ΦΙΛΙΠ ΝΕΜΟ, Τι είναι η Δύση;, εκδόσεις Εστία, σελ. 197
Όταν προ ολίγων μηνών έτυχε να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο, έμεινα αρχικά άναυδος. Μια (έστω και) υπόρρητη υπεράσπιση του πολιτισμικού ρατσισμού γραμμένη από έναν γάλλο πανεπιστημιακό και μεταφρασμένη στα ελληνικά δεν είναι δα και κάτι συνηθισμένο. Θεωρώντας, ως μειλίχιος αριστερός, ότι ο εκνευρισμός δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος, διαρκώς ανέβαλλα αυτή την βιβλιοπαρουσίαση, με την ελπίδα ότι ουδείς θα ασχοληθεί μαζί του -κι έτσι, τουλάχιστον δε θα αυξάνονταν οι πωλήσεις του. Από τη στιγμή που οι μέχρι στιγμής δημοσιευμένες βιβλιοκριτικές δεν έθιξαν το (σύμφωνα με την άποψή μου) υπόβαθρο του συλλογισμού του συγγραφέα και ασχολήθηκαν είτε με την περιγραφή των περιεχομένων είτε με την ένταξή του σε ένα (γενικώς) αντισχετικιστικό στρατόπεδο, αποφάσισα κι εγώ να καταθέσω την ανάγνωσή μου.
Ο κύριος Νεμό, παρότι αναρωτιέται για το «τι είναι η Δύση» το έχει προαποφασίσει: είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ή μάλλον η «πρώτη ταχύτητά» της), οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία. Το γεγονός ότι σπαταλά μερικές δεκάδες σελίδες για να φτάσει στο συμπέρασμά του, δεν χρειάζεται να μας κάνει εντύπωση. Διότι, έστω και παραβιάζοντας κάθε γνωστή έννοια ιστορικότητας, θα πρέπει να δώσει περιεχόμενο σε αυτή τη χωρική κατασκευή. Αντίπαλος της Δύσης, βέβαια, δεν είναι άλλος από το «αρνητικό» της, το οποίο μέχρι πρόσφατα βρισκόταν στο εξωτερικό της, αλλά τώρα πια (φευ) έχει εισχωρήσει εντός της: «Τα μεταναστευτικά κύματα έχουν φτάσει σε ένα οριακό σημείο, πέραν του οποίου η πολιτισμική ένταξη των μεταναστών καθίσταται προβληματική, και όπου αρχίζει να διαφαίνεται μια πολυπολιτισμική κοινωνία»1: «οφείλουμε άραγε να υπερασπιστούμε έναν τέτοιο πολιτισμό (...) απέναντι στον κίνδυνο διάσπασής του από την αλματώδη ανάπτυξη των κοινοτισμών ή από την πολιτισμική επιμειξία;».2
Ο αξιότιμος καθηγητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής των Παρισίων, εφοδιασμένος με μια λεπτομερή στατιστική των δεικτών απορροφητικότητας φτηνών εργατικών χεριών, καθώς και με μια ανάλυση του επιτρεπτού ποσοστού νόθευσης του προϊόντος «Δύση», σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς εμπορίου, προσπαθεί να μας διαφυλάξει από δυσάρεστες παρενέργειες. Στην περίπτωση που κάποιος «μοδάτος» υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αντιτείνει ότι είναι δυνατή η ενότητα στη διαφορετικότητα κι άλλα τέτοια μεταμοντέρνα ή παλαιομαρξιστικά, ο κύριος καθηγητής απαντά ρεαλιστικά, κουνώντας το δάχτυλό του: «δεν μπορούμε, προκειμένου να συμβιβάσουμε ενότητα και διαφορές, να προσφύγουμε στις τυποποιημένες εκφράσεις που είναι σήμερα στη μόδα: την πολυπολιτισμικότητα ή την πολιτισμική επιμειξία. Η πρώτη είναι εξίσου παράλογη, όσο ένα παιχνίδι όπου ο κάθε παίκτης ισχυρίζεται ότι παίζει σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες. Η δεύτερη, η οποία συνιστά την αναζήτηση ενός ‘μεγαλύτερου κοινού παρονομαστή’, φτωχαίνει εξ ορισμού τον πολιτισμό».3
Τελική λύση στο πρόβλημα, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι η δημιουργία μιας Δυτικής Υπερεθνικής Ομοσπονδίας και η μετρημένη αποδοχή μεταναστών εντός των ορίων της, οι οποίοι θα πρέπει να προαποδεχθούν την πολιτισμική αφομοίωσή τους. Οι κανόνες είναι δικοί μας - το ίδιο και ο πολιτισμός. Το πρώτο θα μπορούσε να είναι κάλλιστα άλλη μια επίκληση στο δίκαιο του ισχυρότερου, ο οποίος εξαναγκάζει τους υπολοίπους να τηρήσουν τους κανόνες που αυτός έχει θέσει, προς ίδιον όφελος. Αν ήταν έτσι, ο κύριος Νεμό δε θα έπειθε και πολλούς αναγνώστες ή τουλάχιστον δε θα προσέφερε κάποια ευπρεπή επιχειρηματολογία σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί ή φωτισμένοι αστοί, ως formal urban middle class, μια κατηγορία που στα καθ’ ημάς τρέφεται από τις οδηγίες έγκριτων επιφυλλιδογράφων και βηματίζει ανάμεσα στις σελίδες παραλογοτεχνιζόντων πανεπιστημιακών. Δύο διαδοχικές κινήσεις φτάνουν όμως για να εξωραϊστεί, να γίνει ευπαρουσίαστος ο εκ της αγοράς ορμώμενος κυνισμός. Καταρχάς, μια ψευδοϊστορική αναδρομή, η οποία αποτελείται από μια έντεχνη συρραφή κοινών τόπων, δηλαδή «δεδομένων», δηλαδή πραγμάτων που ο αναγνώστης προσλαμβάνει άκριτα, δίχως να θέσει σε λειτουργία την κριτική του ικανότητα, εθισμένος ων από την ατέρμονη αναπαραγωγή τους από τα παιδικά του κιόλας χρόνια. Ο χρυσός αιώνας του Περικλή, η τελειότητα του ρωμαϊκού δικαίου, η σοφία της Βίβλου, η «διαμάχη για τα αξιώματα», το υπέρλαμπρο άστρο των Φώτων και των επαναστάσεων του 18ου αιώνα (χωρίς βίες και Τρομοκρατίες, φυσικά). Έτσι, η ανωτερότητα του προϊόντος «μας» έχει ήδη παραχθεί σχεδόν αυτονόητα. Συμπληρωματική της πρώτης κίνησης είναι η δικαιολόγηση του αποκαθαρμού της Ιστορίας «μας» από κάθε μελανή σελίδα -όσο να ‘ναι κάτι από Ολοκαύτωμα ή αποικιοκρατία θα έχει διαβάσει ο αναγνώστης και ίσως να τρόμαξε πρόσκαιρα με τα λαμπρά αυτά επιτεύγματα της «Δύσης».
Αδίκως όμως, διότι όσον αφορά τον φασισμό και (βεβαίως βεβαίως) τον κομμουνισμό «στην πραγματικότητα [δεν] υπήρξαν καθαρά δυτικές πραγματικότητες. Επρόκειτο για παθολογικά φαινόμενα, στιγμιαίες επιστροφές σε ‘αταβιστικά ένστικτα’ μιμητικών ομάδων και μαζών, που παλινδρόμησαν στο φυλετικό στάδιο. Πράγματι, επανέφεραν και αναβίωσαν μη πολιτισμένες συμπεριφορές, προγενέστερες της ελληνικής πολιτικής συνείδησης, (...) προγενέστερες του ρωμαϊκού δικαίου και του ρωμαϊκού ουμανισμού και, τέλος, προγενέστερες της βιβλικής αγάπης προς τον πλησίον και της ελπίδας».4 Ως εκ θαύματος, κάποια παράσιτα ξεφύτρωσαν στον κήπο του Βολταίρου --όπως άλλωστε κι ο ίδιος ο κήπος, ο οποίος θεωρείται ως αιωνίως περιτειχισμένος και απομονωμένος τεχνητά από τη γύρω φύση. Τίποτα το «δυτικό» όμως δε διέθεταν τα παράσιτα: «αυτά τα ένστικτα δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτισμική ιστορία της Δύσης που αφηγήθηκα. Οι Κινέζοι, οι Καμποτζιανοί και οι Κορεάτες κομμουνιστές μπόρεσαν να αφυπνίσουν τα ίδια ένστικτα με την ίδια επιτυχία, και οι Νεότουρκοι μπόρεσαν να διαπράξουν εξίσου αποτελεσματικές γενοκτονίες όσο και οι ναζί».5 Τα ίδια λοιπόν, και χειρότερα διέπραξαν κι οι ασιάτες. Ευλόγως, θα προσέθετα, εφόσον είναι και στη «φύση» τους: ούτε χριστιανοί είναι,6 να αναγνωρίζουν την καθαρτήριο θετικότητα της καταστροφής ούτε φιλελεύθεροι, ώστε να μπορούν να θεμελιώνουν κοινή αγορά επί των ερειπίων. Οι κοινοί τόποι της σύγχρονης φιλελεύθερης δικαιολόγησης των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα είναι κάτι που ίσως και να το περιμέναμε. Άλλωστε, στην εξίσωση Χίτλερ ίσον τρελός, φασισμός ίσον κομμουνισμός, σκοντάφτουμε σχεδόν καθημερινά πλέον. Αυτό που δε θα ανέμενε κανείς (έλληνας) αναγνώστης είναι η δικαιολόγηση της αποικιοκρατίας με όρους κοινωνικού δαρβινισμού και «Σκέψης φον Χάγεκ» (ο οποίος, «με την ψυχρή επιστημονική τ[ου] ακρίβεια είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικ[ός]).7
Η σεμνοτυφία μου δε μου επιτρέπει να αναπαράγω το ανατριχιαστικό επιχείρημα του σεβαστού καθηγητή, που θυμίζει Σουίφτ και αποδεικνύει έμπρακτα τα πορίσματα της Κοινοτυπίας του κακού της Άρεντ. Μόνο μια φράση, αφιερωμένη σε όσους απρόσεκτους κριτικούς: «Οι πληθυσμοί των μη δυτικών κοινωνιών θέλουν κι αυτοί να κρατηθούν στη ζωή. Όμως ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν ενδεχομένως να επιστρέψουν στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν από τον αποικισμό και να μην ζουν πλέον σε ένα περιβάλλον ως ένα βαθμό δυτικοποιημένο, θα ήταν να δεχτούν να μειώσουν τους πληθυσμούς τους κατά ενενήντα τοις εκατό. [...]. Ίσως τελικά αυτό είναι το σκληρό δίλημμα που κρύβεται πίσω από τις πολυετείς εμφύλιες συγκρούσεις πολλών χωρών του Τρίτου Κόσμου».8
Αν θέλουν τον πολιτισμό τους ας πεθάνουν --το «πόσοι» έχει ήδη υπολογιστεί στο Παρίσι και αλλού. Αν θέλουν τον πολιτισμό μας, δηλαδή τον πολιτισμό γενικά, ας παραμείνουν μακριά μας και η οικονομία της αγοράς θα φροντίσει γι’ αυτούς.
Ο πολιτισμός μας, η Δύση, είναι τελικά μια χρήσιμη μετωνυμία του καπιταλισμού. Αυτό βέβαια είναι αληθές. Αυτόν πρέπει να υπερασπιστούμε --μέχρι θανάτου. Εδώ έγκειται η κρισιμότητα του «εμείς»: ποιοι εμείς και για ποιους θα πρέπει να υπερασπιστούμε τον καπιταλισμό; Μα γιατί είναι ο πολιτισμός. Για τον «καλό σκοπό» όλα τα όπλα είναι ηθικά. Ιδίως το όπλο της επικοινωνίας, του μάρκετινγκ. Η επιστημονικοφανής γλώσσα του κειμένου, η «αυστηρά ορθολογική» επιχειρηματολογία, η comme il faut επίκληση στα συσσωρευμένα στερεότυπα του αναγνώστη, ελπίζω να μην ξεγελούν ένα τμήμα έστω του κοινού. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα έχουμε να κάνουμε με μια «επιστροφή» του πολιτισμικού ρατσισμού (λες κι έφυγε ποτέ από κοντά μας), αλλά με μια αποδοχή του διά της σιωπής και της αδιαφορίας. Και κάτι τελευταίο: διαβάζοντας ξανά τα προηγούμενα, διαπιστώνω πως άθελά μου, ίσως συμβάλλω κι εγώ στην αύξηση των πωλήσεων του συγκεκριμένου βιβλίου. Όλα τα έχει προβλέψει ο καπιταλισμός. Δεν γινόταν όμως διαφορετικά. «Η καταισχύνη των δυνατοτήτων ύπαρξης που μας προσφέρονται είναι φανερή εκ των έσω. Δεν αισθανόμαστε έξω από το πλαίσιο της εποχής μας, αντίθετα δεν σταματάμε να καταλήγουμε σε επονείδιστους συμβιβασμούς μαζί της [...] Δεν είμαστε υπεύθυνοι για τα θύματα, αλλά είμαστε υπόλογοι απέναντί τους. Και ο μοναδικός τρόπος για να αποτινάξουμε την καταισχύνη είναι να προσποιούμαστε ότι είμαστε ζώα (να γρυλίζουμε, να σκάβουμε, να σαρκάζουμε, να κάνουμε σπασμωδικές κινήσεις): μερικές φορές, ένα ζώο που πεθαίνει σκέφτεται περισσότερο από ένα ζωντανό άνθρωπο, ακόμα κι αν είναι δημοκράτης».9
1. Φ. Νεμό, Τι είναι η Δύση;, Εστία, Αθήνα, 2008, σ. 10.
2. Ό.π., σ. 11. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου. Τα αποσπάσματα (ανακατασκευάζοντας υποθετικά μια αναγνωστική οδηγία του συγγραφέως) ει δυνατόν να αναγιγνώσκονται με ελαφρά ύψωση των όφρεων, συνοδευόμενη από αγχοβόρες παλινδρομήσεις της κεφαλής κατάφασιν δεικνύουσαι.
3. Ό.π., σ. 158.
4. Ό.π., σ. 114. Η έμφαση στο πρωτότυπο.
5. Ό.π., σ.116.
6. Χριστιανοί καθολικοί ή προτεστάντες όπως ξεκάθαρα διακρίνει ο συγγραφέας. Ορθόδοξοι (δηλαδή βαλκάνιοι και, κυρίως, ρώσοι) αποκλείονται από την Δυτική Ομοσπονδία. Σκόντο γίνεται για τους έλληνες λόγω αρχαιότητας, αν και με επιφυλάξεις.
7. Ό.π., σ. 126.
8. Ό.π., σ. 132-133.
9. Ντελέζ-Γκουαταρί, Τι είναι η φιλοσοφία; Όπως παρατίθεται στο Ζιλ Σατλέ, Να ζούμε και να σκεφτόμαστε σαν τα γουρούνια. Για το φθόνο και την ανία στις δημοκρατίες της αγοράς, Καστανιώτης, Αθήνα, 1999. Σε περίπτωση λήψης Νεμό, πάρτε κι αυτό ως αντίδοτο.
Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός
No comments:
Post a Comment