Της Ολγας Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 11 Oκτωβρίου 2008
Κάρσον ΜακΚάλλερς, «Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου», μετ. Μένης Κουμανταρέας, εκδ. Κέδρος, σελ. 157.
Είναι από τις φορές, που το μυθιστόρημα και ο πρόλογος που προηγείται είναι ίσης αξίας και εξίσου γοητευτικά. Ο Μένης Κουμανταρέας μας ξαναπαρουσιάζει μια παλιά του μετάφραση (καταπιάστηκε με το κείμενο στα χρόνια της μη δημοσίευσης, στη δικτατορία), τη διόρθωσε ελάχιστα και μας ξανασυστήνει, 38 χρόνια μετά, μια σπουδαία Αμερικανίδα συγγραφέα: την Κάρσον ΜακΚάλλερς. Στον πρόλογό του μας αφηγείται τα συναισθήματα και στις σκέψεις, βλέποντας έναν γερμανικό εκδοτικό κατάλογο και φωτογραφίες συγγραφέων. Ανάμεσά τους και της Κάρσον ΜακΚάλλερς. «Μέσα σε όλες αυτές τις φωτογραφίες, λοιπόν, με σταματάνε τα μάτια μιας μελαχρινής νέας γυναίκας στυλωμένα στο φακό, με φράντζα στο μέτωπο και στόμα που παραπέμπει στον τρόπο που οι γυναίκες βάφονταν στον Μεσοπόλεμο».
Και λίγες σελίδες παρακάτω μας ξεναγεί στον ξεχωριστό, ιδιόρρυθμο και ιδιαίτερα ευαίσθητο κόσμο της Αμέλια, της κεντρικής ηρωίδας του «Λυπημένου καφενείου».
Τόπος, η μέση του πουθενά στον αμερικάνικο νότο. «Η πόλη από μόνη της είναι ανιαρή», λέει η πρώτη φράση του βιβλίου. Κι η Αμέλια είναι μια φιγούρα ταυτισμένη με τον τόπο, τους κατοίκους, τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής τους εκεί. «Ηταν μια γυναίκα ψηλή, μελαχρινή, με αντρικά κόκαλα και μούσκλια. Τα μαλλιά της τα ’χε κομμένα κοντά και χτενισμένα ίσια πάνω από το μέτωπο κι υπήρχε στο ηλιοψημένο της πρόσωπο κάτι άκαμπτο και ξαγρυπνισμένο». Αυτή η αλλόκοτη γυναίκα είχε κάνει, πριν από χρόνια, έναν γάμο μόλις 10 ημερών. Πόσο γάμος ήταν δεν έχει διευκρινιστεί ακριβώς, αφού τρεις μέρες μετά το μυστήριο πέταξε έξω τον αγριάνθρωπο που είχε μαλακώσει για τα δικά της μάτια! Κι εκείνος εξαφανίστηκε.
Αυτή η άκαμπτη γυναίκα λοιπόν μαλάκωσε κι έγινε αρνάκι για τα μάτια ενός κακομοίρη καμπούρη που εμφανίστηκε ένα βράδυ στην περιοχή και στο σπίτι της ως μακρινός της ξάδελφος. Κι από εκείνο το βράδυ όλα άλλαξαν και για την Αμέλια και για τη μικρή πόλη. Κατ’ αρχάς εκείνη έγινε προσιτή, μαλακωμένη, εξομολογητική, με τον ξάδελφο μόνο. «Η δεσποινίς Αμέλια προχωρούσε αργά, ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλοπάτια και κρατώντας τη λάμπα ψηλά. Ο καμπούρης στριφογύριζε κολλημένος στα φουστάνια της, έτσι που το τρεμουλιαστό φως πάνω στον τοίχο τούς έδειχνε και τους δυο σαν μια μεγάλη, στραμπουλιγμένη σκιά». Μια ανομολόγητη σχέση εξυφαίνεται στη ζέστη του αμερικανικού νότου, συναισθήματα εξωτερικεύονται, οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν χαρά και ευτυχία, η ρουτίνα παραμερίζεται και το σκοτεινό καφενείο γίνεται το κέντρο της περιοχής.
Μέχρι το βράδυ που εμφανίζεται, το ίδιο ξαφνικά όπως εξαφανίστηκε, εκείνος ο σύζυγος των λίγων ημερών της Αμέλια. Εκεί τα πράγματα μπλέκονται, γίνονται πάλι αδέξια και μπλοκαρισμένα.
Το βιβλίο της Κάρσον ΜακΚάλλερς έχει θέμα του τις αδιέξοδες αγάπες, τις σχέσεις των ανθρώπων που μπλοκάρονται από τα βαρίδια του παρελθόντος, τις απρόσμενες διαδρομές του έρωτα. «Ενας καλός άνθρωπος μπορεί να ’ναι αφορμή για μιαν αγάπη παράφορη όσο κι εξευτελιστική, όπως κι ένας παλιομασκαράς μπορεί να γεννήσει σε μια άλλη ψυχή ένα τρυφερό και απλό ειδύλλιο». Αλήθεια δεν είναι;
No comments:
Post a Comment