Ο Παπαδιαμάντης ως μεταφραστής
- Μηνιαία, άγρυπνα και φωτεινά
- Από τον Σωτήρη Γουνελά, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 19 Μαρτίου 2011
- Λάμπρος Καμπερίδης: «...με εντάφια κτερίσματα». Ο πύργος του Δράκουλα και ο «μεταφραστής» Παπαδιαμάντης
- εκδόσεις Δόμος, σ. 93
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Καμπερίδης γράφει για τον «μεταφραστή» Παπαδιαμάντη, και μάλιστα με αφορμή τη μετάφραση του βιβλίου τού Στόουκερ Dracula. Είναι ότι μας ξεναγεί στον κόσμο του «βαμπιρικού» λογοτεχνικού είδους, από χώρα σε χώρα, από συγγραφέα σε συγγραφέα και από θρησκευτική περιοχή σε άλλη θρησκευτική, ή ιδεολογική, καλύπτοντας χιλιόμετρα γνωστικά, ιστορικά, αν όχι και πολιτικά. Ας αρχίσουμε από το πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου μιλά για τον μεταφραστή ως «νέο δημιουργό πρωτότυπου έργου».
Αναφέρει ότι τον 19ο αι. η αντίληψη που επικρατεί για έναν μεταφραστή είναι ότι αποτελεί είδος χειρώνακτα που δουλεύει για βιοπορισμό. Βλέπει λοιπόν να έχει επικρατήσει η ίδια γνώμη και για τον Π., κάτι σαν μια καταναγκαστική δουλειά ανεξάρτητη από το υπόλοιπο έργο του. Ο Καμπερίδης μέσα από τις σελίδες της μελέτης του και στον βαθμό που τον απασχολεί να δώσει ολόκληρη τη διάσταση του μεταφραστή Παπαδιαμάντη -όσο αυτό το επιτρέπουν τα ώς τώρα στοιχεία και αποδεικτικά- ζητεί να κλονίσει τις «προκαταλήψεις» αυτές και να βοηθήσει να κατανοηθεί ο Π. ως μεταφραστής-δημιουργός, δηλαδή ως αυτός ο ποιητής-συγγραφέας που δεν διαχωρίζει το κυρίως έργο από το μεταφραστικό. Για να πω την αλήθεια δεν βλέπω γιατί χρειάζεται ειδική προσπάθεια για να αποδείξουμε ότι συμβαίνει αυτό. Δεν είναι επόμενο να συμβαίνει; Και το ρωτώ αναλογιζόμενος την περίπτωση Ντοστογιέφσκι, όπου ο βιοπορισμός του ήταν συνυφασμένος και με το κυρίως έργο του και όχι με μεταφράσεις ή κάτι άλλο. Θέλω να πω ότι ο έμπλεος εσώτερης ποιητικής κίνησης, ο για πολλούς λόγους ξέχειλος ψυχικά, ο χαρισματικός άνθρωπος του λόγου και της τέχνης θα εισοδεύσει αυτή του την κατάσταση, είτε γράφει είτε μεταφράζει, με οπωσδήποτε κάποιες διαφορές στη δεύτερη περίπτωση, αφού παρεμβάλλεται το πρωτότυπο έργο ενός άλλου. Αυτό δεν τον εμποδίζει να δημιουργήσει, χωρίς ωστόσο να τον αφήνει και εντελώς ελεύθερο (ποτέ άλλωστε δεν είμαστε εντελώς ελεύθεροι). Εξάλλου, και στον Π. κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, ειδικά στη σχέση του με τις εφημερίδες. Πολλά από αυτά που γράφει, διηγήματα, νουβέλες ή μυθιστόρημα σε συνέχειες καλύπτουν και τη βιοποριστική πλευρά. Το πόσο ισχύει η διατύπωση του Κ. ότι: «Φαίνεται πως και ο ίδιος πίστευε ότι με τις μεταφράσεις του συνεργούσε στο έργο του Τσέχοφ, του Ντοστογιέφσκι, του Μπρετ Χαρτ και τόσων άλλων, πως έβαζε τον εαυτό του ακέραιο στο δημιουργικό γύρισμα ενός νέου έργου στα ελληνικά, με τον όρο που χρησιμοποιούν οι ράφτες όταν γυρίζουν, με τα ίδια υλικά, ένα φουστάνι σε ζακέτα» (σ. 13), δεν μπορούμε να το ξέρουμε με βεβαιότητα, αλλά είναι βέβαιο ότι ίσχυε σε κάποιο βαθμό. Ο Κ. βλέπει να επιβεβαιώνεται (χρησιμοποιεί τον όρο «επιρρωνύεται») αυτό από τις «συχνές επεμβάσεις του στο πρωτότυπο» και κρίνει ότι με τον καιρό θα διαπιστωθεί πως ο Π.είναι όντως μεταφραστής - συνεργάτης και «συνεπίκουρος στο δημιουργικό έργο του συγγραφέα και όχι μεταπράτης του ξένου έργου στα ελληνικά» (ό.π.). Ωστόσο, κατά βάθος αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει τον Κ. είναι η σημασία και οι συνέπειες της μαθητείας ενός συγγραφέα στο έργο που μεταφράζει και το μπόλιασμα του ενός από τον άλλο, ένα είδος ανταλλαγών γλωσσικών, πολιτιστικών, μεταφυσικών κ.λπ., μια βαθιά οικείωση με το μεταφραζόμενο, έτσι ώστε να εντάσσεται και αυτό στον κόσμο του δημιουργού και να μην αποτελεί κάτι σαφώς υποδεέστερο ή μη σημαντικό.
Μπαίνοντας τώρα στα ενδότερα της συγγραφής θα έλεγα ότι ο Κ. διευρύνει το πεδίο της σπουδής και της έρευνας σε μια κυριολεκτικά εργώδη προσπάθεια διείσδυσης στον λαβύρινθο θρύλων, μύθων, ηθών και εθίμων αλλά και μυθιστορηματικής μυθοπλασίας ή άλλης -στην Ευρώπη και στην Ελλάδα- γύρω από τα «βαμπιρικά» καμώματα ή δρώμενα. Φαίνεται να πρωτοφανερώθηκαν στη Γερμανία τον Μεσαίωνα («νεκροφάνεια αλύτρωτων ψυχών») σε συνδυασμό με τον θρύλο του «περιπλανώμενου Ιουδαίου», «που δεν μπορεί να μετέχει της σάρκας και του αίματος του Χριστού» (σ. 44). Ο Μ. Μπεχάιμ «συνέγραψε το 1463 την ιστορία ενός αιμοβόρου τρελού που ονομάζεται Δράκουλας της Βαλαχίας» μεταφέροντας αφηγήσεις Γερμανών μισιονάριων που είχαν αναπτύξει δράση στη Ρουμανία. Η ιστορία αφορά τον «βογιάρο Βλαντ Τεπές Δράκουλα» και τη σύγκρουσή του με τους Ούγγρους και τους συμμάχους τους γερμανούς κατακτητές της Τρανσυλβανίας. Οι εκδιωκόμενοι καθολικοί μοναχοί διέδωσαν ότι ο αιμοβόρος πρίγκιπας έσφαζε και ...έτρωγε τους εχθρούς του. Την κατοπινή εξέλιξη του θρύλου στη Γερμανία, όπου καθιερώνεται ο όρος «βαμπίρ» (σλαβικό όνομα) και όπου ο J. Christian Stock «μελετά το φαινόμενο» επιστημονικά (1732), ο Καμπερίδης τη βλέπει να συνάπτεται ή να συνδυάζεται με την ανάπτυξη στον ρωμαιοκαθολικό κόσμο της «κατανυκτικής λατρείας της αιμάσσουσας ιεράς καρδίας του Ιησού, και γενικότερα μιας ευσεβιστικής αιματολατρίας», που βέβαια σχετίζεται και με τον μύθο του Γκράαλ και τις ιστορίες με τάγματα ιπποτών που φυλάνε και κρύβουν το αίμα του Χριστού, μέσα από μυητικές διεργασίες ανορθόδοξες, αν όχι αιρετικές. Φαίνεται ότι οι ιστορίες αυτές αποκτούν αντίστροφη σημασία και από μεταγγίσεις ζωής «αξιοποιούνται, στην περίπτωση των βρικολάκων, από τις δυνάμεις του σκότους» για τη διαιώνιση «της ζώνεκρης ύπαρξης-ανυπαρξίας». Ο σ. εξηγεί ότι τη λέξη «ζώνεκρος-η» τη χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης στις μεταφράσεις του: «πρόκειται για αντίστροφη νεκροφιλική χρήση του αίματος, που από πρόξενος ζωής γίνεται πρόξενος θανάτου». Ο σ. αναρωτιέται μήπως αυτή «η παρά φύσιν λατρεία του αίματος και η χυδαιοποίηση του θανάτου» οφείλεται στο γεγονός ότι ο λαός δεν μετείχε στον καθολικό και προτεσταντικό κόσμο στο μυστήριο της θείας Μετάληψης, όπου «μετείχε μονάχα ο κλήρος». Κάπως έτσι πιστεύει πως εξηγείται στους καιρούς μας η διάδοση μιας περιφερόμενης φρικαλεότητας στα μέσα μαζικής πληροφόρησης και προπαντός στον κινηματογράφο, όπου στη θέση «της ιερότητας της ζωής προβάλλεται η υποτίμησή της» με όλα τα σαδιστικά, μαζοχιστικά που περιέχει, για να φτάσουμε βέβαια μέσα από αυτό τον δίαυλο στην περιβόητη «βιτρίνα εκθεμάτων πλαστικοποιημένων νεκρών» και μάλιστα πλανόδια, που, αν θυμάμαι καλά, μονάχα στη Γαλλία απαγορεύτηκε να εκτεθούν.
Το βιβλίο απαντά, μεταξύ άλλων, στο ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας του: «Τι δουλειά έχει ο Παπαδιαμάντης... ο νυμφόληπτος ονειροδότης φωτεινών οραμάτων, με τον νυκτοθήρα, δυσώδη... Δράκουλα των Καρπαθίων;» (σ.35). Για να απαντήσει, παρακολουθεί, εκτός από αυτά που ανέφερα πιο πάνω, την εξέλιξη «από τον πιετισμό στον ρομαντισμό και στη γοτθική του κατάληξη» και συναντά τους άγγλους ρομαντικούς στη Γενεύη, όπου μια νύχτα του 1816 γεννήθηκε ο Φρανκεστάιν και όπου ο Βύρωνας αφηγήθηκε την ιστορία με έναν βρικόλακα, η οποία, επεξεργασμένη από τον γιατρό του Πολιντόρι και μεταφρασμένη γαλλικά, γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Μα παρακολουθεί και καταγράφει ακόμη τα ανάλογα περιστατικά ή θρυλούμενα στον ελληνικό κόσμο, σε νησιά και στεριές, με παράλληλη παράθεση δυσεύρετης βιβλιογραφίας και των σχετικών πηγών. Ετσι καταλήγει να πει ότι «ο Π. δεν πρέπει να είναι ολότελα ξένος σε αυτή την εξελισσόμενη, λογοτεχνική, νεκροφιλική παράδοση» και εντοπίζει διηγήματα και αποσπάσματα έργων του, όπου φαίνεται αυτή του η οικείωση αλλά και οι επιδράσεις του «βαμπιρικού» είδους που δεχόταν μέσα από τις μεταφράσεις με τις οποίες καταπιανόταν. Το σημαντικό όμως είναι ότι όσο κι αν «δουλεύει με τα ίδια υλικά που θα δούλευε και ο Νοβάλις στους νυχτερινούς Υμνους του, ο Βύρων στον Βρικόλακά του και ο Στόουκερ στον Δράκουλά του», «δεν φτιάχνει το ίδιο οικοδόμημα» (σ. 76). Εννοώντας ότι τα προσλαμβάνει και τα περνά μέσα από τη δική του παράδοση, μεταμορφώνοντάς τα και μπολιάζοντάς τα με αναστάσιμο φως. Αξίζει να αναφερθεί η επισήμανση του Κ. ότι οι περισσότεροι μελετητές το έχουν ρίξει στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες και στις «αποδομήσεις» των έργων, αγνοώντας σχεδόν παντελώς τις θεολογικές πηγές της έμπνευσης. Κλεινόμαστε έτσι στις σύγχρονες απόψεις και ερμηνείες, αλλά δεν «κατανοούμε τίποτε από το πνεύμα του ανθρώπου και της εποχής που καθόρισε τη δημιουργία του έργου» (σ. 86). Δεν νομίζω να υπάρχει άλλο μελέτημα-δοκίμιο γύρω από αυτά τα θέματα τέτοιας πληρότητας και διεισδυτικότητας. *
No comments:
Post a Comment