- Η χρονολόγηση των πραγματειών «Περί ύψους» και «Περί ερμηνείας» αποτελούν χρόνιο άλυτο πρόβλημα
- Του Δανιηλ Ι. Ιακωβ*Η Καθημερινή, Tετάρτη, 23 Mαρτίου 2011
- Δημήτριος, «Περί ερμηνείας», Εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχόλια Ν. Καλοσπύρος, Αθήνα, εκδ. Δαίδαλος - Ι. Ζαχαρόπουλος 2010, σ. 374.
Ενα από τα περιώνυμα παιχνίδια της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας και η χρονολόγηση δύο σημαντικών πραγματειών για τη λογοτεχνική κριτική, των κειμένων του Περί ύψους και του Περί ερμηνείας, αποτελούν χρόνιο και μάλλον άλυτο πρόβλημα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι τοποθετούνται, με ποικίλες χρονολογικές διαβαθμίσεις, στην ευρυχωρία της ελληνιστικής περιόδου και έχουν αποδοθεί, με ελάχιστη πιθανότητα, στον Λογγίνο και στον Δημήτριο τον Φαληρέα αντίστοιχα. Από αυτές τις πραγματείες η πρώτη αναφέρεται αποκλειστικά στο υψηλό ύφος και η δεύτερη στη διάκριση τεσσάρων υφικών τύπων. Αφετηρία του σχετικού προβληματισμού υπήρξε, ασφαλώς, η αριστοτελική Ρητορική. Επιπλέον, το γεγονός ότι αρκετές απόψεις του Περί ερμηνείας έχουν περιπατητική προέλευση, διευκόλυνε την απόδοσή του στον Δημήτριο τον Φαληρέα. Τα διαθέσιμα στοιχεία, πάντως, δεν επαρκούν για μια αδιαμφισβήτητη χρονολόγηση.
Κατά τον Δημήτριο, όπως προαναφέρθηκε, οι υφικοί χαρακτήρες είναι τέσσερις: ο ισχνός, ο μεγαλοπρεπής (δηλαδή ο υψηλός), ο γλαφυρός και ο δεινός. Είναι προφανές ότι οι δύο πρώτοι τύποι αλληλοαποκλείονται, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να συγκροτήσουν διαφόρους συνδυασμούς. Ο Δημήτριος γνωρίζει και εκμεταλλεύεται την ψυχολογία του αναγνώστη. Για παράδειγμα, παραγγέλλει κάθε περίοδος να διαθέτει το κατάλληλο μήκος, ώστε ο αναγνώστης να μη λησμονήσει την αρχή της, όταν θα έχει φτάσει στο τέλος της. Εντοπίζει τον προσφορότερο αρκτικό και καταληκτικό ρυθμό μιας περιόδου. Αναγνωρίζει ότι η επιδίωξη της απόλυτης ενάργειας και η αποφυγή της τραχύτητας στην επιλογή των λέξεων δεν έχουν πάντοτε ευεργετικό υφολογικό αποτέλεσμα.
Αντίθετα, μια λελογισμένη χρήση τους θεωρείται περισσότερο ενδεδειγμένη. Με εντυπωσιακό τρόπο μνημονεύει άφθονα παραθέματα από μεγάλους συγγραφείς (π. χ. από τον Θουκυδίδη και τον Πλάτωνα) και δείχνει με πρακτικό τρόπο ότι μια διαφορετική επαναδιατύπωσή τους οδηγεί σε πενιχρό ή αδιάφορο υφολογικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται ότι το νόημα μιας πρότασης καθαυτό ενδέχεται να είναι σημαντικό, αλλά, για να το προσλάβει θετικά ο αναγνώστης, απαιτείται η κατάλληλη γλωσσική επένδυση, που εξαρτάται από ποικίλες παραμέτρους, μερικές από τις οποίες ήδη επισημάνθηκαν ενδεικτικά παραπάνω. Στη συνέχεια ο συγγραφέας συζητά τα σχήματα λόγου και φαινόμενα όπως η χασμωδία, τα οποία επηρεάζουν αποφασιστικά τη μουσικότητα μιας πρότασης. Στην περίπτωση της χασμωδίας ειδικότερα κάνει λόγο για σύγκρουσιν φωνηέντων, ενώ ο Καβάφης σε σχετικό πεζό του αναφέρεται σε «συνάντησιν φωνηέντων». Σημαντική είναι η ενότητα για τη μεταφορά και την παρομοίωση, γιατί με αυτόν τον τρόπο συχνά αποδίδουμε κάτι πιο εύστοχα παρά με την κυριολεξία.
Η μετάφραση είναι, σε γενικές γραμμές, ικανοποιητική, ιδιαίτερα αν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι πρόκειται για μια δύστροπη τεχνογραφική πραγματεία, δεν θα μπορούσε όμως να παραβληθεί με την αριστοτεχνική μετάφραση ενός κειμένου ανάλογης δυσκολίας, του Περί ύψους, την οποία φιλοτέχνησε ο καθηγητής Μ. Ζ. Κοπιδάκης (Ηράκλειο 1990), καθιστώντας την αναπόφευκτο μέτρο σύγκρισης στον τομέα παρόμοιων κειμένων. Ο λόγος είναι ότι συχνά παρατηρείται εναλλαγή λόγιων και δημοτικών λέξεων, με αποτέλεσμα να παραβλάπτεται η υφολογική ομοιογένεια της απόδοσης. Μερικές επιλογές πρέπει να αναθεωρηθούν, όπως η χρήση της λέξης «φιοριτούρα» και του επιθέτου «ανέμφατος» ή της δυσνόητης συμπλοκής «ατρεμής ήχος». Αλλά και η αμετάφραστη λέξη διάλυσις πρέπει να αποδοθεί ως ασύνδετο.
Γενικότερα, η πυκνή χρήση ειδικών υφολογικών όρων αποτελεί πρόβλημα σε παρόμοια τεχνικά κείμενα, και η νεοελληνική τους απόδοση είναι κεφαλαιώδους σημασίας, γιατί οι όροι αυτοί υιοθετούνται και αναπαράγονται σε επόμενες μελέτες. Η εισαγωγή είναι κατατοπιστική και συζητά, με βάση την πλούσια και πολύγλωσση σχετική βιβλιογραφία, θέματα όπως η πατρότητα και η χρονολόγηση της πραγματείας, το περιεχόμενό της κατά ενότητες, οι πηγές της, η σχέση με άλλα συγγράμματα αυτού του τύπου (π. χ. με τα τεχνοκριτικά έργα του Διονυσίου του Αλικαρνασσέα), η χειρόγραφη παράδοση και οι διάφορες γραφές ή οι προταθείσες διορθώσεις του κειμένου, και, τέλος, οι έντυπες εκδόσεις από την εφεύρεση της τυπογραφίας και εξής. Τα σχόλια, βασισμένα κυρίως στην πρόσφατη έκδοση του Chiron, είναι χρήσιμα και φωτίζουν σημεία του κειμένου που απαιτούν περαιτέρω διασάφηση.
Το Περί ερμηνείας ανήκει στα κείμενα που δεν έχουν γνωρίσει πολλές μεταφράσεις ή σχολιασμένες εκδόσεις στη χώρα μας, επειδή δεν εντάσσεται συχνά στο πανεπιστημιακό διδακτικό πρόγραμμα ή στα ερευνητικά ζητούμενα των Ελλήνων μελετητών. Από την άποψη αυτή η προσπάθεια του επιμελητή της παρούσας έκδοσης πρέπει να αποτιμηθεί θετικά ως πρώτη συστηματική προσέγγιση αυτού του έργου, η οποία μακάρι να έχει συνέχεια. Αλλά και ο εκδοτικός οίκος «Δαίδαλος - Ι. Ζαχαρόπουλος» αξίζει τις ευχαριστίες μας, γιατί σε μικρόψυχους και δίσεχτους καιρούς επιμένει με πείσμα σε βιβλία αρχαιογνωστικού ενδιαφέροντος.
* Ο κ. Δανιήλ Ι. Ιακώβ είναι καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ.
No comments:
Post a Comment