Του Ανδρεα Παναγοπουλου*, Η Καθημερινή, Tρίτη, 4 Nοεμβρίου 2008
Nicole Loraux: «H τραγωδία της Αθήνας. (H πολιτική μεταξύ σκιάς και ουτοπίας)». Μετάφραση Κατερίνας Αλεξοπούλου και Σπύρου Γεωργακόπουλου, Εκδόσεις «Πατάκη», Αθήνα 2007, σελ. 322.
Σε αυτό το μεταθανάτιο (Εκδόσεις «Du Seuil», 2005) εκδιδόμενο έργο της Νικόλ Λορό (έφυγε, σχετικά νέα, σε ηλικία 60 ετών, 1943-2003), βλέπουμε την εικόνα, που είχε η κορυφαία αρχαία πόλη-κράτος, η Αθήνα, για τον εαυτό της, αναλύοντας ειδικότερα τους λόγους που σχετίζονται με την εμφύλια διαμάχη, την «στάσιν». Μένω εισαγωγικώς στο «κείμενο του εκδότη» (blurb), από τα πιο μεστά που έχω δει τα τελευταία χρόνια: «Αντλώντας μεθόδους και έννοιες από τον χώρο της ψυχανάλυσης, στοχάζεται, παράλληλα, πάνω στη διαφορά των αρχαίων κοινωνιών σε σχέση με τις σημερινές δημοκρατίες, όπου η ομοφωνία δυσχεραίνεται, ενώ οι διαφορές απόψεων και συμφερόντων φαίνονται να ενισχύονται».
Το βιβλίο αποτελείται από 9 κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο απαρτίζεται από δύο έως έξι θέματα. Το πρώτο κεφάλαιο, με τέσσερα θέματα, έχει τον τίτλο «Back to the Greeks; Χρονικό μιας μακρινής αποστολής σε μια γνωστή χώρα». Πρόκειται για τολμηρή ανθρωπολογική θεώρηση της εταιρότητας των Ελλήνων της ακμής με βάση τις επιλογές τους. Το δεύτερο, με τον απροσδόκητο τίτλο «Κέρκυρα 427 - Παρίσι 1871: Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε δύο χρόνους» απαρτίζεται από 6 θέματα.
Ο Θουκυδίδης
Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με τον «Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και την ανθρωπολογική αναπαράσταση του ανεστραμμένου κόσμου», το τέταρτο με τον «Θουκυδίδη και την εξέγερση μέσα στις λέξεις» – η μετάλλαξη της ειωθυίας αξιώσεως των ονομάτων. Το πέμπτο, ως οιονεί γλωσσολογικό και μάλιστα ετυμολογικό ιντερμέδιο, αντιμετωπίζει τον «Κρατύλο στη δοκιμασία της στάσεως» – το βραχύτερο κεφάλαιο με δύο μόνο συναφή θέματα.
Ο Σόλωνας
Το έκτο κεφάλαιο, το εκτενέστερο μαζί με το δεύτερο με έξι θέματα και δυσκολότερο όλων, έχει τίτλο: «Η ελληνική πόλη σκέφτεται το ένα και το δύο» (όχι «το ένα και το άλλο»). Στο έβδομο η Λορό κάνει μια αναγκαία ιστορική αναδρομή στον «Σόλωνα στο μέσον του στίβου», ενν. των αντιμαχομένων κοινωνικών τάξεων, το όγδοο, αντιστικτικά, κάνει ένα άλμα στη σύγχρονή μας εποχή: «Ο Santo Mazzarino, η στάσις και η επανάσταση». Το έργο κλείνει με το ακροτελεύτιο ένατο κεφάλαιο με θέμα «Επαινος του αναχρονισμού στην ιστορία – ίσως το πιο ενδιαφέρον, τουλάχιστον για όσους έχουν την τάση της συγκριτολογίας και των αναχρονιστικών αναφορών. Τα τέσσερα θέματα του κεφαλαίου είναι όλα συναρπαστικά: α) «Από το αρχαίο στο αναχρονικό», β) «Μια ελεγχόμενη πρακτική του αναχρονισμού», γ) «Ελληνικά (sic) προβλήματα της σημερινής δημοκρατίας» και (δ) «Για μια ιστορία του επαναλαμβανομένου» (όπως θα ήταν ορθότερο αντί του επαναλαμβανόμενου, αφού η μετοχή έχει ουσιαστικοποιηθεί).
Δείγμα γραφής από το τελευταίο θέμα του τελευταίου κεφαλαίου: «Γιατί να εγκωμιάσει κάποιος τον αναχρονισμό όταν είναι ιστορικός; Για να καλέσει ίσως τους ιστορικούς να ακούσουν τον δικό μας χρόνο των αβεβαιοτήτων προσέχοντας καθετί που ξεπερνά τον χρόνο της ταξινομημένης αφήγησης: αυτά που συνεπαίρνουν, αλλά και τις νησίδες ακινησίας, που αρνούνται μεν τον χρόνο μέσα στην ιστορία, αλλά και κάνουν τον χρόνο της ιστορίας».
Αν το βιβλίο μοιάζει κάπως αμέθοδο, αυτό οφείλεται στο ότι δεν αποτελεί μονογραφία, αλλά σύνθεση συναφών άρθρων, δημοσιευμένων σε διάφορα ερευνητικά περιοδικά και αφιερώματα. Ο μυστηριώδης, εκ πρώτης όψεως, τίτλος, οφείλεται στον χαρακτηρισμό του έργου του Θουκυδίδη ως του τέταρτου τραγικού και ο ακόμη μυστηριωδέστερος υπότιτλος στην εντύπωση που έκανε στη συγγραφέα η ανάγνωση ενός βιβλίου για την ουτοπία του Miguel Abensour.
Τέλος, μένω συμπληρωματικά – εισαγωγικά σε δικό της συγκλονιστικό παράθεμα (ο εν γνώσει του άμεσα μελλοθάνατος ποτέ δεν ψεύδεται, τουλάχιστον όχι συνειδητά): «Ηρθε όμως μια μέρα που κάποιοι από εμάς επιθύμησαν, προκειμένου να μιλήσουν για το μακρινό ελληνικό παρελθόν, να απλώσουν ρίζες στο παρόν και να μιλήσουν μια –πιο– ζωντανή γλώσσα. Χωρίς αμφιβολία, αυτοί είχαν ξυπνήσει από το όνειρο του μέλλοντος! Τουλάχιστον φοβήθηκαν ότι το σύνθημα «Back to the Greeks» σήμαινε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. ΄Η απλά αναρωτήθηκαν πώς γίνεται, αν όντως έχουμε τόσο λίγα κοινά με τους Ελληνες, να είμαστε τόσο σίγουροι ότι τους καταλαβαίνουμε χωρίς κανέναν ενδιάμεσο, καμιά μεσολάβηση, και μάλιστα με τις ίδιες τους τις λέξεις. Εχοντας έτσι, συνέλθει από τη μέθη τους, όχι όμως χωρίς σπαραγμό, διατύπωσαν την υπόθεση, πολύ καιρό αργότερα, ότι αυτοί οι Ελληνες, που τους συντρόφευαν για πολλές μέρες, μήνες και χρόνια, όφειλαν να τους μιλήσουν επίσης εδώ και τώρα, όχι τόσο ως γνήσια άλλοι (κρατημένοι σε απόσταση από σεβασμό και ίσως –ποιος ξέρει; – από ένα είδος προφύλαξης), αλλά ως άλλοι οικείοι μας, διαφορετικοί βέβαια, αλλά και αναμεμειγμένοι με εμάς, και μάλιστα παρόντες μέσα μας, πολύ κοντινοί μας σε κάθε περίπτωση».
Έλλειψη ευρετηρίου
Καλό το βιβλίο και όλα τα συστατικά του. Κραυγαλέα η έλλειψη βιβλιογραφίας και ευρετηρίων. Η αρχαιογνωσία δεν είναι μυθιστόρημα.
Οφείλεται τιμή και ευγνωμοσύνη στις τρεις διαπρεπείς Γαλλίδες κυρίες, σύγχρονές μας ελληνίστριες, Ζακλίν ντε Ρομιγί, Νικόλ Λορό και Κλοντ Μοσέ, που μαζί με τους ισάξιους άρρενες συναδέλφους τους της Σχολής των Παρισίων Ζαν - Πιερ Βερνάν, Πιερ Βιντάλ - Νακέ, Λουί Ζερνέ, Μαρσέλ Ντετιέν κ. ά., κράτησαν πρωταγωνιστικά, αναμμένη τη δάδα της ελληνικής αρχαιογνωσίας.
- * Ο Ανδρέας Παναγόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας.
No comments:
Post a Comment