- Του Σπυρου Γιανναρα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 13 Mαρτίου 2011
Μια νέα ανάγνωση του κορυφαίου ποιητικού έργου του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, των «Ελεγειών του Ντουίνο», αποπειράται η ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Τοπάλη. Η νέα μετάφραση -η οποία, όπως επισημαίνει, είναι πάντοτε μια εντατική μορφή ανάγνωσης- πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη στις αρχές Απριλίου. Η μεταφραστική προσπάθεια, που ξεκίνησε το 2003 και δημοσιεύθηκε σε μια πρώτη -διερευνητική αντιδράσεων- μορφή στο περιοδικό «Ποίηση», χρειάστηκε κάτι λιγότερο από μια δεκαετία για να ολοκληρωθεί. Περίπου, δηλαδή, τον χρόνο που χρειάστηκε ο Τσέχος ποιητής που άλλαξε τη γερμανική επηρεάζοντας βαθύτατα σύνολη την ευρωπαϊκή ποίηση, για να ολοκληρώσει το πιο απαιτητικό, ίσως, έργο του.
«Οι Ελεγείες του Ντουίνο αποτέλεσαν, μαζί με τα Σονέτα στον Ορφέα τον πιο ώριμο καρπό του έργου του. Ο Ρίλκε συνειδητά και βασανιστικά περίμενε και επιδίωξε την ωρίμανσή του για δέκα ολόκληρα χρόνια. Θα έλεγε κανείς, και το είπαν ή το υπαινίχθηκαν πολλοί, αλλά και ο ίδιος στις πολυάριθμες επιστολές του, ότι όλη του η ζωή έτεινε προς τον σκοπό της ολοκλήρωσης αυτού του έργου. Μετά από αυτό, δεν έγραψε πλέον κάτι εξίσου σημαντικό και, λίγο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1926, πέθανε από λευχαιμία, σε ηλικία πενήντα ενός μόλις ετών», σημειώνει η μεταφράστρια στο επίμετρό της έκδοσης.
Η ερμηνευτική προσέγγιση της Τοπάλη προκύπτει από τη συνεχή επαλήθευση μέσω της πλούσιας σχολιασμένης έκδοσης των πηγών (Materialien) και τη σχολιασμένη έκδοση των Ελεγειών, των διαισθήσεων που γεννάει η «εντατική ανάγνωση». Αυτό που επαληθεύει και εν τέλει υποστηρίζει τόσο στις εμβριθείς σημειώσεις, όσο και κυρίως στο πλούσιο επίμετρο, είναι η μοναδικότητα ενός ποιητή, ο οποίος περισσεύει από κάθε προκρούστεια λογοτεχνική κλίνη, τόσο των προκατόχων του, της ρομαντικής σχολής όπως ο Χαίλντερλιν ή ο Νοβάλις, όσο και εκείνης του μοντερνισμού, με τους εκφραστές της οποίας όπως ο Ελιοτ ή ο Πάουντ τον συνδέουν επίσης δεσμοί συγγένειας.
«Ο Ρίλκε είναι θεϊκός, αλλά όχι νεφελώδης», τονίζει εμφατικά η Τοπάλη. «Ετσι ο Ρίλκε, τελειοποιώντας τη μορφή της γερμανόφωνης ποίησης, ολοκλήρωσε την παράδοση και την παρέδωσε στον Τσέλαν, έχοντας ταυτόχρονα εισαγάγει νεωτερικά στοιχεία που συνέβαλαν καθοριστικά στην ανανέωσή της. Είναι χαρακτηριστική η άποψη του Μούζιλ πως ο Ρίλκε «τελειοποίησε για πρώτη φορά το γερμανικό ποίημα». Ο Τσβάιχ κάνει λόγο για «άπειρο τέντωμα της γλώσσας που χρειάστηκε να υπερβεί τα όριά της και να καμφθεί ώς τις απύθμενες αβύσσους της», και τοποθετεί τον Ρίλκε -χάρη στις Ελεγείες- στο ίδιο επίπεδο ποιητικού μεγαλείου με τους Χαίλντερλιν και Νοβάλις», αναφέρει ενδεικτικά στο επίμετρο.
«Το έργο του διακρίνεται για τη μεγάλη συνέπεια, αλλά και τη μεγάλη του σαφήνεια. Με αυτόν τον γνώμονα, χωρίς να θέλω να αφήσω κανένα σκοτεινό ή νεφελώδες σημείο να αιωρείται, δούλεψα τη μετάφραση μέχρι το τέλος», προσθέτει. Η προσωπικότητα και ο ταραγμένος βίος του Ρίλκε (με αποκορύφωμα, ίσως, την ταραγμένη δεκαετία των «Ελεγειών») προσφέρουν πλούσιο υλικό για τη σκιαγράφηση του σχηματικού πορτρέτου του ρομαντικού καταραμένου ποιητή: «Ηταν, λοιπόν, ένας απροσάρμοστος, αλαφροΐσκιωτος μυστικιστής, αλλόκοτος, ακατανόητος για τον πολύ κόσμο; Σήμερα υπάρχουν πλήθος πηγές και τεκμήρια για να αντικρούσουν αυτή την προσέγγιση της ριλκεϊκής προσωπικότητας, που δεν υπήρξε, βέβαια, άμοιρη συνεπειών για την πρόσληψη του έργου του, και ειδικά των Ελεγειών».
Το δεύτερο σημείο στο οποίο επιμένει η εργασία της Τοπάλη αφορά την πρόσληψη του ποιητικού έργου και συγκεκριμένα των «Ελεγειών» του Ρίλκε στην Ευρώπη και εν συνεχεία στην Ελλάδα: «Ο Ρίλκε, μέχρι τη δεκαετία του '50, διαβάζεται στην Ελλάδα αποσπασματικά· προσλαμβάνεται, αντίστοιχα, με τρόπο μάλλον παραμορφωτικό και, πάντως, εξαιρετικά περιοριστικό ως προς το εύρος και την εμβέλεια του μείζονος έργου του».
Και πιο κάτω: «Ο Καραντώνης κάνει τρεις αναφορές στον Ρίλκε, συσχετίζοντάς τον, αντίστοιχα, με τέσσερις ελληνικές ποιητικές φωνές: τους Γ. Σαραντάρη, Α. Δικταίο, Ζ. Καρέλλη και Μελισσάνθη. Στο τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους, αφιερωμένο στους ποιητές που, κατά τον Καραντώνη, «κλείνουν» τον κύκλο αυτών που δίδαξαν τη μοντέρνα ποίηση, στους οποίους συγκαταλέγει τον Γ. Σαραντάρη, ο συγγραφέας τού αποδίδει «στιγμές υποστασιακού και μαζί ιδεαλιστικού λυρισμού, όπως εκείνες του Σέλλεϋ, του Σολωμού, του Ρίλκε» - «όμως ελληνικότατα φωτισμένες»», όπως βιάζεται να προσθέσει, στο πνεύμα της γενιάς του '30, «διατυπωμένες με μιαν απλότητα και μιαν αμεσότητα που πάντα ήταν το άσφαλτο γνώρισμα της γνήσιας ποίησης, όποια μορφή κ' αν υποδύεται».
Στις «Ελεγείες του Ντουίνο» ο Ρίλκε πραγματοποιεί έναν ελιγμό εσωτερίκευσης των δύο αντιθέτων που συνιστούν ένα όλον, δηλαδή της ζωής και του θανάτου, «μετακινώντας» το ποιητικό έργο στο μεταίχμιο ορατού και αοράτου, δηλαδή εντός της επικράτειας της αιωνιότητας στην οποία μετέχουν τα πάντα: «Μόνον εντός μας μπορεί να συντελεστεί αυτή η εσώτατη και διαρκής μεταβολή του ορατού σε αόρατο, μη εξαρτώμενο πλέον από την ύπαρξή του ως ορατού και απτού, έτσι όπως κι η ίδια η μοίρα μας γίνεται εντός μας ολοένα και περισσότερο υπαρκτή και αθέατη ταυτόχρονα.
Οι Ελεγείες θέτουν έναν τέτοιο κανόνα του υπάρχειν: διασφαλίζουν, πανηγυρίζουν τούτη τη συνείδηση. Την τοποθετούν προσεκτικά στο πλαίσιο των δικών της παραδόσεων διεκδικώντας υπέρ της όσα από αρχαιοτάτων χρόνων παραδόθηκαν από γενιά σε γενιά ή και φήμες τέτοιων παραδόσεων, ακόμη δε και στην αιγυπτιακή λατρεία των νεκρών υποβάλλουν μια προϋπάρχουσα γνώση τέτοιων συσχετίσεων», αναφέρει ο Ρίλκε στην επιστολή του προς τον Βίτολντ Χούλεβιτς, η οποία αποτελεί το μοναδικό δικό του σχόλιο στις «Ελεγείες». Απόσπασμα από τις «Ελεγείες».
«Εραστές που χορταίνετε ο ένας τον άλλο, εσάς θα ρωτήσω να μάθω
για μας. Αδράχνετε ο ένας τον άλλον, μα έχετε απόδειξη; Δείτε,
συμβαίνει καμιά φορά το ένα μου χέρι να νιώσει το άλλο
ή κουρασμένο να γείρει εντός τους το πρόσωπο. Αυτό μου δίνει λιγάκι
συναίσθηση. Μα ποιος θα τολμούσε σ' αυτό να αρκεστεί
για να υπάρξει;»
Δεύτερη Ελεγεία, στιχ. 42-44
No comments:
Post a Comment