Saturday, October 18, 2008

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ: Τ' άσπρα λουλούδια



Καλοκαιριάτικος ζεστός ο καιρός. Ο ήλιος πάει να δύσει σ' έναν ασυννέφιαστο, ολοκόκκινο ουρανό.

Καλού κακού αλλάξαμε μάντρα, βγάλαμε σκοπιές και ξαπλώσαμε πλάι στον καπετάνιο.

-- Ελα, καπετάνιε, πες μας σαν παλιότερος κάτι.

-- Να μας πεις, να μας πεις. Από γέροντα πάντα κάτι μαθαίνεις, άρχισαν τα πειράγματα.

-- Σκάσε, Στελλάρα, που θα μας πεις γέροντα το λεβέντη τον καπετάνιο μας. Βρε μπουνταλά, μάτια δεν είχες να δεις πώς τον κοίταγαν στο πανηγύρι οι κοπελιές;

-- Γιατί ρε παιδιά, τριάντα πέντε χρονών άνθρωπος είναι, πώς να τον πω;

-- Ελα, ρε νιάνιαρο, αν σου βαστά να παλέψουμε, τ' απαντάει γελώντας ο καπετάνιος, να σου μάθω να σέβεσαι τέτοια γεράματα.

-- Να μας πεις πώς κατεβήκατε στην Κασσάνδρα.

-- Για τις εκκαθαριστικές του Χολομώντα ν' ακούσουμε, συνηγορούν οι περισσότεροι.

-- Τότε που απ' τη φευγάλα είχαν ανάψει οι φτέρνες σας να χτυπάνε τους κώλους, δεν κρατήθηκε πάλι ο Στελλάρας, το πειραχτήρι.

-- Εντάξει παιδιά, για τον Χολομώντα αφού θέλετε. Για να σας πω και κάτι που μας συγκλόνισε όλους και που λίγοι το ξέρουνε. Ανοιξιάτικα, το λοιπόν, άρχισαν τις εκκαθαρίσεις στο Χολομώντα οι Βούλγαροι. Κατέβασαν δεκαπέντε χιλιάδες στρατό και προεξοφλούσαν το τέλος μας. Σε λίγες μέρες στη Χαλκιδική, παινευόταν μεθυσμένος ο στρατηγός τους, δε θα μείνει ρουθούνι αντάρτικο. Χτύπησαν τα παλιά μας λημέρια κι άρχισαν να χτενίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή τα βουνά. Εμείς το ρίξαμε στη φευγάλα, που λέει κι ο Στελλάρας και με δυο πορείες νυχτιάτικες πιάσαμε Χολομώντα.

Αρχισαν οι Βούλγαροι ν' ανεβαίνουν από Πολύγυρο κι Αρναία, όπου φύγει φύγει εμείς, λουφάξαμε σε κάτι χαράδρες. Ξημέρωσε η μέρα και βλέπουμε μυρμηγκιά ο στρατός να μαυρίζει στις ράχες. Ε, είπαμε, ήρθε το τέλος, ρίξαμε μερικές τουφεκιές κι αντί για πίσω, βρήκαμε πέρασμα αφύλαχτο και χωθήκαμε στην εκκαθαρισθείσα περιοχή.

Την επομένη τ' απόγευμα μας πήραν χαμπάρι. Ανοίξαμε ντουφεκίδι, είχαμε ένα νεκρό κι άλλους δυο τραυματίες και... πού μας είδατε. Ραβνά, Ντουμπιά, Γεροπλάτανο. Πιάσαμε κάμπο, πιάσαμε θάλασσα, μέχρι και στ' Αγιον Ορος πέρασαν οι δικοί μας με βάρκα...

-- Αμ πες μας, καπετάνιο, πώς σας χάρισαν οι καλόγεροι το Τίμιο Ξύλο και γλιτώνατε!

-- Εκεί να σ' είχα, Στελλάρα, που 'χε κολλήσει τ' άντερο μας από την πείνα. Εκεί να σ' είχα να κελαηδάς κι όχι τώρα που καταβρόχθισες τον περίδρομο.

Οσο για το πώς τη γλιτώναμε... Ας είναι καλά οι αντιφασίστες οι Βούλγαροι, που κάναν τα στραβά μάτια και ρίχναν στο βρόντο. Αν δεν ήταν αυτοί, δε θα καθόμουν τώρα να σας λέω ιστορίες.

-- Εντάξει, καπετάνιο, συμπάθα με. Αλλά το 'χω προσέξει, πως όταν σε τσιγκλάω λιγάκι, σπρεχάρεις* πιο όμορφα.

-- Που λέτε, την ένατη μέρα συνεχίζει χαμογελώντας ο καπετάνιος, μας είχαν στριμώξει στον Αρκουδόλακκο. Αγριο μέρος, το λέει και τ' όνομα. Το καλό ήταν που πέσαμε σε μαντρί. Δικός μας, οργανωμένος ο τσέλιγκας. Εσφαξε κάτι τραγιά, ανάψαμε τις φωτιές και τα περάσαμε στη σούβλα να ψήνονται. Ε, ρε και να τρέχουν τα σάλια μας και να κόβουμε βόλτες γύρω γύρω σα λύκοι. Είχες και το Σερραίο, τον Κώτσο, να μας τσαμπούνα ότι σαν τα τινάξεις μ' αδειανό στομάχι κι είναι να πας στο παράδεισο, θα σου κλείσουν την πόρτα. Αν είναι έτσι, ρε Κώτσο, του λέμε, τότε ας ντερλικώσουμε. Τουλάχιστο να πάμε χορτάτοι!

-- Από δω, μας λέει ο τσέλιγκας, έχουν περάσει οι Βούλγαροι. Ξέρουν πως ανάβω φωτιά να βράσω το γάλα, μοναχά που παραείναι το ντουμάνι μεγάλο και φοβάμαι μη μπούνε σε υποψίες.

-- Κι εγώ το φοβάμαι, μας λέει ο Κίτσος, μη μας φέρει η τσίκνα απρόσκλητους μουσαφίρηδες. Αντε, πάμε παιδιά να ρίξουμε μια ματιά, γιατί δε μας βλέπω καθόλου καλά σε τούτο το διαβολότοπο. Βγήκαμε εγώ κι άλλος ένας μαζί του, ελέγξαμε τις σκοπιές κι είπαμε να κοιτάξουμε κι απ' το ψήλωμα. Μόλις, το λοιπόν, ξεμυτίσαμε, πέσαμε σε περίπολο. Δυο φαντάροι με κατεβασμένα τα όπλα τους κι ένας αξιωματικός με κάτι άσπρα λουλούδια στο χέρι. Δε μας είχανε δει κι ήταν σαν να πήγαιναν σε γάμο. Τους ρίξαμε με τ' αυτόματο, κι ακούμε τον ένα να φωνάζει ελληνικά: Οχι, αδέρφια, μη μας σκοτώνετε, ήρθαμε να σας σώσουμε. Σταματήσαμε μα ήταν αργά. Ο αξιωματικός κι ο ένας φαντάρος ήταν νεκροί. Ο τρίτος που μίλησε, με θρυμματισμένο το γόνατο σύρθηκε κι είχε αγκαλιάσει το κορμί, του νεκρού ανθυπολοχαγού. Μείναμε άφωνοι να τον κοιτάμε που σφάδαζε.

-- Σκοτώσατε τους καλύτερους, έλεγε μέσα απ' τα αναφιλητά του. Ηταν αντιφασίστες, δικοί σας...

Δε θέλαμε να πιστέψουμε το κακό που 'χε γίνει. Ακόμα κι ο Κίτσος, που είναι πάντοτε ψύχραιμος, τα 'χε χαμένα.

-- Μας υποψιάζονταν, μας είχε βάλει στο μάτι ο φασίστας, ο ταγματάρχης, μας είπε ο φαντάρος. Βασίλη τον λέγανε. Αλλωστε, για να μας δοκιμάσει μας έστειλε και τους τρεις.

-- Μα γιατί, βρε παιδί μου, δε βγάζατε ένα άσπρο μαντίλι, να καταλάβουμε;

-- Θα το βγάζαμε, αλλά ξέραμε πως μας παρακολουθούν με τα κιάλια. Αντί για μαντίλι, ο υπολοχαγός μας είχε μαζέψει και κράταγε άσπρα λουλούδια.

Βούρκωσαν τα μάτια μου που τους έβλεπα έτσι θερισμένους σαν στάχια. Νέα παιδιά κι οι δυο τους, αμούστακα. Ο υπολοχαγός να κοιτάει τον ουρανό μ' ορθάνοιχτα μάτια και στα μισάνοιχτα δάχτυλα τ' απλωμένου χεριού του, πιτσιλισμένο με αίμα, το ματσάκι με τ' άσπρα λουλούδια. Εσκυψα, έτσι αυθόρμητα πάνω του, να 'παιρνα ένα...

-- Μη τα παίρνεις, με σταμάτησε ο Βασίλης. Θα τα βάλω μαζί του. Λέω πως ταιριάζουν άσπρα λουλούδια για το γάμο του με τη γη!...

Τον Βασίλη τον επιδέσαμε πρόχειρα.

-- Θα 'ρθεις μαζί μας; Τον ρώτησε ο Κίτσος.

-- Οχι, μπρατίμια**, αφήστε με εδώ. Σε λίγο θα 'ρθουν να με πάρουν. Μόνο βιαστείτε να φύγετε απ' το διάσελο που δεν έχει ενέδρα. Στα μαγέρικα που θα βρείτε στο πέρασμα είναι όλοι τους μιλημένοι.

Πραγματικά, περάσαμε τάγμα ολάκερο πλάι στις άμαξες. Κι οι φαντάροι τους, ξεμάκρυναν επίτηδες, κάνοντας πως δε μας είχανε δει.

Την επόμενη μέρα τα μάζεψαν. Εφυγε άπρακτος ο στρατός και τελείωσαν προς ώρας και τα δικά μας βάσανα.

Για λίγα λεπτά μείναμε όλοι αμίλητοι κι ύστερα:

-- Καλά καπετάνιο, ήταν ανάγκη να ρίξετε;

-- Δεν μπορούσατε, δηλαδή, να τους πιάνατε ζωντανούς;

-- Ο Βασίλης τι απόγινε, μάθατε;

-- Και το κρέας; Τα τραγιά καπετάνιο, τ' αφήσατε;

-- Ρωτάτε αν μπορούσαμε να μη ρίξουμε! Ισως μπορούσε να ρισκάρει κανείς. Αλλά σκεφθείτε, οχτώ μερόνυχτα να σε κυνηγάει ο στρατός! Ημασταν σαν τ' αλαφιασμένα αγρίμια που αντικρίστηκαν με τους κυνηγούς. Κι είναι δύσκολο να μη ρίξεις πάνω στο ξάφνιασμα. Για τον Βασίλη, δεν ξέρω τι απόγινε. Ομως μάθαμε πως ο υπολοχαγός είχε σύνδεση με το τάγμα Ραφτούδη, όταν γίνονταν οι επιχειρήσεις στα Κρούσια κι είχε δώσει πληροφορίες πολύτιμες. Οσο για το κρέας, να σας πω. Μπας και δεν μπορέσει να κοιμηθεί με το να το σκέφτεται ο Στελλάρας. Τα τραγιά, όπως ήταν μισοψημένα, τα πήραμε να τ' αποψήσουμε με την πρώτη ευκαιρία. Ε, δε θα το πιστέψετε. Το ένα τραγί που ήταν ακάλυπτο, τσίμπα-τσίμπα το μισόφαγαν στο δρόμο.

Ο καπετάν Βαγγέλης σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε το ρολόι.

-- Αντε παιδιά, λέω να ξαπλώσουμε, πέρασε η ώρα.

* Σπρεχάρεις: απ' το γερμανικό σπρέχεν (μιλάω). Μάγκικη έκφραση της Κατοχής.

** Μπρατίμια: αδελφοποιητοί.


Ο Γιώργος Φαρσακίδης γεννήθηκε το 1926 στην Οδησσό της Σοβιετικής Ενωσης. ΑνταρτοΕΠΟΝίτης, δεκαοχτώ χρόνων, τραυματίστηκε δύο φορές σε μάχη με Γερμανούς και Βούλγαρους και έμεινε ανάπηρος στα δύο του χέρια. Κατά διαστήματα έχει κάνει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και άλλους τόπους κράτησης - Μακρόνησος, Αϊ - Στράτης, Γυάρος, Λέρος - δεκαεξίμισι χρόνια. Αυτοδίδακτος, στους τόπους της κράτησής του, ζωγραφίζει θέματα με περιεχόμενο από τη ζωή των συγκρατούμενων συναγωνιστών του κι αργότερα από τους αγώνες του ελληνικού λαού. Μετά την πτώση της χούντας, ο Γ. Φαρσακίδης δημοσιεύει εργασίες του σ' εφημερίδες, εκθέτει και κυκλοφορεί τα έργα του. Μέχρι τώρα έχει εκδώσει 17 βιβλία και λευκώματα και αρκετά ακόμη είναι υπό έκδοση. Τιμήθηκε για την αγωνιστική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα με το Ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης.

Το διήγημα «Τα άσπρα λουλούδια» είναι από το βιβλίο του «Ποτέ δεν έγιναν είκοσι». Το χαρακτικό είναι του ιδίου.

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 19 Οχτώβρη 2008

No comments: