Της ΒΙΚΗΣ ΤΣΙΩΡΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/11/2008
«Στο Μεξικό δεν υπάρχει τραγωδία: όλα παίρνουν τη μορφή τηλεταινίας». Με αυτή τη φράση προλογίστηκε, στην παρουσίασή του από τους Ισπανούς εκδότες, το νέο μυθιστόρημα «la Voluntad y la Fortuna», του κορυφαίου Λατινοαμερικανού συγγραφέα Κάρλος Φουέντες. Το νέο έργο συνέπιπτε με τα 50 χρόνια από την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος -από τα περίπου τριάντα που έχει γράψει-, «La region mas transparente», ενός από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα του Μεξικανού συγγραφέα, αλλά και με τα 80ά γενέθλια του Φουέντες που γεννήθηκε στον Παναμά στις 11 Νοεμβρίου του 1928. Γενέθλια που γιορτάστηκαν στην πατρίδα του σαν εθνική γιορτή, αλλά και στην Ισπανία με ιδιαίτερη επισημότητα.
ΚΑΡΛΟΣ ΦΟΥΕΝΤΕΣ |
Το «la Voluntad y la Fortuna», γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο, σύμφωνα με τους κριτικούς σημαδεύει το πριν και το μετά της μεξικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα και εγκωμιάζεται από συγγραφείς όπως ο Χούλιο Κορτάσαρ, ο Αλβάρο Μούτις και ο Σέρχιο Πιτόλ.
Ο μικρός Φουέντες, γιος διπλωμάτη καριέρας, πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του στο εξωτερικό ακολουθώντας τον πατέρα του σε διάφορες χώρες. Ομως τα καλοκαίρια επέστρεφε στον τόπο του όπου τον φρόντιζαν οι δύο γιαγιάδες του, από τις οποίες έμαθε όλα όσα δεν θα μάθαινε ποτέ για τη χώρα και τους συγγενείς του, χωρίς αυτές. Από αυτές έμαθε επίσης να διηγείται ιστορίες και κυρίως τις ιστορίες του τόπου του, του Μεξικού, η κατάσταση του οποίου τον απασχολεί συνεχώς.
«Οταν ήμουν είκοσι χρόνων», είπε πρόσφατα στην εφημερίδα «Ελ Παΐς», «είχα εμπιστοσύνη στο μέλλον της χώρας. Δεν υπήρχε δημοκρατία, αλλά υπήρχε ανάπτυξη. Ανάπτυξη χωρίς δημοκρατία ήταν η φόρμουλα για τις κυβερνήσεις της επανάστασης που τελικά διαμόρφωσαν το PRI, αλλά κατασκεύαζαν δρόμους, σχολεία και η ζωή ήταν ασφαλής. Τότε μπορούσες να κυκλοφορήσεις άνετα στις δύο το πρωί σε κακόφημες γειτονιές χωρίς πρόβλημα. Σήμερα δεν μπορείς να βγεις ούτε μέχρι τη γωνία του σπιτιού σου. Συνέβη μια δημογραφική έκρηξη στη χώρα. Οταν γεννήθηκα η Πόλη του Μεξικού είχε ένα εκατομμύριο κατοίκους και η χώρα είκοσι. Σήμερα είκοσι εκατομμύρια έχει η πρωτεύουσα και η χώρα πλησιάζει τα 100 εκατομμύρια. Υπήρξαν οικονομικές κρίσεις, φτώχεια, προλεταριάτο, γκάνγκστερ που ανέθρεψε το εμπόριο ναρκωτικών. Ετσι, σήμερα η ζωή είναι πολύ πιο δύσκολη, πολύ πιο επικίνδυνη. Γίνονται δολοφονίες, απαγωγές... Ο κόσμος έχει απαυδήσει και ζητεί ασφάλεια. Κάτι που είναι εξίσου επικίνδυνο γιατί ορισμένες φορές την ασφάλεια την προσφέρει ένα αυταρχικό καθεστώς, μια δικτατορία. Ασφάλεια και δημοκρατία πρέπει να είναι η μεγάλη πρόκληση για το Μεξικό, το οποίο δεν μπορώ να δω αισιόδοξα όπως στις δεκαετίες του '40 και του '50».
Μέσα σε αυτόν τον ιστορικό ιστό ο Φουέντες, στο τελευταίο του μυθιστόρημα, πλέκει -παρά την άποψη των Ισπανών εκδοτών του- μια τραγική ιστορία με πολλά στοιχεία ελληνικής τραγωδίας.
Στην εισαγωγή του βιβλίου, μια ασώματη κεφαλή, ξεβρασμένη από τον ωκεανό σε μια ακτή του Ειρηνικού, αφηγείται την ιστορία της και κατ' επέκταση την ιστορία του Μεξικού. Ολα όσα ο Φουέντες παρατηρεί να συμβαίνουν στη χώρα του: ίντριγκες, δολοπλοκίες, μηχανορραφίες για την απόκτηση με κάθε τρόπο της εξουσίας τα τελευταία χρόνια. Στο ερώτημα «Τι είναι εξουσία;», η απάντηση που δίνεται από τον συγγραφέα είναι: «Η ματιά της τίγρης που σε κάνει να χαμηλώνεις τα μάτια και να αισθάνεσαι τρόμο και ταπείνωση».
«Κοιτώ χωρίς να βλέπω. Φοβάμαι μήπως με δουν. Δεν είμαι αυτό που θα λέγαμε "ευχάριστο" θέαμα. Είμαι η κομμένη κεφαλή αριθμός 1.000 αυτή τη χρονιά, στο Μεξικό. Είμαι ένας από τους πενήντα αποκεφαλισθέντες της εβδομάδας, ο έβδομος της σημερινής ημέρας και ο μοναδικός των τελευταίων τριών ωρών και ενός τετάρτου», λέει ο ένας από τα δύο βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, όπως μεταφράζουμε πρόχειρα από την εισαγωγή αυτού του έργου, η οποία ολοκληρώνεται με την παρουσίαση κάποιων προσωπικών στοιχείων του ομιλούντος:
«Αυτή είναι η κεφαλή του Josue·, γιου άγνωστων γονιών, σε αναζήτηση του ζωντανού σώματός του, αυτού που υπήρξε εν ζωή, αυτού που παλλόταν νύχτα και μέρα, αυτού που όλα τα πρωινά ξυπνούσε με έναν απραγματοποίητο στόχο ζωής από την εικόνα της πρώτης αντανάκλασης της ημέρας. Εγώ, ο Josue, που η μοναδική μου έννοια αυτή τη στιγμή είναι να μη δαγκώσω τη γλώσσα μου. Γιατί παρ' όλο που το κεφάλι κόβεται, η γλώσσα προσπαθεί να μιλήσει, απελευθερωμένη επιτέλους, και το μόνο που καταφέρνει είναι να δαγκωθεί, να δαγκωθεί όπως δαγκώνουμε ένα λουκάνικο ή ένα χάμπουργκερ. Σάρκα είμαστε και στη σάρκα επιστρέφουμε. Ετσι λέγεται; Ετσι βλέπεται; Τα ακίνητα μάτια μου αναζητούν τον κόσμο. Ημουν σώμα. Είχα σώμα. Θα γίνω ψυχή;».
Ο Josue μαζί με τον φίλο του Jericό θυμούνται τα χρόνια της παιδικής και εφηβικής τους ηλικίας στην Πόλη του Μεξικού και τους όρκους που είχαν δώσει να ξεφύγουν από την γκρίζα μάζα των απλών ανθρώπων και να ξεχωρίσουν από αυτούς με κάθε τρόπο. Αλλωστε, το άλλο θέμα του μυθιστορήματος είναι αυτή η σχέση των δύο νεαρών που παραπέμπει στον μύθο του Κάιν και του Αβελ.
Οσο η κεφαλή πλέει στην θάλασσα, ο Josue αφηγείται την ιστορία μιας χώρας που βυθίζεται στη βία από όπου δεν φαίνεται να βγαίνει ποτέ. Μέσα από αυτούς τους δύο ήρωες, ο συγγραφέας δείχνει «μερικές φορές μέσα από το μισοσκόταδο όλες τις δυνάμεις που δρουν στη σημερινή κοινωνία» και το κάνει χωρίς περιστροφές, το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει με πολλά άλλα πρόσωπα που εμφανίζονται στο έργο. Ενα έργο γεμάτο εκπλήξεις, σαν το κουτί της Πανδώρας, τα μυστικά του οποίου και τα χτυπήματα κάτω από τη μέση ξεσπούν σε κύματα, όπως και οι διαστροφές των ανθρώπων. Η αφήγηση εξελίσσεται με ένα ρυθμό ιλιγγιώδη, ενισχυμένο με μια καθαρή γλώσσα που ζυγίζει κάθε λέξη με στόχο να περιγράψει το σημερινό Μεξικό. Προδοσίες, συνωμοσίες, χαμένα όνειρα, έρωτες και μίση συνυπάρχουν στο έργο του Φουέντες, στο οποίο ο συγγραφέας αντικατοπτρίζει μια χώρα που «θα μπορούσε να ήταν μια εκδοχή της αρχαίας Ελλάδας, γραμμένη από τον Μακιαβέλι». *
Ο μικρός Φουέντες, γιος διπλωμάτη καριέρας, πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του στο εξωτερικό ακολουθώντας τον πατέρα του σε διάφορες χώρες. Ομως τα καλοκαίρια επέστρεφε στον τόπο του όπου τον φρόντιζαν οι δύο γιαγιάδες του, από τις οποίες έμαθε όλα όσα δεν θα μάθαινε ποτέ για τη χώρα και τους συγγενείς του, χωρίς αυτές. Από αυτές έμαθε επίσης να διηγείται ιστορίες και κυρίως τις ιστορίες του τόπου του, του Μεξικού, η κατάσταση του οποίου τον απασχολεί συνεχώς.
«Οταν ήμουν είκοσι χρόνων», είπε πρόσφατα στην εφημερίδα «Ελ Παΐς», «είχα εμπιστοσύνη στο μέλλον της χώρας. Δεν υπήρχε δημοκρατία, αλλά υπήρχε ανάπτυξη. Ανάπτυξη χωρίς δημοκρατία ήταν η φόρμουλα για τις κυβερνήσεις της επανάστασης που τελικά διαμόρφωσαν το PRI, αλλά κατασκεύαζαν δρόμους, σχολεία και η ζωή ήταν ασφαλής. Τότε μπορούσες να κυκλοφορήσεις άνετα στις δύο το πρωί σε κακόφημες γειτονιές χωρίς πρόβλημα. Σήμερα δεν μπορείς να βγεις ούτε μέχρι τη γωνία του σπιτιού σου. Συνέβη μια δημογραφική έκρηξη στη χώρα. Οταν γεννήθηκα η Πόλη του Μεξικού είχε ένα εκατομμύριο κατοίκους και η χώρα είκοσι. Σήμερα είκοσι εκατομμύρια έχει η πρωτεύουσα και η χώρα πλησιάζει τα 100 εκατομμύρια. Υπήρξαν οικονομικές κρίσεις, φτώχεια, προλεταριάτο, γκάνγκστερ που ανέθρεψε το εμπόριο ναρκωτικών. Ετσι, σήμερα η ζωή είναι πολύ πιο δύσκολη, πολύ πιο επικίνδυνη. Γίνονται δολοφονίες, απαγωγές... Ο κόσμος έχει απαυδήσει και ζητεί ασφάλεια. Κάτι που είναι εξίσου επικίνδυνο γιατί ορισμένες φορές την ασφάλεια την προσφέρει ένα αυταρχικό καθεστώς, μια δικτατορία. Ασφάλεια και δημοκρατία πρέπει να είναι η μεγάλη πρόκληση για το Μεξικό, το οποίο δεν μπορώ να δω αισιόδοξα όπως στις δεκαετίες του '40 και του '50».
Μέσα σε αυτόν τον ιστορικό ιστό ο Φουέντες, στο τελευταίο του μυθιστόρημα, πλέκει -παρά την άποψη των Ισπανών εκδοτών του- μια τραγική ιστορία με πολλά στοιχεία ελληνικής τραγωδίας.
Στην εισαγωγή του βιβλίου, μια ασώματη κεφαλή, ξεβρασμένη από τον ωκεανό σε μια ακτή του Ειρηνικού, αφηγείται την ιστορία της και κατ' επέκταση την ιστορία του Μεξικού. Ολα όσα ο Φουέντες παρατηρεί να συμβαίνουν στη χώρα του: ίντριγκες, δολοπλοκίες, μηχανορραφίες για την απόκτηση με κάθε τρόπο της εξουσίας τα τελευταία χρόνια. Στο ερώτημα «Τι είναι εξουσία;», η απάντηση που δίνεται από τον συγγραφέα είναι: «Η ματιά της τίγρης που σε κάνει να χαμηλώνεις τα μάτια και να αισθάνεσαι τρόμο και ταπείνωση».
«Κοιτώ χωρίς να βλέπω. Φοβάμαι μήπως με δουν. Δεν είμαι αυτό που θα λέγαμε "ευχάριστο" θέαμα. Είμαι η κομμένη κεφαλή αριθμός 1.000 αυτή τη χρονιά, στο Μεξικό. Είμαι ένας από τους πενήντα αποκεφαλισθέντες της εβδομάδας, ο έβδομος της σημερινής ημέρας και ο μοναδικός των τελευταίων τριών ωρών και ενός τετάρτου», λέει ο ένας από τα δύο βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, όπως μεταφράζουμε πρόχειρα από την εισαγωγή αυτού του έργου, η οποία ολοκληρώνεται με την παρουσίαση κάποιων προσωπικών στοιχείων του ομιλούντος:
«Αυτή είναι η κεφαλή του Josue·, γιου άγνωστων γονιών, σε αναζήτηση του ζωντανού σώματός του, αυτού που υπήρξε εν ζωή, αυτού που παλλόταν νύχτα και μέρα, αυτού που όλα τα πρωινά ξυπνούσε με έναν απραγματοποίητο στόχο ζωής από την εικόνα της πρώτης αντανάκλασης της ημέρας. Εγώ, ο Josue, που η μοναδική μου έννοια αυτή τη στιγμή είναι να μη δαγκώσω τη γλώσσα μου. Γιατί παρ' όλο που το κεφάλι κόβεται, η γλώσσα προσπαθεί να μιλήσει, απελευθερωμένη επιτέλους, και το μόνο που καταφέρνει είναι να δαγκωθεί, να δαγκωθεί όπως δαγκώνουμε ένα λουκάνικο ή ένα χάμπουργκερ. Σάρκα είμαστε και στη σάρκα επιστρέφουμε. Ετσι λέγεται; Ετσι βλέπεται; Τα ακίνητα μάτια μου αναζητούν τον κόσμο. Ημουν σώμα. Είχα σώμα. Θα γίνω ψυχή;».
Ο Josue μαζί με τον φίλο του Jericό θυμούνται τα χρόνια της παιδικής και εφηβικής τους ηλικίας στην Πόλη του Μεξικού και τους όρκους που είχαν δώσει να ξεφύγουν από την γκρίζα μάζα των απλών ανθρώπων και να ξεχωρίσουν από αυτούς με κάθε τρόπο. Αλλωστε, το άλλο θέμα του μυθιστορήματος είναι αυτή η σχέση των δύο νεαρών που παραπέμπει στον μύθο του Κάιν και του Αβελ.
Οσο η κεφαλή πλέει στην θάλασσα, ο Josue αφηγείται την ιστορία μιας χώρας που βυθίζεται στη βία από όπου δεν φαίνεται να βγαίνει ποτέ. Μέσα από αυτούς τους δύο ήρωες, ο συγγραφέας δείχνει «μερικές φορές μέσα από το μισοσκόταδο όλες τις δυνάμεις που δρουν στη σημερινή κοινωνία» και το κάνει χωρίς περιστροφές, το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει με πολλά άλλα πρόσωπα που εμφανίζονται στο έργο. Ενα έργο γεμάτο εκπλήξεις, σαν το κουτί της Πανδώρας, τα μυστικά του οποίου και τα χτυπήματα κάτω από τη μέση ξεσπούν σε κύματα, όπως και οι διαστροφές των ανθρώπων. Η αφήγηση εξελίσσεται με ένα ρυθμό ιλιγγιώδη, ενισχυμένο με μια καθαρή γλώσσα που ζυγίζει κάθε λέξη με στόχο να περιγράψει το σημερινό Μεξικό. Προδοσίες, συνωμοσίες, χαμένα όνειρα, έρωτες και μίση συνυπάρχουν στο έργο του Φουέντες, στο οποίο ο συγγραφέας αντικατοπτρίζει μια χώρα που «θα μπορούσε να ήταν μια εκδοχή της αρχαίας Ελλάδας, γραμμένη από τον Μακιαβέλι». *
Ο Φουέντες για τα βιβλία του
Για τα βιβλία του, μεταξύ αυτών το πρώτο «La regiόn mas transparente» και την «Αύρα», γράφει ο ίδιος στην επίσημη ιστοσελίδα του:
«Από τότε που διάβασα τη "Celestina" (μεσαιωνικό θεατρικό έργο του Φερνάρντο Ρόχας του 16ου αιώνα), με γοήτευσε η ιδέα της πόλης ως τόπου ελευθερίας, τόπου φανταστικού αλλά και αληθινού, του οποίου η κίνηση οφείλεται στο χρήμα, στο πάθος, στη βιαιότητα και στη φαντασία. Δεν μπορείς απλώς να πεις: Κοιτάτε, αυτή είναι η Πόλη του Μεξικού. Είναι μια τεράστια, αρχοντική, προλετάρια, σύγχρονη πόλη, με προϊσπανικά ίχνη. Μια πόλη που με ενδιέφερε και η γλώσσα της, η πόλη ως τόπος όπου τα πράγματα μπορούν να ειπωθούν με πάνω από έναν τρόπο, όπου η ποίηση είναι ένα υβρίδιο πολλαπλών στρωμάτων με αλλεπάλληλες γλώσσες διαφορετικών τάξεων και ατόμων τα οποία χρειάζονται έναν καλό δάσκαλο για να τις καταλάβεις. Ολες οι χάρτινες πόλεις τον διαθέτουν. Οι τρεις νέοι του "Σατυρικού", ο Fagyn του Ντίκενς, ο Βοτρέν του Μπαλζάκ... Ο δικός μου ονομάζεται Ixca Cojuelo». «Η "Αύρα" είναι ένα μυθιστόρημα πάνω στη ζωή και τον θάνατο. "Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρους", ένα μυθιστόρημα πάνω στον θάνατο και τη ζωή. "Η Αύρα" είναι ένα εμβληματικό διήγημα του χρόνου και της επιθυμίας: όχι μόνο της πιθανότητας να ποθήσεις κάτι, αλλά να το αποκτήσεις και να ανακαλύψεις πως δεν υπάρχει αθώα επιθυμία. Δεν υπάρχει ούτε για τον Αρτέμιο Κρους, ο οποίος στις δώδεκα ώρες αγωνίας του είχε την ευκαιρία με τα τρία πρόσωπά του και τους τρεις χρόνους του να ξαναδημιουργήσει όχι μόνο μια προσωπική βιογραφία, όχι μόνο μια ιστορία του μετα-επαναστατικού Μεξικού, αλλά πάνω από όλα να ζήσει το δίλημμα της ελευθερίας: ποιον δρόμο να επιλέξω τώρα, ποια απόφαση να πάρω σήμερα. Η "Αύρα" και "Ο Θάνατος του Αρτέμιου Κρους" ενώνονται με τη χρήση τού "εσύ" ως άποψη οικεία και συγχρόνως ξένη -δηλαδή ποιητική- που επιτρέπει στα πρόσωπα να κινούνται με μεγάλη ευκολία σε όλους τους χρόνους, ακόμη και πέρα από τον θάνατο, σε αυτή την αίσθηση ελευθερίας την οποία ο Montaigne την αποδίδει στον θάνατο».
«Από τότε που διάβασα τη "Celestina" (μεσαιωνικό θεατρικό έργο του Φερνάρντο Ρόχας του 16ου αιώνα), με γοήτευσε η ιδέα της πόλης ως τόπου ελευθερίας, τόπου φανταστικού αλλά και αληθινού, του οποίου η κίνηση οφείλεται στο χρήμα, στο πάθος, στη βιαιότητα και στη φαντασία. Δεν μπορείς απλώς να πεις: Κοιτάτε, αυτή είναι η Πόλη του Μεξικού. Είναι μια τεράστια, αρχοντική, προλετάρια, σύγχρονη πόλη, με προϊσπανικά ίχνη. Μια πόλη που με ενδιέφερε και η γλώσσα της, η πόλη ως τόπος όπου τα πράγματα μπορούν να ειπωθούν με πάνω από έναν τρόπο, όπου η ποίηση είναι ένα υβρίδιο πολλαπλών στρωμάτων με αλλεπάλληλες γλώσσες διαφορετικών τάξεων και ατόμων τα οποία χρειάζονται έναν καλό δάσκαλο για να τις καταλάβεις. Ολες οι χάρτινες πόλεις τον διαθέτουν. Οι τρεις νέοι του "Σατυρικού", ο Fagyn του Ντίκενς, ο Βοτρέν του Μπαλζάκ... Ο δικός μου ονομάζεται Ixca Cojuelo». «Η "Αύρα" είναι ένα μυθιστόρημα πάνω στη ζωή και τον θάνατο. "Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρους", ένα μυθιστόρημα πάνω στον θάνατο και τη ζωή. "Η Αύρα" είναι ένα εμβληματικό διήγημα του χρόνου και της επιθυμίας: όχι μόνο της πιθανότητας να ποθήσεις κάτι, αλλά να το αποκτήσεις και να ανακαλύψεις πως δεν υπάρχει αθώα επιθυμία. Δεν υπάρχει ούτε για τον Αρτέμιο Κρους, ο οποίος στις δώδεκα ώρες αγωνίας του είχε την ευκαιρία με τα τρία πρόσωπά του και τους τρεις χρόνους του να ξαναδημιουργήσει όχι μόνο μια προσωπική βιογραφία, όχι μόνο μια ιστορία του μετα-επαναστατικού Μεξικού, αλλά πάνω από όλα να ζήσει το δίλημμα της ελευθερίας: ποιον δρόμο να επιλέξω τώρα, ποια απόφαση να πάρω σήμερα. Η "Αύρα" και "Ο Θάνατος του Αρτέμιου Κρους" ενώνονται με τη χρήση τού "εσύ" ως άποψη οικεία και συγχρόνως ξένη -δηλαδή ποιητική- που επιτρέπει στα πρόσωπα να κινούνται με μεγάλη ευκολία σε όλους τους χρόνους, ακόμη και πέρα από τον θάνατο, σε αυτή την αίσθηση ελευθερίας την οποία ο Montaigne την αποδίδει στον θάνατο».
No comments:
Post a Comment