Sunday, October 12, 2008

Τζον Λε Καρέ: «Είμαι ακόμα λίγο κατάσκοπος»


«Κάθε φορά που αρχίζω ένα μυθιστόρημα, νιώθω ξανά σαν να είναι το πρώτο μου βιβλίο. Δεν έχω καμία αίσθηση ασφάλειας, καμία αίσθηση ότι είμαι καταξιωμένος συγγραφέας με παρελθόν», υπογραμμίζει ο 77χρονος Τζον Λε Καρέ στη γραπτή εισαγωγή που μοιράστηκε στους ακροατές της ομιλίας του στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου, με την ευκαιρία της έκδοσης του 21ου μυθιστορήματός του, «Α Most Wanted Man».


Η αίθουσα του γνωστού θέατρου είναι κατάμεστη από Λονδρέζους που μαζεύτηκαν για να ακούσουν μία από τις σπάνιες δημόσιες ομιλίες ενός από τους πιο αγαπημένους συγγραφείς στη Βρετανία. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, οι ήρωές του μπλέκονται στα γρανάζια του κόσμου των μυστικών υπηρεσιών, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Είναι μία καταγγελία για την εξωτερική πολιτική της Δύσης και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Γι' αυτό και στο φουαγιέ του θεάτρου βρίσκεται περίπτερο της οργάνωσης Reprieve, που προστατεύει τα δικαιώματα κρατουμένων σε ολόκληρο τον κόσμο (από θανατοποινίτες μέχρι κρατουμένους στο Γκουαντάναμο) και στην οποία ο Λε Καρέ δώρισε την αμοιβή του από την ομιλία.

Πολλοί έχουν σχολιάσει ότι στο «Α Most Wanted Man», ο Λε Καρέ φαίνεται θυμωμένος. «Ο θυμός στο βιβλίο δεν είναι ο θυμός του ηλικιωμένου», συνεχίζουμε να διαβάζουμε. «Δεν χρειάζεται να είναι κανείς 100 χρόνων για να θυμώσει με την εισβολή στο Ιράκ, την παραβίαση των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων ή το πρόγραμμα μυστικών πτήσεων και βασανιστηρίων της Αμερικής και της ύπουλης συνενοχής της Βρετανίας σε αυτό. Αλλά πρώτος και τελευταίος μου στόχος, όπως πάντα, ήταν να πω μία ιστορία. Αν οι χαρακτήρες δεν μας διασκεδάζουν, αν η ιστορία δεν μας συνεπαίρνει, γιατί να ενδιαφερθούμε για το λεγόμενο μήνυμά της;».

Σε λίγο εμφανίζεται στη σκηνή του θεάτρου ο ίδιος ο Λε Καρέ. Χαρισματικός ομιλητής, με χιούμορ, γεμάτος ήρεμη ενέργεια και σοφία, θα μιλήσει και θα συνομιλήσει με το κοινό για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, για το νήμα που δένει τα προηγούμενα μυθιστορήματά του με το νέο, για τη ζωή και την έμπνευσή του, για τον τρόπο που πλάθει τους χαρακτήρες του και γράφει τα βιβλία του.

Παρατηρώντας τους ανθρώπους

Αρχίζει με σαρκαστικά σχόλια για μια πρόσφατα δημοσιευμένη συνέντευξή του στους «Σάντεϊ Τάιμς», απ' όπου είχε βγει η «είδηση», την οποία διέψευσε ο Λε Καρέ, ότι είχε σκεφτεί να αυτομολήσει στο αντίπαλο στρατόπεδο όσο ήταν πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου στη Γερμανία. Στην επιστολή που έγραψε ο συγγραφέας στην εφημερίδα, διευκρίνισε ότι δεν είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά - όπως και οι σύνθετοι χαρακτήρες των πρακτόρων στα βιβλία του - ταυτιζόταν συχνά με τους ανθρώπους που παρακολουθούσε.

Το αληθινό όνομα του συγγραφέα των βιβλίων «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», «Κι ο κλήρος έπεσε στο Σμάιλι», «Ο επίμονος κηπουρός» και «Ο ράφτης του Παναμά» είναι Ντέιβιντ Κόρνγουελ και πέρασε πέντε χρόνια ως υπάλληλος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στη Βόνη και το Αμβούργο στις αρχές της δεκαετίας του '60, όταν οι εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους.

Στο πρώτο του πόστο, όπως μας διηγείται, τα κυρίως γραφειοκρατικά του καθήκοντα τον έφεραν σε κέντρα κράτησης προσφύγων. «Εκεί έγινα παρατηρητής των δυνατοτήτων του ανθρώπινου χαρακτήρα, αλλά και του τρόπου που ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης».

Η σχέση του με την κατασκοπία ήταν σύνθετη: «Η κατασκοπία με τραβούσε και με απωθούσε ταυτόχρονα». Τον τραβούσε γιατί ένιωθε ότι πολλά στοιχεία από την ψυχή των Βρετανών γίνονταν φανερά σε αυτή τη δουλειά, αλλά τον απωθούσε γιατί ανησυχούσε για τις επιπτώσεις της δουλειάς αυτής στην ψυχοσύνθεση όσων την έκαναν. Λίγο αργότερα, όσο υπηρετούσε στα κεντρικά γραφεία των μυστικών υπηρεσιών στο Λονδίνο, άρχισε να δημιουργείται στο μυαλό του ο χαρακτήρας του Τζορτζ Σμάιλι, του πράκτορα που εμφανίζεται σε μερικά από τα πιο γνωστά του βιβλία. Την έμπνευση για το χαρακτήρα αυτόν άντλησε, όπως λέει, από τον καθηγητή και μέντορά του στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, τον Βίβιαν Γκριν. Ηταν αυτός που τον έμαθε για τον πόνο της σοφίας. Οπως μας λέει χρησιμοποιώντας τα λόγια του Τ.Σ. Ελιοτ, «το να βλέπεις πολλά είναι οδυνηρό».

Μετά το Λονδίνο μετατέθηκε στη Βόνη, όπου και έγραψε το τρίτο του μυθιστόρημα, «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», που οι ανώτεροί του του επέτρεψαν με διστακτικότητα να εκδώσει, πάντα χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο. Μας μιλά για τη «συλλογική αίσθηση επικείμενων προβλημάτων» που ήταν διάχυτη και την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου που παρακολούθησε με τρόμο. Στη συνέχεια ήρθε η αποκάλυψη της ταυτότητάς του στη Σοβιετική Ενωση από τον διπλό πράκτορα Κιμ Φίλμπι, που αυτομόλησε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ο Λε Καρέ μεταφέρθηκε για ένα διάστημα στο Αμβούργο, αλλά στη συνέχεια η καριέρα του στις μυστικές υπηρεσίες έληξε και αφιερώθηκε στο γράψιμο.

Το Αμβούργο είναι και η πόλη όπου εκτυλίσσεται η πλοκή του τελευταίου του μυθιστορήματος. Εκεί φτάνει ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Ισα, ένας νεαρός μουσουλμάνος, μισός Τσετσένος και μισός Ρώσος, ταλαιπωρημένος πρόσφυγας που έχει υποστεί βασανιστήρια, αναζητώντας το μυστικό λογαριασμό που του έχει αφήσει ο ρώσος πατέρας του. Η γερμανίδα δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Αναμπελ και ο άγγλος τραπεζίτης Τόμι Μπρου τον παίρνουν υπό την προστασία τους, αλλά ο Ισα κινεί τις υποψίες των μυστικών υπηρεσιών της Γερμανίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, οι οποίες και αποφασίζουν τελικά τις τύχες των ηρώων.

«Ηθελα εδώ και πολύ καιρό να γράψω μία ιστορία που να έχει σχέση με την υπερβολική αντίδραση της Δύσης στην τρομοκρατική απειλή και την εγκατάλειψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», λέει ο Λε Καρέ. Οπως έχει διευκρινίσει και στο παρελθόν, πάντως, δεν θέλει να μπαίνει στον ίδιο σάκο με επικριτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής όπως ο Χάρολντ Πίντερ, που, σύμφωνα με τον Λε Καρέ, καταφεύγουν σε γενικεύσεις.Θεωρεί ότι οι ΗΠΑ έχουν κάνει καταστροφικές κινήσεις, με τις επιπτώσεις των οποίων θα ζουν πολλές γενιές ακόμα, ωστόσο περιγράφει τον εαυτό του ως «απογοητευμένο θαυμαστή και όχι αφοσιωμένο πολέμιο» της Αμερικής.

Επέλεξε να τοποθετήσει τη δράση του μυθιστορήματός του στο Αμβούργο για πολλούς λόγους. Ενιωθε ότι η σχέση του με την πόλη αυτή ήταν περίεργη - «με τραβούσε συχνά πίσω», όπως μας λέει. Ηταν η πόλη όπου βρισκόταν όταν έγιναν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Θυμάται ότι, προετοιμαζόμενος για μία ομιλία, εκείνο το πρωινό είχε εντρυφήσει σε αρχείο με πληροφορίες για τους γερμανούς αναρχικούς, ενώ το απόγευμα έβλεπε στην τηλεόραση τους Δίδυμους Πύργους να καταρρέουν.

«Πέρασα το πρωινό με τους αναρχικούς και το απόγευμα με τον Οσάμα και έκανα τον παραλληλισμό ανάμεσά τους. Πιστεύω ότι και οι δύο εξαπέλυσαν επίθεση κατά του μοντερνισμού». Οπως αναφέρει εξάλλου, ο Μοχάμεντ Ατα, ένας από τους τρομοκράτες στις φονικές πτήσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ήταν μέλος πυρήνα της Αλ Κάιντα στο Αμβούργο.

Οι ήρωες του βιβλίου αποφασίζουν για την τύχη τους

Την έμπνευση για το χαρακτήρα του Ισα την άντλησε από ένα δικηγόρο, μισό Τσετσένο και μισό Ρώσο, που είχε γνωρίσει το 1989 στη Μόσχα. «Οι Τσετσένοι δεν τον συμπαθούσαν γιατί ήταν Ρώσος και οι Ρώσοι δεν τον συμπαθούσαν γιατί ήταν Τσετσένος».

Μας περιγράφει ακόμα πώς βρίσκει πληροφορίες που χρησιμοποιεί στις ιστορίες του: «Στο Αμβούργο γνώρισα δικηγόρους της Reprieve, που με έφεραν σε επαφή με Τσετσένους και Τούρκους. Όταν κάνω έρευνα κάθομαι σε διάφορα μέρη, πιάνω κουβέντα με ανθρώπους, ρωτάω, ψάχνω δημοσιογράφους που με φέρνουν σε επαφή με εκπροσώπους της τοπικής κοινότητας. Είναι λίγο σαν να είσαι κατάσκοπος», λέει χαριτολογώντας.

Πόσο έλεγχο έχει, όμως, πάνω στους χαρακτήρες που δημιουργεί;

«Οταν γράφω έχω μία θολή ιδέα για το πώς θέλω να είναι το τέλος του βιβλίου. Οταν όμως έχω δυνατούς χαρακτήρες, τους αφήνω να πλέκουν εκείνοι την ιστορία και να αποφασίζουν πού θα πάει. Το ζήτημα είναι πάντα να τους αφήνεις να σε καθοδηγούν εκείνοι».

Το αποτέλεσμα στο «Α Most Wanted Man» είναι ένα κατασκοπικό θρίλερ για την εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που ασχολείται με τα πλέον επίκαιρα πολιτικά και ηθικά ζητήματα. «Πάντα προσπαθούσα να γράψω για το τώρα, για τη στιγμή που ζούμε, να πιάσω τον παλμό τού σήμερα και όχι του χθες». Ο Λε Καρέ ξετυλίγει την ιστορία του γύρω από πολύπλοκους αντι-ήρωές και όχι μέσα από καταιγιστική δράση και γκλάμουρ, όπως κάνει ο Ιαν Φλέμινγκ με τον Τζέιμς Μποντ. Οι αντι-ήρωες του Λε Καρέ αντιμετωπίζουν διλήμματα, «είναι συνήθως καλοί άνθρωποι, προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο που μπορούν, αλλά αποτυγχάνουν».

Πέρα από το μήνυμα που επιχειρεί να περάσει πάντως, ο Λε Καρέ θέλει να διηγηθεί μια συναρπαστική ιστορία. «Πρώτ'απ' όλα θέλω ο ταξιτζής να απολαμβάνει την ιστορία που γράφω, αλλιώς δεν υπάρχει νόημα. Μετά βάζω μέσα τα υπόλοιπα στοιχεία που θέλω να περάσω».

Μας αποκαλύπτει τέλος ότι το «Α Most Wanted Man» μπορεί και να είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, αν και θεωρεί μάλλον δεδομένο ότι θα συνεχίσει το γράψιμο. «Είναι αδύνατο σε αυτό το στάδιο της ζωής μου να μην έχω την αίσθηση ότι κάνω μία περίληψη. Ωστόσο δεν έχω ιδέα τι θέλω να γράψω τώρα, το έχω αφήσει τελείως ανοιχτό. Ισως να ασχοληθώ με το θέατρο. Πάντως, δεν νιώθω ότι θέλω οπωσδήποτε να συνεχίσω με μυθιστόρημα. Το γράψιμο ήταν πολύ καλό μαζί μου και θέλω να το αφήσω με κάτι καλό. Θα ήθελα να το αφήσω με ένα δυνατό βιβλίο».

No comments: