Γράφει ο Πέτρος Τατσόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 1 Νοεμβρίου 2008
ΣΥΝΗΘΩΣ ΔΕΝ ΕΝΤΟΠΙΖΟΥΜΕ ΕΜΜΟΝΕΣ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ. ΤΙΣ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΙΔΙΟΝ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΩΝΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΑΝ ΠΡΟΤΙΜΑΤΕ Ή ΚΑΘΗΛΩΣΗΣ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΦΟΡΜΑ Ή ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΘΕΜΑ, ΕΝΙΟΤΕ ΚΑΙ ΣΕ ΑΜΦΟΤΕΡΑ. Ο ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ, ΜΕ ΜΙΑ ΡΩΜΑΛΕΑ ΝΟΥΒΕΛΑ, ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ ΟΤΙ Η ΕΜΜΟΝΗ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΒΑΡΙΔΙ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΕΥΣΕΙ ΚΑΙ ΩΣ ΦΑΝΟΣΤΑΤΗΣ
Πριν από τρία χρόνια ο Ηλίας Μαγκλίνης πήρε το βάπτισμα του πυρός με τη νουβέλα Σώμα με σώμα (Εκδ. Πόλις). Φαίνεται ότι νιώθει άνετα στο σταυροδρόμι διηγήματος και μυθιστορήματος, εξού και δεν σπεύδει να ακολουθήσει τη μία ή την άλλη κατεύθυνση (πιθανόν μάλιστα εκεί να σκοπεύει να εγκατασταθεί). Φαίνεται επίσης ότι δεν αποδυναμώθηκε η σαγήνη που ασκούν πάνω του τα δεινά του σώματος, καθώς και η μνήμη του, μια μνήμη που επιβιώνει της φθοράς, χαρίζοντας στο σώμα μια ιδιότυπη αθανασία, πεπερασμένη- αν μου επιτρέπετε το οξύμωρο-, δηλονότι δεν διαρκεί εις το διηνεκές, αλλά μόνο για όσο χρόνο τη φιλοξενούν και τη συντηρούν τα άλλα σώματα. Τα σώματα, όλα τα σώματα, τόσο εκείνα που πέφτουν στο πεδίο της μάχης όσο κι εκείνα που λειώνουν από τον καρκίνο, αφήνουν πίσω τους σημάδια- και αυτά ακριβώς τα σημάδια ο ιχνηλάτης συγγραφέας προσπαθεί να εντοπίσει και να καταγράψει στο προηγούμενο βιβλίο του. Εδώ, στην Ανάκριση, μετατοπίζει τον προβολέα του από το σώμα που θνήσκει στο σώμα που βασανίζεται, είτε εκούσια είτε ακούσια, και αφήνει πίσω του τα δικά του διαπιστευτήρια. «Μονάχα ο πόνος είχε εξαφανιστεί», γράφει ο Μαγκλίνης, «αλλά ο πόνος έφευγε πάντα πρώτος, η πληγή χανόταν γρήγορα, σαν να βούλιαζε μέσα στο σώμα του, να την απορροφούσε η σάρκα. Αλλά ο πόνος άφηνε πάντα ένα ίχνος, μια πατημασιά ντροπής πίσω του». Αυτές οι «πατημασιές ντροπής», σύμφωνα με τον συγγραφέα, όχι μονάχα μένουν ανεξίτηλες, μα και... διαβιβάζονται. Κληρονομούνται.
Αυτήν ακριβώς την απάντηση προσπαθεί να του εκμαιεύσει η κόρη του, φέρνοντάς τον συχνά σε απόγνωση. Η Μαρίνα, γεννημένη ένα χρόνο μετά τη μεταπολίτευση, έχει παραλάβει την προπατορική πατημασιά ντροπής - μονάχα που δίνει διαφορετική ερμηνεία στο περιεχόμενό της. Σιχαίνεται τη «μαλακισμένη ηθικολογία των αριστερών», αναγουλιάζει με τις «κωλοκυκλάδες του Θεοδωράκη και τη Μαρίνα του Ελύτη» και, ελλείψει βασανιστή, αναλαμβάνει η ίδια χρέη Εσατζή απέναντι στο σώμα της. Τις εφηβικές κρίσεις ανορεξίας-βουλιμίας και τις χαρακιές για τους πρώτους γκόμενους διαδέχεται η αναγωγή του πόνου σε δημιουργία, με πρότυπα ακραίους περφόρμερ του εξωτερικού, όπως τη Σέρβα Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Σε κάθε ανάλογο εικαστικόθεατρικό δρώμενο, η κόρη του Κωστή δοκιμάζει τα όρια της δικής της σωματικής αντοχής, αλλά ταυτόχρονα και τα όρια της ψυχικής αντοχής του πατέρα της. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, κάτω από το πολλαπλά βασανισμένο κορμί του Εσταυρωμένου και το ευφρόσυνο (σαδομαζοχιστικό άραγε;) βλέμμα των πιστών, πατέρας και κόρη θα δώσουν το «παρών» στην τελική αναμέτρηση.
Βασανιστήρια
Δύο αφηγητές, ο Κωστής και η Μαρίνα, πατέρας και κόρη, ξετυλίγουν στην Ανάκριση τα όνειρά τους (τους εφιάλτες τους, ως επί το πλείστον) και ο Μαγκλίνης, ως τριτοπρόσωπος οικοδεσπότης, επιχειρεί να τα συρράψει και να τα αποκωδικοποιήσει. Ο 62χρονος Κωστής έχει κληρονομήσει την πατημασιά ντροπής από τον δικό του πατέρα, έναν από τους ηττημένους του Εμφυλίου, που ανάλωσε μεταπολεμικά τη ζωή του σε απανωτές εξορίες και το πρόσωπό του «τηγανίστηκε» στη Μακρόνησο όταν έπνιγε με τα χέρια του πανικόβλητες αγριόγατες, κλεισμένες μαζί του στον ίδιο σάκο, αλλά πρόλαβε και πέθανε πριν πλακώσει η δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο Κωστής υποτάσσεται στον πατρικό αγωνιστικό ψυχαναγκασμό- «εγώ ήμουν μέσα στον αγώνα βέβαια, αλλά δεν ήμουν αγωνιστής»-, οργανώνεται στους Λαμπράκηδες και, όταν κατεβαίνουν τα τεθωρακισμένα, παραλαμβάνει από τον ήδη νεκρό πατέρα του τη σκυτάλη του μαρτυρίου. Συλλαμβάνεται, οδηγείται στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ και υποβάλλεται σε ποικίλα βασανιστήρια, συμπεριλαμβανομένων των σεξουαλικών (ένα πρωθύστερο Αμπού Γράιμπ). Μετά την πτώση της δικτατορίας, δεν φροντίζει να εξαργυρώσει την αντιστασιακή του δράση και, όπως τον μέμφεται η γυναίκα του, αρκείται «στις μεταφράσεις κι όχι στη μαχητική αρθρογραφία ή στο ρεπορτάζ», βάζει «ταφόπλακα στην υπογραφή» του, λαθροβιοί σαν πεθαμένος υπό προθεσμίαν. Μήπως οι Εσατζήδες τα έχουν καταφέρει τελικά; Μήπως τον έχουν διά βίου «σπάσει»; Χαρακιές Αυτήν ακριβώς την απάντηση προσπαθεί να του εκμαιεύσει η κόρη του, φέρνοντάς τον συχνά σε απόγνωση. Η Μαρίνα, γεννημένη ένα χρόνο μετά τη μεταπολίτευση, έχει παραλάβει την προπατορική πατημασιά ντροπής - μονάχα που δίνει διαφορετική ερμηνεία στο περιεχόμενό της. Σιχαίνεται τη «μαλακισμένη ηθικολογία των αριστερών», αναγουλιάζει με τις «κωλοκυκλάδες του Θεοδωράκη και τη Μαρίνα του Ελύτη» και, ελλείψει βασανιστή, αναλαμβάνει η ίδια χρέη Εσατζή απέναντι στο σώμα της. Τις εφηβικές κρίσεις ανορεξίας-βουλιμίας και τις χαρακιές για τους πρώτους γκόμενους διαδέχεται η αναγωγή του πόνου σε δημιουργία, με πρότυπα ακραίους περφόρμερ του εξωτερικού, όπως τη Σέρβα Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Σε κάθε ανάλογο εικαστικόθεατρικό δρώμενο, η κόρη του Κωστή δοκιμάζει τα όρια της δικής της σωματικής αντοχής, αλλά ταυτόχρονα και τα όρια της ψυχικής αντοχής του πατέρα της. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, κάτω από το πολλαπλά βασανισμένο κορμί του Εσταυρωμένου και το ευφρόσυνο (σαδομαζοχιστικό άραγε;) βλέμμα των πιστών, πατέρας και κόρη θα δώσουν το «παρών» στην τελική αναμέτρηση.
Ηλίας Μαγκλίνης
Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ
ΕΚΔ. ΚΕΔΡΟΣ 2008, ΣΕΛ. 128
Ο Ηλίας Μαγκλίνης κατορθώνει κάτι- εκ πρώτης όψεως και μέχρι στιγμήςακατόρθωτο. Να γεφυρώσει δύο γενιές (και δύο μυθολογίες) που δεν μοιάζουν να διαθέτουν κανένα σημείο επαφήςούτε καν διάθεση για επαφή. Έως σήμερα, βλέπαμε αυτές τις γενιές να φιλοξενούνται σε ξεχωριστά βιβλίακαι τους συγγραφείς των βιβλίων, ως εκ τούτου, να απευθύνονται σε ξεχωριστά ακροατήρια, εκ προοιμίου ασύμβατα ή ακόμη κι εχθρικά (πόσοι παλιοί Λαμπράκηδες δεν θα έφευγαν στη μέση μιας περφόρμανς της Αμπράμοβιτς;). Δεν συνιστώ σε όλους αδιακρίτως- και κυρίως αβασάνιστανα διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Ας το αποφύγουν ιδίως εκείνοι που συνεχίζουν να ανανεώνουν το λαδάκι στα αγωνιστικά καντήλια και να μιζεριάζουν με τις αλλοτινές δάφνες στην «ταβέρνα με τη λαδόκολλα». Από την άλλη πάλι, ίσως αυτοί, περισσότερο από τους υπόλοιπους, θα έπρεπε να το διαβάσουν.
No comments:
Post a Comment