Sunday, November 23, 2008

Μνημόσυνες σημειώσεις για τον Σταύρο Βαβούρη

Tου Αλέξη ΖΗΡΑ, Η Αυγή, 23/11/2008

Σκέπτομαι τις τελευταίες τώρα μέρες, ότι ο πρόσφατα χαμένος Σταύρος Βαβούρης και η ποίησή του ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα μικρό μετέωρο στον ουρανό της λογοτεχνίας μας. Ουσιαστικά, η δημόσια παρουσία του δεν κράτησε πολύ, καθώς ήδη στη δεκαετία του ‘90, όταν θέλησε να βγάλει μια επιλογή από το ποιητικό του έργο, έβαλε ως τίτλο το απολογητικό ερώτημα Πού πήγε, ως πού με πήγε αυτό το ποίημα, υποδηλώνοντας την προσέγγιση κάποιου τελικού ορίου. Αυτό όμως το “παιχνίδι” της παρουσίας-απουσίας το είχε ξαναπαίξει και παλαιότερα, με τις κατά καιρούς δυσφορίες και τις αιχμηρά διατυπωμένες αμφιβολίες του. Έτσι ήταν και στη δεκαετία του ’70, όταν τον γνωρίσαμε και τον ξεσηκώσαμε, παίρνοντάς του το νου, μ’ αυτή τη μέθη της επικοινωνίας και του ενθουσιασμού που μόνο οι νεώτεροι μπορούν να δίνουν στους μεγαλύτερους. Και τότε μου έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμος να αποσυρθεί -για να μην πω ότι είχε σχεδόν κιόλας πέσει- στη σιωπή. Έφερνε για παράδειγμα την ανταπόκριση που είχαν τα βιβλία του. Πράγματι, ελάχιστη, σε μια εποχή όπου η ποίηση ήταν περισσότερο στα πάνω της. Νομίζω όμως ότι αυτή που τον τσάκιζε φανερά και υπόγεια και που επιδρούσε σε όλη τη διάθεσή του, ήταν η δυσπορία του, που με τα χρόνια μεγάλωνε και τον έκανε σε πολλούς ανυπόφορο. Όσοι τον γνώρισαν φευγαλέα, δεν θα τους περνούσε ποτέ από τη σκέψη ότι αυτός ο άνθρωπος, με τις χίλιες αναποδιές και τις στρεβλώσεις που κουβαλούσε πάνω στο σώμα του, μπορούσε να είναι τόσο λάτρης της ομορφιάς. Να φτάνει στο σημείο ακόμα και να παραδέρνει πολλές φορές ο ίδιος μέσα στην αυταπάτη της ωραιοπάθειας! Η ομοφυλοφιλία, που σχεδόν πάντοτε γειτονεύει με το ναρκισσισμό; Όχι, δεν νομίζω ότι αυτή γίνεται να μας τα εξηγήσει όλα.

Εριστικός, δύστροπος και πεισματάρης, ήταν αναμενόμενο να τρέφει μέσα του μια ασίγαστη βεβαιότητα η ποίησή του άξιζε περισσότερο από όσο του αναγνώριζαν, γι’ αυτό και θεωρούσε ματαιοπονία το να προσπέσει στο έλεος των εκδοτών και να συναντήσει τελικά την αδιαφορία τους. Απέναντι στην ταπείνωση προτιμούσε, έστω κατ’ ανάγκην, μια μορφή του “λάθρα βιώσας”, να “καλλιεργεί τον δικό του κήπο των ηδονών” όπως έλεγε. Να τον βρουν οι άλλοι, αν ήθελαν, αυτός περίμενε, ήταν πάντοτε εκεί. Δεν ξέρω πώς συνδέθηκε με τον Γιώργο και τη Λένα Σαββίδη, αν και εκείνη, όπως μας εκμυστηρευόταν, τη γνώριζε από τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια, καθώς συνυπήρξαν στη Φιλοσοφική Αθηνών. Μας έδειχνε όμως με καημό φωτογραφίες από τη σπουδαστική του ζωή, όπου ανάμεσα στους συμφοιτητές του διέκρινες τον Τάσο Λιγνάδη και τον κύπριο Κώστα Κύρρη. Πάντως, προτού να βρει φιλόξενη στέγη και να αγκυροβολήσει στον “Ερμή”, έναν εκδοτικό οίκο που εξασφάλιζε το ‘60 και το ’70 την εγκυρότητα σε όσους, λίγους, είχαν την τύχη να γίνουν εκεί δεκτοί, ο Σταύρος ταλαιπωρήθηκε αρκετά, εκδοτικά πλάνης και αυτοεκδιδόμενος. Αν δεχτούμε ότι είναι δίκαιη, τουλάχιστον από την άποψη της αγοραίας λογικής, η μοίρα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ποιητών, οι οποίοι περνούν, όπως όλοι μας σχεδόν, προς την Αχερουσία και τη λήθη, έχοντας όμως αυτοί στην κυριολεξία καταβάλει το αντίτιμο του περάσματός τους πάνω στο μάρμαρο του τυπογραφείου, ο Βαβούρης ήταν μια από τις ζώσες αποδείξεις αυτής της επιβολής της δικαιοσύνης. Έβγαζε τις συλλογές του μόνος, ιδίοις αναλώμασι, δίνοντας τον οβολό του σε μικρά τυπογραφεία της γειτονιάς, με αντάλλαγμα πολύ λίγα αντίτυπα, πεντακόσια ή και λιγότερα. Μάλιστα ένα βιβλίο του, η μοναδική συλλογή πεζών του, Εν ερημίαις και σκολιαίς, θυμάμαι ότι το είχε ξαναβγάλει σε φωτοστατική έκδοση, με στοιχεία που είχαν αναπαραχθεί από ηλεκτρική γραφομηχανή! Κάτι που άλλοι της συντεχνίας θα το σκέπτονταν με φρίκη, αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζε καθόλου. Αντίθετα, η ασκητική λιτότητα των βιβλίων του τον έκανε να σαρκάζει δηλητηριωδώς τις αισθητικά περιποιημένες συλλογές ποιημάτων, με τα πανάκριβα χαρτιά και τις μονοτυπικές τους τεχνικές, και να παρατηρεί αποφθεγματικά ότι όσο πιο πολύ φροντίζεις το ρούχο της ποίησης τόσο πιο πολύ είναι η ίδια φτωχή και ακαλαίσθητη.

Στους περισσότερους από μας τον σύστησε ο Ανδρέας Αγγελάκης, ο κατά βάθος φύλακας-άγγελός του, αλλά εκείνος που συνήθως μας παρέσυρε με επιμονή αργά τα βράδια να κάνουμε απρόσκλητες επελάσεις στο σπίτι του, ήταν ο Γιώργος Καραβασίλης -και οι δυο τους αφόρητα φευγάτοι. Θυμάμαι το σπίτι του στην Ακομινάτου, τη σκάλα που για να την ανεβοκατεβεί κάποιος με τα κινητικά προβλήματα του Βαβούρη πρέπει να ήταν σκέτο μαρτύριο. Ωστόσο, φαντάζομαι πως δεν μπορούσε να υπάρξει καλύτερη και πιο βολική γειτονιά γι’ αυτόν, ένας δρόμος καθαυτό λαϊκός πλέον, καθώς τον είχαν εγκαταλείψει από καιρό οι πιο εύποροι, ανεβαίνοντας προς τα βόρεια, και τον πυκνοκατοικούσε ήδη ο αγοραίος έρωτας. Μάλιστα η Ακομινάτου στο δικό του το μυαλό είχε γίνει ένας θρυλικός τόπος, ένας δρόμος μοιραίος για την ίδια του τη ζωή, κι αυτό δεν το λέω έτσι, στην τύχη, καθώς ο Σταύρος, κυριευμένος από μια γουστόζικη αυθαιρεσία ή μια διακαή επιθυμία να φτιάξει το μύθο του, μας είχε παρομοιάσει ένα βράδυ το δρόμο με την ιστορικά γνωστή μας αλεξανδρινή οδό Lepsius, όπου πέρασε το τελευταίο μέρος της ζωής του ο Καβάφης! Θέλω να πω, με όλα αυτά, ότι δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει και πολύ ο Καραβασίλης να μας παρακινήσει, καθώς οι προτροπές του συνήθως μας εύρισκαν “εν ευθυμία”, μετά από φαγοπότια σε παρακείμενα των Εξαρχείων ταβερνεία ή πιο κάτω, προς την Πλατεία Βικτωρίας, πρόθυμους όμως να πάρουμε το δρόμο προς το σπίτι του Σταύρου, με φωνές και γέλια, καθ’ οδόν διηγούμενοι και αναδιηγούμενοι αμέτρητα, ανεξάντλητα περιστατικά και ιστορίες από τις συνήθως επεισοδιακές συναντήσεις μαζί του. Τι παρέα ήταν κι εκείνη! Μέσα στην απύθμενη νεανική μας αφέλεια αλληλολιβανιζόμαστε και αλληλοχριζόμαστε κιόλας πρωτοκλασάτοι και δευτεροκλασάτοι της λογοτεχνίας, θεωρώντας πως είχαμε τη φήμη στο τσεπάκι μας, χωρίς να ακούμε μέσα στην ευφορία και στον ενθουσιασμό μας τα πατήματα του πειναλέου θανάτου που μας ακολουθούσε. Εκτός από τον Αγγελάκη και τον Καραβασίλη, ο Γιάννης Κοντός, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Γιάννης Βαρβέρης, η Βερονίκη Δαλακούρα, ο Γιώργος Βέης, ενίοτε ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Λευτέρης Πούλιος και η Παυλίνα Παμπούδη, ο Βασίλης Στεριάδης, ο Στέφανος Μπεκατώρος, ο Κώστας Μαυρουδής, ο Βασίλης Στεριάδης, η Μαρία Λαγγουρέλη, ο Κώστας Γουλιάμος, και άλλοι και άλλοι. Υπήρχαν φορές που τον αποσπούσαμε με παρακάλια από το σπίτι του, αναλαμβάνοντας να τον πάρουμε και να τον φέρουμε, οδηγώντας τον θριαμβευτικά σε σπίτια συνομιλήκων ή και λίγο νεώτερων, σε γιορτές, αυτοσχέδια πάρτι και μπαρ. Άλλες πάλι φορές πρόβαλλε με τη γούνα και το μπαστούνι του στην πόρτα του φημισμένου εκείνα τα χρόνια μπαρ Intime, της οδού Φερρών, το στέκι για αρκετά χρόνια του Καραβασίλη, όπου μάλιστα συνέπεσε να δω τον Βαρβέρη στα μέσα του ‘70 ντυμένον στα ναυτικά. Όμως αυτό που ήθελα να πω είναι ότι σε τέτοιες στιγμές, όπως αυτές που περιέγραψα επιτροχάδην, μπορούσες να δεις πόσο η ανθρώπινη μοναξιά αναγκάζεται να πάει χέρι χέρι με την ανοχή. Γιατί εκείνος, ο Βαβούρης, γνώριζε καλά ότι ο “θρίαμβός” του δεν θα κρατούσε αιώνια, γνώριζε όμως επίσης ότι τα αστεία και τα πειράγματά μας δεν αναιρούσαν ούτε στο ελάχιστο την αγάπη που είχαμε για την ποίησή του. Και είμαι βέβαιος ότι τελικά του άρεσε αυτό.

Και σήμερα αν συναντούσε κάποιος έναν από τους ποιητές εκείνης της παρέας και τον ρωτούσε να του πει τη γνώμη του για την ποίηση του Βαβούρη, δεν νομίζω ότι θα ήταν πολύ διαφορετική. Στις καλύτερές του στιγμές, στις Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε, στους Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής, στον Ορφέα κατερχόμενο, και σε άλλα του ποιήματα, είχε χρησιμοποιήσει αριστοτεχνικά το παράδειγμα της καβαφικής ποίησης, μεταφέροντας στα δραματουργικά πρόσωπα του, στη Μεσσαλίνα, στην Κλυταιμνήστρα, στην Ηλέκτρα και στην οικογένεια των Ατρειδών, ενοχές, πόθους και κυρίως το όνειρο της απρόσιτης ομορφιάς. Δεν ξέρω αν στην τοτινή αξιολόγησή μας συνυπολογιζόταν η ζωή και η τέχνη, και μάλλον κάτι τέτοιο συνέβαινε, γιατί ό,τι και να λέει η φιλολογική ορθότης είναι τα πάθη της ψυχής και τα πάθη του νου που μας κάνουν πρώτα ν’ αγαπήσουμε περισσότερο ένα έργο. Γι’ αυτό και νομίζω πως δεν είναι τυχαίο που μαζί με τον Βαβούρη νιώσαμε δικούς μας αυτούς που νομίσαμε -σωστά ή λαθεμένα, δεν έχει σημασία- ρομαντικά δαιμονισμένους: τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Νίκο Καρούζο, τον Τάσο Λειβαδίτη.

  • Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

No comments: