Του Παντελή Μπουκάλα, Η Καθημερινή, Tρίτη, 4 Nοεμβρίου 2008
Λευτέρης Πούλιος: «Η κρυφή συλλογή». Εικόνες: Χρόνης Μπότσογλου. Εκδόσεις «Κέδρος», 2008, σελ. 81.
Είναι ένα διπλό βιβλίο η «Κρυφή συλλογή» του ποιητή Λευτέρη Πούλιου (γεν. το 1944). Απαρτίζεται από 36 ποιήματα (τα έξι υπό τον κοινό τίτλο «Πρελούδιο») και ισάριθμες εικόνες του Χρόνη Μπότσογλου (συν ένα προοιμιακό πορτρέτο του ποιητή διά χειρός του ζωγράφου). Δεν είναι τούτη η πρώτη φορά που οι στίχοι του Πούλιου συνυπάρχουν με έργα ζωγραφικής. Επί παραδείγματι, δεκαπέντε χρόνια πριν, στη συλλογή του «Αντί της σιωπής» του 1993, τα ποιήματα συνυπήρχαν με δώδεκα πίνακες του Τάσου Μαντζαβίνου, ενώ ο Δημήτρης Γέρου είχε τονίσει με πέντε σχέδιά του τη συλλογή «Μωσαϊκό» (2001) και με τέσσερα τις «Συλλαβές για τον άνεμο» (2003).
Ο,τι αλλάζει τώρα δεν είναι απλώς η αριθμητική ισοτιμία ποιημάτων-εικόνων, που και μόνη της πάντως έχει κάτι να δηλώσει. Οι εικόνες του Μπότσογλου, στις αριστερές σελίδες όλες τους, δεν συνιστούν μια δάνεια φωνή ανεξάρτητα ετοιμασμένη και με δική της, αυτόνομη σκόπευση, αλλά αφορμώνται από τα ποιήματα που παρατίθενται στις δεξιές σελίδες και, σε πλήρη αντιστοιχία μαζί τους, συνιστούν μιας μορφής έμπρακτη αλληλεγγύη. Ποίηση και ζωγραφική δεν πορεύονται σε μια ουδέτερη παραλληλία αλλά διασταυρώνονται και συνομιλούν. Το γεγονός ότι τα περισσότερα ποιήματα (ολιγόστιχα στην πλειονότητά τους) σχηματίζουν μία εικόνα με μόνες τις λέξεις τους, ευχεραίνει το έργο της ζωγραφικής· αν ο λεκτικός μικρόκοσμος ήταν περισσότερο σύνθετος, πιθανόν ο χρωστήρας του ζωγράφου θα υποχρεωνόταν να επικεντρωθεί σε μία μόνο νοηματική ή εικαστική «στιγμή» του ποιήματος.
Ενόραση
Πάει πολύς καιρός τώρα που ο ποιητικός λόγος του Λευτέρη Πούλιου υποχώρησε ως προς την έκτασή του (εν συγκρίσει με την καταγγελτική ευφράδεια των πρώτων του ορμητικά αμφισβητησιακών βιβλίων), δέσμευσε την εικονοπλαστική του ορμή, απάλυνε την οξύτητα της αρχικής ρητορικής του, και έγινε εσωτερικότερος, ενίοτε σκοτεινότερος και δυσπέλαστος μες στην αποσπασματικότητα ή και τον κερματισμό της αφήγησής του (όπως, για άλλους λόγους και με άλλους τρόπους, συνέβη και με έναν παλαιότερο ποιητή, τον Μιχάλη Κατσαρό, που επίσης είχε οικειωθεί αρχικά το ρόλο του λογοτέχνη-προφήτη). Η πολιτική σκόπευση και η θυμωμένη ιδεολογική εναντίωση έδωσαν τη θέση τους στην υπαρξιακή αναδίφηση και την οντολογική αναζήτηση. Ωστόσο, ο «χώρος της διαίσθησης και της ενόρασης», τον οποίο προγραμματικά από κάποια στιγμή κι έπειτα θέλησε να αποδώσει ο Πούλιος, θεωρώντας τον «πολύ πιο αυθεντικό από τον κόσμο της νόησης και της λατρείας της λογικής» (βλ. συνέντευξή του στο περιοδικό «Ατυπον», τεύχος 5, Ιανουάριος του 1997), δεν μεταδίδεται πάντοτε ακεραιωμένος και σαφηνισμένος στον αναγνώστη. «Η φωνή μου βγαίνει/από ένα ηφαίστειο/που ραγίζει και φτύνει» διαβάζουμε στο ποίημα «Ζωντανή ζωγραφική». Και η φωνή αυτή δεν κρύβει τα δικά της ραγίσματα.
Ο Ρουμί
Το καινούργιο βιβλίο ανοίγει με μότο τη φράση «Οι διψασμένοι αναζητούν το νερό, αλλά και το νερό αναζητά τους διψασμένους» του Πέρση ποιητή Τζελαλετίν Ρουμί (στις μεταφράσεις ποιημάτων του από την Καδιώ Κολύμβα, πάντως, στις εκδόσεις «Αρμός», το όνομά του αποδίδεται ως Τζελαλαντίν, δίνεται άλλωστε εκεί η εξήγηση ότι ο πατέρας του τού έδωσε ένα όνομα που σημαίνει «η δόξα της θρησκείας», εφόσον Τζελάλ σημαίνει δόξα και Ντιν, θρησκεία). Εχει το νόημά της η απόφαση του Πούλιου να διαλέξει σαν μότο το λόγο ενός ποιητή που υπήρξε και δάσκαλος της θεολογίας και, κυρίως αυτό, μυστικός Σούφι. Το όνομα του θεού, που απασχολεί συχνά τον Πούλιο στα τελευταία του βιβλία, ακούγεται με αρκετούς τρόπους (λ.χ. στη σελ. 15: «Η ίδια η φωτιά του Θεού/μάς τραβάει μπροστά») στην «Κρυφή συλλογή», όπου το «κρυφή», σε συσχετισμό με τον Ρουμί, μπορούμε ίσως να το διαβάσουμε σαν σήμα μιας απόκρυφης, ενορατικής αναζήτησης. Αλλά και της αγάπης το όνομα ακούγεται στο νέο βιβλίο του Πούλιου (λ.χ. «Πρέπει να ’ναι κανείς στρατιώτης/της αγάπης»), κι αυτό μας συνδέει και πάλι με τον Ρουμί, υμνωδό παθιασμένο της αγάπης, όπως αρκούν για να το αποδείξουν ετούτοι οι στίχοι του: «Ναι, όλη η βροχή τ’ ουρανού πέφτει στη θάλασσα/μα δίχως αγάπη/ούτε μια σταγόνα δεν γίνεται μαργαριτάρι».
Aν ο Ρουμί είναι η προδηλούμενη σκέπη ή το βάθρο της συλλογής του Πούλιου, της πνευματικής του στάσης, δύο κίονές της, για να το πω σχηματικά, έτσι όπως ορίζονται από το πρώτο και το τελευταίο ποίημα, είναι ο Γερμανός ποιητής Φρίντριχ Χέλντερλιν και ο Αμερικανός ομότεχνός του Εντγκαρ Αλαν Πόε. Κανείς από τους δύο δεν κατονομάζεται. Εντούτοις και μόνο ο τίτλος του πρώτου ποιήματος, «Ενας άνθρωπος στην Πάτμο του», πέρα από τα θρησκευτικά, μυστικιστικά ή αποκαλυψιακά του συμφραζόμενα, φέρνει αμέσως στο νου τον Χέλντερλιν: στη συλλoγική μνήμη της λογοτεχνίας ο ύμνος «Πάτμος» του μεγάλου Γερμανού, γραμμένος στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, σαν μια προσωπική συνοπτική θεολογία, λειτουργεί σαν σήμα του αιγαιοπελαγίτικου νησιού όσο και το ταραγμένο κείμενο του οραματιστή Ιωάννη. Στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου πάλι, ο στίχος «Ποτέ πια, λέει το κοράκι» παραπέμπει βέβαια στο «Nevermore», την επωδό στο διάσημο «Κοράκι» του Πόε.
«Κούφια γνώση»
Με «το μυαλό θρυμματισμένο/από την κούφια γνώση» και τη «ζωή αιχμάλωτη/στο χρόνο που καταστρέφει», και με μοναδικό εφόδιο την καρδιά («η καρδιά μάς απομένει ακόμα»), ο ποιητής ασφυκτιά σε έναν κόσμο που τον περιγράφει, ήδη στο πρώτο του ποίημα, «παρωχημένο και κουρασμένο», κι ύστερα «διαλυμένο» («Σ’ έναν διαλυμένο κόσμο./Εδώ πέρα, τον πρώτο λόγο/τον έχει ο πόνος και η συμφορά») και σε μια πραγματικότητα που ορίζεται «δύσμορφη». Δεν παύει εντούτοις να ονειρεύεται ή να ελπίζει σε έναν «καινούργιο κόσμο» («Νέοι τρόποι ας ελευθερώσουν/τον καινούργιο κόσμο./Ειρήνη και Αρμονία/Τα σιωπηλά όπλα της αγάπης/ας πλήξουν τ’ αστέρια»), σε μια αναγέννηση («Αύριο από το βάθος του καιρού/τέλειοι θα ξαναγεννηθούμε»). Το τέχνασμά του δεν είναι παρά το στρατήγημα της λογοτεχνίας εν γένει (και ενίοτε και των κατ’ εικόνα του ανθρώπου θεών): να δίνονται νέα ονόματα στα πράγματα, με την ονοματοκρατική προσδοκία ότι αυτό θα αλλάξει και το χαρακτήρα τους. Αυτόν ακριβώς το σκοπό υπηρετεί το ποίημα «Βεβηλωμένος παράδεισος»: «Αφού η ζωή είναι μία/κι ό,τι είναι να ’ρθει κανείς άνθρωπος/δεν γνωρίζει,/ονομάζω αυτόν τον κόσμο καλό/και ιερή την πραγματικό τητα/που δεν τολμώ/για να τη συζητήσω».
Η ευφημιστική ή ανακουφιστική μετονομασία δεν επαρκεί αλλά ο Λευτέρης Πούλιος, που «ξέρει ότι κατάγεται από την πραγματικότητα», σύμφωνα με την αυτογενεαλόγησή του στη συλλογή «Μωσαϊκό», εξακολουθεί να πιστεύει πως «υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα/σ’ έναν κόσμο που ισοδυναμεί με το τίποτα!», όπως διαβεβαίωνε πέντε χρόνια πριν, στις «Συλλαβές για τον άνεμο». Για έναν αποφασισμένο ποιητή, που ζει για την ποίηση και από την ποίηση, ακόμα κι αν οι «λέξεις κινούνται πάνω στους σταυρούς», όπως αποφαίνεται τώρα, «αρκεί ένα κάτι, μια ασήμαντη στιγμή», για να θυμηθούμε και πάλι το «Μωσαϊκό».
No comments:
Post a Comment