«Για μένα ο Καβάφης είναι σαν τον Πεσόα ή τον Μπόρχες», είπε ο Ορχάν Παμούκ στη συνέντευξη που έδωσε στην «Κ», στη διάρκεια της Εκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης στην οποία η Τουρκία ήταν φέτος η τιμώμενη χώρα. Ο νομπελίστας συγγραφέας ήταν ο «σημαιοφόρος» της τουρκικής παρουσίας στην έκθεση, παρότι μέχρι πριν από λίγο καιρό βρισκόταν στο στόχαστρο της τουρκικής δικαιοσύνης και των εθνικιστών, εξαιτίας των απόψεών του για τις «μαύρες τρύπες» στην τουρκική Ιστορία και κοινωνία (γενοκτονία των Αρμενίων, ατομικά δικαιώματα, πολιτικές ελευθερίες). Χάρη στη διεθνή απήχηση του έργου του, όμως, η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας έχει πλέον αναγνωρίσει την αξία του ως ενός σύγχρονου «εθνικού θησαυρού», που ενισχύει το φιλοευρωπαϊκό προφίλ της Τουρκίας.
Ο συγγραφέας Ορχάν Παμούκ μιλάει για τον κεμαλικό εκσυγχρονισμό, τη σχέση του με το βιβλίο και την Κωνσταντινούπολη
Συνέντευξη στον Κωστα Θ. Καλφοπουλο, Η Καθημερινή, Kυριακή, 2 Nοεμβρίου 2008
Δ εν είναι υπερβολή αν θεωρήσει κανείς τομή στη μεταπολεμική τουρκική λογοτεχνία την εμφάνιση του Ορχάν Παμούκ, ιδιαίτερα μετά τα δύο σημαντικά βραβεία που αποκομίζει στο διάστημα 2005 - 2006 (Νόμπελ Λογοτεχνίας, Βραβείο Ειρήνης του Γερμανικού Βιβλιεμπορίου), θυμίζοντας παλμαρέ ομάδας που σαρώνει με μιας τους διεθνείς τίτλους. Με τον Παμούκ η τουρκική λογοτεχνία, τουλάχιστον εκείνο το τμήμα της που συνδέεται με έναν «κοσμοπολιτικό οριενταλισμό», μπαίνει στα βιβλιοπωλεία και τα «σαλόνια της Δύσης» και ταυτόχρονα ενισχύει το φιλοευρωπαϊκό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας στην ενταξιακή της προσπάθεια. Διόλου τυχαία, η τουρκική πολιτική ηγεσία διέγνωσε έγκαιρα την «υπεραξία» του Τούρκου συγγραφέα, καθιστώντας τον «σημαιοφόρο» στην εφετινή Εκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, ενώ μέχρι πριν από δύο χρόνια ήταν στο στόχαστρο της τουρκικής Δικαιοσύνης και των εθνικιστών, τόσο για τις απόψεις του σχετικά με τις «μαύρες τρύπες» στην τουρκική ιστορία και κοινωνία (γενοκτονίες, ατομικά δικαιώματα, πολιτικές ελευθερίες) όσο και για τη στήριξη του (αδικοχαμένου) Αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ. Με τον Τούρκο νομπελίστα συνομιλήσαμε τη μέρα που η Εκθεση άνοιγε τις πύλες της στο κοινό, με φόντο τον ουρανοξύστη με τα κόκκινα τούβλα, που, σαν μεσαιωνικός πύργος ή σαν δυτικός μιναρές, δεσπόζει στους εκθεσιακούς χώρους. Εχει μία σχεδόν «φετιχιστική» σχέση με τα βιβλία, ρωτάει για την «Καθημερινή», την οποία πάντως θυμάται από τις μέρες της Φρανκφούρτης, όταν του απονεμήθηκε το Βραβείο Ειρήνης, και μιλάει Αγγλικά με ένα συμπαθητικό τουρκικό αξάν.
Ο πάγος έσπασε γρήγορα, όταν, με αφορμή το άγχος της μαγνητοφώνησης, ο Παμούκ αφηγήθηκε ένα ευτράπελο περιστατικό, από τα πρώτα του συγγραφικά βήματα. Κάποια συμφοιτήτριά του τού ζήτησε μία συνέντευξη. Ο ίδιος δέχθηκε κι εκείνη εμφανίστηκε με ένα τεράστιο μαγνητόφωνο, συνοδευόμενη από τα μυστακοφόρα αδέλφια της, που είχαν έλθει με την αιτιολογία ότι θα χειριστούν το μηχάνημα, αλλά στην πραγματικότητα για να ελέγχουν τις κινήσεις της αδελφής τους. Εν τέλει, η συνέντευξη ναυάγησε, αφού τα αδέλφια είχαν περισσότερο το νου τους στην τιμή της αδελφής, παρά στα ηχοληπτικά καθήκοντά τους στη συνέντευξη με τον νεαρό τότε Παμούκ.
Τουρκία, Δύση και ελευθερίες
— Κύριε Παμούκ, τι άλλαξε για τον συγγραφέα ύστερα από δύο σημαντικά διεθνή βραβεία και τι για την Τουρκία τα τελευταία χρόνια;
— Πολλά άλλαξαν από τότε και πολλά συνέβησαν, αλλά η έλλειψη ελευθερίας και ανοχής απέναντι στους συγγραφείς συνεχίζεται, και οι κατηγορίες, ακόμα και οι δυσφημιστικές εκστρατείες εις βάρος τους ως «εχθροί του λαού» και «αποστάτες», δεν έχουν τέλος. Το άρθρο 301 (σ.σ. περί προσβολής του τουρκικού έθνους) είναι ακόμα εν ισχύι και, πάντως, τόσο γενικό, τόσο ασαφές, που μπορεί να φιμώσει και να τιμωρήσει κάθε κριτική φωνή. Η διαφορά έγκειται κυρίως στα πρόσωπα που ενδέχεται να μείνουν «στο απυρόβλητο», σε προσωπικότητες, όπως στη δική μου περίπτωση, οι οποίες, λόγω της διεθνούς κοινής γνώμης, μπορούν να αποφύγουν τον στρατιωτικό επίτροπο. Από την άλλη, πάντως, έχουν γίνει κάποιες βελτιώσεις, η κριτική στην κυβέρνηση, ακόμα και από τα ΜΜΕ, είναι σύνηθες πλέον φαινόμενο, αρκεί βέβαια να μην προσβάλλονται οι θεσμοί, ο πρόεδρος, ο στρατός κ.ά. Αυτό που άλλαξε για μένα, είναι ακριβώς ότι δεν μπορεί να ασκήσει δίωξη εις βάρος μου η στρατιωτική δικαιοσύνη, όχι διότι με συμπαθεί, αλλά διότι θα αντιδράσει η διεθνής κοινότητα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με εκείνους που δεν έχουν τη «δύναμη του ονόματος» και μπορεί να βρεθούν εύκολα στη φυλακή. Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματική κατάσταση στη χώρα μου.
Παραδοξότητα
— Αν και, όπως είπατε και στην Εκθεση, αποφεύγετε τις πολιτικές ερωτήσεις, θα ήθελα να ρωτήσω πώς εξηγείτε το γεγονός ότι ο κεμαλικός εκσυγχρονισμός, με έντονα δυτικά στοιχεία, είναι εναντίον της ενταξιακής προοπτικής, αντίθετα με την κυβέρνηση, που προβάλλει το μουσουλμανικό στοιχείο, αλλά προσβλέπει ταυτόχρονα στην Ευρώπη;
— Συμφωνώ ότι εδώ υπάρχει μία παραδοξότητα. Η κεμαλική κληρονομιά πράγματι εμφορείται από την προοπτική της Δύσης, το έδειξε και στις μεταρρυθμίσεις της (γραφή, ένδυση, ημερολόγιο) για τον δυτικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Αρα, θα περίμενε κανείς από το Δημοκρατικό Κόμμα μια ανάλογη στάση. Ομως, σημαντικά τμήματα του κόμματος και του στρατού αντιδρούν. Ανησυχούν, διότι οι «πασάδες» θα χάσουν έτσι τα προνόμιά τους, ως προς την οικονομική και κοινωνική τους θέση στον μηχανισμό της εξουσίας.
Ως αναγνώστης
— Ας επιστρέψουμε στη λογοτεχνία. Για σας το βιβλίο δεν είναι μόνο αντικείμενο γνώσης, σοφίας και ψυχαγωγίας, αλλά, και κάτι παραπάνω: Ενα «αντικείμενο του πόθου», που το κατακτάτε με όλες τις αισθήσεις σας. Είναι έτσι;
— Νομίζω ότι ήδη δώσατε την απάντηση. Διαθέτω μια βιβλιοθήκη με 17.000 τίτλους στην Κωνσταντινούπολη (Ιστανμπούλ) και, πρόσφατα, στη Νέα Υόρκη. Αγοράζω βιβλία με πάθος, σχεδόν καταναγκαστικά, αλλά πρέπει να πω ότι δεν έχω την ψυχολογία, τη μανία του συλλέκτη. Ο συλλέκτης είναι εκείνος που θέλει να αποκτήσει τα πάντα στην κατοχή του, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται οπωσδήποτε για το περιεχόμενό τους. Οταν άρχισα να διαβάζω βιβλία, ουσιαστικά είχα αποφασίσει κιόλας να γίνω συγγραφέας. Στην Τουρκία δεν είχαμε βιβλιοθήκες για να μπορέσεις να διαβάσεις Μπόρχες ή Καβάφη, έστω στα αγγλικά, οι μεταφράσεις ήταν λίγες και φτωχές. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι αν θέλω να γίνω ένας διανοούμενος, θα πρέπει να έχω τη δική μου, προσωπική βιβλιοθήκη. Ετσι, ξεκίνησα τις αναζητήσεις μου στα βιβλιοπωλεία της Πόλης.
— Είστε ένας «βιβλιοσκώληξ», τρόπον τινά;
— Ισως, αλλά όχι με την έννοια του συλλέκτη, να ψάχνω ειδικά εκείνη ή την άλλη έκδοση. Μ’ ενδιαφέρει να μαθαίνω για άλλους λαούς, για συγγραφείς και φιλοσόφους, είμαι τρόπον τινά ένας «αυτοδίδακτος» κι αυτό λέω στους μαθητές μου φέτος στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, του χρόνου στο Χάρβαρντ, ότι δεν έχω τα «τυπικά προσόντα», ό,τι έμαθα, το έμαθα μόνος μου. Περισσότερο, θα έλεγα, είμαι ένας επισκέπτης βιβλιοπωλείων. Χάρις στον πατέρα μου, που με χαρτζιλίκωνε περισσότερο όταν επρόκειτο να αγοράσω βιβλία, και μου άφησε και τη βιβλιοθήκη του, γνώρισα κι αγάπησα το βιβλίο, κι από κει ξεκίνησε και η δική μου, προσωπική βιβλιοθήκη, με βιβλία κάθε είδους. Ενδιαφερόμουνα να μάθω τα πάντα για την Τουρκία, αλλά ταυτόχρονα με έπιανε και μια θλίψη γι’ αυτόν τον «επαρχιωτισμό» της χώρας μου, γι’ αυτή την εσωστρέφεια και την απομόνωσή της. Προσπάθησα λοιπόν να την υπερβώ, γράφοντας στη γλώσσα μου, συνδυάζοντας τη γλώσσα του τουρκικού πολιτισμού με εκείνη της σύγχρονης λογοτεχνίας, ακόμα και με τη «μεταμοντέρνα» εκδοχή της. Το θέμα δεν είναι να «ανήκεις στη μητρόπολη», το ζήτημα είναι να την «αγκαλιάσεις» με τα γραπτά σου.
— Ως συγγραφέας, έχετε την αίσθηση ότι δεν είναι τόσο ο αναγνώστης που πηγαίνει στο βιβλίο, αλλά το βιβλίο που τον συναντά;
— Θα έλεγα και τα δύο, ως αναγνώστης, αλλά και ως επισκέπτης βιβλιοπωλείων. Βέβαια, στην εποχή του Διαδικτύου, η περιπλάνηση στα βιβλιοπωλεία έχει «βγει από τη ζωή μου», ίσως διότι κυκλοφορώ με σωματοφύλακες, ίσως και λόγω της «διασημότητας», το ίδιο συμβαίνει είτε είμαι στην Ιστανμπούλ είτε στη Φρανκφούρτη. Τώρα «σερφάρω» στο Amazon, αλλά το ξέρω, δεν είναι το ίδιο, δεν μπορώ να αγγίξω το βιβλίο, να το ξεφυλλίσω, να το μυρίσω. Κάποτε, όταν δεν είχα χρήματα, περιπλανιόμουνα στα βιβλιοπωλεία, σήμερα, μπορώ να αγοράσω ό,τι θέλω, αλλά δεν μπορώ να «χαθώ» στα βιβλιοπωλεία.
Μελαγχολική Πόλη, σύγχρονη Ιστανμπούλ
— Πού κρύβεται σήμερα η «μελαγχολία της Κωνσταντινούπολης» (hsn); Υπάρχουν κάποια μυστικά περάσματα στην Πόλη;
— Υπάρχει ακόμα ένα τμήμα της Πόλης, από τα χρόνια του ’40, του ’50 και του ’60, όπως το περιγράφω στο βιβλίο. Τα νέα παιδιά έρχονται και μου λένε πως η πόλη είναι διαφορετική, φωτεινή, ζωντανή και όχι «επαρχιακή», όπως την περιγράφω. «Πού είναι λοιπόν η θλίψη, πού η μελαγχολία;», με ρωτούν. Η απάντηση είναι απλή: έτσι ήταν η Πόλη. Πολλοί ξένοι φίλοι μου, συνομήλικοι ή λίγο μεγαλύτεροι, μου λένε όμως πως έτσι ήταν και οι πόλεις τους, η Ρώμη, το Παρίσι.
Ο Καβάφης
— Από τα διαβάσματά σας, ποιον Ελληνα συγγραφέα ή ποιητή ξεχωρίζετε;
— Ο Καβάφης είναι εκείνος που θαυμάζω περισσότερο. Εχω διαβάσει Ελύτη, αργότερα όμως, όταν πήρε το Βραβείο Νoμπέλ στη λογοτεχνία, τον εκτιμούσα και ως προσωπικότητα, όπως και τον Σεφέρη, που προέρχεται από τα μέρη μου και έχει μια ευρωπαϊκή ματιά, όπως λέτε, αλλά για μένα παραμένει ο Καβάφης, που τον θεωρώ κάτι σαν τον Πεσόα ή τον Μπόρχες.
Λέξεις, το δράμα της συγγραφής
— Εχετε το προνόμιο να ζείτε σε τρεις κόσμους, στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στην Ιστανμπούλ. Να υποθέσουμε ότι η λογοτεχνία είναι για σας μια «άλλη χώρα»;
— Η λογοτεχνία είναι ο άλλος δικός μου κόσμος. Πρέπει να γράφω κάθε μέρα, έχω ανάγκη από αυτό. Αν δεν το κάνω, χάνω την καλή μου διάθεση, γίνομαι σχεδόν καταθλιπτικός. Για μένα η λογοτεχνία είναι ο «δεύτερος κόσμος», ο πρώτος μοιράζεται στα τρία (Ιστανμπούλ, Νέα Υόρκη, Παρίσι) και σε ταξίδια.
— Ποιο μέρος της συγγραφής είναι το πλέον δύσκολο για να το τιθασεύσει ο συγγραφέας; Η γλώσσα, η φαντασία ή η μνήμη;
— Δεν έχω πρόβλημα με τη φαντασία ούτε με τις αναμνήσεις. Η γλώσσα όμως παραμένει το κύριο. Το «δράμα της συγγραφής» έγκειται στο να μετατρέψεις το θαύμα και την αγριότητα της φαντασίας σε λέξεις. Η φαντασία από μόνη της δεν αρκεί, πρέπει να «περάσει» και στο χαρτί. Το «δράμα» είναι να βάλεις τη φαντασία και τη μνήμη σε μία τέλεια πρόταση. Ο Ναμπόκοβ, όταν κάποτε σχολίασαν ότι δεν είναι καλός ομιλητής, είπε: «Σκέφτομαι σαν ιδιοφυΐα, γράφω σαν εξαιρετικός συγγραφέας, μιλάω σαν παιδί». Ο καθένας έχει φαντασία, το πρόβλημα είναι να έχεις τον αυτοέλεγχο και τη δημιουργικότητα και να πιστεύεις στη φαντασία σου, ώστε να της δώσεις σχήμα, τη μορφή της γλώσσας. Πιστεύω πράγματι πως όλοι μας έχουμε φαντασία όπως τα παιδιά, αλλά η συγγραφή είναι η δημιουργία και η πειθαρχία να οργανώσεις σαν αξιωματικός τον στρατό σου με τέτοιο τρόπο, ώστε να εμφανιστούν και στο χαρτί.
No comments:
Post a Comment