Το απολωλός πρόβατο
- Νίκος Θέμελης
- Η συμφωνία των ονείρων
- εκδόσεις Μεταίχμιο, σ. 312, ευρώ 18,88
- Από την Μ. Θεοδοσοπούλου, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 19 Μαρτίου 2011
Το καινούργιο βιβλίο του Νίκου Θέμελη είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, με τέσσερις ιστορίες, που εντάσσονται σε ένα ενιαίο πλαίσιο, καθώς οι ήρωές τους αποτελούν μέλη της ίδιας οικογένειας. Σημαντικότερες, όμως, από τα πρόσωπα αποβαίνουν οι χρονικές περίοδοι, στις οποίες εκτείνεται η δράση, αφού οι πράξεις και οι συμπεριφορές των ηρώων είναι τυπικές των εκάστοτε συγκυριών. Η πρώτη ιστορία εστιάζει στο τελευταίο δίμηνο του 1947, φτάνοντας μέχρι τη μάχη της Κόνιτσας, που ξεκίνησε ανήμερα Χριστούγεννα, με παλαιότερες και μεταγενέστερες αναφορές, από τον Νοέμβριο του 1943 μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1949, δηλαδή δύο μέρες μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Οι δύο επόμενες ιστορίες εξελίσσονται παράλληλα, αρχίζοντας στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 και καταλήγοντας στη διετία 1964-65, όταν τίθεται σε εφαρμογή η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που έμεινε συνώνυμη της δωρεάν παιδείας. Η τελευταία ιστορία διαδραματίζεται το φθινόπωρο του 1990.
Στο βιβλίο, οι τέσσερις ιστορίες παρατίθενται ως αριθμημένα κεφάλαια, χωρίς τίτλους. Οπως αποκαλύπτει, όμως, ο συγγραφέας σε συνέντευξή του, πρώτη έγραψε την τελευταία ιστορία, Αύγουστο 2008. Την προόριζε για αυτοτελή δημοσίευση και την τιτλοφόρησε «Δεν πάει άλλο». Συγκρατήσαμε την εξομολόγησή του, γιατί ήταν η τρίτη φορά, το φετινό φθινόπωρο, που αυτή η φράση επανερχόταν ως κεντρική ιδέα μιας ιστορίας. Την συναντήσαμε άρρητα μεν, αλλά ως κεντρικό μοτίβο στο πρόσφατο αστυνομικό του Πέτρου Μάρκαρη και ρητά εκπεφρασμένη στην πρόσφατη νουβέλα του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Με αυτήν τη φράση, οι συγγραφείς δείχνουν ότι συμμερίζονται το αίσθημα αδικίας που έχει καταλάβει τελευταία τους συμπολίτες τους από τη γενικότερη κατάσταση της χώρας. Εκδηλώνουν την αγανάκτησή τους από «την ανήμπορη ή ελλειμματική Δικαιοσύνη», όπως διατυπώνεται στην ιστορία του Θέμελη. Αυτό που ο μέσος Ελληνας σκέπτεται ενδομύχως ή και συζητάει στις συναναστροφές του, οι ήρωες των βιβλίων τους τολμούν και το μετατρέπουν σε πράξεις αυτοδικίας. Βεβαίως, περιγράφονται ως άτομα που ξεφεύγουν από το πλαίσιο του συνηθισμένου. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η αγανάκτηση του συγγραφέα μπορεί μεν να αποτελεί κινητήρια δύναμη, αλλά τον αναγκάζει κατά το στήσιμο του μυθιστορήματος να καταφεύγει σε προκρούστειες λύσεις, ενώ οι ήρωες, ως δίαυλοι των ιδεολογικών διλημμάτων του, χάνουν μέρος της αυθυπαρξίας τους.
Ενα κοινό σημείο, στο αστυνομικό του Μάρκαρη και την ιστορία του Θέμελη, στην οποία δίνει χροιά αστυνομικού, είναι ότι τις πράξεις αυτοδικίας δεν τις διαπράττει κάποιος αδικηθείς από τα θύματα αλλά ένας τρίτος, που στάθηκε θύμα κοινωνικής αδικίας. Συγκεκριμένα, η ηρωίδα του Θέμελη, μια σαραντάρα ανύπαντρη γυμνάστρια, εμπλέκεται στον φόνο ενός εμπόρου ναρκωτικών, όχι, λ.χ., γιατί έχει αδελφό νεκρό από υπερβολική δόση, αλλά γιατί κουβαλά την αδικία, που είχε γίνει την περίοδο της Κατοχής στον πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε. Η αιτιολογία ότι οι θάνατοι δύο μαθητών της από ναρκωτικά «την έφτασαν στα όρια των αντοχών της», δείχνει ελάχιστα πειστική. Η ιστορία, πάντως, του πατέρα της ξεδιπλώνεται στις τρεις προηγούμενες ιστορίες του μυθιστορήματος.
Και σε αυτό το μυθιστόρημα του Θέμελη τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει η οικογένεια, που κρατάει και πάλι από την Ηπειρο. Οχι, όμως, από τα Ζαγοροχώρια, όπως στο πρώτο μυθιστόρημα, αλλά από το Ανήλιαστο, ένα από τα χωριά του Μετσόβου, «κοντά τέσσερις ώρες απόσταση» με το μουλάρι από τα Γιάννινα, όπου κατοικεί η οικογένεια. Ακριβέστερα, από το Ανήλιαστο είναι η μητέρα της οικογένειας, ενώ ο πατέρας κατάγεται από την Κόνιτσα. Μόνο που σε αυτό το μυθιστόρημα φαίνεται ότι του τελείωσαν του συγγραφέα οι θεληματικοί και γεμάτοι δημιουργικές ικανότητες άνδρες, αφού επάνδρωσαν επαξίως έξι μυθιστορήματα.
Ηλθε, επιτέλους, ο καιρός για τις γυναίκες, που, μάλιστα, αποβαίνουν πολύ πιο ενδιαφέρουσες, καθώς δεν πλάθονται στο δεσμευτικό πρότυπο του καλού και του ηθικού ήρωα. Επικεφαλής της οικογένειας δεν βρίσκεται ο πάτερ φαμίλιας, που πέθανε νωρίς, αλλά η 54χρονη χήρα του, η γιαγιά Μαριάνθη, που κυβερνά το ίδιο αποτελεσματικά, αν όχι και καλύτερα, την οικογένεια. Στο ξεκίνημα της πρώτης ιστορίας, η εν λόγω οικογένεια αποτελείται από δύο γιους, δύο κόρες, τη νύφη από τον πρωτότοκο, δύο γαμπρούς και τρία εγγόνια.
Οι οικογένειες της μεγαλύτερης κόρης και του πρωτότοκου γιου πρωταγωνιστούν στη δεύτερη και την τρίτη ιστορία αντιστοίχως. Το μαύρο, όμως, πρόβατο της οικογένειας, κυρίαρχο αλλά σκιώδες και στις τέσσερις ιστορίες, είναι ο δεύτερος γιος, που βγήκε αριστερός σε μια φαμίλια υπερήφανη για την εθνικοφροσύνη της. Τόσο εθνικόφρων εμφανίζεται η γιαγιά Μαριάνθη, που να θεωρεί μίασμα τον γαμπρό της, το 1952, μόνο και μόνο γιατί φημολογείται ότι θα ψηφίσει Πλαστήρα. Αντάρτης ο δευτερότοκος το 1943, που τον συλλαμβάνουν οι Γερμανοί, εν συνεχεία μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο, καταλήγει πολιτικός πρόσφυγας στις ανατολικές χώρες. Πρόκειται για τον πατέρα της ηρωίδας της τελευταίας ιστορίας, η οποία, γεννημένη στο βουνό, είναι το μικρότερο εγγόνι της οικογένειας.
Γιοι, γαμπροί και εγγόνια αποτελούν χαρακτηριστικούς τύπους, με προβλέψιμη συμπεριφορά. Από μιας αρχής, χωρίζονται στους καλούς, με τάση προς την εξιδανίκευση και τους κακούς, που ρέπουν προς ρεμάλια. Χάρη στα δύο αδέλφια αναπαράγεται, για ακόμη μια φορά, το γνωστό δίπολο: εθνικόφρων και αντάρτης. Ο,τι στην πραγματικότητα αποτέλεσε την εξαίρεση, στα μυθιστορήματα, χάριν του συμβολικού του φορτίου, συνιστά τον κανόνα. Ο κακός είναι ο εθνικόφρων, που αποκαλύπτεται όχι μόνο δωσίλογος αλλά και καταδότης του αδελφού του. Και για να συμπληρωθεί το σύνηθες τρίπτυχο, που χαρακτηρίζει ένα τέρας, όπως συμβαίνει και στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα, επιχειρεί να γίνει και αιμομίκτης με την κόρη του. Σε αντίθεση με τις γυναίκες, που δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές και, βεβαίως, η συμπεριφορά τους καθόλου προβλέψιμη. Πρόκειται για ισχυρές ιδιοσυγκρασίες, των οποίων ο χαρακτήρας διαμορφώνεται μέσα στις ιστορίες στις οποίες πρωτοστατούν.
Στυλοβάτης του μυθιστορήματος είναι η γιαγιά Μαριάνθη, γεννημένη το 1893, απόφοιτος Παρθεναγωγείου, κέρβερος στα 50 της και «απέθαντη» στα 97 της. Πρόκληση για τα ήθη του '50 συνιστά η πρωτότοκη κόρη, που διεκδικεί κάπως πρώιμα τη σεξουαλική της απελευθέρωση. Ευάλωτη παρουσιάζεται η μεγαλύτερη εγγονή, που δεν πήρε μόνο το όνομα από τη γιαγιά, αλλά και την πίστη της στα όνειρα. Χαρακτήρες όπως αυτή, κατά κανόνα, ατυχούν στη ζωή τους. Ο συγγραφέας, όμως, φροντίζει το μυθιστόρημά του να έχει χάπι εντ, τουλάχιστον όσον αφορά τα εγγόνια της οικογένειας.
Ο Θέμελης παίρνει ρίσκο, δίνοντας δεσπόζουσα θέση στα όνειρα, καθώς η αφήγησή τους απαιτεί ιδιαίτερη δεξιότητα. Οχι, βεβαίως, τα όνειρα του ξύπνιου, τα οποία συμπεριέλαβε για να βολέψει τον κόσμο των ανδρών, αλλά τα ενύπνια των γυναικών. Δεν τα κατάφερε, πάντως, και άσχημα. Τα όνειρα της γιαγιάς και της εγγονής είναι υποβλητικά ως συλλήψεις, ωστόσο χρειάζονταν επιπλέον γλωσσικό πλάσιμο. Οσο για τον τίτλο, είναι ένας όμορφος τίτλος, αλλά ελάχιστα αντιπροσωπευτικός του βιβλίου. Το συμφωνία ονείρων μόνον ως ειρωνικό επιμύθιο ταιριάζει. Υπάρχει, ωστόσο, αντιστοιχία ανάμεσα στο πρώτο και το τελευταίο όνειρο του μυθιστορήματος, που προσλαμβάνουν προφητική διάσταση. Ο συμβολισμός τους προοιωνίζεται το κακό που θα βρει τους δύο επαναστάτες ήρωες: τον δευτερότοκο αντάρτη και τον ιερέα σύζυγο της δευτερότοκης, που, γαλουχημένος με Αριστοτέλη και Παπαδιαμάντη, κάνει την προσωπική του επανάσταση.
Ο Θέμελης είχε την τύχη να σαρώσει τα βραβεία νωρίς. Το 2000, με το δεύτερο μυθιστόρημά του «Η ανατροπή». Σε αυτό συνέτειναν εξωλογοτεχνικοί λόγοι, κυρίως η μεγάλη αναγνωρισιμότητα που απολάμβανε τότε. Ως συγγραφέας, όμως, δεν έμεινε στάσιμος, παρότι επιμένει στις αφηγηματικές παραχωρήσεις προς ένα ευρύ κοινό. Ο χώρος, στον οποίο η ευρυμάθεια και η αφηγηματική του άνεση δίνουν τα καλύτερα αποτελέσματα, είναι το μυθιστόρημα εποχής, με αρτιότερο το «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας». Με το πρόσφατο δείχνει ότι μπορεί να ξεφύγει από τους στερεότυπους χαρακτήρες. Επίσης, ότι μπορεί να στήσει σκηνές δράσης, όπως, για παράδειγμα, η μάχη της Ζίτσας στην πρώτη ιστορία. Εδώ, ο Θέμελης ακριβολογεί ως προς τα ιστορικά συμβάντα, ενώ στην αφήγηση ακολουθεί γοργή, σχεδόν ασθμαίνουσα, ροή. Ωστόσο, το σκηνογραφικό πλαίσιο της μάχης που μαίνεται, δεν είναι παρά το φόντο μιας τραγικής σκηνής με υπερχειλίζουσα δραματικότητα. Εχουμε, δηλαδή, την εντύπωση ότι ο αδόκητος συναισθηματικός φόρτος πλεονάζει κατά τη στιγμή της κορύφωσης και λειτουργεί μάλλον υπονομευτικά.
Συνοψίζοντας, πρόκειται για ένα βιβλίο με αρετές, που δεν έτυχε αντίστοιχης υποδοχής. Σε αυτό ίσως να συνέβαλε η απομάκρυνση του συγγραφέα από το πολιτικό προσκήνιο. *
No comments:
Post a Comment