«Στράφηκα στην αστυνομική λογοτεχνία για να μπορεί να με διαβάζει ο πατέρας μου. Προέρχομαι από μια οικογένεια της εργατικής τάξης, ήμουν το πρώτο μέλος της οικογένειας που πήγε στο πανεπιστήμιο, ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσω λογοτεχνία. Συνειδητοποίησα όμως ότι τη λογοτεχνία που διάβαζα εγώ δεν τη διάβαζε κανένας άλλος. Δεν έβλεπες κόσμο στα λεωφορεία ή στο τρένο να διαβάζουν τον “Οδυσσέα” του Τζόις ή τον Προυστ. Ο κόσμος διάβαζε λαϊκά αναγνώσματα. Ηθελα λοιπόν να γράψω βιβλία που θα πωλούνταν σε ποσότητες. Ηταν σημαντικό για μένα. Νομίζω ότι αυτό προέρχεται από τον πατέρα μου»
- Υποτίθεται ότι το λογοτεχνικό alterego σας, ο Ρέμπους, ήταν πολύ διαφορετικός από εσάς, έκανε ό,τι καταχρήσεις δεν κάνατε εσείς. Εχετε περισσότερες ομοιότητες με τον Φοξ;
«Μα αυτό κάνουμε εμείς οι μυθιστορηματογράφοι. Δημιουργούμε πολλούς άλλους χαρακτήρες οι οποίοι συνήθως προέρχονται από μέσα μας. Ενα μικρό κομμάτι του Ρέμπους είμαι εγώ, ένα άλλο μικρό μέρος της συναδέλφου του Σιβόν είμαι επίσης εγώ, και ένα μικρό κομμάτι του Μάλκολμ Φοξ μοιάζει και πάλι σε μένα. Ωστόσο δεν ταυτίζομαι απόλυτα με κανέναν τους».
- Η πόλη, πάντως, στην οποία διαδραματίζεται η πλοκή, παραμένει το Εδιμβούργο...
«Το καλό με τις εσωτερικές υποθέσεις, τη δουλειά που κάνει ο Μάλκολμ Φοξ, είναι ότι δεν χρειάζεται απαραίτητα να έχει βάση το Εδιμβούργο. Αν το τμήμα μιας γειτονικής πόλης έχει κάποιο πρόβλημα, μπορεί να καλέσει την υπηρεσία του Εδιμβούργου για να διερευνήσει την υπόθεση. Στο νέο βιβλίο, η πλοκή διαδραματίζεται 30-40 χιλιόμετρα έξω από το Εδιμβούργο, εκεί όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, στο Φάιφ».
- Πάντα, λοιπόν, στη Σκωτία και όχι μακριά από το Εδιμβούργο το οποίο στη «Σκοτεινή πλευρά» παρουσιάζεται και ως μια πόλη που έχει υποστεί πολλά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Στο τέλος, μάλιστα, γράφετε: «Η πόλη είναι κανονική παγίδα θανάτου, όλη η Σκωτία καταρρέει». Αλήθεια, πώς είναι η κατάσταση εκεί σήμερα;
«Ηθελα να μιλήσω για την οικονομική κρίση γιατί οι θέσεις εργασίας στο Εδιμβούργο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον χρηματοοικονομικό τομέα και, ξέρετε, η Royal Bank of Scotland αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα. Οπότε ήταν το μεγάλο θέμα των ημερών και ήθελα να ασχοληθώ με αυτό. Ισως όταν έλεγα ότι “η Σκωτία καταρρέει” αυτό που εννοούσα ήταν ότι υπάρχει πιθανότητα να αποσχιστεί η Σκωτία από το Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι το εθνικιστικό κόμμα έχει άνοδο και έχει αποκτήσει εξουσία στη Σκωτία. Και, βεβαίως, η φιλοσοφία τους συνοψίζεται σε μια λέξη: “Ανεξαρτησία”. Θέλουν να διαχωριστούν από την Αγγλία».
- Πιστεύετε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό;
«Νομίζω ότι η οικονομική κρίση μάς έδειξε πόσο αλληλοσυνδεόμαστε. Δεν νομίζω ότι η Σκωτία από μόνη της, μια πολύ μικρή χώρα με πέντε εκατομμύρια κατοίκους, θα μπορούσε να σώσει τη Royal Bank of Scotland από τη χρεοκοπία. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη τράπεζα δεν κατέρρευσε και σώθηκαν όλες οι θέσεις εργασίας οφείλεται στο ότι είμαστε τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Πλέον, η πλειονότητα των Σκωτσέζων συνειδητοποίησε τα προνόμια του να ανήκεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, από χρηματοοικονομική άποψη. Νομίζω ότι η θέληση για ανεξαρτησία δεν είναι πλέον τόσο δημοφιλής, αν κρίνει κανείς από τις σφυγμομετρήσεις. Πριν από την κρίση υπήρχε ένα 30%-40% που ήταν υπέρ, ενώ μετά την κρίση αυτό το ποσοστό μειώθηκε στο 20%».
- Για ποιον λόγο να αποσχιστεί η Σκωτία;
«Η Σκωτία ήταν έθνος μέχρι τον 17ο αιώνα, μέχρις ότου ιδρύθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο, έχει έντονη εθνική ταυτότητα, από φιλοσοφική σκοπιά οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί από τους Αγγλους. Εχουμε μεγαλύτερη συγγένεια με τα κελτικά έθνη απ’ ό,τι με την Αγγλία. Είμαστε υπερήφανοι άνθρωποι. Πολλοί από τους κανόνες που συντάσσονται στο Λονδίνο είναι ίσως καλοί για την Αγγλία, αλλά όχι τόσο καλοί για τη Σκωτία. Υπάρχει λοιπόν η αίσθηση ότι δεν μας λαμβάνουν υπόψη οι πολιτικοί στο Λονδίνο».
- Κάποτε περιγράψατε τη σκωτσέζικη φιλοσοφία ως «πολύ αρνητική και καλβινιστική».
«Ναι. Υπάρχει ένταση στον σκωτσέζικο ψυχισμό, διότι αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον ορθολογισμό και στη δεισιδαιμονία. Η δεισιδαιμονία είναι το κελτικό κομμάτι που λέγαμε, ενώ ο ορθολογισμός είναι το κομμάτι που άπτεται του προτεσταντισμού. Γεγονός που εξηγεί γιατί η φιγούρα Τζέκιλ και Χάιντ, του σκωτσέζου συγγραφέα Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, είναι κομβικής σημασίας για να καταλάβει κανείς τον σκωτσέζικο χαρακτήρα. Διότι στην επιφάνεια έχουμε σύστημα, είμαστε λογικοί, καλλιεργημένοι και πολιτισμένοι. Αλλά λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια καραδοκεί ο κύριος Χάιντ ο οποίος περιμένει να ελευθερωθεί».
- Πώς διαμορφώθηκε αυτή η διττή προσωπικότητα;
«Δεν είμαι σίγουρος. Οι λόγοι χάνονται στα βάθη του χρόνου. Οι Ρωμαίοι δεν έφθασαν ως εδώ σε μεγάλο αριθμό, δεν μας επηρέασαν όσο επηρέασαν την Αγγλία. Η Σκωτία παρέμεινε σχετικά “άγρια” και ακατοίκητη, οπότε ήταν ένα μέρος όπου η δεισιδαιμονία βασίλευε. Και, ξέρετε, μόλις πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια καίγαμε τις μάγισσες, ως τον 17ο αιώνα! Και μετά ήρθε ο ορθολογισμός. Φιλόσοφοι όπως ο Ντέιβιντ Χιουμ και ο Ανταμ Σμιθ, οπότε αρχίσαμε να παραμελούμε το δεισιδαίμον κομμάτι του χαρακτήρα μας. Υπάρχει ακόμη βέβαια. Οι Σκωτσέζοι είναι υπέροχοι παραμυθάδες, έχουμε μια υπέροχη παράδοση στις μπαλάντες και στα λαϊκά παραμύθια».
- Εσείς, πάντως, μέσα από τα βιβλία σας, έχετε εντρυφήσει και σε ένα πανανθρώπινο χαρακτηριστικό, στο «κακό» που υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους. Κάνατε μάλιστα και ένα σχετικό ντοκυμαντέρ. Σε τι συμπεράσματα καταλήξατε;
«Ηταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ την πτέρυγα των μελλοθανάτων σε φυλακή στο Τέξας, ξέρετε εκεί που κρατάνε όλους τους τροφίμους που πρόκειται να εκτελεστούν, και μπόρεσα να πάρω συνέντευξη από έναν άνδρα που περίμενε επί 15 χρόνια να τον θανατώσουν για τον φόνο που είχε διαπράξει. Είχα την ευκαιρία να πάω στο Βατικανό και να μου κάνουν εξορκισμό…».
- Σε εσάς έκαναν εξορκισμό;
«Ναι! Για να μου δείξουν τι συμβαίνει».
«Ευτυχώς δεν συνέβη κάτι. Αισθανόμουν μια χαρά μετά! Το ντοκυμαντέρ, πάντως, διήρκεσε καιρό. Επειτα από μήνες έρευνας κατέληξα σε κάποια βασικά συμπεράσματα, ένα από τα οποία είναι το εξής: Είναι πολύ πιο εύκολο να περιγράψεις μια κακή, διαβολική πράξη από το να αποκαλέσεις κάποιον κακό ή διαβολικό. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολύ λίγα “τέρατα” στον κόσμο. Πολύ λίγοι άνθρωποι οι οποίοι είναι ανεπανόρθωτα κακοί».
- Το κακό ενυπάρχει στον καθένα από εμάς;
«Η προοπτική, η προοπτική τού να ενδώσεις στο κακό, υπάρχει! Δείτε τι συμβαίνει σε περιόδους πολέμου. Είσαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, δουλεύεις σε ένα κατάστημα και ξαφνικά σου δίνουν ένα όπλο και σου λένε να πας να σκοτώσεις έναν εντελώς άγνωστο άνθρωπο. Αν το έκανες σε περίοδο ειρήνης, θα σε χαρακτήριζαν ψυχοπαθή. Σε εποχή πολέμου, όμως, είσαι ήρωας. Αυτό που βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν φοβερές πράξεις αν τους παρέχει την άδεια το κράτος».
- Το γεγονός ότι γράφετε αστυνομική λογοτεχνία σάς έχει βοηθήσει να βρείτε μια διέξοδο στη δική σας «προοπτική»;
«Σίγουρα. Πιστεύω ότι οι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας θα μπορούσαν δυνητικά να είναι επικίνδυνοι άνθρωποι αν δεν έγραφαν. Είναι μια μορφή θεραπείας, μια μορφή εξορκισμού».
- Είναι ενδιαφέρον, πάντως, ότι έχετε δηλώσει πως τα βιβλία ωμής βίας γράφονται από γυναίκες, μια δήλωση που προκάλεσε αντιδράσεις.
«Τα λόγια μου παραποιήθηκαν ελαφρώς. Αυτό που ήθελα να πω ήταν ότι τα βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας που μπαίνουν στις λίστες των best sellers στη Βρετανία μπορείς να τα χωρίσεις σε δύο κατηγορίες. Αυτά που γράφονται από άνδρες και φτάνουν στο Top 10 συνήθως δεν είναι ιδιαίτερα βίαια. Αυτά που μπαίνουν στο Top 10 και είναι γραμμένα από γυναίκες περιλαμβάνουν συνήθως ωμή βία. Δεν ξέρω αν ισχύει ακόμη αυτό και ούτε ξέρω τι ακριβώς μας δείχνει αυτό το γεγονός. Μας αποκαλύπτει κάποια πράγματα για τη φύση του συγγραφέα ή για τη φύση του αναγνώστη; Δεν έχω ιδέα!».
- Ισως μας λέει ότι οι γυναίκες μαθαίνουν να καταπιέζουν τα βίαια συναισθήματα που έχουν, ενώ οι άνδρες επιτρέπεται να τα εκφράζουν με πολλούς τρόπους, οπότε, όταν βρίσκουν αυτήν τη δίοδο, αφήνονται περισσότερο;
«Δεν ξέρω, δεν είμαι γυναίκα και δεν μπορώ να το σχολιάσω. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι οι γυναίκες γίνονται πολύ καλές συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας επειδή τις ενδιαφέρει η ανθρώπινη κατάσταση, η ψυχή. Τις ενδιαφέρει πολύ τι παρακινεί τους ανθρώπους ώστε να κάνουν ό,τι κάνουν. Πολύ συχνά οι άνδρες συνάδελφοί τους ενδιαφέρονται περισσότερο για τη δράση. Οχι τόσο το γιατί κάποιος κάνει κάτι, αλλά το γεγονός ότι το κάνει. Γι’ αυτό οι άνδρες γράφουν θρίλερ. Δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες που γράφουν θρίλερ. Το θρίλερ είναι μια μηχανή που κινείται πολύ γρήγορα, μια μηχανή που κρατάει τον αναγνώστη σε έξαψη».
- Ποια η άποψή σας για τη λεγόμενη «λογοτεχνία των βαμπίρ»;
«Τα βιβλία με βρικόλακες ικανοποιούν μια τάση φυγής από την πραγματικότητα. Τα βαμπίρ είναι πολύ συμπαθή αυτές τις ημέρες. Υπάρχουν τα βιβλία της Στέφανι Μέγερ που δείχνουν ότι δεν είναι απαίσια όντα τα οποία πρέπει να εξοντωθούν. Πάντα μας γοητεύουν ο μύθος και οι θρύλοι. Πάντα επιστρέφουμε εκεί για να βρούμε κάτι που μας φοβίζει. Μας αρέσει το συναίσθημα του φόβου, γιατί μας κάνει να αισθανόμαστε ζωντανοί. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχει πάντα κάτι στον κόσμο για να μας προκαλεί τρόμο. Η απειλή του πυρηνικού πολέμου, ο φόβος ότι κάποιος μπορεί να εισβάλει στη χώρα μας, το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οταν νιώθεις ότι δεν απειλείσαι πια από κάτι, κάτι άλλο παίρνει τη θέση του. Η απειλή ότι η Αμερική και η Ρωσία θα κάνουν πόλεμο διαλύεται, αλλά ξαφνικά φοβόμαστε τη Βόρεια Κορέα ή το Ιράν ή ότι ο κόσμος θα λιώσει».
- Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
«Υποθέτω ότι, αν είσαι γονιός, φοβάσαι για το μέλλον. Είμαι 50 χρόνων, ποιος ξέρει πόσο θα ζήσω ακόμη; Τα παιδιά μου είναι 18 και 16 ετών αντίστοιχα. Πώς θα είναι ο κόσμος σε 20, 30 ή 40 χρόνια; Υποθέτω ότι γενικά πρόκειται για τον φόβο που προκαλεί το άγνωστο».
- Να μιλήσουμε λίγο για την επιτυχία σας. Πώς είναι αυτή αίσθηση, ιδίως όταν μένετε σε μια πόλη όπου, φαντάζομαι, όλοι γνωρίζουν ποιος είστε;
«Το Εδιμβούργο είναι λίγο σαν χωριό, όλοι γνωρίζουν τους πάντες. Αλλά οι άνθρωποι είναι αρκετά ντροπαλοί, την έχουν αυτήν την τάση οι Σκωτσέζοι, οπότε, μολονότι με αναγνωρίζουν, με αφήνουν στην ησυχία μου και δεν με προσεγγίζουν για να μου πιάσουν κουβέντα. Βέβαια, κανένας συγγραφέας στον κόσμο δεν είναι τόσο αναγνωρίσιμος όσο κάποιος που βγαίνει στην τηλεόραση. Αν καθόμουν σε μια παμπ στο Εδιμβούργο και ο Νταν Μπράουν καθόταν στην άλλη γωνία, δεν θα το έπαιρνα είδηση! Γιατί δεν ξέρω πώς είναι ο Νταν Μπράουν! Ενδεχομένως όμως να αναγνώριζα αυτόν που λέει τον καιρό στις απογευματινές ειδήσεις... Για φανταστείτε, ο Νταν Μπράουν και ο Τζον Γκρίσαμ να κάθονται με τη Στέφανι Μέγερ, να τους βλέπεις και να λες: “Α, δύο τύποι με μια γυναίκα”».
- Σας ενοχλεί καθόλου αυτό; Αισθάνεστε ότι είστε στη σκιά του ήρωά σας, του επιθεωρητή Ρέμπους;
«Α, ακόμη με ρωτάει ο κόσμος για τον Ρέμπους: “Πότε θα επιστρέψει;”. Τους λείπει. Τα καλά νέα για μένα είναι ότι το βιβλίο με τον Φοξ τα πήγε πολύ καλά, έφθασε στο Νο 1 στη Βρετανία. Οι αναγνώστες θέλουν μια καλή ιστορία. Μια καλή ιστορία που να έχω γράψει εγώ και όχι απαραίτητα με τον Ρέμπους. Και αφού μιλάμε για αυτόν, θα πω ότι δεν πιστεύω ότι έχει φύγει για πάντα. Την επόμενη χρονιά ή λίγο πιο μετά, νομίζω ότι θα υπάρξει χώρος για άλλο ένα βιβλίο με τον Ρέμπους».
- Τι λέτε, θα συμβεί κάτι στην ερωτική ζωή του; Πάντα ήταν «προβληματικός» σε αυτόν τον τομέα, όπως και ο Φοξ στη «Σκοτεινή πλευρά».
«Ναι... Νομίζω ότι είναι τεμπελιά από μέρους μου. Μου είναι πιο εύκολο να γράφω για χαρακτήρες που δεν έχουν οικογένεια να τους περιμένει στο σπίτι. Γιατί αυτό σημαίνει ότι μπορείς να εστιάσεις στην πλοκή. Ο ντετέκτιβ θα στρέφει όλη την προσοχή του στην υπόθεση. Δεν θα χρειάζεται να σκεφτεί: “Ω, πρέπει να πάω το παιδί στον οδοντίατρο“ ή “πρέπει να πάω σπίτι, θα με σκοτώσει η γυναίκα μου, έχει ετοιμάσει φαγητό”. Αν δεν δώσεις αυτές τις σχέσεις, δεν χρειάζεται να ανησυχείς για αυτές. Πιθανότατα γι’ αυτό το κάνω. Από την άλλη, είναι φοβερά δύσκολο να γράψεις και για το σεξ. Ρωτήστε όποιον συγγραφέα θέλετε. Πέφτεις σε κλισέ πολύ γρήγορα. Προσπαθήστε σήμερα το απόγευμα να γράψετε σε δέκα γραμμές μια ερωτική σκηνή. Θα το βρείτε πολύ δύσκολο».
- Τα βιβλία σας με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Ρέμπους ήταν μια ευκαιρία να περιγράψετε την κοινωνία και το έγκλημα στους κόλπους της. Το πρώτο κυκλοφόρησε το 1987. Από τότε έχετε παρατηρήσει αλλαγές στη φύση ή στην ένταση της εγκληματικής βίας;
«Είναι δύσκολο να πω αν η φύση της βίας έχει αλλάξει. Εχουμε περάσει ιστορικές περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων υπήρχε απρόβλεπτη βία στην κοινωνία. Με ανησυχεί όμως το γεγονός ότι τόσοι νέοι άνθρωποι παίρνουν μαζί τους ένα μαχαίρι όταν βγαίνουν το βράδυ – λένε ότι το θέλουν για προστασία. Τα εγκλήματα βίας πάντως μάλλον έχουν μειωθεί – σύμφωνα τουλάχιστον με τις στατιστικές. Ωστόσο είναι πολλοί οι εγκληματίες εκεί έξω. Αλλά να σας πω κάτι. Κυριολεκτικά απεχθάνομαι αυτούς οι οποίοι είχαν την επιλογή να μην παραβούν τον νόμο. Και μιλάω για άπληστους τραπεζίτες και επιχειρηματίες, οι οποίοι ξεγέλασαν τον κόσμο όταν θα μπορούσαν να μην το είχαν κάνει. Δεν έχουν ηθικούς φραγμούς. Τους λείπει η ανθρωπιά».
- Είναι αλήθεια ότι στραφήκατε στην αστυνομική λογοτεχνία για να μπορεί να σας διαβάζει και ο πατέρας σας;
«Ναι, είναι αλήθεια. Προέρχομαι από μια φτωχή οικογένεια της εργατικής τάξης, ήμουν το πρώτο μέλος της που πήγε στο πανεπιστήμιο. Οι γονείς μου δεν μπόρεσαν ποτέ να αγοράσουν δικό τους σπίτι ή ένα αυτοκίνητο, δούλευαν σε εργοστάσια και ναυπηγεία και δεν διάβαζαν πολλά βιβλία. Εμένα μου άρεσε να διαβάζω από μικρός και ήμουν καλός στα αγγλικά στο σχολείο, οπότε ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσω λογοτεχνία. Σταδιακά συνειδητοποίησα ότι τη λογοτεχνία που διάβαζα εγώ στο πανεπιστήμιο δεν τη διάβαζε κανένας άλλος. Δεν έβλεπες κόσμο στα λεωφορεία ή στο τρένο να διαβάζει τον “Οδυσσέα” του Τζόις ή τον Προυστ. Ο κόσμος διάβαζε λαϊκά αναγνώσματα. Ηθελα λοιπόν να γράψω βιβλία που θα πωλούνταν σε ποσότητες, προκειμένου να είμαι συγγραφέας πλήρους απασχόλησης και να μη με επιχορηγεί το κράτος. Ηταν σημαντικό για μένα. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στον πατέρα μου».
«Οι γονείς μου δεν ζούσαν με πίστωση. Αν ήθελαν να πάρουν μια τηλεόραση, έπρεπε πρώτα να μαζέψουν τα χρήματα. Δεν είχαν ποτέ πιστωτική κάρτα ή μπλοκ επιταγών. Κάθε εβδομάδα έβαζαν στην άκρη ένα ποσό για τις καλοκαιρινές διακοπές, ένα άλλο για τα χριστουγεννιάτικα δώρα. Επρεπε να είναι προσεκτικοί με τα χρήματα, γιατί δεν είχαν αρκετά. Δυστυχώς δεν έζησαν για να με δουν επιτυχημένο».
- Οι πωλήσεις έχουν το τίμημά τους; Σας αποδέχεται το λογοτεχνικό κατεστημένο;
«Νομίζω ότι έχω υπάρξει αρκετά τυχερός. Ορισμένοι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας παραπονούνται ότι δεν τους παίρνουν στα σοβαρά οι κριτικοί και οι ακαδημαϊκοί. Αυτό δεν συμβαίνει με τα βιβλία μου. Τα μελετούν σε πανεπιστήμια όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και στον Καναδά και αλλού. Εχουν γραφτεί διδακτορικά πάνω στα βιβλία μου. Μολονότι δεν κερδίζω λογοτεχνικά βραβεία, νομίζω ότι τα βιβλία μου αποσπούν καλές κριτικές. Νομίζω ότι η ποιότητα των συγγραφέων αυτού του είδους έχει βελτιωθεί. Το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν είναι πια ένα αίνιγμα που πρέπει να επιλύσεις. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα που μου αρέσουν διαδραματίζονται στον σύγχρονο κόσμο και στα προβλήματά του. Θέτουν στον αναγνώστη μεγάλα ηθικά ερωτήματα. Ασχέτως αν μπορούν να δώσουν ή όχι τις απαντήσεις».
- Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μεγαλύτερο ηθικό ζήτημα σήμερα, εν μέσω οικονομικής κρίσης;
«Αν ο καπιταλισμός είναι τελικά κάτι καλό ή όχι. Το ερώτημα έχει τεθεί σε πολλές χώρες αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό στη Βρετανία και μάλλον καθόλου στις ΗΠΑ. Γνωρίζω συγγραφείς στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Λατινική Αμερική οι οποίοι ουσιαστικά χρησιμοποίησαν το αστυνομικό μυθιστόρημα για να διερευνήσουν αυτό το ερώτημα».
- Ποιοι συγγραφείς είναι αυτοί;
«Στη Σουηδία, το ζευγάρι μαρξιστών Σγιαβέλ και Βαλέε, οι οποίοι τη δεκαετία του ’60 χρησιμοποίησαν το αστυνομικό μυθιστόρημα για να διερευνήσουν πολλές αλλαγές στη σουηδική κοινωνία. Στη Λατινική Αμερική, o Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο έκανε κάτι παρόμοιο με το Μεξικό. Είναι αρκετοί. Εχω γνωρίσει τους περισσότερους από αυτούς».
- Ποια είναι δική σας άποψη;
«Πιστεύω ότι ο καπιταλισμός έχει τα προβλήματά του, αλλά είναι το καλύτερο σύστημα που έχουμε αυτήν τη στιγμή. Αν εμφανιστεί κάποιος με ένα άλλο σύστημα, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει, εγώ θα ενθουσιαστώ. Τα άλλα συστήματα όμως δοκιμάστηκαν και δεν δούλεψαν. Εχει τα καλά του ο καπιταλισμός, απλώς πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με το ποιος έχει τη δύναμη να τον ελέγχει».
- Στη Βρετανία έχετε επιπλέον και τον θεσμό της μοναρχίας. Πιστεύετε ότι έχει κάποια χρησιμότητα σήμερα;
«Δεν νομίζω ότι είναι τόσο ξεπερασμένος θεσμός. Θεωρώ ότι κρατάει τους πολιτικούς συγκεντρωμένους. Εχουμε τη Βουλή των Κοινοτήτων, εκεί όπου εδρεύουν τα μέλη του κοινοβουλίου, και μετά έχουμε τη Βουλή των Λόρδων, οι οποίοι δεν έχουν εκλεγεί από τον λαό. Οι πολιτικοί γνωρίζουν ότι πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στο τι νόμους θα προωθήσουν, μια και θα πρέπει να εγκριθούν από τη Βουλή των Λόρδων. Υπάρχει μια εξισορροπητική τάση ανάμεσα στο κράτος και στη μοναρχία. Νομίζω ότι είναι χρήσιμο να ξέρουν οι πολιτικοί ότι κάποιος μπορεί να τους πει “όχι, αυτός δεν είναι καλός νόμος, δεν θα λειτουργήσει”. Η βασίλισσα μπορεί να το κάνει, αν θέλει. Δεν το έχει κάνει ποτέ, αλλά μπορεί να το κάνει. Επίσης η μοναρχία είναι καλή για τον τουρισμό. Λίγη μεγαλοπρέπεια και λίγη ιεροτελεστία είναι ωραίες μια στο τόσο. Χθες είδα μια πολύ ωραία ταινία. Λέγεται “Ο λόγος του βασιλιά” και ο πρωταγωνιστής της υποδύεται τον πατέρα της βασίλισσας. Πολύ ενδιαφέρουσα ταινία».
- Εχετε κάνει πολλά επαγγέλματα προτού καταλήξετε τελικά στη συγγραφή.
«Ναι, πολλές δουλειές για μικρό διάστημα. Δούλεψα σε φορολογικό γραφείο. Επειτα φρόντιζα γουρούνια! Ηταν για λίγους μήνες, στη Γαλλία. Η κοπέλα μου και εγώ δουλεύαμε σε έναν αμπελώνα κοντά στο Μπορντό. Δίπλα υπήρχε μια φάρμα και η δουλειά μας ήταν να προσέχουμε τα γουρούνια. Ηταν μόνο δύο... Εχω πολλές εμπειρίες. Δούλεψα ως δημοσιογράφος για λίγο και ως γραμματέας. Ηταν ο τρόπος να βγάζω χρήματα ώστε να μπορώ μετά να γράφω».
- Τώρα που δεν έχετε ανάγκη από χρήματα, μπορείτε να παραμείνετε απερίσπαστος;
«Μου ζητούν να γράφω κριτικές για εστιατόρια ή συναυλίες ή να κάνω συνεντεύξεις και ντοκυμαντέρ. Το πρόβλημα με το να είσαι ένας επιτυχημένος συγγραφέας είναι ότι τελικά σου μένει λίγος χρόνος για να γράφεις. Είσαι απασχολημένος με τις συνεντεύξεις, τις περιοδείες και ένα σωρό άλλα πράγματα».
- Ενας άλλος σπουδαίος συγγραφέας αστυνομικού μυθιστορήματος, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, είχε ως ήρωά του τον Φίλιπ Μάρλοου τον οποίο υποδύθηκε στο σινεμά ο Ρόμπερτ Μίτσαμ. Εσείς ποιον ηθοποιό θα θέλατε να δείτε ως Ρέμπους στον κινηματογράφο;
«Θεέ μου, δεν ξέρω. Στα βιβλία θα έχετε προσέξει ότι δεν περιγράφω τον Ρέμπους ή τον Φοξ, επειδή θέλω οι αναγνώστες να τους φαντάζονται όπως θέλουν. Είμαι μέσα στο κεφάλι των ηρώων μου και κοιτάζω προς τα έξω. Δεν ξέρω πώς είναι εξωτερικά. Δεν έχω ιδέα πώς είναι ο Ρέμπους ή ο Φοξ. Η “Σκοτεινή πλευρά” θα γίνει σίριαλ στην τηλεόραση αλλά δεν ξέρω ποιος θα τον υποδυθεί».
- Και ο Σον Κόνερι είναι πια μεγάλος για τον ρόλο.
«Ναι, ο Σον είναι μεγάλος για τον ρόλο. Τον συνάντησα κάποτε και μου είπε ότι αν ήταν 20 χρόνια νεότερος, θα έσπευδε να παίξει τον Ρέμπους στην τηλεόραση».
- Ερχεστε συχνά στην Ελλάδα;
«Ναι, έρχομαι κάθε χρόνο στην Ελλάδα, στην Κεφαλλονιά. Εχουν σπίτι εκεί κάτι φίλοι μας, κοντά στο Φισκάρδο. Ο γιος μου αγαπά πολύ τους αρχαίους έλληνες και τους κλασικούς. Βασικά, είμαι περικυκλωμένος από ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την Αρχαία Ελλάδα και τον πολιτισμό της».
- Θα πρέπει όμως να έχετε διαμορφώσει άποψη και για τη σύγχρονη, έπειτα από τόσα ταξίδια.
«Ναι, βέβαια. Η Ελλάδα είχε και αυτή τις χρηματοοικονομικές συμφορές της. Εχω την αίσθηση όμως ότι υπάρχει μια φιλοσοφία ή, μάλλον, μια κουλτούρα που υπαγορεύει: “Πλήρωσε όσο πιο λίγους φόρους μπορείς”. Και ίσως θα έπρεπε να αλλάξει αυτό επειδή, για να επιβιώσει η Ελλάδα οικονομικά, ο κόσμος θα πρέπει να πληρώσει αυτά που χρωστάει στην κυβέρνηση. Οι Ελληνες που γνωρίζω το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό. Ελπίζω να μη χρεοκοπήσει η Ελλάδα, γιατί υπάρχουν καλά νέα. Εχει φίλους στην Ευρωπαϊκή Ενωση».
- Για να δούμε. Εδώ η απαισιοδοξία είναι διάχυτη.
«Αυτό σας κάνει λίγο σαν τους Σκωτσέζους. Είμαστε και εμείς απαισιόδοξοι».
- Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 536, σελ. 20-24, 23/01/2011.
No comments:
Post a Comment