- Tου Βασιλη Πατσογιαννη, Η Καθημερινή, 06-03-11
- JACQUES BONNET
Bιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα
μετ: Βάνα Χατζάκη
εκδ. Αγρα
Τα βιβλία μπορούν να εμπνεύσουν βαθιά λατρεία και μεγάλα πάθη. Κι αυτό χάρη, κυρίως, στην ανάγνωση, μιαν εγκεφαλική δεξιότητα που, αφότου επινοήθηκε η γραφή, αποτελεί ανθρωπολογική σταθερά με απροσμέτρητες δυνατότητες αξιοποίησης. Από την άλλη, η εποχή μας, όπου προεξαγγέλλεται ακατάπαυστα η έλευση του «ηλεκτρονικού» βιβλίου, μπορεί να διεγείρει, ως αντίδραση, αβυσσαλέους φετιχισμούς για το τυπωμένο και το «δεμένο» χαρτί, για το σπάνιο και το παλαιό.
Οπως κάθε παμφάγος φιλαναγνώστης και σκληροπυρηνικός βιβλιομανής, ο συγγραφέας του βιβλίου, Ζακ Μποννέ, πήρε την απόφαση ότι η πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση που αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η βιβλιοθήκη του. Και, όπως κάθε γνήσια εμμονόληπτος, εξομολογείται τις υπερβολές της βιβλιομανίας του, απευθύνοντάς μας ένα υπόρρητο αίτημα συνενοχής και αποδοχής.
Το βιβλίο του είναι γεμάτο με ιστορίες για ακούραστους συλλέκτες, για βιβλιομανείς που πόθησαν όσο τίποτε το βιβλίο που τους έλειπε, για άλλους που δεν ανέχτηκαν να έχουν ούτε ένα παραπάνω απ’ όσα πίστευαν ότι πρέπει να έχει μια ιδανική βιβλιοθήκη, ή για κάποιους που βρήκαν τον θάνατο, όταν τους καταπλάκωσε η βιβλιοθήκη τους. Μιλάει για βιβλιοθήκες που χάθηκαν, που βομβαρδίστηκαν, που κάηκαν, που ξεπουλήθηκαν· φαντασιώνεται ότι θα μπορούσε να ταφεί μαζί με τα βιβλία του, όπως σε κάποιες κοινωνίες κάποιοι θάβονταν μαζί με τα υπάρχοντα και τους υπηρέτες τους. Οι περιπέτειές του στην αναζήτηση του τάδε ή του δείνα βιβλίου, η διάψευσή του όταν έχασε κάποιο άλλο, ή τα λεφτά που ξόδεψε για να συμπληρώσει κάποια συλλογή του, μας αφορούν, γιατί η συγκρότηση μιας βιβλιοθήκης παρουσιάζεται σαν ένα διακύβευμα ζωής, σαν μια μαθητεία πάνω στην αναζήτηση αυτού που μας λείπει, πάνω στην απόκτησή του και στον ίλιγγο της κατοχής του.
Καθώς ο συγγραφέας καταρτίζει τη βιβλιοθήκη του, συγκροτεί τη συνείδησή του για τον κόσμο, τον εαυτό και τη ζωή του. Με την παρακινδυνευμένη επιλογή της βιβλιομανίας του αποξενώνεται από την «πραγματική» ζωή, για να συναντηθεί με τη λαβυρινθώδη απειρία της ανθρώπινης εμπειρίας που εκπροσωπεί η βιβλιοθήκη.
Εκεί μέσα θα ανακαλύψει τον χρόνο ως παράγοντα της ανάγνωσης, την ανάγνωση ως δείκτη του γίγνεσθαι: διαβάζοντας την «Αννα Καρένινα» για δεύτερη φορά, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι πλέον ο ίδιος αναγνώστης, ότι το βιβλίο δεν μένει αμετάβλητο, όπως ο ποταμός του φιλοσόφου. Κι όταν αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην ταξινόμηση της βιβλιοθήκης του, νιώθουμε ότι κάτι βαθύτερο υπάρχει πίσω: όσο αυστηρά και να πασχίζουμε να ταξινομήσουμε τη βιβλιοθήκη μας, θα καταφεύγουμε, τελικά, προκειμένου να βρούμε το βιβλίο που θέλουμε, στη διαίσθηση, στην ανακλαστική συνήθεια, σε μια ιδιωτική παρασημαντική, την ίδια που μας χρειάζεται για να συντονιζόμαστε πρακτικά με τη μικροκαθημερινότητά μας.
- Θωπεία και στοργή
Οπως όλες οι άλλες «-μανίες», έτσι και η βιβλιομανία εκφράζει μια θωπεία και στοργή για το ίδιο τον εσώτερο εαυτό μας, είναι ένας ναρκισσισμός με κοινωνικό πρόσωπο, ένα δίχτυ ασφαλείας απέναντι στην πραγματικότητα. Εχουμε μιαν αίσθηση ελέγχου και κυριαρχίας απέναντι στον εξωτερικό κόσμο, την ιστορία και την ανθρωπότητα μέσα από το μετερίζι της βιβλιοθήκης μας.
Ωστόσο, καθώς αυτή στέκει μέσα στον οικείο μας χώρο, ογκώδης και δεσποτική, όσο μικρή κι αν είναι, μας θυμίζει την άγνοιά μας και το βραχύ του ατομικού βίου απέναντι στην ανθρώπινη μνήμη. Και σαν ένα επιτακτικό υπερεγώ απαιτεί, κάθε που περνάμε μπροστά της, την ανακουφιστική, τελικά, ομολογία ότι δεν έχουμε διαβάσει ούτε τα μισά από τα βιβλία της, ότι δεν θα προλάβουμε να διαβάσουμε ούτε τα μισά των μισών.
No comments:
Post a Comment