Thursday, March 31, 2011

Παγκόσμια Διάσκεψη για το Βιβλίο στη Λιουμπλιάνα

Με στόχο την υιοθέτηση μηνύματος προς τις κυβερνήσεις, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικών, τις τοπικές κοινότητες και τις επαγγελματικές ενώσεις για τον τρόπο διαμόρφωσης ενεργών στρατηγικών για το βιβλίο, στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας διοργανώνεται σήμερα και αύριο Παγκόσμια Διάσκεψη για το Βιβλίο.

Στη Διάσκεψη, που πραγματοποιείται με αφορμή την παράδοση από τη Λιουμπλιάνα του τίτλου της Παγκόσμιας Πρωτεύουσας Βιβλίου στο Μπουένος Άιρες, λαμβάνουν μέρος 270 συμμετέχοντες.
«Στη Διάσκεψη θα συμμετάσχουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για τα βιβλία», δήλωσε ο πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής της Διάσκεψης, Μίτια Ζούπαντσιτς, τονίζοντας ότι η συνάντηση θα ολοκληρωθεί με την υπογραφή της Διακήρυξης της Λιουμπλιάνας, με εννέα σημεία - κατευθύνσεις προς όσους χαράσσουν πολιτική με στόχο την ανάπτυξη στο πεδίο του βιβλίου.

Ο Επίτροπος Πολιτισμού της Λιουμπλιάνας, Ούρος Γκριλτς, δήλωσε ότι οι οργανωτές αποφάσισαν την πραγματοποίηση της Διάσκεψης, με την ελπίδα να διοργανώνεται από κάθε μελλοντική Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου.

Η πρώτη μέρα των εργασιών της Διάσκεψης είναι αφιερωμένη στις ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις (e-publishing), με κεντρικό θέμα συζήτησης την πεποίθηση ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο θα αλλάξει σημαντικά τη φύση του συγκεκριμένου επιχειρηματικού κλάδου.

Στο πλαίσιο της Διάσκεψης, στην οποία συμμετέχει ένας αριθμός ομιλητών από πολύγλωσσες χώρες, διοργανώνεται και διήμερο φόρουμ της UNESCO, στο οποίο θα εξεταστούν οι πιθανότητες στήριξης του βιβλίου στην περιοχή της νοτιανατολικής Ευρώπης.

Ο συγγραφέας και πρωτεργάτης της ελληνικής τηλεόρασης Γιώργος Κάρτερ...



Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΤΕΡ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΟΛΩΜΟΥ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011

Το Δ.Σ. της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών τιμώντας τη μακροχρόνια προσφορά στα Γράμματα του Κερκυραίου ποιητή ΓΙΩΡΓΟΥ Ν. ΚΑΡΤΕΡ θα πραγματοποιήσει τιμητική εκδήλωση στην αίθουσα συγκεντρώσεων του Μουσείου Σολωμού (Μουράγια) το Σάββατο 2 Απριλίου 2010 και ώρα 20.00. Στο πλαίσιο της τιμητικής εκδήλωσης, όπου θα μιλήσουν για τον ποιητή ο Πρόεδρος της Εταιρείας Περικλής Παγκράτης κι ο Γραμματέας Δημήτρης Κονιδάρης, ο Γιώργος Ν. Κάρτερ θα μιλήσει, θα συζητήσει με το κοινό και θα διαβάσει ποίησή του.
Η εκδήλωση θα ξεκινήσει με την παρουσίαση από τον Καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου και Αντιπρόεδρο της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών  Θεοδόση Πυλαρινό του βιβλίου που συνέγραψε με τον Απόστολο Κουρουπάκη «Η οικογένεια Σαμαρτζή (ο γενάρχης και τα επιφανή μέλη της)». Το βιβλίο αυτό αναφέρεται σε προγόνους του Γ.Ν. Κάρτερ κι εκδόθηκε στη σειρά Δημοσιεύματα της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών. Ο ποιητής Γιώργος Κάρτερ θα συνοδεύεται από τη σύζυγό του, διακεκριμένη βιολονίστρια κ. Ισμήνη Χρυσοχόου – Κάρτερ.

Ο Γιώργος Κάρτερ (1928) γεννήθηκε στην Κέρκυρα και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην αυστριακή τηλεόραση και στην ιταλική τηλεόραση με κρατική ιταλική υποτροφία. Από την έναρξη λειτουργίας της ελληνικής τηλεόρασης, το 1965, υπήρξε από τα βασικά της στελέχη. Προηγουμένως είχε εργαστεί στο ραδιόφωνο. Το 1960 συμμετέχει στην παρουσίαση και παραγωγή του προγράμματος του πρώτου ελληνικού σταθμού τηλεόρασης (της ΔΕΗ) στη Θεσσαλονίκη. Τον ίδιο χρόνο καθιερώνει τη ραδιοφωνική κριτική από το περιοδικό της Ελ. Βλάχου «Εκλογή». Το 1955 το μελέτημα του «Το Ραδιόφωνο και η αισθητική του», όπως και το επόμενο «Γνωριμία με την Τηλεόραση» (1962), εγκαινιάζουν την ελληνική βιβλιογραφία των Μ.Μ.Ε.
Από την έναρξη λειτουργίας της ελληνικής τηλεόρασης το 1965, υπήρξε από τα βασικά της στελέχη. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, το 1974, παρουσιάζει στην Τηλεόραση της ΕΡΤ τις «Ειδήσεις», επίκαιρα σχόλια κι άλλες εκπομπές. Διετέλεσε διευθυντής Τηλεόρασης της ΕΡΤ-1 και πρώτος διευθυντής Ραδιοφωνίας- Τηλεόρασης της ΕΡΤ-2. Επίσης, πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου, πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, αντιπρόεδρος του Προσωπικού της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και μέλος του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου.
Στα Γράμματα εμφανίστηκε με ποίηση το 1945 κι ως τώρα έχουν εκδοθεί περισσότερα από 33 βιβλία του. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ιταλικά και ρουμανικά σε βιβλία, καθώς και στα γερμανικά, ουγγρικά, βουλγαρικά, ισπανικά και τουρκικά, δημοσιευμένα σε ξένες ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Μελοποιημένα ποιήματά του μεταδόθηκαν από το ελληνικό ραδιόφωνο.
Το 1999 και το 2000 ο Δήμος Κερκυραίων και ο Δήμος Αχιλλείων αντίστοιχα τον τίμησαν με το αργυρό μετάλλιο αξιοσύνης, ενώ την ίδια περίοδο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την ποίησή του. Το 1962 ο Δήμος Φλωρεντίας του απένειμε αργυρό μετάλλιο και τον τίτλο του επίτιμου δημότη του. Το 2006 τον βράβευσε η ΕΡΤ-3 για την προσφορά του στο ραδιόφωνο. Το 2009 τιμήθηκε επίσης, από το Δήμο Καλαμαριάς, την Ένωση Σμυρναίων Μικρασιατών Βορείου Ελλάδος και από το Σύλλογο Κερκυραίων Θεσσαλονίκης.
Είναι αδελφός του ζωγράφου Ερνέστου Κάρτερ και παντρεμένος με τη γνωστή βιολονίστρια Ισμήνη Χρυσοχόου.

Τζον Λε Καρέ: «Διαγράψτε με από τα Μπούκερ»

«Διαγράψτε με από τα Μπούκερ»

Ο Βρετανός συγγραφέας Τζον Λε Καρέ ζήτησε από τους κριτές των Διεθνών Βραβείων «Man Booker» να διαγράψουν το όνομά του από τη λίστα με τους υποψηφίους.

«Νιώθω κολακευμένος. Αλλά δεν συναγωνίζομαι για τα λογοτεχνικά βραβεία», είπε χαρακτηριστικά. Ωστόσο ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, Ρικ Τζεκόσκι, απέρριψε το αίτημα του Καρέ, λέγοντας πως το όνομά του θα παραμείνει στη λίστα, διευκρινίζοντας πως όλα τα μέλη είναι μεγάλοι θαυμαστές του Τζον.
Ο νικητής θα ανακοινωθεί στις 18 Μαΐου. Το βραβείο που συνοδεύεται από το χρηματικό ποσό των 60.000 λιρών διεκδικούν 13 συγγραφείς από 8 χώρες.

Κοινωνικά αόρατος σε ένα υπόγειο της Νέας Υόρκης

  • ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
  • Ενα από τα 100 καλύτερα πεζογραφήματα του 20ού αιώνα κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά
  • του Αναστάση Βιστωνίτη, ΤΟ ΒΗΜΑ:  26/03/2011, 05:45
Κοινωνικά αόρατος σε ένα  υπόγειο της Νέας Υόρκης
«Aόρατος άνθρωπος». Εργο της ομάδας καλλιτεχνών ψηφιακής φωτογραφίας GoGaeta



Αν κανείς ξεχώριζε τρία κορυφαία μυθιστορήματα που γράφτηκαν από αφροαμερικανούς συγγραφείς τον 20ό αιώνα, ένα από αυτά θα ήταν ο Αόρατος άνθρωπος του Ραλφ Ελισον. Τα άλλα δύο θα ήταν ίσως το Γέννημα θρέμμα του Ρίτσαρντ Ράιτ και το Τραγούδι του Σόλομον της Τόνι Μόρισον. Με τη διαφορά όμως ότι το βιβλίο του Ελισον είναι το πλέον φιλόδοξο και κατά μία έννοια το λιγότερο «αφροαμερικανικό». Η έκδοσή του στα ελληνικά εκκρεμούσε για πολλά χρόνια. Και παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα του καταλόγου της «Μodern Library» και στον αντίστοιχο του περιοδικού «Τime», μόλις τώρα βρίσκει τον δρόμο του στην ελληνική αγορά, πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στις ΗΠΑ. Εστω και αργά ωστόσο το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας θα γνωρίσει ένα από τα μεγάλα αμερικανικά μυθιστορήματα του προηγούμενου αιώνα.

Αφορμή για το βιβλίο του Ελισον ήταν το ομότιτλο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Χ. Τζ. Γουέλς που εκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το 1897. Σε αυτό ένας φοιτητής της χημείας ονόματι Γκρίφιν ανακαλύπτει τη συνταγή που μπορεί να τον κάνει αόρατο· έτσι, κυκλοφορεί άλλοτε αόρατος και άλλοτε μεταμφιεσμένος με γάντια, γυαλιά και επιδέσμους. Στο εύρημα αυτό ο Ελισον είδε μια πελώρια μεταφορά και την αντέστρεψε: ο δικός του αόρατος άνθρωπος δεν είναι εκείνος που γίνεται αόρατος με τη θέλησή του αλλά κάποιος τον οποίο οι άλλοι «αρνούνται να δουν».

Στο βιβλίο του Ελισον, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, ο αφηγητής-πρωταγωνιστής του, ένας εικοσάχρονος μαύρος που δεν κατονομάζεται, μας λέει την ιστορία του: μέσα από ποιες περιπέτειες κατέληξε να ζει αόρατος στο υπόγειο ενός κτιρίου της Νέας Υόρκης, όπου μένουν μόνο λευκοί, το οποίο είναι κλειδωμένο από τον 19ο ακόμη αιώνα. Αόρατος, λοιπόν, δηλαδή έξω από την κοινωνία, ζει στο σκοτάδι και με τον νου και τις αισθήσεις του δημιουργεί τον δικό του κόσμο. «Αφού απλώς υπήρχα για είκοσι περίπου χρόνια,άρχισα να ζω μόνο όταν ανακάλυψα ότι είμαι αόρατος» λέει στο πρώτο κεφάλαιο (τον πρόλογο του μυθιστορήματος).

Από εδώ και πέρα αρχίζει η γοητευτική εξιστόρηση των περιπετειών του νεαρού ήρωα. Ζει σε μια μικρή πόλη του αμερικανικού Νότου, είναι πρότυπο μαθητή στο κολέγιο και εκεί, μπροστά σε ακροατήριο λευκών, διαβάζει ένα κείμενό του για τον αγώνα του μέσου Αφροαμερικανού, έχοντας όμως νωρίτερα περάσει από κάποιες ταπεινωτικές δοκιμασίες, τις οποίες ο Ελισον τις περιγράφει με εκπληκτική ζωντάνια. Εξαιτίας της έξοχης ομιλίας του κερδίζει μια υποτροφία σε ένα σημαντικό κολέγιο αποκλειστικά για μαύρους. Η ζωή στο κολέγιο είναι γεμάτη δραματικά επεισόδια (συμπεριλαμβανομένης μιας ιστορίας αιμομιξίας) και ο αφηγητής καταλήγει κάποια στιγμή στο Χάρλεμ όπου πρωταγωνιστεί στο κίνημα των μαύρων για κοινωνική αλλαγή.

Οι σκηνές από τη ζωή στο Χάρλεμ είναι από τις εντυπωσιακότερες, όπου παρελαύνουν εραστές, τζογαδόροι, παπάδες. Και ο αφηγητής, ενώ αισθανόταν στην αρχή ότι η πολιτική του θα άλλαζε τον κόσμο, κατέληξε στο συμπέρασμα πως για τη δημιουργία συνείδησης απαραίτητη είναι πριν και πάνω απ΄ όλα η αυτογνωσία. Δεν είναι λοιπόν ο μόνος αόρατος άνθρωπος. Είναι ένας από τους πολλούς- αλλά αντιπροσωπευτικός γιατί κατάφερε να μην αλλοτριωθεί.

Ο Αόρατος άνθρωπος είναι το μόνο μυθιστόρημα που έγραψε ο Ραλφ Ελισον (1914-1994). Τελειοθήρας, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει και ένα δεύτερο, το οποίο έγραφε επί 40 χρόνια αφήνοντας πίσω του 2.000 σελίδες. Ωστόσο αυτό το ένα μυθιστόρημα ήταν αρκετό για να τον κατατάξει στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα (όπως συνέβη και με έναν άλλο σπουδαίο συγγραφέα του ενός μυθιστορήματος, τον Μάλκολμ Λόουρι με το Κάτω από το ηφαίστειο). Το υπόλοιπο έργο του Ελισον αποτελείται από μια σειρά εξαίρετα λογοτεχνικά και πολιτικά δοκίμια. Στον Αόρατο άνθρωπο επιχείρησε να δημιουργήσει ένα πεζογραφικό έργο αντίστοιχο της Ερημης χώρας, του μεγάλου ποιήματος του Ελιοτ, το οποίο θεωρούσε ότι αξιοποιούσε κατά τον καλύτερο τρόπο τη μουσική αντίστιξη μέσω της γλώσσας. Το ίδιο θέλησε να κάνει και αυτός στο μυθιστόρημά του, όπου η μουσική τζαζ καθορίζει συχνά τον ρυθμό της αφήγησης. Πέραν όμως αυτού, αποτυπώνει τον περίγυρο της αφροαμερικανικής κοινωνίας χωρίς μελοδραματισμούς αλλά και χωρίς εξιδανικεύσεις όσον αφορά τόσο τους λευκούς όσο και τους μαύρους, καταρρακώνοντας τα στερεότυπα. Διότι κανένας μαύρος δεν είναι μόνο μαύρος και κανένας λευκός δεν είναι καθαρός λευκός. Τα στερεότυπα τυφλώνουν τους ανθρώπους και τους καθιστούν ανίκανους να δουν. Το ότι στο μυθιστόρημα υπάρχουν πλήθος παραλληλισμοί και συγκρίσεις με την ομηρική Οδύσσεια (με τους Κύκλωπες και τις Σειρήνες λ.χ.) δημιουργεί πρόσθετο ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη. Αλλωστε ο Ομηρος ήταν τυφλός, όπως και ο αφηγητής του μυθιστορήματος.

Ο ιδεολογικός εμφύλιος για την κρίση

  • ΔΟΚΙΜΙΟ
  • Το εκδοτικό πανόραμα της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας όπως το παρουσιάζουν έλληνες συγγραφείς. Αναλύσεις και σχόλια
  • του ΓΙΑΝΝΗ Ν.ΜΠΑΣΚΟΖΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ: 26/03/2011, 05:45

Ο ιδεολογικός εμφύλιος για την κρίση
Ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου στην άτυπη σύνοδο αρχηγών της ευρωζώνης, απέσπασε κάποια οφέλη, αλλά πολλοί αναλυτές περιμένουν συγκεκριμένα μέτρα από τη μεριά της κυβέρνησης για να καταλήξουν αν θα ωφεληθούμε μεσοπρόθεσμα



 Σκέφτομαι συχνά ότι η γενιά μου, όταν ήμασταν νέοι, είχε τη σιγουριά ότι θα ζήσει καλύτερα από τους γονείς μας. Πιθανόν το ίδιο να σκέφτονταν και οι πατεράδες μας σε σχέση με τους δικούς τους πατεράδες που είχαν ζήσει ως ενήλικοι την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Σήμερα τα παιδιά μας σκέφτονται το εντελώς αντίθετο, ίσως ζήσουν χειρότερα από εμάς. Η γραμμική μεταπολεμική ανάπτυξη μοιάζει να σταμάτησε. Βρισκόμαστε άραγε σε μια κρίση χωρίς έξοδο;
Σε αυτό επιχειρούν να απαντήσουν οι έλληνες διανοούμενοι, τραπεζίτες, οικονομολόγοι, συγγραφείς με τα βιβλία που εκδίδουν. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η κρίση κάνει καλό στη σκέψη.
  • Πού είμαστε και ποιος φταίει
Θα έμοιαζε εύκολο να απαντηθεί το «ποιος φταίει», μιας και σε αυτό το ερώτημα υπάρχουν εκατοντάδες κείμενα από κορυφαίους οικονομολόγους. Ωστόσο οι οικονομολόγοι δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την κρίση και αυτό δίνει το δικαίωμα στον οικολόγο και πρώην υφυπουργό Περιβάλλοντος Ηλία Ευθυμιόπουλο να πει ότι «η οικονομία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στους οικονομολόγους». Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος θα επιμείνει κυρίως στο ζήτημα τoυ μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήσαμε ως τώρα, το οποίο παράγει από μόνο του κρίση. «Η οικονομία μας», θα πει, «ήταν καταδικασμένη στη διαρκή μεγέθυνση.Μια κοινωνία και μια οικονομία βασισμένες στη συνεχή διεύρυνση της σφαίρας της κατανάλωσης όχι εξαιτίας των διεσταλμένων αναγκών αλλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να σταθεί το σύστημα της αγοράς και η μειωμένη εντροπία».

Οι οικονομολόγοι και οι τραπεζικοί παράγοντες με τη σειρά τους επικεντρώνουν κυρίως στις αδυναμίες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συ στήματος, το οποίο «ξέφυγε» κάθε εποπτείας. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και σύμβουλος της Εurobank Γκίκας Χαρδούβελης προσδιορίζει τα αίτια τόσο στην ανισορροπία ανάμεσα στις χώρες του πλανήτη όσο και στην απορρύθμιση, δηλαδή την κατάργηση του ελέγχου στις αγορές. Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Γιάννης Στουρνάρας εκτιμά ότι «η ανάδειξη νέων παγκόσμιων δυνάμεων, όπως η Κίνα, άλλαξε τις ισορροπίες. Η κρίση θα μπορούσε να ξεκινήσει από οποιονδήποτε τομέα,καθώς οι αγορές είχαν εισέλθει σε μια εποχή με μεγάλους κινδύνους που δεν είχαν τη θέληση ή τη δύναμη, ίσως ούτε και τη φιλοσοφία να τους ελέγξουν». 

Η αριστερή οικονομική σκέψη αμφισβητεί γενικότερα τις πολιτικές επιλογές των τελευταίων χρόνων όπως διαμορφώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου Κώστας Λαπαβίτσας γράφει ότι η ευρωζώνη και οι μηχανισμοί της γεννούν αστάθεια, ανασφάλεια και ανισότητα. Όχι μόνο δεν προωθούν τη σύγκλιση των χωρών - μελών, αλλά τις διαχωρίζουν σε κέντρο και περιφέρεια. Οι χώρες του κέντρου παρουσίασαν δομικά πλεονάσματα σε αντίθεση με τα ελλείμματα που εμφάνισαν οι χώρες της περιφέρειας. Ο ανταγωνισμός «τσάκισε» τις μικρές οικονομίες που επέλεξαν την τόνωση της ζήτησης μέσω τραπεζικού δανεισμού. Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη του Κ. Λαπαβίτσα, η γενεσιουργός αιτία της κρίσης και όχι τόσο στο διεφθαρμένο Δημόσιο και στην κακή οργάνωση της χώρας.
  • Προς τα πού βρίσκεται η έξοδος
Οι οικονομολόγοι και οι περισσότεροι τραπεζίτες επιμένουν ότι αν λυθεί το ζήτημα της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο θα μπορέσουμε να αποφύγουμε μελλοντικούς κινδύνους. Όσον αφορά τη χώρα μας, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας Βασίλειος Θ. Ράπανος πιστεύει ότι αν καταφέρουμε να μειώσουμε τις δαπάνες (και όχι τόσο να αυξήσουμε τα έσοδα) θα καταφέρουμε και να αποδράσουμε από τη δύσκολη αυτή συγκυρία. Για τους περισσότερους η ανάπτυξη είναι το «δύσκολο» ζητούμενο, σε αυτό ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος θα προτείνει να αλλάξουμε τους δείκτες και να πάμε σε ένα «οικολογικό παράδειγμα».

Η αριστερή σκέψη, στον αντίποδα, προτείνει στάση πληρωμών στους δανειστές μας και «κούρεμα» του χρέους με παράλληλη έξοδο από την ευρωζώνη και επιστροφή στη δραχμή. Ο Κώστας Λαπαβίτσας αναγνωρίζει ότι θα υπάρξουν περιπλοκές σε μια τέτοια περίπτωση, αλλά με κατάλληλα μέτρα, κυρίως από την πλευρά του κράτους, θα οδηγηθούμε στην έξοδο. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Εurobank Νικόλαος Καραμούζης απαντά ότι η επιστροφή στη δραχμή είναι συνταγή καταστροφής της χώρας, καθώς θα προκληθεί κρίση ρευστότητας και η χώρα θα οδηγηθεί σε έναν φαύλο κύκλο πληθωρισμών και υποτιμήσεων χωρίς διέξοδο. Η άποψη του Γιάννη Τόλιου που συμμετέχει στο φόρουμ για μια «Εναλλακτική Οικονομική Πολιτική στην Ευρώπη» βρίσκεται κάπου ανάμεσα, αφού προτείνει την κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας και αντικατάστασή του με ένα Σύμφωνο Ανάπτυξης και Απασχόλησης, με έλεγχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το Ευρωκοινοβούλιο, προώθηση οικονομικής σύγκλισης, καθώς και μέτρα κοινωνικής κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής. Γενικότερα οι περισσότεροι συγγραφείς επιμένουν στον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών αγορών, μιας και αυτές είναι ο αδύνατος κρίκος του συστήματος, και στην ανάπτυξη. Πολύ λιγότεροι αποτολμούν μια πρόβλεψη προς τα πού πάει ο κόσμος και πώς θα σταθεί η Ελλάδα σε ένα μελλοντικό πεδίο που πιθανόν δεν θα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το σημερινό και θα διακυβεύεται από μη προβλέψιμους παράγοντες.

Οι συγγραφείς Τάκης Θεοδωρόπουλος και Πέτρος Μάρκαρης θα υποστηρίξουν ότι η κρίση στην Ελλάδα προϋπήρχε, είχε χαρακτηριστικά ανεξάρτητα από τη σημερινή διεθνή κρίση, απλώς η τελευταία τα φανέρωσε με οξύτατο τρόπο. Υποστηρίζουν ότι η χώρα μας καθυστέρησε σε όλα σχεδόν τα μεγάλα θέματα παιδείας, κουλτούρας, ορθολογικής ανάπτυξης, ακόμη και συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να μην προσφέρουν σχεδόν τίποτε στην Ευρώπη, καθώς η κοινωνία μας αρνήθηκε πεισματικά να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας υγιούς κοινωνίας και τώρα της είναι αδύνατον να αντιδράσει ορθολογικά και συντεταγμένα. Ιδιαίτερες ευθύνες σε αυτό έχει το πολιτικό σύστημα κατά τον Πάσχο Μανδραβέλη και τον Πέτρο Μάρκαρη. Το πολιτικό πρόβλημα θα αναδείξει ο αν.καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μενέλαος Γκίβαλος, που θα προτείνει αλλαγή πολιτικού «παραδείγματος», αλλά και ο πρώην τραπεζίτης Κωνσταντίνος Καρατζάς που θα προτείνει «συναγερμό και κινητοποίηση όλων των υγιών δυνάμεων της κοινωνίας».

Ο Βουτυράς σε κόμικς

  • ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
  • Μια εικονογραφημένη απόδοση διηγημάτων του πειραιώτη δημιουργού
  • ΤΟ ΒΗΜΑ:  26/03/2011, 05:45
Ο Βουτυράς σε κόμικς



 Λίγες φορές οι έλληνες κομιστές εμπνέονται από κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας.

Ίσως αυτό έχει να κάνει με το ότι οι δημιουργοί των κόμικς αναζητούν ατμόσφαιρα και οξείες γωνίες που δεν τα βρίσκουν στην ελληνική λογοτεχνία. Ο Δημοσθένης Βουτυράς όμως είναι ταιριαστός με την οπτική των κόμικς, μια και πολλά από τα διηγήματά του διαθέτουν αυτή τη μαύρη ατμόσφαιρα και οι ήρωές του είναι εξπρεσιονιστικά σχεδιασμένοι.

Σε αυτό το πλαίσιο ο κομίστας Θανάσης Πέτρου και ο σεναριογράφος Δημήτρης Βανέλλης καταπιάστηκαν να παρουσιάσουν εννέα από τα πιο χαρακτηριστικά διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά. Και η αρχή έγινε με το  «Παραρλάμα», μια λέξη - φόβητρο που ένας απελπισμένος γράφει στον τοίχο του εργοστασίου όπου δουλεύει. Κανένας δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει η λέξη, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται σαν κυκλώνας ένα κλίμα φόβου. Το ίδιο κλίμα φόβου κυριαρχεί στα περισσότερα διηγήματα: το τραγούδι του κρεμασμένου, το οποίο όποιος το τραγουδάει καταστρέφεται, ο χωρικός που τρώει την ανθρωπόμορφη τραγοκεφαλή και μετατρέπεται βαθμιαία σε τράγο, οι χρυσοθήρες που αναζητούν τον χαμένο θησαυρό και αλληλοσκοτώνονται χωρίς όφελος αφήνοντας κρυμμένο το μυστικό, για να αλληλοεξοντωθούν και οι επόμενοι φιλόδοξοι τυχοδιώκτες κτλ. Οι ήρωες είναι βαθιά ταραγμένα άτομα, πράγμα που αποδίδεται εξαίρετα από τα σκίτσα και από τα χρώματα που κρατούν την ώχρα των παλαιών καιρών για να υποβάλλουν τη σκληρή προσωπικότητα των πρωταγωνιστών.

Τον έθαψαν σε ομαδικό τάφο κάτω από τον πάγο

του ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΠΕΚΟΥ
  • Τα δραματικά τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του κορυφαίου ρώσου ποιητή Οσιπ Μαντελστάμ
ΤΟ ΒΗΜΑ: 26/03/2011, 05:45

Τον έθαψαν σε ομαδικό  τάφο κάτω από τον πάγο
Ο Οσιπ Μαντελστάμ φωτογραφημένος από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες



Τα δραματικά τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του κορυφαίου ρώσου ποιητή Οσιπ Μαντελστάμ που πέθανε το 1938 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ως «εχθρός του λαού». Τα εξιστορεί η σύζυγός του Ναντιέζντα σε ένα μνημειώδες έργο, το οποίο προκάλεσε σοκ όταν πρωτοεκδόθηκε στη Δύση το 1970

Τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Μαΐου 1934 μια ομάδα ανδρών της μυστικής αστυνομίας του σοβιετικού καθεστώτος χτυπά την πόρτα σε ένα φτωχικό διαμέρισμα της Μόσχας. Η Ναντιέζντα, μια κοντούλα και ξερακιανή γυναίκα, ανοίγει ξέροντας βαθιά μέσα της ότι σε λίγα λεπτά ο σύζυγός της θα συλληφθεί. Ο Οσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ, για πολλούς ο κορυφαίος ρώσος ποιητής του 20ού αιώνα, είχε επιστρέψει λίγο νωρίτερα στο σπίτι με ένα αβγό που προμηθεύτηκε από έναν γείτονα για να το προσφέρει αλατισμένο στη φίλη του Αννα Αντρέγεβνα. Δεν ήταν άλλη από τη μεγαλύτερη ποιήτρια της Ρωσίας, την Αννα Αχμάτοβα, η οποία εκείνη την ημέρα είχε φθάσει εκεί από την παγωμένη Αγία Πετρούπολη προκειμένου να επισκεφθεί δύο αγαπημένους φίλους της.
  • Τα κατσαριδίσια μουστάκια του Στάλιν
«Κατσαριδίσια τα μουστάκια του γελούν/ και από τις μπότες του οι λαιμοί λαμποκοπούν» έγραψε, ανάμεσα σε άλλους οξείς στίχους, ο Οσιπ Μαντελστάμ στο σατιρικό ποίημά του για τον Ιωσήφ Στάλιν το φθινόπωρο του 1933, έξι μήνες πριν από τη σύλληψή του. Ο αντισυμβατικός ποιητής, ο οποίος είχε εβραϊκές ρίζες και γεννήθηκε στην Πολωνία, είχε μόλις επιστρέψει από την Κριμαία. Εκείνη τη χρονιά η Ρωσία μαστιζόταν από την πείνα. Στην Κριμαία ο Μαντελστάμ διαπίστωσε από πρώτο χέρι τις συνέπειες της κολεκτιβοποίησης «του βουνίσιου του Κρεμλίνου» που σκοπό είχε να αφανίσει τους κουλάκους. Το σατιρικό ποίημα λοιπόν ήταν το «έγκλημά» του. Εξαιτίας του τιμωρήθηκε με πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα για «αντεπαναστατική δράση» και τον εξόρισαν αρχικά στην πόλη Τσερντίν, ακόμη πιο βόρεια, κοντά στα Ουράλια Ορη.

Η σύζυγός του Ναντιέζντα (το όνομα στα ρωσικά σημαίνει ελπίδα) τον ακολουθεί σε αυτό το ταξίδι της εσωτερικής εξορίας στην αχανή σοβιετική επικράτεια, με τρεις ένοπλους στρατιώτες να τους επιτηρούν στο τρένο με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Το βιβλίο των απομνημονευμάτων της με τίτλο Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας, το χειρόγραφο του οποίου στάλθηκε κρυφά στη Δύση και εκδόθηκε το 1970 προκαλώντας πολιτισμικό, κοινωνικό και πολιτικό σοκ, είναι ένα καθηλωτικό χρονικό των αναμνήσεών της από τα τέσσερα τελευταία έτη της κοινής ζωής με τον Οσιπ Μαντελστάμ- από την πρώτη του σύλληψη, δηλαδή, ως και το τέλος του το 1938. Το 1937 ο ποιητής συνελήφθη για δεύτερη φορά και εκτοπίστηκε στο Βορόνεζ. Ετσι ξεκίνησε για τον επιφανή εκπρόσωπο της σχολής των Ακμεϊστών ποιητών η δραματική πορεία που κατέληξε μετά την τρίτη του σύλληψη σε ένα βαγόνι για ζώα προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Βλαδιβοστόκ, όπου σύντομα πέθανε κάτω από άγνωστες συνθήκες.
  • 1.500 συγγραφείς έχασαν τη ζωή τους
«Η απώλεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης είναι η πρώτη ένδειξη διχασμού της κοινωνίας σε δικτατορίες όπως η δική μας,κι αυτό ακριβώς είχαν πετύχει οι ηγέτες μας» γράφει η Ναντιέζντα Μαντελστάμ στο βιβλίο της, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ρωσικής πεζογραφίας της μεταπολεμικής εποχής, στο οποίο αποκαλύπτει τις δομές ενός απολυταρχικού και τρομοκρατικού καθεστώτος όπου «οι μεν υποπτεύονταν τον καθένα για χαφιέ, οι δε φοβόντουσαν ότι θα τους περάσουν για χαφιέδες». Σήμερα φαντάζει εξωφρενικό, αλλά κατά τη δεκαετία του 1930 στη Ρωσία και μία μόνο φράση του τύπου «αυτός δεν είναι μαζί μας» ήταν ικανή να αφανίσει έναν άνθρωπο, αφού ίσχυε το ακόμη πιο παρανοϊκό: «Αν βρεθεί ο άνθρωπος, θα βρεθεί και η υπόθεση» (σ.σ.: για να τον στείλουν στα κάτεργα).

Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από τα σχετικά αρχεία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, την εποχή των σταλινικών διωγμών, ειδικότερα το 1937, την πρώτη χρονιά του Μεγάλου Τρόμου, συνελήφθησαν 2.000 συγγραφείς, από τους οποίους οι 1.500 εκτελέστηκαν ή πέθαναν στη φυλακή και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Οσιπ Μαντελστάμ πέθανε, σκελετωμένος και αγνώριστος, στις 27 Δεκεμβρίου 1938, από άγνωστη έως σήμερα αιτία (επισήμως καρδιακή ανεπάρκεια - ή τύφος, κατά μία άλλη εκδοχή) και τάφηκε σε ομαδικό τάφο κάτω από τον πάγο.
  • Οι κόλακες έχασαν τον ύπνο τους
Πολλοί ήταν οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς του σοβιετικού καλλιτεχνικού σιναφιού που έχασαν τον ύπνο τους όταν κυκλοφόρησε σε σαμιζντάντ στη Σοβιετική Ενωση η «επική» αυτή μαρτυρία, ένα ντοκουμέντο για μια ολόκληρη εποχή και τους τύπους ανθρώπων που δημιούργησε. Η ίδια υπονοεί ότι κάποιος ή κάποιοι εξ αυτών άκουσαν το ποίημα για τον Στάλιν στις ιδιωτικές απαγγελίες του ποιητή και έσπευσαν να το «σφυρίξουν» στις αρμόδιες Αρχές, αλλά δεν κατονομάζει κανέναν. Το γεγονός ήταν σύμπτωμα του ηθικού και καλλιτεχνικού «λήθαργου της εποχής της».

Η Ναντιέζντα Μαντελστάμ, η οποία έζησε 19 χρόνια ως σύζυγος του ποιητή και 42 ως χήρα του, απομνημόνευε τα ποιήματά του για να τα διασώσει και αναγκάστηκε να ζήσει μια νομαδική ζωή περιπλανώμενη στη ρωσική επαρχία «υπό το καθεστώς της ανύπαρκτης προσωπικότητας που έγινε δεύτερη φύση της», όπως τόνισε το 1980 στη νεκρολογία του ο νομπελίστας ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι αναφερόμενος σε αυτό το σπάνιο είδος ανθρώπινης δύναμης και αφοσίωσης. Τελικά, αποκατέστησε το όνομα του συζύγου της και ανέδειξε το έργο του μέσα από το δικό της έργο στήνοντας «το λαμπρότερο κενοτάφιο» στη μνήμη του. «Δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να μεταδώσουν ή να θίξουν τη μεγαλοφυή φύση αυτού του βιβλίου. Οποιαδήποτε κρίση επ΄ αυτού συνιστά σχεδόν αυθάδεια- ακόμη και αν πρόκειται για έπαινο» έγραψε στον «Νew Yorker» ο Τζορτζ Στάινερ.

Η μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου συμβάλλει αποφασιστικά ώστε να έχουμε σε ωραία ελληνικά μια πολύτιμη πολιτισμική παρακαταθήκη, έστω και με καθυστέρηση σαράντα και πλέον ετών.

Τι κρατάμε, τι πετάμε από τον Μακρυγιάννη

Τι κρατάμε, τι πετάμε από τον Μακρυγιάννη
  • του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
  • ΝΕΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
  • Ηρθε η ώρα να ξαναδιαβάσουμε τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού απογυμνωμένα από τον λογιοτατισμό, αλλά και από τη στρέβλωση της λαογραφικής «ιδεολογίας Μακρυγιάννη»
  • ΤΟ ΒΗΜΑ: 26/03/20
 
Κοιτάζω την καινούργια έκδοση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, με επιμέλεια της Γεωργίας Παπαγεωργίου και του Αλέξη Πολίτη, οι οποίοι έχουν στηριχτεί στην αρχική έκδοση του 1907 του Γιάννη Βλαχογιάννη, αναπαράγοντας τις σημειώσεις και την εισαγωγή του, και το ερώτημα έρχεται στον νου μου αυτομάτως: Πώς μπορούμε να διαβάσουμε στις ημέρες μας έναν συγγραφέα του οποίου το κείμενο έχει καλυφθεί από τις πιο διαφορετικές ιδεολογικές επιστρώσεις; Ιστορικοί, ποιητές, μυθιστοριογράφοι και κριτικοί λογοτεχνίας ξόδεψαν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ποταμούς λέξεων γύρω από την αφήγηση του Μακρυγιάννη, βάζοντας στο στόμα του στρατηγού, ο οποίος γράφει με μια σπάνια προφορική δύναμη, την αλήθεια που εξυπηρετούσε κάθε φορά καλύτερα τις ερμηνευτικές τους φιλοδοξίες: φιλοδοξίες που βασισμένες στον σχολιασμό του λαϊκού λόγου των Απομνημονευμάτων διαγκωνίστηκαν για έναν συμπαγή ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας ικανό να ενεργοποιήσει και ένα ιδιότυπα εθνοσωτήριο πνεύμα: το πνεύμα της αυτοτέλειας και της ανεξάντλητης δημιουργικότητας της παράδοσης.

Τι είμαστε σε θέση να κάνουμε με όλα αυτά σήμερα; Τι θα μπορούσαμε να αποσπάσουμε και να κρατήσουμε από τον Μακρυγιάννη σε ένα σαφώς μεταμοντέρνο επιστημολογικό και αισθητικό τοπίο, όπου η έννοια της λογοτεχνίας τείνει ευθύς εξαρχής να καταστεί εξόχως ρευστή ενώ η σημασία της ιστορικής μαρτυρίας επιδέχεται πλήθος περιορισμούς, αλλά και πολλαπλές απροσδόκητες διευρύνσεις; Για να ξεκινήσουμε από κάπου, θα έλεγα ότι πριν και πάνω απ΄ όλα θα πρέπει να ξεχάσουμε τον Μακρυγιάννη ως αξιόπιστο μάρτυρα της εποχής του (εποχή που εκκινεί από το προανάκρουσμα του Αγώνα του 1821, περνάει στους δύο εμφυλίους πολέμους και στην κατάκτηση της ανεξαρτησίας και φθάνει ως το πραξικόπημα του 1843 υπέρ του Συντάγματος).

Ο Μακρυγιάννης δεν θα αποκτήσει ποτέ αυτό που ήθελε ο Κυριάκος Σιμόπουλος (να αποτυπώσει το αυθεντικό γεγονός και όχι την προσωπική του όραση), όντας, όπως το σημείωνε ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1950 ο Σπύρος Ασδραχάς (ο πρόλογός του στην έκδοση των Απομνημονευμάτων του 1957 έχει συμπεριληφθεί από τους επιμελητές στην τωρινή έκδοση της Εστίας), ένα συναρπαστικό ιστορικό υβρίδιο: κάτι ανάμεσα στην παθιασμένη προκατάληψη, στην ψύχραιμη εξιστόρηση και στη δραματική σύγκρουση. Με δεδομένα τα πάθη του και ολοφάνερη την οργή του, ο Μακρυγιάννης θα απεικονίσει μια σπαραγμένη πορεία προς την ελευθερία: μια ελευθερία που δεν θα κατορθώσει να συνδυαστεί με το όραμά του για την εδραίωση ενός συστήματος δικαιοσύνης και θα σκοντάψει κατ΄ επανάληψη στον κομματικό φατριασμό, στην αδελφική αιματοχυσία (συνδυασμένη ενίοτε με τη μεγάλη βιαιότητα κατά των Τούρκων) και στην προώθηση των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.
  • Η εθνική ψυχή
Αυτή ωστόσο δεν είναι εν πολλοίς η μοίρα κάθε επαναστατικής διαδικασίας, που εμπλέκεται εκούσα άκουσα στις αρνητικές συνέπειες της δυναμικής της, παράγοντας εκ παραλλήλου και μείζονα πολιτικά αποτελέσματα, όπως η συνταγματική μεταβολή του 1843, στην οποία πρωταγωνίστησε ο Στρατηγός; Ιδού, επομένως, μια σημερινή μακρυγιαννική ιστορική εικόνα για το 1821: ένας κόσμος μακριά από την ολοποιητική λογική και τον ιδανισμό της εθνικής ψυχής, την οποία έσπευσαν να ανασκαλέψουν στα Απομνημονεύματα ο Βλαχογιάννης ως ιστοριοδίφης που ανέλαβε τη μεταγραφή και τον υπομνηματισμό τους ή ο Παλαμάς ως ποιητής που διέκρινε σε αυτά μόνο τη χρονογραφική τους αξία. Πρόκειται, παρ΄ όλα αυτά, την ίδια ώρα (η άλλη όψη της ιστορικής εικόνας) για έναν κόσμο που συγκλονίζεται από την ορμή για ριζική αλλαγή: ορμή εμπνευσμένη τόσο από τις ιδέες του Διαφωτισμού όσο και από τη βούληση για μια γενναία κοινωνική ανακατανομή.

Ο Μακρυγιάννης εν τούτοις δεν είναι μόνο το καμίνι της Ιστορίας, αλλά και εκλεκτός λόγος: αυτοβιογραφικός, ολόθερμος λόγος, o οποίος υπερβαίνει από την πρώτη στιγμή τον εαυτό του όχι μό νο γιατί κατορθώνει να συμπλέξει αξεχώριστα το ατομικό με το συλλογικό, με τον τρόπο που μόλις είδαμε, αλλά και επειδή μετατρέπει το προφορικό ντοκουμέντο σε δεξαμενή της λαϊκής έκφρασης και της γλωσσικής της πλησμονής. Εδώ, όμως, πήρε το πάνω χέρι η λογοτεχνική ιδεολογία. Αν ερευνητές όπως ο Σιμόπουλος μέμφθηκαν τα Απομνημονεύματα γι΄ αυτό που τα ίδια δεν θα ήθελαν ποτέ να γίνουν, παραμένοντας, αντί για αντικειμενικό αποδεικτικό υλικό, μια ζωντανή, συνεχής απομνημόνευση, σύμφυτη με την προσωπικότητα του συντάκτη τους (μια διεισδυτική παρατήρηση του Βλαχογιάννη), οι εκπρόσωποι της γενιάς του 1930 (Σεφέρης, Θεοτοκάς και Λορεντζάτος) οδήγησαν το μακρυγιαννικό κείμενο στους δικούς τους δρόμους διά της μετατροπής του σε παιδαγωγικό μνημείο του λαϊκού πολιτισμού. Ένα μνημείο έτοιμο να προσφέρει στη νεοελληνική συνείδηση το σφρίγος και τον αυθορμητισμό του και να εξασφαλίσει τις αναντικατάστατες ρίζες της. Ο Μακρυγιάννης ανέλαβε εδώ να διαφυλάξει μιαν αδιατάρακτη γραμμή: την ευθεία η οποία συνδέει τον Θουκυδίδη και τον Αισχύλο με τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη, ρίχνοντας κάποτε το βλέμμα και προς τη χριστιανική θεολογία.
  • Οι ιδεολογικές κατασκευές
Πώς να ξεφύγουμε από αυτόν τον ασφυκτικό εναγκαλισμό; Ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος έκανε ένα βήμα πριν από μερικά χρόνια στη μελέτη του Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη (εκδόσεις Πόλις, 2003), όπου έδειξε πώς έπλεξε η γενιά του 1930 επί του σώματος των Απομνημονευμάτων όλους τους προσφιλείς μύθους της, με κυρίαρχους μεταξύ τους τον δημοτικιστικό ελληνοκεντρισμό και τη νεοορθοδοξία (για την τελευταία βλέπε τον Λορεντζάτο).Μια τέτοια, μολοντούτο, προσέγγιση τείνει να αγνοήσει τη λογοτεχνική λειτουργία του μακρυγιαννικού κειμένου, αφού το περιστέλλει σε αντικείμενο ιδεολογικής κατασκευής.

Η γενιά του 1930 είχε την ευαισθησία να δει στον Μακρυγιάννη τη γλωσσική του αμεσότητα και το απέριττα υποβλητικό του ύφος (το απελέκητο ή αντρίκειο γράψιμο, κατά τον Σεφέρη και τον Θεοτοκά), παρ΄ ότι έσπευσε εν συνεχεία να τον περιβάλει με το φωτοστέφανο του δημώδους προγόνου, αντλώντας από τα διδάγματα του ευρωπαϊκού εθνορομαντισμού (από τον Χέρντερ και τον Χούμπολτ ως τον Φίχτε). Αυτόν τον απογυμνωμένο από τον λογιοτατισμό, αλλά πλέον και από τη στρέβλωση της λαογραφικής ιδεολογίας Μακρυγιάννη χρειάζεται ίσως να ανακαλύψουμε εκ νέου σήμερα: έναν Μακρυγιάννη που ανακατεύει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό το ιστορικό ντοκουμέντο με τη στακάτη εξομολογητική γραφή, όπως και τη βιογραφική αυτοπροσωπογραφία με το ελλειπτικό πολιτικό χρονικό, για να οδηγηθεί σε ένα μυθιστόρημα ακατάσχετης προφορικής ροής, στο εσωτερικό του οποίου η περιπέτεια της διαμελισμένης εθνικής ύπαρξης (ο σπασμένος σύνδεσμος ανάμεσα στην επανάσταση και στην πολιτικοκοινωνική της δικαίωση) εξελίσσεται σε δράμα μιας εμπαθούς υποκειμενικότητας, που αναζητεί επί ματαίω στη λογοτεχνία τη λύτρωσή της.

  • Ο ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ ΕΒΑΛΕ ΤΑΞΗ ΣΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΧΑΟΣ
Γεννημένος το 1867 στη Ναύπακτο (πέθανε το 1945 στην Αθήνα), ο Γιάννης Βλαχογιάννης μεγάλωσε με τις αφηγήσεις της γιαγιάς και της νονάς του για τον εθνικό ξεσηκωμό (η οικογένειά του είχε σουλιώτικες και ρουμελιώτικες ρίζες), έγραψε πατριωτικά και ιστορικά διηγήματα, όπως και παραμύθια αντλημένα από τη λαϊκή φαντασία, και αφοσιώθηκε με πάθος στη νεότερη ελληνική ιστορία. Ιδρυσε και διηύθυνε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και συνέδεσε τη σταδιοδρομία του με την έκδοση των «Απομνημονευμάτων» του Μακρυγιάννη, την οποία συνόδευσε με εκτενέστατες σημειώσεις, συμπληρώνοντας όπου ήταν αναγκαίο την αφήγηση ή διευκρινίζοντας κρίσιμα σημεία και σκοτεινά χωρία της. Ο Μακρυγιάννης που διαβάζουμε σήμερα είναι ο Μακρυγιάννης του Βλαχογιάννη: εκείνος μετέγραψε το χειρόγραφο, που έχει χαθεί μάλλον διά παντός, εκείνος χώρισε τις ενωμένες λέξεις και έβαλε τη στίξη, εκείνος έγραψε τις περιλήψεις και κατένειμε το κείμενο σε κεφάλαια, εκείνος έβαλε τάξη στο ορθογραφικό χάος του αγράμματου συγγραφέα, εκείνος τοποθέτησε και τους τίτλους, υπαγορεύοντας σε όλους τους κατοπινούς εκδότες των «Απομνημονευμάτων»τον τρόπο παρουσίασης (πλην της ορθογραφίας) του μακρυγιαννικού corpus. Ας σημειωθεί ότι ο Βλαχογιάννης αρνήθηκε με τον πιο επίμονο τρόπο να εκδώσει τα πολυσυζητημένα και βαριά ιδεολογικοποιημένα «Οράματα και θάματα», που είδαν το φως της δημοσιότητας μόνο το 1983, με εκδοτική πρωτοβουλία του Αγγελου Ν.Παπακώστα, αποκαλώντας τα «έργο τρελού».

Ο Μακρυγιάννης δεν γοήτευσε μόνο τον Σεφέρη, τον Θεοτοκά και τον Λορεντζάτο, αλλά και άλλα προβεβλημένα μέλη της γενιάς του 1930, όπως τον Βενέζη και τον Ελύτη. Αν για τον Σεφέρη ο Μακρυγιάννης ήταν το αντίβαρο στη βιομηχανία η οποία παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μίμησης, όπως και το άριστο μέτρο των πραγμάτων (μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι), ενώ για τον Θεοτοκά αποτελούσε έναν νέο που θαύμαζε τον Τζορτζ Ουάσιγκτον (το ιδεώδες του ελεύθερου πολίτη), την ώρα που για τον Λορεντζάτο ξεχώριζε ως σάρκα από τη σάρκα και κόκαλο από τα κόκαλατου ελληνικού λαού, για τον Βενέζη υπήρξε πρότυπο συγγραφικού ύφους και παράδειγμα γλωσσικού ήθους: μια πολύτιμη πηγή για την εκφραστική της νεότερης πεζογραφίας. Ο Ελύτης, πάλι, είδε στον Μακρυγιάννη, εκτός από τον προικισμένο απομνημονευματογρά φο (έναν δημοτικιστή της απροσκύνητης λεβεντιάς), που επηρέασε με το σπουδαίο ιδίωμά του και τη σύνθεση του «Άξιον Εστί», και έναν επιδέξιο εικαστικό. O εικαστικός αυτός, ανεύρετος στο μακρυγιαννικό έργο, που περιορίστηκε στον γραπτό λόγο, φανερώθηκε στην οπτική του Στρατηγού διά χειρός του πολεμιστή και αγιογράφου Παναγιώτη Ζωγράφου. O Μακρυγιάννης έβλεπε, κατά τον Ελύτη, τους τόπους και τα πρόσωπα της Επανάστασης σαν πίνακες ζωγραφικής, και ζητώντας από τον Παναγιώτη Ζωγράφο να τους απεικονίσει έγινε ο εμπνευστής 24 λαϊκών εικονογραφιών του ΄21, που συνιστούν ένα ακόμη πολύτιμο κληροδότημά του στην παράδοση και στο έθνος.

Πωλήθηκε προς 110.000 ευρώ ερωτική επιστολή του ρομαντικού ποιητή Τζον Κιτς



 
Προς 110.000 ευρώ αγοράσθηκε από τον δήμο του Λονδίνου μία ερωτική επιστολή που έγραψε Βρετανός ρομαντικός ποιητής Τζον Κιτς προς την Φάνι Μπρόουν το 1820, ένα έτος πριν από τον θάνατό του. 
Το ποσό-ρεκόρ για ένα χειρόγραφο ποιητή δημοπρατήθηκε από τον οίκο Μπόναμς του Λονδίνου.
Ο Τζον Κιτς έγραψε την επιστολή στο σπίτι του στο Χάμπστεντ στο Λονδίνο, όπου ήταν γείτονες με τη Φάνι Μπρόουν. Ο ποιητής περιγράφει τον εαυτό του ως έναν "φτωχό κρατούμενο που δε μπορεί να τραγουδήσει σε ένα κλουβί", αναφερόμενος στην φυματίωση από την οποία έπασχε και η οποία τον εμπόδιζε να συναντήσει το νεαρό κορίτσι. “Είναι καλύτερα να μην έρθει το αύριο”, έγραφε ο Κιτς. Ο σπουδαίος ρομαντικός ποιητής απεβίωσε στην Ρώμη σε ηλικία 25 ετών.
Την ερωτική επιστολή αγόρασε η πόλη του Λονδίνου προκειμένου να εκτεθεί στο σπίτι του Κιτς στο Χάμπστεντ, όπου έχει δημιουργηθεί ένα μικρό μουσείο για τον ποιητή.
"Αυτή η επιστολή και άλλα αντικείμενα θα εκτεθούν στο σπίτι του Κιτς, προκειμένου να βοηθήσουν τους επισκέπτες να καταλάβουν καλύτερα την ζωή του Κιτς και τα πάθη που τον οδήγησαν να δημιουργήσει ένα τόσο θαυμάσιο έργο" δήλωσε ο Μάικλ Γουέλμπανκ, επικεφαλής της επιτροπής που είναι υπεύθυνη για το σπίτι του ποιητή.

Wednesday, March 30, 2011

Για τον Μαγιακόφσκι στη Ν. Ερυθραία


Στη Νέα Ερυθραία παρουσιάζεται απόψε το αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του επαναστάτη, ποιητή και ζωγράφου Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι, που υπό τον τίτλο "... και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά, τα απεχθανόταν φοβερά ο μακαρίτης" παρουσιάζεται από την Επιτροπή Αγώνα Κηφισιάς ενάντια στα μέτρα στο ΚΑΠΗ Νέας Ερυθραίας (Κώστα Βάρναλη 38) στις 9 μ.μ. Στην εκδήλωση θα μιλήσουν η Σόνια Ιλίνσκαγια με θέμα «Ο Μαγιακόβσκι του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου», ενώ στη σχέση του Μαγιακόφσκι με τον κυβοφουτουρισμό θα αναφερθεί η εικαστικός Σοφία Αλεξανδρίδου.
Παράλληλα, οι ηθοποιοί Βασιλική Ρούσου και Μελέτης Γεωργιάδης θα διαβάσουν ποιήματά του. Το αφιέρωμα θα κλείσει με μια παρέμβαση λόγου, εικόνας και μουσικής με τίτλο «Γιατί αυτοκτόνησε ο Μαγιακόφσκι;» που στηρίζεται σε μια ιδέα της Νάντιας Βαλαβάνη. Συμμετέχουν οι Μπενέτα Οικονόμου, Κατερίνα Καραμπάτσα, Περικλής Αντωνίου και Έλσα Τριβιζάκη, ενώ η σκηνοθετική επιμέλεια είναι του Δημήτρη Σκλάβου. Μετά την εκδήλωση θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό.

Tuesday, March 29, 2011

Εν ζωή στην αθανασία

  • ΚΟΥΝΤΕΡΑ: ΜΙΛΑΝ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ
  • Υπεύθυνος: ΕΠΙΜ: Β. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011
Εδώ και περισσότερο από 25 χρόνια ο Μίλαν Κούντερα έκοψε κάθε επίσημη σχέση με τα μίντια. Το 1986 έγραφε στην «Τέχνη του μυθιστορήματος»: «Πήρα τη σθεναρή απόφαση: ποτέ πια συνεντεύξεις».


Τώρα, που έγινε ο δωδέκατος εν ζωή συγγραφέας που βλέπει το έργο του (μια συλλογή διηγημάτων, εννέα μυθιστορήματα, ένα θεατρικό έργο και τέσσερα δοκίμια) να μπαίνει στην περίφημη «Βιβλιοθήκη της Πλειάδας» (Bibliotheque de La Pleiade, εκδόσεις Γκαλιμάρ), ήτοι στο Πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας -μια τεράστια τιμή και αναγνώριση-, οι γαλλικές εφημερίδες αναγκάζονται να δημοσιεύουν... «ψεύτικες» συνεντεύξεις του. Για παράδειγμα, η Φλοράνς Νουαβίλ της «Μοντ» του έκανε δώδεκα ερωτήσεις και βρήκε μόνη της τις απαντήσεις διατρέχοντας δύο βιβλία δοκιμιών του, την «Τέχνη του μυθιστορήματος» και τις «Προδομένες διαθήκες». «Αυτή εδώ δεν είναι μια συνέντευξη του Μίλαν Κούντερα», προειδοποιεί, παραφράζοντας τον Μαγκρίτ. Ο Κούντερα, πάντως, είχε δώσει την άδειά του στο δημοσιογραφικό της παιχνίδι. Το ίδιο απροσωποποιημένοι είναι και οι δύο τόμοι με το έργο του, που κυκλοφόρησαν στις 24 Μαρτίου σε 25 χιλιάδες αντίτυπα. Μάταια θα ψάξει ο αναγνώστης να βρει τη συνήθη βιογραφία του συγγραφέα. «Ονειρεύομαι έναν κόσμο που οι συγγραφείς θα ήταν υποχρεωμένοι από το νομο να κρατούν μυστική την ταυτότητά τους και να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα», έχει γράψει ο Κούντερα στην «Τέχνη του μυθιστορήματος».
Το μόνο που υπάρχει στους δύο τόμους της «Πλειάδας» (1.504 σελίδες ο πρώτος, 1.538 ο δεύτερος) είναι η βιογραφία του έργου του. Σε δεκαπέντε κεφάλαια, ένα για κάθε βιβλίο, ο Φρανσουά Ρικάρ καταγράφει την περιπέτεια και τη μοίρα τους, δηλαδή τις συνθήκες γέννησης, έκδοσης και υποδοχής τους. Τα εμπλουτίζει με αποσπάσματα δηλώσεων του συγγραφέα, σημειώσεις και εισαγωγές γραμμένες από τον ίδιο, ένα υλικό εν πολλοίς ανέκδοτο στη Γαλλία. Σύμφωνα με την επιθυμία του Κούντερα, ο πρώτος τόμος της «Πλειάδας» περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα (όλα γραμμένα στην τσεχική γλώσσα): «Κωμικοί έρωτες», «Το αστείο», «Η ζωή είναι αλλού», «Το βαλς του αποχαιρετισμού», «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» και «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει τα βιβλία: «Η αθανασία», «Η βραδύτητα», «Η ταυτότητα», «Η άγνοια», «Ο Ιάκωβος κι ο αφέντης του», «Η τέχνη του μυθιστορήματος», «Οι προδομένες διαθήκες», «Ο πέπλος» και «Συνάντηση». ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

 
Η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 2 Απριλίου, την ημέρα που γεννήθηκε ο μεγάλος Δανός παραμυθάς Χανς Κρίστιαν ΄Αντερσεν. Την καθιέρωσε η Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (Ιnternational Board on Books for Young People - ΙΒΒΥ) το 1966. Από τότε, κάθε χρόνο, ένα διαφορετικό εθνικό τμήμα της οργάνωσης αυτής ετοιμάζει ένα μήνυμα και μια αφίσα, που διανέμονται σε όλο τον κόσμο, με σκοπό να τονίσουν την αξία των βιβλίων και της ανάγνωσης, και να ενθαρρύνουν τη διεθνή συνεργασία για την ανάπτυξη και τη διάδοση της παιδικής λογοτεχνίας.
Το 2011 υπεύθυνο για το υλικό του εορτασμού είναι το Τμήμα της Εσθονίας. Το μήνυμα το έγραψε η πολυβραβευμένη Εσθονή συγγραφέας Aino Pervik, που γεννήθηκε στην Εσθονία το 1932. ΄Εχει γράψει 47 βιβλία για παιδιά, από τα οποία τα πιο γνωστά είναι τα: Arabellamereröövlitütar (Αραμπέλα, η κόρη του πειρατή, 1982), Kallishärra Q (Αγαπητέ Κύριε Q, 1992) Presidendilood (Ιστορίες για τον πρόεδρο, 2009). ΄Εργα της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γερμανικά, στα Ιαπωνικά, στα Λιθουανικά και στα Ρωσικά.
Την αφίσα τη φιλοτέχνησε ο Εσθονός εικονογράφος Jüri Mildeberg, που γεννήθηκε στο Ταλίν το 1965. Έχει εικονογραφήσει ως τώρα 20 βιβλία κι έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις. Οι εικονογραφήσεις του εκπέμπουν ζεστασιά, χιούμορ και μυστήριο.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ (ΙΒΒΥ)
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 2.4.2011
 
Το βιβλίο θυμάται
Aino Pervik (Εσθονία)
“Όταν ο ΄Αρνο και ο πατέρας του έφτασαν στο σχολείο, τα μαθήματα είχαν ήδη αρχίσει.” Στην πατρίδα μου την Εσθονία όλοι σχεδόν ξέρουν απ’ έξω αυτή τη φράση. Είναι η πρώτη γραμμή από ένα βιβλίο με τίτλο Η ΄Ανοιξη. Κυκλοφόρησε το 1912 και ήταν γραμμένο από τον Εσθονό συγγραφέα Oskar Luts (1887 – 1953).
Η ΄Ανοιξη μιλάει για τη ζωή των μαθητών ενός ενοριακού σχολείου στην Εσθονία στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Oskar Luts έγραφε για τη δική του παιδική ηλικία. Ο Arno του βιβλίου είναι στην πραγματικότητα ο Oskar Luts όταν ήταν παιδί.
Οι ερευνητές μελετούν παλιά ντοκουμέντα και με βάση αυτά γράφουν την ιστορία των βιβλίων. Τα ιστορικά βιβλία μιλούν για περιστατικά που έχουν συμβεί, αλλά σ’ αυτά τα βιβλία δεν είναι πάντα ξεκάθαρο πώς ήταν η ζωή των κοινών ανθρώπων.
Τα βιβλία με διηγήματα θυμούνται πράγματα που δεν μπορεί να βρει κανείς σε παλιά ντοκουμέντα. Για παράδειγμα, δεν μπορούν να μας πουν πώς σκεφτόταν ένα παιδί σαν τον ΄Αρνο όταν πήγαινε σχολείο πριν από εκατό χρόνια, ή τι ονειρεύονταν τα παιδιά εκείνο τον καιρό, τι τα φόβιζε ή τι τα έκανε να νιώθουν ευτυχισμένα. Το βιβλίο θυμάται επίσης τους γονείς των παιδιών, θυμάται σε ποιους ήθελαν να μοιάσουν τα παιδιά τους και τι μέλλον προσδοκούσαν γι’ αυτά.
Μπορούμε βέβαια και σήμερα να γράψουμε βιβλία για παιδιά μιας παλιάς εποχής και συχνά τέτοια βιβλία είναι συναρπαστικά. Ωστόσο ένας σύγχρονος συγγραφέας δεν μπορεί να ξέρει πραγματικά τις μυρωδιές και τις γεύσεις, τους φόβους και τις χαρές του μακρινού παρελθόντος. Ο σύγχρονος συγγραφέας γνωρίζει ήδη τι επακολούθησε και πώς εξελίχθηκε το μέλλον των ανθρώπων.
Το βιβλίο θυμάται το χρόνο που γράφτηκε.
Από τα βιβλία του Καρόλου Ντίκενς μπορούμε να καταλάβουμε πώς ήταν πραγματικά η ζωή ενός αγοριού στους δρόμους του Λονδίνου στα μέσα του 19ου αιώνα – τον καιρό του ΄Ολιβερ Τουίστ. Με τα μάτια του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (τα μάτια του Ντίκενς εκείνη την εποχή) βλέπουμε όλων των ειδών τους χαρακτήρες που ζούσαν στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αιώνα – πώς ήταν οι σχέσεις τους και πώς οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους επηρέαζαν τις σχέσεις αυτές. Επειδή ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ ήταν σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος ο Κάρολος Ντίκενς, δεν είχε ανάγκη ο Ντίκενς να φανταστεί αυτά που έγραφε, τα ήξερε ήδη. 
Κι ακόμα, από ένα βιβλίο είναι που ξέρουμε πώς ήταν για τον Τομ Σόγιερ, τον Χάκερλμπερι Φιν και το φίλο τους τον Τζιμ να ταξιδεύουν στον ποταμό Μισισιπή στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Μαρκ Τουέιν έγραψε για τις περιπέτειές τους. Γνώριζε πολύ καλά τι σκέφτονταν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης για τους άλλους, γιατί ζούσε ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους. ΄Ηταν ένας από εκείνους.  
Στα έργα τα λογοτεχνικά, οι πιο ακριβείς περιγραφές προσώπων του παρελθόντος είναι εκείνες που γράφτηκαν την εποχή που ζούσαν οι παλιοί εκείνοι άνθρωποι.
Το βιβλίο θυμάται.
Μετάφραση: Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου


Σε όλες τις χώρες, τα παιδιά, οι συγγραφείς, οι εικονογράφοι, οι μεταφραστές, οι βιβλιοθηκάριοι, οι εκδότες και οι εκπαιδευτικοί γιορτάζουν την παγκόσμια αυτή ημέρα με διάφορες εκδηλώσεις σε σχολεία, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, πλατείες και άλλους χώρους, δείχνοντας έτσι την αγάπη και το ενδιαφέρον τους για τα βιβλία και το διάβασμα.
Στην Ελλάδα, όπως κάθε χρόνο, το Ελληνικό Τμήμα της ΙΒΒΥ/ Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, φρόντισε να μεταφραστεί το μήνυμα στα ελληνικά και παρότρυνε τους φορείς που ενδιαφέρονται για τα παιδιά και τα βιβλία τους να συμβάλουν στον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου. 
H αφίσα με το μήνυμα τυπώθηκε στα ελληνικά με χορηγό τις εκδόσεις Πατάκη και διανέμεται με τη φροντίδα τους.
Επίσης, το Σάββατο 2 Απριλίου, την ημέρα του εορτασμού, ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου οργανώνει μια συζήτηση με τη συμμετοχή εκδοτών, εκπαιδευτικών, δημιουργών και θέμα: «Από το χαρτί στην οθόνη: Αλλάζει η σχέση του παιδιού με το βιβλίο;». Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στις 6.30 το απόγευμα, στον Πολυχώρο «Άννα και Μαρία Καλουτά» του Δήμου Αθηναίων (Τιμοκρέοντος 6α, Νέος Κόσμος, 210-9344131).
Θα ακολουθήσει στις 8.00 το βράδυ η τελετή απονομής των βραβείων του Κύκλου.

Monday, March 28, 2011

Βιβλιοθήκες στο... ράφι

  • Tης Μαριας Kατσουνακη, Η Καθημερινή, 27/3/2011
«Η βιβλιοθήκη είναι σημείο συνάντησης. Ενα μέρος που διώχνει τον φόβο, δημιουργώντας κοινότητα αισθημάτων, την πεποίθηση ότι μοιραζόμαστε τα ίδια πράγματα ανεξάρτητα από το χρώμα και την προέλευσή μας. Το βιβλίο πρωτοστατεί αλλά η σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω του Διαδικτύου έχει αλλάξει οριστικά τη μορφή των βιβλιοθηκών. Και οι αλλαγές είναι συνταρακτικές. Η παρέμβαση στην πόλη με ένα τέτοιο κτίριο είναι πρωτίστως κοινωνική και λειτουργική και, πιθανόν, αρχιτεκτονική». Χρειάζεται άραγε το σχόλιο ενός κορυφαίου αρχιτέκτονα, του Ρέντσο Πιάνο, ο οποίος σχεδιάζει τη νέα Εθνική Βιβλιοθήκη, δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου, για να αντιληφθούμε πόσο αναπόσπαστο στοιχείο της εξέλιξης και του πολιτισμού είναι οι χώροι αυτοί;

Στην Ελλάδα της κρίσης και των αυξανόμενων αντιθέσεων, η άνθηση και ο μαρασμός εναλλάσσονται χωρίς ενδιάμεσα στάδια. Από τη μία, η υποδειγματική, με διεθνή αναγνώριση Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βέροιας· από την άλλη, ο Οργανισμός Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών σε αδιέξοδο. Πριν από λίγες ημέρες οι υπεύθυνοι του Οργανισμού μαζί με εργαζόμενους έδωσαν συνέντευξη Τύπου αναζητώντας εναγωνίως λύση. Από το 2008 η δημόσια χρηματοδότηση (από το υπουργείο Παιδείας κατά βάση) συρρικνώθηκε. Τα ετήσια λειτουργικά έξοδα των 28 βιβλιοθηκών που αριθμεί ο οργανισμός είναι ένα εκατ. ευρώ. Φέτος, εκταμιεύτηκαν 245 χιλ. ευρώ. Οι μισές, κινδυνεύουν να κλείσουν.

Στη Μύκη Ξάνθης, στα Πομακοχώρια, σε ένα μειονοτικό χωριό, που δεν έχει ούτε παιδική χαρά, εδώ και ένα χρόνο η βιβλιοθήκη δεν λειτουργεί. «Τα παιδιά, όταν με βλέπουν στον δρόμο, με ρωτούν αν υπάρχει κάποιο νέο. Ντρέπομαι που τα αντικρίζω», είπε η υπεύθυνη. Αιτωλοακαρνανία, Ημαθία, Σάμος, Ιωάννινα, Σύρος, Κύθηρα, Σέρρες, Εβρος... Με παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες που φυτοζωούν ή, απλώς, δεν ζουν. Εξυπηρετούν 2.400 παιδιά σε καθημερινή βάση, δανείζοντας περίπου 700 βιβλία τη μέρα.

Λίγο, πολύ; Πώς αξιολογείται η προσφορά, η επένδυση στο παρόν και στο μέλλον, η προσπάθεια για διαμόρφωση πολιτών με κρίση και συνείδηση; Πώς μετριέται η αξία, η πραγματική επιθυμία για αλλαγή και πρόοδο; Πόσο συναρτάται, εντέλει, με το «δημόσιο» συμφέρον μια μικρή εστία εκπαίδευσης και πολιτισμού σε ένα απομακρυσμένο χωριό; Ενα ντοκιμαντέρ για τη Βιβλιοθήκη της Βέροιας, υποδειγματικά σκηνοθετημένο από την Κατερίνα Ευαγγελάκου, δίνει απαντήσεις. 

Οχι, δεν πρόκειται μόνο για εμμονή ορισμένων ανθρώπων με πάθος και πείσμα. Με τον διευθυντή της, Γιάννη Τροχόπουλο, έφτασε να συναγωνίζεται μεγαθήρια του εξωτερικού, τιμήθηκε από το Ιδρυμα Μπιλ και Μελίντας Γκέιτς (με χρηματικό έπαθλο ενός εκατομμυρίου ευρώ) «για τη δημιουργική χρήση της τεχνολογίας στην ικανοποίηση των οικονομικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών αναγκών περισσότερων από 180.000 ανθρώπων». Λέει ο Γ. Τροχόπουλος («Κ» 22/08/2010): «Οταν στη Βιβλιοθήκη της Βέροιας δημιουργήθηκε ένας φορέας που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, προσφέροντας υπηρεσίες ποιότητας, αποκαλύφθηκε ότι ο Ελληνας δεν είχε ουσιαστικές διαφορές από τον αντίστοιχο Δανό».

Από τους 60.000 κατοίκους που έχει η πόλη, οι 30.000 είναι ενεργά μέλη της βιβλιοθήκης. Ενας οδηγός ταξί δηλώνει ότι διαβάζει, ανάμεσα στις διαδρομές, από Αρκά μέχρι «Αρης, ο αρχηγός των ατάκτων». Χαμογελάει. Η αφήγησή του δεν έχει καμία εκζήτηση. Το ίδιο και ενός εμπόρου, που διαθέτει τυροκομικά και αλλαντικά προϊόντα. Την ώρα της δουλειάς μιλάει στην κάμερα, περιγράφοντας πώς έχει αλλάξει η ατμόσφαιρα στο σπίτι του και στη ζωή του. Είναι όλη η οικογένεια μέλη της βιβλιοθήκης. Τη μεγαλύτερη ικανοποίηση αντλεί από τη συμμετοχή των παιδιών του.

Η μαρτυρία των ίδιων των παιδιών στο ντοκιμαντέρ έχει αμεσότητα και χαλαρότητα. Δεν απαγγέλλουν τα «καλά», καταγράφουν μια καθημερινότητα. Της πόλης, τη δική τους, της βιβλιοθήκης. Αξεδιάλυτα. Συμπορεύονται, συνυπάρχουν. Συγγραφείς, βιβλιοθηκονόμοι, εθελοντές, εργαζόμενοι, συνθέτουν μια μικρή πολιτεία. Καθόλου ιδανική. Υπαρκτή. Παρούσα, εξελισσόμενη, παραγωγική. Επιθυμία όλων «να βελτιώσουν τις ζωές τους». Κι αυτό συμβαίνει. Αβίαστα. Χωρίς μεγάλες εξαγγελίες για ανατροπές. «Αρκεί να μπαίνουν οι άνθρωποι στη βιβλιοθήκη για διάφορους λόγους», σχολιάζει ο διευθυντής. Οικειότητα, η λέξη-κλειδί.
Η βιωσιμότητα της Βέροιας εξασφαλίζεται, πλέον, με ευρωπαϊκά προγράμματα-κονδύλια. Και το ερώτημα, διατυπωμένο από τον Γ. Τροχόπουλο: Σε τι υπολείπονται οι κάτοικοι των διπλανών πόλεων για να μην έχουν παρόμοιες υπηρεσίες; «Αν δεν μπορεί η πολιτεία -που θα έπρεπε- μπορούμε μόνοι μας». Μισή αλήθεια. Γιατί η Βέροια έχει ανοίξει πλέον το βήμα της, είναι ισότιμος συνομιλητής σε ένα διεθνές περιβάλλον. Ομως η Μύκη Ξάνθης, για παράδειγμα, δεν έχει τον ίδιο εξοπλισμό ούτε τα ίδια εφόδια. Εδώ, η πολιτεία έχει τον κύριο λόγο. Οπως και σε άλλες απομακρυσμένες περιοχές, όπου μόνο οι προσωπικές πρωτοβουλίες και προσπάθειες δεν επαρκούν.

Αν δεν υπάρχει πολιτική για τη διάσωση 28 παιδικών και εφηβικών βιβλιοθηκών σε όλη την Ελλάδα, ένα σχέδιο όχι απλώς επιβίωσης αλλά ανάπτυξης, τότε οφείλουμε να ανησυχούμε για τις προθέσεις του υπουργείου Παιδείας, κατ’ αρχάς. Μπορεί αυτήν την εποχή τα ζητήματα της εκπαίδευσης να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των αρμοδίων, όμως ποιος μπορεί να ορίσει με ασφάλεια πως η απώλεια παρόμοιων βιβλιοθηκών δεν έχει κόστος; Ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης που όλα στενεύουν, λίγα απομένουν να προσφέρουν ευρυχωρία, καλλιεργώντας επιθυμίες, δυνατότητες, σχέσεις. Ψάχνοντας ένα βιβλίο, βρίσκεις κι ένα άλλο. Η διαδικασία δεν αλλάζει, όπου κι αν βρίσκεσαι. Αρκεί να είναι ανοικτή και προσβάσιμη. Δηλαδή, δημόσια.

Σε δύο ποιήτριες το βραβείο «Μαρία Πολυδούρη»

Σε δύο ποιήτριες το βραβείο «Μαρία Πολυδούρη»

Δύο γυναίκες μοιράσθηκαν το βραβείο ποίησης «Μαρία Πολυδούρη» που έχει θεσμοθετήσει ο Δήμος Καλαμάτας στη μνήμη της Καλαματιανής ποιήτριας. Η απονομή του βραβείου έγινε στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου όπου και πραγματοποιήθηκαν τα «Γ΄ Πολυδούρεια». Πρόκειται για μια εκδήλωση που είχε οραματισθεί και ξεκινήσει ο αείμνηστος Γιώργος Τσαγκάρης και συνεχίζουν μετά τον θάνατό του ο Δήμος Καλαμάτας σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Μεσσηνίας.

Στον φετινό πρώτο διαγωνισμό συμμετείχαν 65 πρωτοεμφανιζόμενοι ποιητές και ποιήτριες, ενώ το βραβείο που συνοδευόταν από 3.000 ευρώ κέρδισαν η Λένα Καλλέργη για την ποιητική της συλλογή «Κήποι στην άμμο» (εκδ. Γαβριηλίδη) και η Ελενα Ψαρέα για τη συλλογή της «Επεμβάσεις» (εκδ. Αρμός). Πριν από την εκδήλωση πραγματοποιήθηκε κατάθεση στεφάνων στην προτομή της Μαρίας Πολυδούρη.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με τραγούδια του Γιώργου Τσαγκάρη που τραγούδησε η Μαρία Τσώνη, ενώ στο πιάνο τη συνόδευσε ο Δημήτρης Αρσενόπουλος. Στη συνέχεια τρεις Καλαματιανές μαθήτριες μίλησαν για τη Μαρία Πολυδούρη ενώ η ανιψιά της ποιήτριας Νόρα Πολυδούρη διάβασε ποιήματά της. Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με ομιλίες της φιλολόγου Παναγιώτας Πούλιου «Η Μαρία Πολυδούρη στο διαδίκτυο και στις βιβλιοθήκες» και της ποιήτριας Τασούλας Καραγεωργίου με θέμα «Μαρία «Πολυδούρη, η αγαπημένη των ποιητών». [Εθνος, 25/3/2011]

Sunday, March 27, 2011

Μελοποιώντας τον Διονύσιο Σολωμό

  • Ο Σπύρος Σαμοΐλης στην Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών
Ομιλία του συνθέτη Σπύρου Σαμοΐλη, με θέμα: «Η εμπειρία από τη μελοποίηση του «Λάμπρου» του Διονυσίου Σολωμού» θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα εκδηλώσεων της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών (Μουσείο Σολωμού, Μουράγια) την Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011 και ώρα 20.00, στα πλαίσια της εκδήλωσης: «Μελοποιώντας τον Διονύσιο Σολωμό».

Θ’ ακουστούν επίσης αποσπάσματα του έργου από τη σοπράνο Ροζαλίντα Πουλημένου, τον τενόρο Ανδρέα Μιχαλόπουλο και τον βαρύτονο Παναγιώτη Πράτσο. Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Η πρώτη απόπειρα του Διονυσίου Σολωμού για τη σύνθεση του ποιητικού έργου «Λάμπρος» τοποθετείται περί το 1823 ή 1824 στη Ζάκυνθο. Η πιο καλή στιγμή στη γραφή του «Λάμπρου» τοποθετείται μετά το 1830, παράλληλα με τον «Κρητικό» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Ο «Λάμπρος» είναι έργο κατεξοχήν ρομαντικό (υπερβολή, πάθη, θάνατοι, αυτοκτονίες, φαντάσματα, αιμομιξία), σκοπίμως ημιτελές, με το οποίο προετοιμάστηκε ο ύστερος εθνικός Σολωμός. Επιγραμματικά, ο Λάμπρος, σύμφωνα με την υπόθεση, υπόσχεται ότι θα στεφανωθεί την δεκαπεντάχρονη Μαρία και κάνει μαζί της μία κόρη και τρεις γιους. Τα παιδιά κλείνονται σε ορφανοτροφείο κι η Μαρία ζει 15 χρόνια στο σπίτι του Λάμπρου αστεφάνωτη, ενώ ο Λάμπρος πολεμά κάποια στιγμή κι εναντίον του Αλή Πασά. Εκεί γνωρίζει έναν νέο Τούρκο, που τελικά του εμπιστεύεται ένα μυστικό, ότι είναι κόρη, και ζητά να βαπτιστεί. Ο Λάμπρος ερωτεύεται βαθιά αυτή την κόρη, ώσπου ανακαλύπτει από διάφορα σημάδια ότι είναι η δική του κόρη. Σε μία βαρκάδα μαζί με τον πατέρα της, παραμονή του Πάσχα, η κόρη πέφτει στα νερά μιας λίμνης και πνίγεται, χωρίς να βοηθηθεί από τον πατέρα της, κι ο Λάμπρος επιστρέφει στο σπίτι του. Το βράδυ της Λαμπρής, η θεία δίκη του στέλνει εναντίον του από το μνήμα τα τρία αρσενικά του παιδιά. Η Μαρία, κάτω από το βάρος τόσων συμφορών, ζητά τουλάχιστον να στεφανωθεί με τον Λάμπρο, κι εκείνος το υπόσχεται Όμως, φεύγει και γκρεμίζεται σε λίγο από ένα βράχο, εκεί που είχε καταποντιστεί η θυγατέρα του. Σε λίγο, πνίγεται στη λίμνη κι η Μαρία, τρελή πλέον αλλά γεμάτη χαρά ότι μέσα στο νερό υπάρχει ένας άλλος κόσμος.

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα Μαξ Φρις



Οι τρεις παράγοντες που διαμόρφωσαν σταδιακά το έργο του

  • Tου Κωστα Θ. Καλφοπουλου, Η Καθημερινή, Kυριακή, 27 Mαρτίου 2011
Η περίπτωση (και η θέση, ταυτόχρονα) του Μαξ Φρις (1911-1991) στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή λογοτεχνία καθορίζεται από μία σειρά «εξαιρέσεων», που διαμορφώνουν έναν «κανόνα» με έντονη την ελβετική, γερμανόφωνη ταυτότητα. Θα έλεγε κανείς ότι, μετά τον θάνατο του πατέρα (1932) τρεις διαφορετικές «αφορμές» διαμορφώνουν σταδιακά τον Μαξ Φρις ως συγγραφέα: η δημοσιογραφία, η αρχιτεκτονική και το ημερολόγιο. Το 1933, η περιήγησή του στην Κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) και τη Ρώμη θα αποφέρει (παράλληλα με την αλληλογραφία με τη μητέρα του) μια σειρά από ταξειδιωτικά κείμενα και αθλητικές ανταποκρίσεις που δημοσιεύονται στη Neue Z­rcher Zeitung, με αφορμή το παγκόσμιο κύπελλο χόκεϊ επί πάγου στην Πράγα, καθώς τον εξοικειώνουν με τη διαδικασία της δημόσιας και ιδιωτικής γραφής.
  • Σύλληψη της φόρμας
Οι σπουδές αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (ΕΤΗ) θα αφήσουν το αποτύπωμά τους στον χάρτη της ελβετικής μητρόπολης (δημόσια πισίνα στο Λετσιγκράμπεν), ταυτόχρονα θα τον επηρεάσουν υποσυνείδητα στη σύλληψη και τη φόρμα του έργου. Τέλος, οι λογοτεχνικές καταγραφές υπό τη μορφή ημερολογίου αποκλίνουν από το είδος των καταχωρίσεων, των σχεδίων και των εξομολογήσεων, που συμπληρώνουν συχνά το λογοτεχνικό corpus των συγγραφέων. Με το «Ημερολόγιο 1946-1949» ο Φρις, αν και έχουν προηγηθεί ήδη δύο μυθιστορήματα («Γιργκ Ράινχαρτ», «Οι δύσκολοι») και τρία θεατρικά έργα («Μπιν ή το ταξίδι στο Πεκίνο», «Σάντα Κρουζ» και «Το Σινικόν Τείχος»), θα αναδειχθεί, χάρη και στις εκδόσεις Suhrkamp, σε μείζονα γερμανόφωνο συγγραφέα, ξεπερνώντας τα σύνορα μιας εθνικής και λογοτεχνικής εσωστρέφειας, με έντονα καλβινιστικά χαρακτηριστικά.
Ηδη η προσθήκη «Σχέδια» διαφοροποιεί προγραμματικά τα δύο προηγούμενα εγχειρήματα από την περίοδο 1946-1949 και 1966-1971 (έχουν προηγηθεί προπολεμικά το «Ημερολόγιο ενός στρατιώτη» και το «Ημερολόγιο με τη Μάριον», το 1947), καθώς προσδίδει στο έργο την αίσθηση μιας προεργασίας και ταυτόχρονα μιας νέας προοπτικής, που συνδέεται με δύο σημαντικές προσωπικές στιγμές του Μαξ Φρις, τη διαμονή στην Αμερική και τη σχέση του με την Αλις Λοκ-Κάρεϊ (τη Λιν του «Μontauk», 1974). Η εκδοτική ιστορία του «Τρίτου Ημερολογίου» ξεκινά τον Νοέμβριο του 1982, όταν ο Μαξ Φρις ολοκληρώνει τις καταχωρίσεις με τη βοήθεια της γραμματέως του, τα δακτυλόγραφα όμως θα παραδοθούν στο Αρχείο Μαξ Φρις, στη Ζυρίχη, το 2001, η τελική απόφαση για την έκδοση θα καθυστερήσει μέχρι το φθινόπωρο του 2009 («Καθημερινή», 3. 9. 2009). Ο χώρος (η νεοσυντηρητική Αμερική του Ρέιγκαν, η μητρόπολη) και ο χρόνος (το παρελθόν και το παρόν), τα πρόσωπα (κυρίως η απώλεια του φίλου του, Πέτερ Νολ) και ο συγγραφέας (ως παρατηρητής και στοχαστής) αποτελούν τους βασικούς προσανατολισμούς του εβδομηντάχρονου Φρις.
Ομως, ό, τι διαπερνά το «ημερολόγιο», πέραν της συγκυριακής πολιτικής, είναι κυρίως ο Θάνατος κι ο Ερωτας, οι «παντοτινοί συντρόφοι» της ανθρώπινης ύπαρξης και της λογοτεχνικής δημιουργίας. Αυτό το «δίπολο», σε τρεις αράδες που αφορούν και στιγματίζουν την κατάπτωση των ηθών στην Αμερική («ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΣ/ στην Αμερική σημαίνει: / CASUAL SEX», όμως στο δακτυλόγραφο η λέξη THANATOS γράφεται λάθος και «κουτσουρεμένη», σαν η γραφομηχανή του συγγραφέα να αρνείται να δια-τυπώσει «το ανείπωτο, το κενό ανάμεσα στα λόγια»), υποσκάπτει συστηματικά τις καταγραφές, ταυτόχρονα όμως ενεργοποιεί τις τελευταίες δυνάμεις του συγγραφέα, ωθώντας τον σε μία ενδοσκόπηση, που άλλοτε συνορεύει με τη «διάγνωση της ανίας» και άλλοτε τον συμφιλιώνει με την πραγματικότητα, στον οδυνηρό δρόμο της αυτογνωσίας: «Ανακατεύω προτάσεις, όπως κουνάει κανείς ένα ρολόι, τις διαλύω· ο χρόνος περνάει, χωρίς όμως να δείχνει την ώρα».
  • Ντοκουμέντο φθοράς
Το «Ημερολόγιο» είναι ένα ντοκουμέντο της κόπωσης και της φθοράς, καθώς λιγοστεύει η θέληση για τέχνη και η θέληση για ζωή: ένας τελικός απολογισμός με τη «φθαρμένη ζωή» του Στίλερ, του Γκάντενμπαϊν και του Φάμπερ (οι τρεις θεμελιώδεις «ταυτότητες» του Φρις) και ταυτόχρονα ένας «στοχασμός για τον θάνατο», όπως επισημαίνεται στο επίμετρο του Πέτερ φον Ματ. Η «αισθητική της σύνθεσης», που συνέχει το «Ημερολόγιο», χαρακτηρίζεται από το φαινομενικά «παράδοξον», ότι κάθε απόσπασμα διατηρεί την αυτονομία και την πληρότητά του, ταυτόχρονα όμως εντάσσεται οργανικά στο όλον του εγχειρήματος, όπως εύστοχα συνοψίζει ο επιμελητής.
Οι ημερολογιακές καταγραφές διακόπτονται τον Απρίλιο του 1983 με τον χωρισμό του συγγραφέα από τη σύντροφο της ζωής του. Στις 4 Απριλίου 1991 ο Φρις θα αφήσει στη γενέθλια Ζυρίχη την τελευταία του πνοή.

Μυθιστορήματα, προοίμια εξεγέρσεων

  • Επτά, Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
  • ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Καθώς τώρα οι εξεγέρσεις που ξεκίνησαν από τις χώρες της βόρειας Αφρικής εξαπλώνονται σε όλο τον αραβικό κόσμο, οι πολιτικοί αναλυτές βεβαιώνουν ότι η επιτυχία τους οφείλεται και στη χρήση των νέων τεχνολογιών από τους εξεγερμένους. 

Το Ιντερνετ, μέσα από το facebook και το twitter αποδείχθηκε τελικά ένα πανίσχυρο όπλο στα χέρια μιας χούφτας ακτιβιστών. Και έγινε ένας εχθρός που η δύσκαμπτη γραφειοκρατική κρατική ασφάλεια των γηραιών δυναστών δεν είχε υπολογίσει και φάνηκε ανίκανη να τον αντιμετωπίσει.

Μόνο που πέρα από τους ακτιβιστές του πληκτρολογίου, που οργάνωσαν τις πρώτες διαμαρτυρίες, οι εξεγέρσεις έγιναν από τον λαό. Τους καθημερινούς ανθρώπους που συγκρούστηκαν με την αστυνομία στους δρόμους της Τύνιδας, διαδήλωσαν οργισμένοι στο Αλγέρι αψηφώντας τις δυνάμεις καταστολής, έστησαν οδοφράγματα στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου απέναντι στους παρακρατικούς του προέδρου Μουμπάρακ και τώρα αντιμετωπίζουν με τα όπλα στο χέρι τα στρατεύματα της Λιβύης σε έναν εμφύλιο πόλεμο, που προκάλεσε και την υποκριτική επέμβαση της Δύσης. Είναι όλοι αυτοί που τα μυθιστορήματα συγγραφέων όπως του Γιασμίνα Χάντρα και του Αλάα αλ Ασουάνι περιγράφουν την αδιέξοδη ζωή τους. Ενώ οι ρίζες αυτής της ολοένα αυξανόμενης απόγνωσης, που οδήγησε τελικά στην έκρηξη, καθρεφτίζονται στις ιστορίες του Ναγκίμπ Μαχφούζ ή του Ταχάρ Μπεν Τζελούν. Γιατί στις δικές τους σελίδες κρύβεται η κληρονομιά της αποικιοκρατίας, οι αιματηρές επαναστάσεις που οδήγησαν στην ανεξαρτησία, η γέννηση του αραβικού εθνικισμού και η κατάληξή του σε μια σειρά από ολοκληρωτικά καθεστώτα. 

«Οι συγγραφείς της βόρειας Αφρικής έχουν λειτουργήσει δεκαετίες τώρα ως ιστορικοί αναλυτές και μάχιμοι ρεπόρτερ», σημείωνε κατά τη διάρκεια των ταραχών στην Αίγυπτο ο Ιρανός Ρεζά Ασίαν, που επιμελείται μια εκτενή ανθολογία από ποιήματα και διηγήματα των νέων αράβων συγγραφέων, για την εκδοτική αγορά της Δύσης. Η διαπίστωσή του δεν ξενίζει κανέναν. Σε χώρες όπου η λογοκρισία ήταν «και πολιτική και θρησκευτική», όπου οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί αναλυτές έπρεπε να αντιμετωπίσουν και τους γραφειοκράτες της κυβέρνησης και τους μισαλλόδοξους μουλάδες, η λογοτεχνία ήταν το μόνο «καταφύγιο για να περιγράψεις την πραγματικότητα» όπως το έχει πει ο Γιασμίνα Χάντρα.

Το μυθιστόρημα του αλγερινού εξόριστου και πρώην στρατιωτικού, του Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ, που κρύβεται πίσω από το γυναικείο ψευδώνυμο Γιασμίνα Χάντρα, το «Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα» (εκδόσεις Καστανιώτη) εξιστορεί μέσα από τα μάτια του Γιουνές, του ήρωά του, τις συνθήκες ζωής των Αλγερινών κάτω από την κυριαρχία της Γαλλίας, που οδήγησαν στον πολύχρονο αιματηρό αγώνα τους για ανεξαρτησία. Ενώ ο Γάλλος γεννημένος στην Αλγερία Μορίς Ατιά παίρνει τη σκυτάλη στο «Μαύρο Αλγέρι» για να διηγηθεί, με την αφορμή ενός αστυνομικού μυστηρίου, τη φρίκη των συγκρούσεων ανάμεσα στον επαναστατημένο λαό της Αλγερίας, τους παρακρατικούς του ακροδεξιού OAS και τις επίλεκτες μονάδες του γαλλικού στρατού.

Ακόμα και η ιστορία ξεφεύγει από τα δίκτυα της λογοκρισίας, όπως στο πρόσφατα μεταφρασμένο μυθιστόρημα του αιγύπτιου νομπελίστα συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ «Ενώπιον του θρόνου» (εκδόσεις Ψυχογιός). Εκεί μπροστά στις θεότητες των αρχαίων Αιγυπτίων, τον Οσιρι και την Ισιδα, οι ηγέτες της χώρας, από τον ιδρυτή της Αιγύπτου Φαραώ Μήνη μέχρι τον Νάσερ και τον Σαντάτ, απολογούνται για τις ενέργειές τους, αλληλοκατηγορούνται για τα πεπραγμένα τους ενώ ένας αριθμός από μάρτυρες, επαναστάτες, ποιητές και φελάχους διηγούνται με ένα ξεχωριστό τρόπο την ιστορία της χώρας και στηλιτεύουν την καταπίεση και την πολιτική διαφθορά.

Οσο για τη σημερινή πραγματικότητα, αυτήν που έκανε τους ανθρώπους να ξεχυθούν στους δρόμους, ζωντανεύει στις σελίδες του «Μεγάρου Γιακουμπιάν» (εκδόσεις Πόλις), που έγινε και παγκόσμιο μπεστ σέλερ. Γιατί ο αιγύπτιος οδοντίατρος Αλάα αλ Ασουάνι -ορκισμένος αντίπαλος του Μπουμπάρακ- κατάφερε μέσα από τις ιστορίες των κατοίκων ενός μισοερειπωμένου μεγάρου στο Κάιρο να αναδείξει την απελπισία μιας γενιάς που παραπαίει ανάμεσα στην παραίτηση ή τη στράτευση με τους ισλαμιστές. Ενώ από την άλλη τα διηγήματα του «Ταξί - Στους δρόμους του Καΐρου» (εκδόσεις Μεταίχμιο), γραμμένα από τον Χάλεντ ελ Χαμίσι, περιγράφουν μέσα από τις ιστορίες των οδηγών ταξί και των πελατών τους με πικρό χιούμορ τον διαρκή αγώνα για επιβίωση στους δρόμους του Καΐρου.
«Ζούμε σε ταραγμένους καιρούς» είχε γράψει ήδη πριν από είκοσι χρονια ο Ν. Μαχφούζ. «Η Αίγυπτος μοιάζει με γυναίκα που έχει δύσκολο τοκετό. Πρέπει οι ηγέτες μας να βρούνε ένα τρόπο να ξαναοικοδομήσουν την κοινωνική συνοχή ανάμεσα στους πολίτες και να δώσουν βάρος στην εκπαίδευση των νέων». Τα λόγια του τώρα μοιάζουν προφητικά, καθώς στην εποχή που τα έλεγε κανείς δεν έδωσε σημασία. Αλλωστε, λίγο πολύ η Δύση έβλεπε πάντα τη βόρεια Αφρική κάτω από τα μάτια των φολκλόρ κλισέ όπως το έθετε ο παλαιστίνιος στοχαστής Εντουαρντ Σαΐντ. Ενός οριενταλισμού, όπως τον αποκαλούσε, όπου ο αραβικός κόσμος ήταν ο τόπος γεμάτος ηδονές, για τους Δυτικούς, όπως τον περιέγραψε ο Γκιστάβ Φλομπέρ. Ενα κλισέ που ακολούθησαν και οι αμερικανοί μπίτνικ, όπως ο Πολ Μπόουλς ή ο Ουίλιαμ Μπάροουζ που συνέρρεαν στο Μαρόκο, όπου η δική τους μποέμ ανεμελιά ερχόταν σε σύγκρουση με την αλλόκοτη μοιρολατρία των ντόπιων.
Χρειάστηκαν τα μυθιστορήματα συγγραφέων όπως του Μαροκινού Ταχάρ Μπεν Τζελούν, που αποκαλύπτουν το μαροκινό ανελεύθερο καθεστώς. Ανάμεσά τους το «Μια εκτυφλωτική απουσία φωτός» (Εκδόσεις Λιβάνη) για τη ζωή ενός κρατούμενου στα κελιά της φυλακής Ταζμάρτ. Η «Η μοιραία νύχτα» (εκδόσεις Λιβάνη) όπου μέσα από μια περιήγηση σε τρεις πόλεις του Μαρόκου, τη Φεζ της δεκαετίας του 1940, την Ταγγέρη δέκα χρόνια αργότερα και την Σαουέν του σήμερα, ο Μπεν Τζελούν μιλάει για το πάθος της ελευθερίας. Ενώ ο Ναγκίμπ Μαχφούζ με την περίφημη «Τριλογία του Καΐρου» («Ο δρόμος κοντά στο παλάτι», «Το παλάτι των επιθυμιών» και «Οι δρόμοι του Νείλου» - όλα από τις εκδόσεις Ψυχογιός), ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έδινε τη δική του εκδοχή για την ιστορία της χώρας του.

Από την άλλη, ο Μουλεσεχούλ, χρησιμοποιώντας τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπως στο βιβλίο του «Ο σχιζοφρενής με το νυστέρι» (εκδόσεις Καστανιώτη) καταδεικνύει την παρακμιακή ατμόσφαιρα της εξουσίας στην Αλγερία και αναλύει τη φιλοσοφία των φανατικών ισλαμιστών που έστησαν ολόκληρη εμφύλια σύγκρουση τη δεκαετία του 1990 στη χώρα. Ο ομοεθνής του Αζίζ Σουάκι υπογράφει στο βιβλίο του «Το αστέρι του Αλγερίου» (Εκδόσεις Κέδρος) την άνοδο και την πτώση ενός τραγουδιστή του ράι σε μια εποχή όπου το Ισλάμ έχει κηρύξει πόλεμο στα φαινόμενα ηθικής σήψης όπως το τραγούδι. Και ο Αλ Ασουάνι προσθέτει με το «Σικάγο» (Εκδόσεις Πατάκη) την προσπάθεια κάποιων φοιτητών από την Αίγυπτο να προσαρμοστούν στην αμερικανική πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου και όπου επικρατούν τα ρατσιστικά κλισέ, σύμφωνα με τα οποία όλοι οι Αραβες είναι τρομοκράτες.

Οταν ο μικροπωλητής Μοχάμεντ Μπουαζίνι αυτοπυρπολούνταν στην πόλη Σιντ Μπουζίντ της Τυνησίας και οι συμπατριώτες βγήκαν οργισμένοι στους δρόμους, κανείς δεν περίμενε ότι ήταν το φιτίλι των εκρήξεων που θα πραγματοποιούνταν στην Αίγυπτο, στην Αλγερία και στη Λιβύη. Οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές, χρόνια εξόριστοι στη Δύση, αδυνατούν να κατανοήσουν τη φύση των εξεγέρσεων. Γι' αυτό και δίνουν περισσότερο βάρος στη μέθοδο, όπως τα κοινωνικά δίκτυα μέσα από το Ιντερνετ παρά στους ίδιους τους εξεγερμένους. Κι όμως τα σπέρματα αυτής της αναπάντεχης έκρηξης βρίσκονται μέσα στη λογοτεχνία των χωρών. Ή, όπως το θέτει σε μια διαπίστωση, ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες, ο Αιγύπτιος Χάλεντ ελ Χαμίσι, στην εισαγωγή των διηγημάτων του «Ταξί»: «Οι αναλύσεις των απλών ανθρώπων έχουν μεγαλύτερο βάθος από αυτές των πολιτικών αναλυτών, οι οποίοι συνήθως γεμίζουν τον τόπο με τον ανούσιο θόρυβό τους. Γιατί τελικά ο πολιτισμός αυτού του έθνους εκδηλώνεται μέσω αυτών των απλών ανθρώπων και ο αιγυπτιακός λαός πραγματικά μπορεί να είναι δάσκαλος για όποιον επιθυμεί να διδαχτεί». 7