Sunday, October 19, 2008

ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ: «Αρκετά βολευτήκαμε με τους αρχαίους»



Ο Νίκος Θέμελης, μικρός, δεν ήταν από τα παιδιά που είχαν σπίτι τους πολλά βιβλία. «Πρόσφυγες ήταν οι δικοί μου», λέει, «με τι να τ' αγόραζαν; Οι στερήσεις που γνώρισαν ήταν τρομακτικές...». Γαλουχήθηκε, βέβαια, κι αυτός με Ιούλιο Βερν και Πηνελόπη Δέλτα, κι ώσπου να ενηλικιωθεί, τα έργα της γενιάς του '30 και του Καζαντζάκη είχαν γίνει κτήμα του. Κανένα ωστόσο δεν τον σημάδεψε τόσο, όσο το κλασικό έργο του Γκότχολντ Λέσινγκ, του αρχιερέα του γερμανικού διαφωτισμού, «Νάθαν, ο σοφός»: μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην πολυπολιτισμική Ιερουσαλήμ την εποχή των σταυροφοριών, τότε που η «αλήθεια» των χριστιανών ερχόταν σε σύγκρουση με τις «αλήθειες» των εβραίων και των μουσουλμάνων, μια ιστορία που υμνεί τις αξίες της κατανόησης και της ανοχής κι έμελλε να συντροφεύει τον Θέμελη μέχρι σήμερα.


«Η απόρριψη που γνώρισε ο πατέρας μου από την ελληνική κοινωνία ήταν καθολική. Η ενσωμάτωση των προσφύγων έγινε σιγά σιγά», λέει ο συγγραφέας.
Οι «Αλήθειες των άλλων», το έκτο στη σειρά μυθιστόρημά του που κυκλοφορεί αύριο από τον «Κέδρο», είναι κι αυτό διαποτισμένο από το μάθημα του Λέσινγκ, αλλά η μελαγχολία που σε κυριεύει διαβάζοντάς το είναι ανάλογη μ' εκείνη της «Αναλαμπής». Οπως στο τελευταίο μέρος της πολυδιαβασμένης τριλογίας του, έτσι και στο νέο του βιβλίο, τον τόνο δεν δίνουν ήρωες-πρότυπα για το ψυχικό τους σθένος, αλλά άνθρωποι «αθώοι, μετριοπαθείς, ρομαντικοί, αποκαμωμένοι από την προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τις αρχές και τα φρονήματά τους σε μια κοινωνία όπου τις εντυπώσεις κερδίζουν οι ακραίοι». Να 'ναι, άραγε, τυχαίο ότι και στα δυο αυτά έργα γίνεται λόγος για τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής;

Οταν, πάντως, ο Θέμελης αναφέρεται σε «τουρκόσπορους», ξέρει πολύ καλά για τι μιλάει: «Η απόρριψη που γνώρισε ο πατέρας μου από την ελληνική κοινωνία ήταν καθολική. Η ενσωμάτωση των προσφύγων έγινε σιγά σιγά. Επρεπε να έρθει ο Εμφύλιος για να περάσουμε από το δίπολο ντόπιοι και ξένοι που διαδέχτηκε το βασιλικοί-βενιζελικοί, στη νέα διαχωριστική γραμμή δεξιοί-αριστεροί...».

Αδελφικές αγριότητες

Στον πατέρα του - «απόφοιτο της εμπορικής σχολής της Σμύρνης που το '22 είδε ν' ακυρώνονται οι επαγγελματικές του φιλοδοξίες και κατέληξε λογιστής στην βαμβακουργία της Νέας Φιλαδέλφειας που περιγράφω στην "Αναλαμπή"»- ο Θέμελης δεν χρωστά μόνο μια γερά σφυρηλατημένη συναισθηματική σχέση αλλά κι ένα σωρό ιστορίες από τα περασμένα που μπόλιασαν αργότερα το λογοτεχνικό του έργο. Τι κι αν στις «Αλήθειες των άλλων» οι ήρωες είναι φανταστικοί και οι περιπέτειές τους επινοημένες;

Οι απώλειες, οι απογοητεύσεις και τα διλήμματά τους είναι εν πολλοίς εμπνευσμένα από ένα βιωμένο πάρε-δώσε ανάμεσα σε Ελληνες και Τούρκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους, γηγενείς και «ξένους». Σε πείσμα δε των κλισέ, οι μεγαλύτερες αγριότητες δεν συμβαίνουν ανάμεσα στ' αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά ανάμεσα σε «αδέλφια».

Το ζήτημα της ταυτότητας -βασικό μοτίβο στο έργο του Θέμελη- παρουσιάζεται εδώ μέσα από πολιτισμικές, θρησκευτικές, πολιτικές, ακόμα και σεξουαλικές παραμέτρους, ενώ στο κουκούτσι του βιβλίου δεσπόζει ο προβληματισμός του για την αναπαραγωγή των εθνικών μας μύθων, με κορυφαίο εκείνον περί της αέναης συνέχειας του ελληνισμού:

«Βολευτήκαμε με το ιδεολόγημα πως είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων κι ότι όλοι μας οφείλουν... Κι αντί ν' αντλούμε αυτοπεποίθηση από πιο σύγχρονα επιτεύγματά μας, όπως τόσες και τόσες άλλες εθνότητες, συνεχίζουμε να τροφοδοτούμε το φαντασιακό μας με μια σειρά από κατασκευές».

Η πλοκή στις «Αλήθειες των άλλων» καλύπτει την περίοδο 1923 -1957 μέσα από τις περιπέτειες μιας οικογένειας προσφύγων, των Λινών, με ρίζες από το Αϊβαλί―της Μικράς Ασίας. Στο μεγαλύτερο ωστόσο μέρος της πρωταγωνιστεί ο Μανόλης Λινός, τον οποίο παρακολουθούμε από παλικαράκι, σ' εκείνη τη φάση της ζωής του που κρύβει την ταυτότητά του για να επιβιώσει κι ακούει στο όνομα Μεχμέτ, μέχρι την ωριμότητά του στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, όπου εργάζεται στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη -ένα αμερικανικό ίδρυμα που για τους γύρω του αντιπροσωπεύει ό,τι πιο μισητό, αλλά που για τον ίδιο υπήρξε σωτήριο καταφύγιο, όταν βίωσε την απόρριψη από την ελληνική κοινωνία.

Πατρίδα είναι οι άνθρωποι

Ορφανός από τα γεννοφάσκια του, μεγαλωμένος με περίσσευμα αγάπης μέσα σ' ένα σόι εμπόρων και γραμματιζούμενων ξακουστών «σ' όλες τις Κυδωνιές», ο Μανόλης βλέπει στα 17 του να καταρρέουν γύρω του τα πάντα. Θείοι, θείες και ξαδέλφια έχουν διασκορπιστεί στους δρόμους της προσφυγιάς ή του πολέμου, το όνειρό του για σπουδές στην Αθήνα έχει ματαιωθεί και η γενέτειρά του είναι πια μια πόλη-φάντασμα αποψιλωμένη από το ελληνικό στοιχείο, με μοναδική εξαίρεση τον ίδιο και τον συνονόματο παππού του ο οποίος, γαντζωμένος στον τόπο του, αρνείται να τον αποχωριστεί. Για τον παππού Μανόλη, ανέκαθεν επιφυλακτικό με τη Μεγάλη Ιδέα, «πατρίδα ήταν ο τόπος που ζούσαν, λυτρωμένος ή όχι δεν είχε τόση σημασία». Σύντομα όμως, όπως λέει ο Θέμελης, «θ' αντιληφθεί κι αυτός ότι πατρίδα είναι κάτι παραπάνω απ' τους δεσμούς με τη γη που πατάει και που τον θρέφει, ότι είναι και οι άνθρωποι, οι κοινότητες, οι συντεχνίες, ο πολιτισμός τους».

Σ' ένα Αϊβαλί όπου ακόμα κι ο αέρας έχει τουρκέψει, ο νεαρός Μανόλης δένεται φιλικά με τον Ισμαήλ, έναν ομοφυλόφιλο τούρκο από τη Μυτιλήνη, ξεριζωμένο λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών που έχει προηγηθεί. Οι σελίδες όπου ο ήρωας αντικρούει το ερωτικό κέλευσμα του τελευταίου, χωρίς όμως και ν' απαρνηθεί τη συντροφιά του, είναι από τις ωραιότερες του βιβλίου και, όπως λέει ο Θέμελης, βασανίστηκε αφάνταστα για να τις γράψει. Η σεξουαλική ιδιαιτερότητα του Ισμαήλ θ' αποδειχτεί μοιραία για τον ίδιο -θα πέσει θύμα ανηλεούς ξυλοδαρμού από ομοεθνείς του. Προηγουμένως όμως θα έχει βοηθήσει όσο κανείς τον Μανόλη για να περάσει απέναντι και να συναντήσει τους δικούς του, φυγαδεύοντας μαζί του ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει: ένα μπαούλο με σπάνιες εκδόσεις όπου αποθησαυριζόταν ο πολιτισμός των Κυδωνιών, μαζί μ' ένα χειρόγραφο του 15ου αιώνα που οι Λινοί φυλούσαν από γενιά σε γενιά ως κόρη οφθαλμού, έχοντας όμως πλήρη συνείδηση ότι οι καιροί δεν επέτρεπαν να μοιραστούν με άλλους το περιεχόμενό του.

Αυτό ακριβώς είναι το όχημα που διάλεξε ο Θέμελης για να ξεδιπλώσει την ιστορία του. Ενα οικογενειακό κειμήλιο με τη μαρτυρία ενός ανώνυμου μοναχού για την Αλωση της Πόλης, σύμφωνα με την οποία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν έπεσε στη μάχη ηρωικά, αλλά φυγαδεύτηκε άρον άρον με χρυσοπληρωμένο ψαράδικο στον Αθω! Φορέας ενός πολιτισμού που, όπως θα διαπιστώσει, λίγο ενδιαφέρει τους Ελλαδίτες, ο ήρωας του βιβλίου θα περάσει από φωτιά και σίδερο για να σταθεί στα πόδια του ως άτομο, ως εκπαιδευτικός κι ως οικογενειάρχης στη Μυτιλήνη, την Κομοτηνή και την Αθήνα.

Τη μοναδική φορά -στη διάρκεια σχολικής γιορτής για την 25η Μαρτίου- που θα τολμήσει να ψελλίσει ότι το σύμβολο του γένους ενδέχεται να ήταν προδότης, θα το πληρώσει πανάκριβα. Το ίδιο ακριβά θα πληρώσει και το συγχρωτισμό του με το -τόσο οικείο σ' αυτόν- μουσουλμανικό στοιχείο της Θράκης. Οπως και στην περίπτωση του Ισμαήλ, η βία που εισπράττει ο Μανόλης δεν εκτοξεύεται από «προαιώνιους» εχθρούς, αλλά από ομοεθνείς του.

Αν στο πρώτο μέρος της «Αλήθειας των άλλων» η δράση προχωράει σιγά σιγά, στο δεύτερο μέρος τα άλματα στο χρόνο είναι μεγάλα. Το συναισθηματικό κενό που άφησε στον Μανόλη ο χαμός του Ισμαήλ αναπληρώνεται τώρα από μια ανεξάρτητη όσο και βασανισμένη γυναίκα, τη Ρούσα. Μια μυτιληνιά κόρη παπά, «μαύρο πρόβατο» κι αυτή για την τοπική κοινωνία εξαιτίας του δεσμού της με αριστοκράτη Εγγλέζο. Κι ενώ θ' απορρίψει τον Μανόλη ερωτικά, θα ορίζει εμμέσως τις επιλογές του.

Ο γάμος του ήρωα με την Ευγενούλα, παιδική του φίλη απ' τις Κυδωνιές, οφείλεται περισσότερο σε μια αίσθηση καθήκοντος παρά στην εκπλήρωση ενός πάθους. Και η κοινή τους ζωή θα σημαδευτεί αμετάκλητα από τη στάση της τελευταίας απέναντι στους κομμουνιστές, καθώς προδίδοντας -κάτω απ' τα μάτια του Μανόλη...- έναν αριστερό συνάδελφό του στις αρχές, βάζει υποθήκη τη ζωή της. Οσο για το βάρος του χρέους που εκείνος κουβαλά, για την αποκατάσταση, όπως πιστεύει, της ιστορικής αλήθειας, θα περάσει στον πρωτότοκο γιο του, τον Ιωακείμ, τον οποίο ο Θέμελης φροντίζει να συστήσει από το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου του.

Οι Λινοί μοιάζουν καταδικασμένοι όχι μόνο ν' αναχωρούν αλλά και να συμβιβάζονται, κι ο Ιωακείμ δεν θ' αποτελέσει εξαίρεση. Ιστορικός με λαμπρές σπουδές στο Λονδίνο, θα θυσιάσει τους ενδοιασμούς του για την περίφημη συνέχεια του ελληνισμού στο βωμό μιας απρόσκοπτης ακαδημαϊκής καριέρας. Αποφασίζει να καταθέσει τα όπλα, παρά ν' αναμετρηθεί με μια «φονταμενταλιστική» κατά βάθος κοινωνία. Μια κοινωνία που βυθίστηκε σε μια καταστροφική εμφύλια διαμάχη αλλά «εξακολουθεί να ευνοεί τα πισωγυρίσματα, ανήμπορη ακόμα και σήμερα ν' αντιμετωπίσει με ψυχραιμία και διάθεση συζήτησης τις αλήθειες των άλλων», όπως επιμένει ο συγγραφέας.

Δεν μετανιώνει

Στο καινούριο του βιβλίο, ο Νίκος Θέμελης έπλασε ήρωες που προκαλούν ανάμεικτα συναισθήματα, καθώς πορεύονται με τσακισμένα τα φτερά τους αλλά, παρ' όλα αυτά, καταφέρνουν να γευτούν τη γαλήνη, έστω και στα γεράματά τους. Πώς θα όριζε άραγε ο ίδιος, ως ορκισμένος εκσυγχρονιστής, την αγάπη για την πατρίδα;

«Αγαπώ την πατρίδα μου σήμερα, σημαίνει αγαπώ μια ισχυρή Ελλάδα. Οχι μια Ελλάδα απομονωμένη στα Βαλκάνια που τρώγεται πότε με τους Τούρκους και πότε με τους FYROMιανούς, αλλά μια Ελλάδα που μπορεί να σταθεί στα σύγχρονα κέντρα λήψης αποφάσεων μετέχοντας στις εξελίξεις. Αγαπώ την πατρίδα μου σημαίνει ότι επιθυμώ μια κοινωνία όπου έχει κατακτηθεί ένας υψηλός βαθμός κοινωνικής δικαιοσύνης».

Γι' αυτήν την Ελλάδα εργάστηκε πλάι στον Κώστα Σημίτη, χωρίς ν' αποφύγει κι εκείνος τους συμβιβασμούς, γευόμενος και το θρίαμβο και την απαξίωση. Απ' τη μεριά του, δεν τρέφει ψευδαισθήσεις: «Εκπρόσωπος μιας μειοψηφίας είμαι». Ο,τι κόστος, όμως, κι αν είχε αυτή η διαδρομή, όχι μόνο σε πολιτικό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, «δεν μετανιώνω για τίποτα!» λέει. Και το εννοεί μέχρι κεραίας.

No comments: