Sunday, November 2, 2008

Ανθρωπος με «πολυσύνθετο, πλάνητα βίο»

Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 2 Nοεμβρίου 2008

Ο ποιητής είναι πρωτίστως η γλώσσα του. O Πάουλ Τσέλαν, ο Γερμανοεβραίος ποιητής, είχε πολλές πατρίδες, έμαθε πολλές γλώσσες, έγινε καλός μεταφραστής και έγραφε τα ποιήματά του στη μητρική γλώσσα: τη γερμανική. Η βιογραφία του, έκδοση η οποία θα κυκλοφορήσει στα Ελληνικά τις επόμενες μέρες, επιλέγει να προσεγγίσει αυτή τη «δυσπρόσιτη ιδιοφυΐα» καταπιανόμενη με τις γλώσσες του Πάουλ Τσέλαν: τις ποιητικές, τις ιδεολογικές, τις ψυχολογικές. Δηλαδή, με την ταυτότητα αυτού του ανθρώπου που έζησε έναν «πολυσύνθετο, πλάνητα βίο». Μια βιογραφία όπου από τον υπότιτλό της («Ποιητής, Επιζών, Εβραίος») βάζει το περίγραμμα του τρόπου με τον οποίο ο βιογράφος του Τσέλαν, John Felstiner, αναζητεί να κατανοήσει αυτή την ιδιόρρυθμη, ευαίσθητη και τραγική προσωπικότητα. Ενας ποιητής που φλέρταρε με τον υπερρεαλισμό, που επέλεξε να εκφραστεί μ’ έναν δικό του τρόπο για να αγγίξει και να καταδείξει τις πιο τραγικές στιγμές της ανθρωπότητας στον 20ό αιώνα, τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το Ολοκαύτωμα, του οποίου επιζήσας ήταν και ο Πάουλ Τσέλαν. Η «Κ» παρουσιάζει μια περίληψη αυτής της βιογραφίας και μερικά αποσπάσματα από τη διαδρομή του Τσέλαν. Ενα βιβλίο γοητευτικό και ιδιόρρυθμο όσο και το πρόσωπο που επιχειρεί να περιγράψει.

Προς τη γλώσσα

Η οικογένεια του Πάουλ Τσέλαν ήταν γερμανόφωνοι Εβραίοι από το ανατολικό τμήμα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Ζούσαν στο Τσέρνοβιτς, πρωτεύουσα της περιοχής της Μπουκοβίνας, η οποία περιήλθε στη Ρουμανία λίγα χρόνια πριν από τη γέννηση του Τσέλαν, το 1920. Πριν ακόμα γεννηθεί, βρέθηκε ήδη σε μιαν άλλη πατρίδα. Γνώρισε στη Ρουμανία τη σοβιετική και τη γερμανική κατοχή, κατέφυγε στο Βουκουρέστι κι από εκεί στη Βιέννη και το 1948 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου έζησε όλη τη ζωή του. Εκεί σπούδασε, δίδαξε, μετέφρασε, παντρεύτηκε, εκεί έμεινε πιστός στη μητρική του γλώσσα δημιουργώντας το ποιητικό του έργο.

Το έργο του αναζητούσε πάντα «ένα διαθέσιμο Εσύ», που κάθε φορά ήταν άλλος: η μητέρα του, η γυναίκα του, οι γιοι του, φιλικά κι αγαπημένα πρόσωπα, η Νέλλυ Ζαξ, ο Ρέμπραντ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Σπινόζα, ο Αγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, η Εσθήρ, ο βασιλιάς Ληρ, ένα φυτό, μια πέτρα, μια λέξη. «Προχώρησα προς τη γλώσσα με όλο μου το είναι», είχε γράψει ο Τσέλαν. Μια γλώσσα, μέσω της οποίας «ο Τσέλαν έγινε ο εμβληματικός ποιητής της μεταπολεμικής περιόδου, επειδή ζήτησε επίμονα να καταγράψει στα γερμανικά την καταστροφή που συντελέστηκε στη Γερμανία. Με τον κόσμο του εξαλειμμένο, κρατήθηκε σφιχτά από τη μητρική του γλώσσα, που του ανήκε όσο ανήκε και στους δολοφόνους – από το μόνο πράγμα, δηλαδή, που κυριολεκτικά του είχε απομείνει. Στο μέτρο μάλιστα που και η ίδια η γλώσσα είχε πληγεί, με τα ποιήματά του ήλπισε ίσως να θεραπεύσει τις πληγές της», γράφει ο βιογράφος του, Τζον Φέλστινερ. Μια γλώσσα που ήταν θρυμματισμένη και ελλειπτική, γεμάτη αντιφάσεις και κρυφούς υπαινιγμούς.

«Αρχισα μαντηλάκι να υφαίνω»

Το πραγματικό του όνομα ήταν Πάουλ Αντσελ, αλλά το άλλαξε το 1947, όταν ήδη βρισκόταν στο Βουκουρέστι και δούλευε ως διορθωτής και μεταφραστής σ’ έναν εκδοτικό οίκο, που ονομαζόταν «Το ρώσικο βιβλίο». Ο Τσέλαν είχε επιβιώσει από τα καταναγκαστικά έργα στη διάρκεια του πολέμου, ήταν ήδη ένας επιζών, είχε χάσει πολλούς δικούς και δεν συγχώρησε ποτέ τον εαυτό του για το θάνατο των γονιών του, σ’ ένα στρατόπεδο Εβραίων στη Ρουμανία. Πίστευε ότι αν βρισκόταν στο σπίτι τη βραδιά που τους συνέλαβαν, θα είχε καταφέρει να τους προστατεύσει και να τους σώσει, όπως έκαναν πολλοί φίλοι του για τους γονείς τους. Στην καρδιά του Μεσοπολέμου, όταν η κομμουνιστική δράση τιμωρούνταν σκληρά, ο έφηβος Τσέλαν προσχώρησε σε μια περίεργη αντιφασιστική οργάνωση νεολαίας, της οποίας τα περισσότερα μέλη ήταν Εβραίοι. Τύπωναν μάλιστα κι ένα περιοδικό που λεγόταν «Κόκκινος Μαθητής», στις σελίδες του οποίου τα νεαρά μέλη της οργάνωσης μετέφραζαν κείμενα του Μάρξ από τα γερμανικά στα ρουμανικά.

Οι γονείς του ονειρεύονταν να γίνει γιατρός, αλλά ο νεαρός Πάουλ έγραφε από τα 16 του ήδη, τα πρώτα του ποιήματα. Η ποίηση ήταν το καταφύγιό του και τους 19 μήνες των καταναγκαστικών έργων στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετέφρασε σονέτα του Σαίξπηρ, ποιήματα των Βερλαίν, Γέιτς, Ελυάρ, Γιεσένιν, κ.λπ. «Αρχισα μαντηλάκι να υφαίνω», λέει ο τελευταίος στίχος στο πρώτο σημαντικό του ποίημα με τίτλο «Μαύρες νιφάδες» που έγραψε όταν έμαθε την εκτέλεση της μητέρας του από τους Γερμανούς. Ηταν ο τρόπος του να δηλώσει ότι από ’δω και πέρα θ’ ακολουθήσει τον δρόμο της ποίησης.

Το Ολοκαύτωμα

«Το τραύμα από το Ολοκαύτωμα φαίνεται να το χειρίζεται με μεγάλη διακριτικότητα και επιείκεια απέναντι στους Γερμανούς αναγνώστες του. Ο ίδιος, όπως και πολλοί από τους επιζώντες εκείνης της περιόδου, δεν έδωσε σχεδόν ποτέ μια τεκμηριωμένη μαρτυρία – γεγονός που προσδίδει στην ποίησή του τη βαρύτητα μαρτυρίας. Παρ’ όλα αυτά, τα χρόνια του πολέμου κυριολεκτικά τον στοίχειωναν», λέει ο βιογράφος του.

Επιτομή αυτού του ψυχικού άλγους ήταν το κορυφαίο του ποίημα «Η φούγκα του θανάτου», το πρώτο που εκδόθηκε με το όνομα Πάουλ Τσέλαν, το οποίο είναι αναγραμματισμός του επιθέτου Αντσελ.

Μια βιογραφία μεγαλύτερη των 500 σελίδων, όπου η ζωή του ποιητή διαβάζεται ανάμεσα στα κενά των στίχων του και στα ανοίγματα της ψυχής του. Μια ενδελεχής ανάγνωση του ποιητή με το «ιδιαίτερο χάρισμα εικονοποιίας», που έγραφε στίχους «αβρού κάλλους και βάθους». Ενός ποιητή, από τους μεγαλύτερους του 20ού αιώνα, που μετείχε σε ιστορικές στιγμές του αιώνα του και σημαδεύτηκε για πάντα από αυτές. Στις 20 Απριλίου 1970, ο Τσέλαν πήδησε από τη γέφυρα του Σηκουάνα και, παρότι ήταν δεινός κολυμβητής, αφέθηκε να πνιγεί. Δέκα μέρες αργότερα ένας ψαράς ανακάλυψε τυχαία το πτώμα του. Πάνω στο γραφείο του βρέθηκε μια βιογραφία του Χαίντερλιν ανοιχτή σ’ ένα υπογραμμισμένο απόσπασμα: «Υπάρχουν στιγμές που η ιδιοφυΐα αυτή σβήνει και βυθίζεται στο πικρό πηγάδι της καρδιάς της».

Η Γκουέρνικα της λογοτεχνίας

Καρπός εκείνων των μηνών, όταν τελείωσε ο πόλεμος κι αποκαλύφθηκε η εξόντωση των Εβραίων, είναι ένα ποίημα που έγραψε, ένα ποίημα που υπερβαίνει το προσωπικό του δράμα και γίνεται η επιτομή και το απόλυτο μέτρο σύγκρισης της «μετά Αουσβιτς ποίησης» το ποίημα «Η φούγκα του θανάτου». Το εκπληκτικό αυτό κείμενο έτυχε πολύ μεγαλύτερης προσοχής από οποιοδήποτε άλλο ποίημα γέννησε ο πόλεμος. Αυτό που εντυπωσιάζει, κυρίως, είναι η δημόσια διαδρομή του μετά το 1952, χρονιά που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Γερμανία. Η «Φούγκα του θανάτου», η Γκουέρνικα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, έγινε η ίδια ο φορέας της ιστορικής πράξης, η βιογραφία της, συμπυκνωμένη ολόκληρη σε αυτό το ποίημα. Η λυρική ποίηση σπάνια ασκεί την επίδραση που ασκεί το νομικό προηγούμενο ή το επιστημονικό πείραμα που ανατρέπει τα παλαιά αξιώματα και καθιερώνει νέα δεδομένα. Στην περίπτωση αυτή, έρχονται στο νου το United Fruti Co του Νερούδα, και το «Μπάμπι Γιαρ» του Γιεφτουσένκο, όπως και το Dulce et decorum est του Οουεν και το Easter 1916 του Γέιτς. Κανένα ποίημα, ωστόσο, δεν εξέφρασε την κρισιμότητα και τις ανάγκες της εποχής του τόσο ρηξικέλευθα όσο αυτό, οι αφηγητές του οποίου –Εβραίοι κρατούμενοι που βασανίζονται από τον διοικητή του στρατοπέδου– ξεκινούν με τα λόγια «Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ». Ενα ποίημα «που εκφράζει το ανείπωτο», έγραψαν οι κριτικές. Ή, «Δεν θα ξεχάσουμε ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε διαβάσει κάτι αντίστοιχο».

Ιnfo

- Η βιογραφία «Πάουλ Τσέλαν, Ποιητής, Επιζών, Εβραίος», του Τζον Φέλστινερ, θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Νεφέλη» σε μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου, η οποία φαίνεται ότι υπογράφει και τις μεταφράσεις των ποιημάτων του Τσέλαν, αφού δεν υπάρχει παραπομπή σε κάποια από τις μεταφράσεις που κυκλοφορούν.

No comments: