Sunday, November 2, 2008

Επώδυνες καταδύσεις

ΜΑΡΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ, Το κόκκινο ξενοδοχείο. Η αδύνατη αναπαράσταση, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 178

Ένας εξομολογητικός μονόλογος για τα μικρά και μεγάλα τραύματα της παιδικής ηλικίας που στοιχειώνουν την ενήλικη ζωή μας. Μια νουβέλα σαν θεατρικό μονόπρακτο, με ψυχαναλυτικές διαθέσεις και ονειρώδη ατμόσφαιρα. Μια μονοπρόσωπη ουσιαστικά αφήγηση, με τη μορφή ενός εσωτερικού διαλόγου ανάμεσα στη «Φωνή», που αφηγούμενη θυμάται, στοχάζεται και καταθέτει θραύσματα και κομμάτια του οικογενειακού αρχείου, και τον «Ψίθυρο», που υποβάλλει ενστάσεις, προσθέτει στοιχεία, επεξηγεί, αμφιβάλλει, εγκαλεί, προκαλεί, ανατρέπει, αντιφάσκει. Τον «Ψίθυρο» που υποκινεί τη συνέχεια της αφήγησης, τροφοδοτώντας τη με ερωτήματα, όταν αυτή κομπιάζει και αναβάλλει, όταν η σιγή, η ανασφάλεια ή η παραίτηση νεκρώνουν τη ροή των λέξεων. Παραστέκει την κυρίαρχη αφηγηματική «Φωνή» σ’ αυτή την αγωνιώδη απόπειρα αναπαράστασης του παρελθόντος μέσα από σκόρπιες σκηνές, κενά μνήμης, κατακερματισμένες εικόνες, εγκιβωτισμένα μυστικά και αποσιωπημένες αλήθειες. Όταν σκαλώνει από αδυναμία σε λησμονημένα πρόσωπα και ξεχασμένους τόπους και αποσιωπά από σκοπιμότητα οδυνηρές καταστάσεις. Επίσης, στα νήματα του αφηγηματικού ιστού εμπλέκονται οι «Ωτοβλεψίες», ένας χορός που σχολιάζει τα λεγόμενα, παρακολουθεί και αγρυπνά, εκπροσωπώντας την αντικειμενική θεώρηση, την ψύχραιμη, αποστασιοποιημένη παρατήρηση και τα «Ομοιώματα», εκτοπλάσματα των πρωταγωνιστών, που αντιπροσωπεύουν το άλλο βλέμμα και έρχονται να καταθέσουν τη δική τους εκδοχή και μαρτυρία, υπερασπιζόμενοι την προσωπική τους αλήθεια και τους ρόλους που διαδραμάτισαν στο παρελθόν.

Η συγγραφέας Μαρία Ευσταθιάδη, κόρη του διαπρεπούς νομικού και διεθνολόγου Κωνσταντίνου Ευσταθιάδη, χωρίς αυτοβιογραφικές προθέσεις, χωρίς να ονοματίζει πρόσωπα, επιχειρεί μια διήθηση στις επάλληλες στιβάδες της μνήμης της, μέχρι τις απώτερες ρίζες, τις καταγωγικές αφετηρίες, αναζητώντας απαντήσεις του παρόντος στις καταβολές, στις απαρχές, στις πρώτες καταχωρημένες εμπειρίες. Μια ανάκληση του οικογενειακού περιβάλλοντος μέσα από πολλές επαναλαμβανόμενες αναδρομές στην παιδική ηλικία, όχι με τη συγκίνηση μιας νοσταλγικής αναπόλησης, που σου αφήνει μια γλυκιά γεύση, όπως οι προυστικές μαντλέν, στο στόμα, αλλά σαν έμμονη ιδέα. Σαν να ψηλαφίζεις μηχανικά και επίμονα ένα τραύμα, μια παλιά ουλή που σε πονάει ακόμα και σε αναγκάζει διαρκώς να θυμάσαι αυτό που την προκάλεσε. Η αφηγήτρια φυλλομετρά τα σκονισμένα αρχεία, ανοίγει το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες, κοιτά τα πρόσωπα, αγγίζει, με πυρετικά αεικίνητα δάχτυλα, πληγές και ίχνη, σημάδια στο σώμα και την ψυχή της φανερά και μη. Ανακατασκευάζοντας το παρελθόν, ερμηνεύει το παρόν. Μια παιδική ηλικία με την αίσθηση της εγκατάλειψης και της απόρριψης, που βουλιάζει στο μίσος, την άρνηση, την ανάγκη φυγής, ανατροπής, απεξάρτησης. Γονείς απόντες, αξιοπρεπείς, άκαμπτοι παππούδες, φιλότιμο υπηρετικό προσωπικό, εύπιστες παρακόρες και αδιάφορες γαλλίδες δασκάλες, η θυρωρός μια παρήγορη καταφυγή, ένα σπίτι με σβηστή την εστία. Σπίτι-δοχείο και φυλακή, όχι φωλιά- καταφύγιο-αγκαλιά. Ένας αποστειρωμένος καθωσπρέπει κόσμος κομψών, επικερδών συναναστροφών, απαράβατων όρων και ορίων, επιτρεπτών αισθημάτων και ανεπίτρεπτων καταστάσεων. Ο πατέρας ιδιόρρυθμος, απόμακρος, αλαζών, οξύθυμος, ερωτύλος, επιδεικτικά απασχολημένος, διαρκώς εργάζεται ή απουσιάζει. Η μητέρα όμορφη, αυτάρεσκη, γοητευτική, έξυπνη, αυστηρή, διαρκώς επικρίνει και αποδοκιμάζει. Και οι δυο κρατούν την κόρη τους σε απόσταση, κλειδωμένη έξω από το δικό τους σύμπαν, για να μην ενοχλεί, να μη μπερδεύεται στα πόδια τους. Ταξιδεύουν, φιλονικούν, δεξιώνονται και, το μικρό κορίτσι, που ποθούσε να ήταν αγόρι, μάταια πασχίζει να κερδίσει την αγάπη και να αποσπάσει την προσοχή τους.

Ένα βιβλίο για τις αναμνήσεις που πολιορκούν, εκβιάζουν, κολλούν στο δέρμα, «που σε καταδιώκουν παντού, στον ύπνο, στη λήθη, ακόμα και στον ξύπνιο. Ανελέητες αναμνήσεις που δεν κοιμούνται ποτέ». Μια διαρκής παλινδρόμηση ανάμεσα στην ανάγκη της ανάμνησης και την ελεήμονα λήθη που βάζει τον τροχό σε κίνηση και το νερό της ζωής πάλι στο αυλάκι. Το ενδιαφέρον στο βιβλίο της Μαρίας Ευσταθιάδη δεν βρίσκεται στην πρωτοτυπία του θέματος, που κινείται σε γνωστά ψυχαναλυτικά μοτίβα, τα οποία επεξεργάζονται μυθοπλαστικά οικογενειακές αφηγήσεις, αλλά στην αποτελεσματικότητα της επινοημένης δομής και στον τρόπο που προσεγγίζει η συγγραφέας τις ιδιωτικές της περιπέτειες. Κατακερματισμένες ασυνεχείς αναδρομές με την αίσθηση κινηματογραφικών πλάνων, που εναλλάσσονται με τον παράλογο ποιητικό ειρμό των ονείρων και γεφυρώνουν χρονικά και χωρικά χάσματα. Μια πυρετική κίνηση ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, που φωτίζει, διαδοχικά και ανακόλουθα, κύρια και δευτερεύοντα πρόσωπα και τόπους, και αναμοχλεύει οικεία τραύματα, ανασκάπτοντας αδιάκοπα τον τύμβο των οικογενειακών κτερισμάτων. Μια ιστορία για την καταιγίδα των ανέκφραστων αισθημάτων, για παρτίδες που παίχτηκαν και χάθηκαν, για χαμένες ευκαιρίες στο ναρκοπέδιο της επικοινωνίας με τους γεννήτορες. Για την οδυνηρή, αμετάκλητη απώλεια του πατέρα, για την ολέθρια περιπέτεια συμφιλίωσης και συμπόρευσης με τη μητέρα. Η συγγραφέας αφηγείται μια γνώριμη στον αναγνώστη ιστορία για τον σημερινό πόνο, που σε κάνει να κοιτάς πίσω σε τόπους προηγούμενους, να κτίζεις σε απειρία παραλλαγών το «τότε» για να καταλάβεις το δικό σου «τώρα», αλλά με ένα δικό-κατάδικό της τρόπο.

  • Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

No comments: