Tου Παντελη Μπουκαλα, Η Καθημερινή, 09/11/2008
«Μπαμπά, εδώ έλα. Εδώ δεν κάθονται κόσμοι». Θα ’ταν - δεν θα ’ταν τεσσάρων χρόνων ο πιτσιρικάς που μόλις μπήκε στο βαγόνι του μετρό βιαστικός βιαστικός, εντόπισε τις άδειες θέσεις κι έσυρε ώς εκεί τον πατέρα του, τραβώντας τον από το χέρι. Σχολείο δεν πρέπει να ‘χει πάει ακόμα, ούτε καν «νήπιο». Με τη γλώσσα του λοιπόν να μην έχει αρχίσει να δέχεται το υποχρεωτικό σιδέρωμα, αφέθηκε σ’ αυτό το πάντοτε συναρπαστικό παιχνίδι του «λάθους», της εφευρετικής αυθαιρεσίας, της αυθόρμητης γλωσσικής δημιουργίας σχεδόν από το μηδέν, δίχως κανόνες και αναστολές, στον προσωρινό παράδεισο της ηλικίας του μισό ανακαλύπτει, αναπαράγει ή μιμείται και μισό εφευρίσκει, σαν να ονομάζει τα πράγματα από την αρχή. Με γοήτευσε αυτή η τόσο λογική κατά τα λοιπά ταύτιση του «κόσμου» με τον «άνθρωπο», του όλου με τη μονάδα, και, για το γούστο του πράγματος, γυρνώντας σπίτι είπα να ξαναψάξω τη γενεαλογία της λέξης «κόσμος».
Στο Μεγάλο Λεξικό του Δημητράκου, λοιπόν, το λήμμα «κόσμος καλύπτει κοντά δύο σελίδες μεγάλου σχήματος, ενώ στο λεξικό του Χένρυ Λίντελ και του Ρόμπερτ Σκοτ πιάνει σχεδόν μια σελίδα, πυκνότατη (παρεμπιπτόντως, πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει και δεν έχουμε διαβάσει αναφορές σ’ αυτό το μνημειώδες έργο λες κι είναι ένας ο συγγραφέας του, κάποιος μυστηριώδης «Λίντελ Σκοτ»). Εύλογο είναι. Σε μια διαδρομή τριών χιλιάδων χρόνων, με σημείο εκκίνησης την «Ιλιάδα», η λέξη, αβεβαίου ετύμου πάντως, έκανε πολλούς σταθμούς σε κείμενα ποιητικά, φιλοσοφικά, ιστοριογραφικά, θρησκειολογικά, δουλεύτηκε και ξαναδουλεύτηκε, εφοδιάστηκε με νέες σημασίες, γέννησε ποικίλα θαυμάσια σύνθετα, κάποια από τα οποία εξακολουθούν να έχουν σημαίνοντα ήχο, ενώ άλλα είτε σώπασαν είτε σκοτείνιασαν και δεν φανερώνουν εύκολα το νόημά τους, σαν το «κοσμοφυσάω», χριστιανικής καταγωγής αυτό, που σήμαινε «κομπάζω μετ’ εγκοσμίου υπεροψίας», περίπου σαν καλόγερος-μάνατζερ, άλλα πάλι είδαν το νόημά τους να αλλάζει, για να σημαίνει έτσι σήμερα ο κοσμοπολίτης τον ανέμελο ταξιδευτή και όχι τον αποφασισμένο πολίτη του κόσμου, όπως αυτοπροσδιορίζονταν ο Διογένης ο Κυνικός και ο Επίκτητος, ο «κόσμιος».
Ξεκουκίζω το κομπολόι των νοημάτων, που ξεπερνούν άνετα τα είκοσι, όπως καταγράφονται στο λεξικό του Δημητράκου. Στην «Ιλιάδα», λοιπόν, αλλά και στην «Οδύσσεια» και στους τραγικούς και στον Αριστοφάνη, η λέξη «κόσμος» σήμαινε την τάξη, την ευταξία. Συναφής είναι η σημασία της εύτακτης διάταξης, της διευθέτησης, της κατασκευής. Από την έννοια της εξωτερικής κοσμιότητας απέρρευσε πιθανόν η έννοια της εσωτερικής κοσμιότητας, της καλής διαγωγής (πώς σημείωναν κάποτε στα απολυτήριά μας ότι δείξαμε «διαγωγήν κοσμιωτάτην»;). Στον Ηρόδοτο και στον Θουκυδίδη, η λέξη έχει τη σημασία της καθεστώσας πολιτικής και νομικής τάξης, του καθεστώτος, του πολιτεύματος («βουλομένων μεταστήσαι τον κόσμον και ες δημοκρατίαν τρέψαι» λέει ο Αθηναίος ιστορικός). Στην Κρήτη ειδικά οι «κόσμοι» είναι οι ανώτατοι ενιαύσιοι άρχοντες, αντίστοιχοι των εφόρων της Σπάρτης. Από την «Ιλιάδα» επίσης, κι από κει ώς τις μέρες μας, κρατάει η έννοια του κόσμου ως του οικείου μας κοσμήματος, του στολιδιού (η μεταφορική χρήση της εν λόγω σημασίας είναι ευρύτερα γνωστή από τον στίχο του Σοφοκλή, στον «Αίαντα», «γύναι, γυναιξί κόσμον η σιγή φέρει»).
Στους φιλοσοφικούς ποιητές, με πρώτον τον Πυθαγόρα («Πυθαγόρας πρώτος ωνόμασε την των όλων περιοχήν κόσμον εκ της εν αυτώ τάξεως» λέει ο Πλούταρχος) κι ύστερα τον Ξενοφάνη, τον Παρμενίδη και τον Εμπεδοκλή, ο κόσμος είναι το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, ένα όλον τέλειας τάξης και αρμονίας, ειδικά δε για τους πυθαγόρειους και την αγαπημένη τους αριθμοσοφία, είναι και το άλλο όνομα του δέκα. Με τη σειρά τους οι Στωικοί χρησιμοποίησαν τη λέξη για να δηλώσουν την ψυχή ή τη δύναμη που διέπει και ρυθμίζει το σύμπαν, δηλαδή τον θεό. Στην κοσμολογία των αρχαίων, ο «κόσμος» έχει την έννοια της σφαίρας, με κέντρο της τη Γη, ενώ από τους Αλεξανδρινούς και έπειτα η λέξη εξισώθηκε με την οικουμένη. Περισσότερο οικείος μάς είναι ο «κόσμος» με την έννοια του πλήθους ή της ανθρωπότητας, δεν παύει ωστόσο να σημαίνει και τον εν κοινωνία βίο και είτε γενικά τη ζωή είτε ειδικότερα την επίγεια ζωή. Τέλος(;), ίσως η πιο όμορφη σημασία της λέξης είναι εκείνη που την ταυτίζει με τον άνθρωπο, κι αυτό ήδη από τον καιρό του Δημόκριτου, που αποφαινόταν: «άνθρωπος μικρός κόσμος». Αυτήν ακριβώς την έννοια ανέσυρε από τη αφάνειά της, άθελά του βέβαια και «λαθεύοντας», ο πιτσιρικάς του μετρό.
Ναι αλλά, πέρα από τη γραμματική και τη φιλολογία, είναι στ’ αλήθεια κόσμος ο κόσμος γύρω μας; Κρατάει την αρμονία του, την ευμορφία, την τάξη του, του επιτρέπουμε δηλαδή να τις κρατήσει ή είναι πια τέτοια η μεταβολή των ρυθμών του, εξαιτίας μας, που οδεύει προς μια φθορά δίχως επιστροφή; Και πόσο εμείς, που είμαστε εξ ορισμού ένας «βραχύς κόσμος» ο καθένας μας, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο μεγάλος κόσμος, αυτός που μας φιλοξενεί, δεν έχει απεριόριστη αντοχή και ότι άλλον δεν μπορούμε να κατασκευάσουμε, όποια κι αν είναι η τωρινή τεχνολογία μας κι όσο κι αν προκόψει στο μέλλον; Με άλλα λόγια, έχει πράγματι νόημα στ’ αυτιά μας και στη συνείδησή μας η κληρονομημένη εξίσωση κόσμος =οικουμένη = βίος = άνθρωπος και επηρεάζει τη συμπεριφορά μας, είτε στους άρχοντες συγκαταλεγόμαστε είτε στους αρχόμενους; Αν κρίνουμε από την ευκολία με την οποία οι πολιτικοί ηγέτες όλου του αναπτυγμένου κόσμου βρήκαν χρήματα για να διασώσουν τους παμφάγους τραπεζίτες και «επενδυτές», ενώ δεν καταδέχονται καν να αντιμετωπίσουν το οικολογικό πρόβλημα ως πράγματι οικουμενικό και πράγματι οξύτατο, θα συμπεράνουμε ότι δεν έχουμε σοβαρούς λόγους να ελπίζουμε.
Η οικολογική κρίση δεν συγκινεί όσο η οικονομική. Και εν τω μεταξύ, από διάσκεψη σε διάσκεψη και από τη μια προειδοποίηση των επιστημόνων στην άλλη, ο κόσμος ξοδεύεται. Αν συνεχιστεί η κατάχρηση των φυσικών πόρων με τους σημερινούς ρυθμούς, προειδοποιεί η WWF με την έκθεσή της «Ζωντανός Πλανήτης», το όχι και τόσο μακρινό 2030 θα χρειαζόμαστε δύο πλανήτες για να διασφαλίσουμε την επιβίωσή μας. Αν μάλιστα όλοι οι κάτοικοι της Γης υιοθετήσουν το κοσμοφθόρο ελληνικό καταναλωτικό μοντέλο (η Ελλάδα καταλαμβάνει την 11η χειρότερη θέση μεταξύ των 148 χωρών που μελετήθηκε το «οικολογικό αποτύπωμά» τους στη Γη), τότε θα χρειαζόμαστε τρεις πλανήτες και όχι δύο. Η επιστημονική φαντασία έχει φροντίσει βέβαια να «ανακαλύψει» ή να επινοήσει δίδυμα και τρίδυμα αδερφάκια της Γης στη γειτονιά του ηλιακού μας συστήματος ή στα βάθη του σύμπαντος, αλλά στους χάρτες της αστρονομίας δεν υπάρχουν τέτοιες ουράνιες «Κιβωτοί» που θα έδιναν στο ανθρώπινο γένος τη δυνατότητα να ξαναδοκιμάσει, μετριοπαθέστερο πια.
Μια κάπως παλαιότερη επιστημονική έκθεση προειδοποιούσε ότι εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου έως το 2050 θα αφανιστεί το ένα τέταρτο των χερσαίων ζώων και φυτών, περίπου ένα εκατομμύριο είδη. Αυτό λέει θα είναι το έκτο κύμα αφανισμού στην ιστορία της Γης. Τα προηγούμενα πέντε (το πρώτο έλαβε χώρα πριν από 440 εκατομμύρια χρόνια) προκλήθηκαν από την πτώση αστεροειδούς, την αναμόρφωση του φλοιού της Γης ή την απότομη αύξηση της θερμοκρασίας. Το έκτο θα είναι έργο των χειρών μας. Εντάξει, μπορούμε να ζήσουμε και δίχως τριαντάφυλλα, αηδόνια και πιγκουίνους, οι οποίοι, ήδη αποπροσανατολισμένοι από την κλιματική αλλαγή, πέφτουν εκατοντάδες μίλια έξω στη μετανάστευσή τους και πεθαίνουν. Ναι, εμείς θα επιβιώσουμε. Αλλά πια, η εξίσωση κόσμος = οικουμένη = βίος = άνθρωπος, θα έχει καταρρεύσει.
No comments:
Post a Comment