Saturday, June 5, 2010

Ποιητικά σπαράγματα και υποσχέσεις

***Ορέστης Αλεξάκης,
Το άλμπουμ των αποκομμάτων,
εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2009, σ. 71
  • Σπαράγματα ποιημάτων, αλλά και επίμετρο στη μέχρι τώρα ποιητική του δημιουργία αποκαλεί ο Ορέστης Αλεξάκης το νέο του βιβλίο. Τα ποιήματά του, μικρά αριστουργήματα γραμμένα σε διαφορετικές εποχές, αναπαράγουν παραδοσιακά μέτρα, τονίζοντας την ιδιότητά μας, ως «σκιές του παρελθόντος», ή παράγουν εσωτερικούς ρυθμούς και μας αποκαλύπτουν το αθέατο: «Εχω καθήκον [...]. Να στήνω αυτί / Να στήνω αυτί / Κι ας μην ακούω...», αποκρίνεται στο ποιητικό υποκείμενο ο παράξενος άνθρωπος, που ξενυχτά αόρατους νεκρούς, περιμένοντας κάτι πέρα «από μια αξεδιάλυτη βοή». Και στις δύο περιπτώσεις ο στίχος ρέει, ενώ από τον ποιητή πηγάζουν και τα δύο εγώ του εξωπραγματικού διαλόγου. Αντιμέτωπος με τη διαρκή παρουσία του θανάτου, απειλείται με πλήρη αποξένωση: «με ξένο "εγώ" κρατώ έναν ρόλο στην παράσταση». Βεβαιότητα υπάρχει μόνο για το κενό που αφήνουμε πίσω μας -το κενό που πάντα ήμασταν-, την ανύπαρκτη πόρτα πίσω από το ρόπτρο που χτυπάμε, τη «μεταμφιεσμένη ακινησία» που μας ξεγελά.
  • Ο διάλογος είναι το κυρίαρχο στοιχείο σε αυτή την παράσταση του τάφου εν ζωή: με προηγούμενες ποιητικές του συλλογές -για να φανεί το ενιαίο της γραφής του-, με τη λογοτεχνία, ελληνική και ξένη -για να φανεί η «αλληλεγγύη» της γραφής, όπως θα έλεγε ο Σεφέρης-, ζωντανός διάλογος σε μια ποίηση που αναδεικνύει την απώλεια ως την προσφιλή θεματική των ποιητών. «Ομως υπήρξε Κωνσταντίνε. Υπήρξε», θα φωνάξει με σπαραγμό στον Καβάφη για την πόλη των ποιητών, παραπέμποντας συγχρόνως σε προηγούμενο ποίημα για έναν άλλο Κωνσταντίνο. Ο θρύλος της σπάθας του τελευταίου βασιλιά του Βυζαντίου κάνει τον ποιητή να συνειδητοποιήσει «πως δεν υπήρξαμε ποτέ / παρά μονάχα σαν σκιές ονείρων [...] μέσα στον ύπνο τον τεταραγμένο / του σεβαστού μας Αυτοκράτορα / και πως / θα διαλυθούμε παρευθύς / μόλις εκείνος εγερθεί». Στο ταξίδι της μέσα στον καθρέφτη, η Αλίκη του Lewis Carroll συναντά τον Κόκκινο Βασιλιά, που ζει στο όνειρό της, κοιμάται και την ονειρεύεται. Οταν ξυπνήσει η Αλίκη, ο Βασιλιάς θα χαθεί. Αν όμως εκείνος ξυπνήσει πρώτος; Το ίδιο ερώτημα θέτει εδώ ο Αλεξάκης. Ο Ποιητής και ο Αυτοκράτορας ζουν στα όνειρά μας, στις ελπίδες μας. Αν σταματήσουμε να ονειρευόμαστε, οι θρύλοι της ιστορίας και της ποίησής μας θα εξαφανιστούν. Αν εγερθούν πρώτοι οι ήρωες, εμείς ως έθνος αφανιζόμαστε· θα ζούμε παγιδευμένοι στη δόξα και στα λάθη του παρελθόντος: «Αοπλος βρέθηκε λοιπόν ο Κωνσταντίνος». Ισως υπάρχει ελπίδα, αν κρατήσουμε το μεγάλο σπαθί στα χέρια μας. Με ρυθμούς και λυγμούς που συγκλονίζουν, ο Ορέστης Αλεξάκης προσθέτει ακόμη ένα διαμάντι στο ποιητικό του έργο.
***Καλλιόπη Εξάρχου,
Περιπλανώμενος λόγος,
Αθήνα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ.70
  • Στην πρόσφατη θεατρολογική μελέτη της, Ιστορία του θεάτρου: το πάθος γένους θηλυκού (στη γαλλική), η πανεπιστημιακός Καλλιόπη Εξάρχου γράφει μία εξαιρετικά πρωτότυπη ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου, με άξονα την επιθυμία του «ασθενούς» φύλου. Κρυμμένη πίσω από τα πέπλα και το παρελθόν της, η γυναίκα εμφανίζεται, σε κάθε γωνιά της γης, ηρωίδα στην τραγωδία, θύμα και θύτης, τρυφερή και αγέρωχη, έτοιμη να ακολουθήσει πιστά το πεπρωμένο της: την ανατροπή και την ολοκλήρωση της πρωτόπλαστης.
  • Στο νέο της ποιητικό βιβλίο Περιπλανώμενος λόγος η ποιήτρια Καλλιόπη Εξάρχου ταυτίζει τη γυναίκα με τις διεκδικήσεις των αισθήσεων. Οι θηλυκές φιγούρες της, αγνοώντας την κληρονομιά της Εύας, τολμούν να συνομιλούν ευθέως με το πνεύμα, να παραβαίνουν δηλαδή τις εντολές -χωρίς το άλλοθι ότι ο όφις τις ηπάτησε-, να στέκονται όρθιες στο κέντρο του Σύμπαντος και να δημιουργούνται από την αρχή. Η γραφή της ποιήτριας αναδύεται μέσα από τα όνειρά της ή το σκοτάδι της Νύχτας, που αποκτά στο έργο της συμβολισμούς δυναμικούς και απροσδόκητους. Το αρχέτυπο «Νύχτα» την προσκαλεί να μαζεύει τα αστέρια της από τη γη και να τα επανατοποθετεί στον ουρανό.
  • Κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης της Εξάρχου, η αίσθηση του ανολοκλήρωτου τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Η συνομιλία τού Εγώ με τις λέξεις ή των λέξεων μεταξύ τους αποκαλύπτει νέες συγγένειες στον χώρο του λόγου· ο άγγελος οδηγεί στην αγκάλη, ο έρωτας στο άρωμα, η οδύνη στην ηδονή, το αίμα στο ίαμα. Τα γλωσσικά σημεία είναι πάνω απ' όλα σημαίνοντα, σημαίνουν πολλαπλώς, αυτονομούνται, τολμούν όσα δεν τόλμησε η ίδια, την προκαλούν να δηλώσει με ταπεινοφροσύνη: «Χάθηκα αυτόβουλα / στη θάλασσα των λέξεων / [...] Μη μ' αναζητήσετε». Η επιθυμία και το αρχαίο ισοδύναμό της ο ίμερος προσωποποιούνται, μεταμορφώνονται με τη μαγεία της ποίησης, σε ζωντανές οντότητες. Το σώμα, αν και δεν θυμάται, «δεν έχει μνήμη», συγκλονίζεται και συγκλονίζει, αναδίδει αισθαντική ποίηση, εκφράζει όλες τις πιθανές μορφές, και κυρίως τη γοητεία, της επιθυμίας: «Τα χέρια μου στα χέρια σου, / πλεγμένα σφιχτά μη και λυθούν τα μάγια. [...] / Λιώνουν τα μέλη / και πώς να τα μαζέψω. / Λιποθυμά το δάκρυ. [...] / Μην αγνοείς της σάρκας την έναστρη επιθυμία». Ενας περιπλανώμενος λόγος σε αναζήτηση του ενδότερου Είναι και μια ποίηση που ρέει από σελίδα σε σελίδα και από ψυχή σε ψυχή, συνθέτουν το μαγικό υλικό της νέας ποιητικής συλλογής που μας χάρισε η Καλλιόπη Εξάρχου.
***Ελένη Μερκενίδου,
Νύχτες μέσα στη Νύχτα,
εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 85
  • Σαν συνέχεια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας διαβάζεται η ποίηση της Ελένης Μερκενίδου. Αρχαιόπρεπες λέξεις ρέουν μέσα σε σύνθετες μεταμοντέρνες εικόνες, δημιουργούν μορφές, προτείνουν μυθικές ερμηνείες του κόσμου και μας μεταφέρουν σ' έναν χώρο όπου η ποιητική γλώσσα αναπτύσσεται στο εσωτερικό μιας φιλοσοφικής δίνης. Ξεχωριστά στην παρούσα συλλογή, αλλά και στο σημαντικό ποιητικό έργο της: τα ποιήματα για τον χαμό της μητέρας της. Το πένθος ξεπερνά τον βαθύ στοχασμό και την προκαλεί να γράψει μερικούς από τους πιο επικοινωνιακούς στίχους της: «Θα περάσει κι αυτό, μουρμούριζε / στον τάφο κατεβαίνοντας [...]. Θα περάσει / Οχι γιατί περνά η αρρώστια / μα γιατί έχουμε εμείς περάσει [...] / φιλοξενώντας δίχως όρεξη / έναν αδικαιολόγητα εγκάρδιο / ξένο μέσα μας».
  • Ο προβληματισμός για την απώλεια αγαπημένων προσώπων οδηγεί την ποιήτρια σε οντολογική, ή και μεταφυσική, περισυλλογή, όπου το πεπρωμένο πάντα επαγρυπνά: «Σε τούτο το εξημερωμένο δάσος / [...] η πορεία μονόδρομη / προδίδει το τέλος». «Μονάχα μια βροχή αστεριών / για μας / Τα δάκρυα του γαλαξία». Μια μελαγχολία αναδύεται μέσα από τους εκφραστικούς ποιητικούς ρυθμούς: «Μη φεύγεις / Μου χρωστάς ακόμα / ένα νανούρισμα [...] μια επιστροφή στη μήτρα». Οι προσωποποιήσεις συγκλονίζουν, καθώς εμφανίζονται εγκλωβισμένες σε πλέγματα εντυπωσιακών μεταφορών: «το πένθος αποσύρθηκε / στην άμπωτη των στεναγμών». Και μόνο ο θάνατος αρκεί για να εξαγιάσει ένα αγαπημένο πρόσωπο: «Είναι μακριά η Ανάσταση / και Συ μου λείπεις τόσο». Γράφει, για να κατορθώσει να αντικρύσει τη Νύχτα ευθέως, ενώ νιώθει ενοχές, γιατί μοιράζεται το πένθος της με τον αναγνώστη: «Με κάθε μου δάκρυ / Εμπορεύομαι τον θάνατό σου». Καθώς στην πεζή πραγματικότητα ο θάνατος έρχεται συνήθως την αυγή, με μια πρωτότυπη αντιστροφή, γίνεται αρχή μιας νέας ζωής: «Μυρίζει ο θάνατος χαράματα». Η ποίηση, με τη μαγικη πνοή της, δίνει κορμί στους νεκρούς, εξαϋλώνει τους ζωντανούς: «Μιλώ απ' το σώμα που φθείρεται». Το σώμα δεν παραπέμπει σε πάθος, αλλά σε φθορά, σε φιλοσοφικό στοχασμό για τη ματαιότητα της ύπαρξης: «Οι Νύχτες [...] άδειαζαν τις ώρες μας».
  • Η ποιήτρια και φιλόσοφος Ελένη Μερκενίδου, «νύχτες βαδίζοντας μικρές / μες στη μεγάλη Νύχτα», αντιμετωπίζει τον θάνατο κοιτάζοντάς τον κατάματα, αλλά με δέος· η αίσθηση της ματαιότητας γίνεται θετική δύναμη, με τη σαγηνευτική χρήση της ποιητικής γλώσσας και της φιλοσοφικής σκέψης.
  • *Ομότιμη καθηγήτρια της Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο ΑΠΘ.

No comments: