ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια διένεξη μεταξύ αναθεωρητών και υπερμάχων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού που δίχασε στελέχη και διανοουμένους της ΕΔΑ - τον Κύρκο, τον Κουλουφάκο, τον Πατρίκιο, τον Ρίτσο, τον Αυγέρη - αλλά και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» στα τέλη της δεκαετίας του '50
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Βρισκόμαστε στα 1959 και η «Επιθεώρηση Τέχνης», το περιοδικό που συσπειρώνει τους λογίους της Αριστεράς, μεσουρανεί. Σε ένα από τα τεύχη εκείνης της χρονιάς ο Μανόλης Φουρτούνης μεταφράζει και δημοσιεύει το διήγημα του σοβιετικού συγγραφέα Ντανιήλ Γκράνιν με τίτλο «Σιωπή», που έμελλε να προκαλέσει όχι μόνο σφοδρές αντιπαραθέσεις και ισχυρούς κλυδωνισμούς στους κόλπους της ΕΔΑ, αλλά και μια πρωτοφανή δίκη εις βάρος του περιοδικού, με «κατηγόρους» που εκπροσωπούν το ενοχλημένο κομματικό κατεστημένο, μεταξύ άλλων τον Μάρκο Αυγέρη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Δημήτρη Φωτιάδη και τον Λεωνίδα Κύρκο. Βέβαια, όπως μαρτυρεί ο Τίτος Πατρίκιος που συμμετείχε στη σύνταξη της «Επιθεώρησης Τέχνης», η στάση των «κατηγόρων» δεν ήταν ενιαία: ο Κύρκος, αν και κύριος εισηγητής, βρισκόταν ολοφάνερα σε δύσκολη θέση, οι Αυγέρης και Φωτιάδης εμφανίστηκαν εξαιρετικά επικριτικοί, ενώ ο Ρίτσος ήταν μεν επικριτικός, αλλά όχι τόσο απόλυτος και επιθετικός όπως ο Αυγέρης - σε αυτόν οι κατηγορούμενοι είχαν εναποθέσει πολλές ελπίδες, καθώς ο ποιητής του «Επιτάφιου» είχε υπάρξει πνευματικός πατέρας για τους περισσότερους από αυτούς. Μετά τη δίκη η συντακτική επιτροπή του περιοδικού υπέβαλε την παραίτησή της και περίμενε. Από τότε πέρασε ενάμισης χρόνος, οι παραιτήσεις δεν σχολιάστηκαν, ούτε απορρίφθηκαν ούτε έγιναν αποδεκτές. Στο τέλος ανακοινώνεται αλλαγή στη σύνθεση της συντακτικής επιτροπής (εκδιώκονται οι Μανόλης Φουρτούνης και Δημήτρης Ραυτόπουλος και επιβάλλεται η εποπτική παρουσία του Δημήτρη Δεσποτίδη). Ηδη ο αρχισυντάκτης και από τα βασικά στελέχη της «Επιθεώρησης Τέχνης» Κώστας Κουλουφάκος είχε δεσμευθεί να συντάξει ένα κείμενο-απολογία για την απόφαση να δημοσιευθεί το διήγημα του Γκράνιν στο περιοδικό. Το κείμενο παρέμενε ανέκδοτο επί δεκαετίες - μόνο μερικά αποσπάσματα δημοσιεύθηκαν το 1973 στον «Ελεύθερο Κόσμο» έπειτα από έρευνα της Ασφάλειας στα γραφεία του περιοδικού -, ώσπου το εντόπισε στο αρχείο του πατέρα του ο γιος του Πέτρος Κουλουφάκος και το έδωσε στη συγγραφέα Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, η οποία επισημαίνει ότι θα μπορούσε να διαβαστεί ως ένα ιδιόρρυθμο πολιτικό-λογοτεχνικό μανιφέστο εδραίωσης ενός εκσυγχρονισμένου λογοτεχνικού κανόνα.
Κώστας Κουλουφάκος (αριστερά) και Τίτος Πατρίκιος, το 1962, στην ταράτσα του κτιρίου όπου στεγαζόταν η «Επιθεώρηση Τέχνης»
Τι έλεγε όμως το περιώνυμο διήγημα του Γκράνιν, η δημοσίευση του οποίου ενόχλησε κυρίως την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι και τόσα δεινά προκάλεσε στην Ελλάδα; Η «Σιωπή» - δημοσιεύεται ολόκληρη στο τέλος του βιβλίου ως παράρτημα - αμφισβητούσε ευθέως το αλάθητο των σοβιετικών επιστημόνων και τεχνοκρατών (και κατ' επέκταση του κόμματος), έχοντας ως κεντρικό ήρωα έναν συμβιβασμένο άνθρωπο που διαλέγει την ηρεμία του από την αλήθεια, αδικεί τους άλλους και αγνοεί το γενικότερο συμφέρον. Κύριο θέατρο της σύγκρουσης είναι ο ψυχικός κόσμος του Μινάγεφ, ο οποίος από τη μία αναγνωρίζει το δίκιο της άποψης του Ολκόφσκι και συναισθάνεται την υποχρέωση που έχει ως προϊστάμενος του Ινστιτούτου Ερευνών να δημοσιεύσει το άρθρο του, αλλά από την άλλη μεριά φοβάται να υποστηρίξει την αλήθεια γιατί έτσι θα έρθει σε σύγκρουση με τον πανίσχυρο Ακαδημαϊκό, πράγμα που μπορεί να του στοιχίσει την προαγωγή του ή και άλλες σκοτούρες ακόμη: «- Σας το ζητώ σαν φίλος. Βγάλτε αυτή την κριτική για τον Στρόγεφ, είπε μαλακά ο Μινάγεφ. Μετριάστε ακόμα και τα άλλα. Μετά το δημοσιεύουμε. Ο Ολκόφσκι πετάχτηκε πάνω, κοκκίνισε. Τα μικρά του χέρια σφίχτηκαν σε γροθιά. - Για ποιο πράγμα θα λέει τότε το άρθρο μου; Για τίποτα!, φώναξε με στριγγιά φωνή. Προσπαθήστε να καταλάβετε: πρόκειται για χιλιάδες τόνους καύσιμα που πάνε χαμένα. - Μα πώς μπορείτε... τα ίσια του φρύδια που τα σήκωσε κείνη τη στιγμή έδειχναν μια παιδιάστικη απορία. - Οχι, δε βγάζω ούτ' ένα γιώτα. Σε καμιά περίπτωση. Είναι έλλειψη αρχής». Ας μην ξεχνάμε ότι δεν έχουν περάσει ούτε 13 χρόνια από το 1946, όταν ο Αντρέι Ζντάνοφ είχε αναλάβει μετά τον πόλεμο την πολιτιστική πολιτική του Στάλιν, τη λεγόμενη «ζντανόφστσινα», η οποία παρά τη φιλελευθεροποίηση του Χρουστσόφ, στα 1956, δεν είχε χάσει πολύ από την αρχική της δύναμη. Αλλωστε ήδη από το 1957 η σοβιετική ηγεσία είχε καταγγείλει διά στόματος του ίδιου του Χρουστσόφ το διήγημα του Γκράνιν.
Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε τότε στους κύκλους της ΕΔΑ ήταν και οι ατέλειωτες διαβουλεύσεις της συντακτικής επιτροπής για το αν θα έπρεπε ή όχι να δημοσιεύσουν το διήγημα. Λέει ο Κουλουφάκος: «Τέσσερις ολόκληρους μήνες συζητούσαμε και βασανίζαμε το πράγμα ζυγίζοντάς το απ' όλες τις πλευρές, με αληθινά άγρυπνο το συναίσθημα της καλώς εννοούμενης ευθύνης». Κάτω από αυτές τις γραμμές μπορεί ο οξυδερκής παρατηρητής να ακούσει τον απόηχο των «προληπτικών» προειδοποιήσεων από στελέχη του κόμματος σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθούσαν. «Δεν πιστεύω να κάνετε τίποτε αντισοβιετικό» τους είχε, για παράδειγμα, νουθετήσει κάποτε ο Σάββας Σταματιάδης. Ο Τίτος Πατρίκιος, πάλι, θυμάται καλά ότι οι προβληματισμοί της επιτροπής δεν είχαν να κάνουν τόσο με την καταδίκη του διηγήματος από τον Χρουστσόφ όσο με το ίδιο το περιεχόμενό του. Στις πράγματι μακρές συνομιλίες για το θέμα αντίθετος με τη δημοσίευση του διηγήματος εμφανιζόταν ο Κώστας Πορφύρης, όχι τόσο επειδή δεν συμφωνούσε με το περιεχόμενο όσο γιατί προέβλεπε σφοδρές αντιδράσεις. Ως παλαιός «ακροναυπλιώτης», με πείρα στον δογματισμό και στην ακαμψία των παλαιών στελεχών, προειδοποιούσε τους νεότερους της επιτροπής. Μειοψήφησε όταν το θέμα τέθηκε σε ψηφοφορία, όταν ανέκυψαν όμως προβλήματα - όπως λέει ο Πατρίκιος - στάθηκε δίπλα στους συναδέλφους του και προασπίστηκε την απόφαση με σθένος.
Σύμφωνα με τον Φουρτούνη, ο Κουλουφάκος ήταν «ο πιο αναρχικός και συγχρόνως ο πιο πιστός στο κόμμα». Στην απολογία του, την οποία συνέταξε δύο-τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση της δίκης, η αρχικά πειθαρχημένη στάση του μεταβάλλεται, καταλήγοντας σε πικρία και ευθεία κριτική τόσο κατά των πνευματικών αρχηγών του κόμματος όσο και κατά της ηγεσίας του: «Δυστυχώς, φαίνεται πως περίμενα από την πνευματική και την πολιτική ηγεσία του κινήματος περισσότερα πράγματα απ' όσα είχαν τη διάθεση να δώσουν. Αλλά γι' αυτό δεν φταίει ούτε το διήγημα ούτε η δημοσίευσή του». Το κείμενο του Κουλουφάκου, λέει η Ιωαννίδου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατ' εξοχήν κείμενο «πρόσληψης»: αναφέρεται σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, ένα διήγημα, προσπαθώντας να εφαρμόσει στην ανάγνωσή του συγκεκριμένες απόψεις και θεωρίες, ενώ μας επιτρέπει παράλληλα να αναρωτηθούμε για τον τρόπο που έλληνες λογοτέχνες και θεωρητικοί προσέγγιζαν σε μια συγκεκριμένη εποχή τη σοβιετική λογοτεχνία.
Αλλά και συνιστά, θα λέγαμε εμείς, ένα ψυχογράφημα του κομματικού κατεστημένου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αποκαλύπτοντας τη δυσανεξία του σε οποιαδήποτε κριτική και αμφισβήτηση, εννέα μόλις χρόνια πριν από τη 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής και τη διάσπαση του ΚΚΕ. Κάτι που καθρεφτίζεται με τρόπο κρυστάλλινο στην παρακάτω αποστροφή του Λεωνίδα Κύρκου από την εισήγησή του στη δίκη: «Ο σκοπός που οι φίλοι της "Επιθεώρησης Τέχνης" δημοσίευσαν το διήγημα του Γκράνιν δεν ήταν η άσκηση κριτικής στα σοβιετικά πράγματα, αλλά η θέλησή τους να βάλουν εναντίον του ελληνικού κινήματος. Η δημοσίευση της "Σιωπής" είναι μια κατ' ευθείαν βολή στην καρδιά εναντίον της ΕΔΑ και της ηγεσίας της. Τα μέλη της συντακτικής επιτροπής έκαναν την πράξη αυτή επηρεασμένα από τις συζητήσεις των τριόδων και με τον τρόπο αυτόν πήραν μέρος στην εκστρατεία κατά της ΕΔΑ που διεξάγουν οι αναθεωρητές με το προσωπείο των πούρων μαρξιστών». Σαράντα επτά χρόνια αργότερα ο Κύρκος σε μια συνέντευξή του θα παραδεχτεί: «... Και ο Κώστας και η ομάδα της "Επιθεώρησης Τέχνης" είχαν δίκιο. Εγώ είχα λάθος. Στην κατοπινή μου πορεία προσπάθησα να το διορθώσω».
Το ΒΗΜΑ, 12/10/2008
No comments:
Post a Comment