξει άσχημα και δέχεται πιέσεις από τους στρατηγούς και τα οικονομικά συμφέροντα, παίρνει το μεγάλο μάθημα. Το πιθανότερο είναι ότι θα λέει στον εαυτό του: "Πώς θα το σκάσω απ' εδώ;"».
- Εχει να αντιμετωπίσει επιπλέον και την καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού...
«Φαίνεται ότι θα συντελεσθεί μία οικολογική καταστροφή που δεν την έχει καταλάβει ο κόσμος, ούτε, όμως, κι εμείς οι Αμερικανοί. Μοιάζει να είναι φρικτό, να είναι τρομερό. Ισως δεν θα μπορείς να πατήσεις σε ορισμένα σημεία της παράκτιας ζώνης, ενώ η αλιεία θα γνωρίσει μεγάλη καταστροφή. Είμαι πολύ στενοχωρημένος, παρά πολύ...».
No comments:
Post a Comment