Η Εκκλησία ως μυστήριο, ιστορία, γεγονός, παράδοση και πράξη
- Κυκλοφόρησαν σε βιβλίο είκοσι πέντε, περίπου, μαθήματα του γνωστού εκδότη και θεολόγου Δημήτρη Μαυρόπουλου
Του Σωτηρη Γουνελα* Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 6 Iουνίου 2010
- Δημήτρης Mαυρόπουλος, Διερχόμενοι διά του ναού. Μαθήματα κατήχησης για ενηλίκους, εκδ. Δόμος
- Σπεύδω να πω εξαρχής ότι το βιβλίο πραγματοποιεί αποκατάσταση νοημάτων και σημασιών της εκκλησιαστικής και πνευματικής παράδοσης, με κεντρικό άξονα τον ναό, εξ ου και ο τίτλος του. Ο συγγραφέας διάλεξε έναν πραγματικά πρωτότυπο και με τις δύο σημασίες τρόπο να μιλήσει: αναφορά στους πρώτους τύπους, απαραίτητους για να βαδίσει ο άνθρωπος την οδό του Ευαγγελίου και της πίστης, αλλά και καινοφανή πρόταση, γιατί αποφεύγοντας την ακαδημαϊκή μέθοδο προχωρεί στη διδασκαλία ή αν θέλετε τη μύηση (κατήχηση) «βαδίζοντας μέσα σ’ έναν ορθόδοξο ναό, από τη δύση προς την ανατολή, από την αυλή του μέχρι το Ιερό Βήμα». Φροντίζει να διευκρινίσει ότι η κατήχηση είναι «το πρώτο γάλα» και όχι «η ίδια η τροφή, δηλαδή η θεωρία, η θέαση των πραγμάτων της Εκκλησίας». Μεταφράζοντας πιο ελεύθερα θα έλεγα ότι ο Μαυρόπουλος (με τα είκοσι πέντε, περίπου, μαθήματά του, αρχινισμένα το ’87) μας εισάγει με προφορικό και παραμυθητικό λόγο στα της Εκκλησίας, ως μυστηρίου, ως ιστορίας, ως γεγονότος, ως παράδοσης, ως πράξης.
- Εχουμε λοιπόν να κάνουμε μ’ ένα οδοιπορικό, που σημειώνοντας τις μετακινήσεις στον ναό συνδυάζει την αυλή με το θέμα «ιστορία και κόσμος», την κλίμακα ανάβασης με τον «παλαιό και τον νέο άνθρωπο», τον νάρθηκα με τη «διδαχή και τη μετάνοια», τον Παντοκράτορα του τρούλου με τη «γνώση του Θεού» έτσι ώστε περνώντας από την «Πλατυτέρα» (ως την «αδελφή ημών Μαρία») να φτάσει μέσω του τέμπλου στη «θεολογία της Εικόνας». Και μόνο από τους τίτλους αναδύεται η μεγαλοπρέπεια των ιερών πραγμάτων, η πορεία μέσα στον χρόνο και τον χώρο ως ταυτόχρονη πορεία ζωής, αποκάλυψης, θεανθρωπίας, σωτηρίας. Υπογραμμίζοντας το πέρασμα από τη θρησκεία στην αποκάλυψη, δείχνει πώς αντιστρέφεται η κίνηση: αντί από τον άνθρωπο στον Θεό (θρησκεία), από τον Θεό στον άνθρωπο (αποκάλυψη), πράγμα που φαίνεται προπαντός στην Καινή Διαθήκη (παρατήρηση που είχε κάνει η Βέιλ στις αρχές του 20ού αι.). Κατανοούμε έτσι τη διαφορά, καθώς έχουμε άνοιγμα της οδού της πίστης ως εμπιστοσύνης και παράδοσής μας στον Λόγο και στο Πρόσωπο, δηλαδή σε αυτό που αποκαλύπτεται. Πιάνοντας ένα ένα γεγονότα και συμβάντα, εμπειρίες που καταγράφονται στα Ευαγγέλια αλλά και γενικότερα στις Γραφές, ψηλαφεί το όλο σώμα του κόσμου αλλά πιο πολύ ψηλαφεί τα σημάδια που αφήνει ο Λόγος, είτε σπερματικός, είτε αποκαλυμμένος, είτε σαρκωμένος. Αναφορικά με την αλήθεια, τονίζεται η Αλήθεια ως Πρόσωπο και η μετάδοσή της μέσα από την εκκλησιαστική παράδοση, ως αισθητή και εμπειρική ψηλάφηση ενυπόστατης Αλήθειας και όχι θεωρητικής ή γνωσιολογικής. Ως μετοχής και εμπειρίας αληθινού φωτός.
Η ενοχή- Πίστη, εκκλησιαστική βιοτή και θεολογία κατοικεί τις σελίδες του βιβλίου, επιτρέποντας την αποσαφήνιση εννοιών και καταστάσεων του ανθρώπου και της παρουσίας του πάνω στη γη: η δημιουργία του ανθρώπου, η σχέση Αδάμ και Εύας (Ζωής), το περίφημο αυτεξούσιον («κίνηση του ανθρώπου προς το έτερον», εξ ου η αγάπη), η σχέση θέλησης και αγάπης, η πάλη ανάμεσα στη φύση και το αυτεξούσιο (που σημαίνει ταυτόχρονα πάλη ανάμεσα άτομο και πρόσωπο) και που συνιστά την «πτώση» και το «προπατορικό αμάρτημα». Παρακάτω αποσαφηνίζεται ο όρος «ψυχή», η σύζευξη ψυχής και σώματος και ο όρος «πνεύμα» που συνιστά τη διαφορά του ανθρώπου από όλα τα άλλα όντα. Εξαιρετικά σημαντική η διευκρίνιση για την ενοχή που οι περισσότεροι ορθόδοξοι αγνοούν ή συγχέουν με θεολογίες του Καθολικισμού και του Προτεσταντισμού. Κάποτε (αν υπάρχει καιρός) θα πρέπει να εννοήσουμε τις διαφορές σε τέτοια ζητήματα, γιατί συνδέονται και με τον «ψυχολογικό άνθρωπο» που αναδύθηκε από μια στιγμή και ύστερα παραμερίζοντας θεολογία και φιλοσοφία και κλείνοντας τον άνθρωπο στο οικογενειακό περιβάλλον και στον περιβόητο ατομικό εαυτό. Οι παλαιότεροι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν τη δημιουργία ως πλεόνασμα αγάπης από τον Κτίστη προς τον άνθρωπο. «Εξηγούν» την πτώση ως βιασύνη του δημιουργήματος να γίνει Θεός χωρίς τον Θεό, χρησιμοποιώντας τις δικές του δυνάμεις λανθασμένα. Ενώ οι δυτικοί Πατέρες υπογραμμίζουν τη διάσταση του τιμωρού Θεού και την ανάγκη ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης μεταθέτοντας τον άξονα από δημιουργία-θέωση σε πτώση-λύτρωση με όλες τις επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται και που οι περισσότεροι πολύ λίγο προσέχουμε, ή αγνοούμε ολότελα.
- Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις τρεις οδούς σωτηρίας, τη θεολογική, την ασκητική και τη νηπτική, πιστός στην παραδοσιακή σπουδή, παιδεία και συνέχεια ο συγγραφέας καταφέρνει κάτι σαν γενική ανακεφαλαίωση και απαντά στα ερωτήματα για το «τι» και το «πώς» της Εκκλησίας και την κατάσταση του ανθρώπου στις διάφορες περιόδους της πνευματικής ιστορίας.
* Ο Σωτήρης Γουνελάς είναι ποιητής - συγγραφέας.
No comments:
Post a Comment