Ο Χάινερ Μύλερ, η Κρίστα Βολφ, ο Ρίτσαρντ Καπισίνσκι και τώρα ο Μίλαν Κούντερα. Υπήρξαν καταδότες της κομμουνιστικής αστυνομίας;
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 19/10/2008
Ο Μίλαν Κούντερα στο Παρίσι έξω από το Café de Flore το 1969
Η Σούζαν Σόνταγκ έγραψε κάποτε ότι «η ασθένεια είναι η σκοτεινή πλευρά της ζωής, μια δεύτερη υπηκοότητα». Υπάρχουν βέβαια κι άλλες σκοτεινές πλευρές, όπως τα μοιραία σφάλματα, ιδιαίτερα εκείνα που σφραγίζουν τις ζωές των άλλων. Οι τύψεις είναι κι αυτές τόσο σκοτεινές όσο και τα ανομολόγητα πάθη. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι θρησκευόμενοι καταφεύγουν στον εξομολόγο. Οι άθρησκοι και οι αγνωστικιστές στον ψυχαναλυτή. Και κάποιοι άλλοι, όπως ορισμένοι διάσημοι συγγραφείς, στη σιωπή, που είναι το δεσμωτήριο του μοναχικού, η ιδιωτική φυλακή του.
Στην τελευταία κατηγορία ανήκει ο Μίλαν Κούντερα. Μια «αποκάλυψη» από τα χρόνια της νεότητάς του φέρνει στο προσκήνιο το φάντασμά της. Ο διάσημος αντικαθεστωτικός, ο εμιγκρές που τα βιβλία του ως την πτώση του κομμουνισμού ήταν απαγορευμένα στην πατρίδα του, υπήρξε, λένε, πληροφοριοδότης της αστυνομίας.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου κάθε λίγο έρχονται στο φως της δημοσιότητας ντοκουμέντα που αποδεικνύουν τη συνεργασία διάσημων συγγραφέων με τις μυστικές υπηρεσίες των πρώην κομμουνιστικών χωρών. Πρώτα είχαμε τις περιπτώσεις των ανατολικογερμανών συγγραφέων Κρίστα Βολφ και Χάινερ Μύλερ. Σχετικά πρόσφατα, την «είδηση» ότι ο Ρίτσαρντ Καπισίνσκι έδινε πληροφορίες για τους συναδέλφους του (στην τελευταία περίπτωση με την παρατήρηση ότι ήταν ασήμαντες). Και τώρα έχουμε την περίπτωση Κούντερα.
Είναι πασίγνωστο ότι τα καθεστώτα του πρώην υπαρκτού έδιναν τεράστια σημασία στην κουλτούρα ως μέσον διαπαιδαγώγησης των μαζών και ως πυλώνα της προπαγάνδας. Γι' αυτό και τα προνόμια των συγγραφέων στις χώρες αυτές ήταν συγκριτικά τεράστια: μια αξιοπρεπέστατη ζωή, ένα άνετο σπίτι και ένα εξοχικό, εξασφαλισμένη δημοσιότητα και δυνατότητα να ταξιδεύουν οι συγγραφείς στο εξωτερικό (προνόμιο που διέθεταν μόνο τα κομματικά στελέχη και ο μέσος πολίτης δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί). Παρά ταύτα, οι άνθρωποι της κουλτούρας ήταν εκείνοι που θα ηγούντο του αγώνα εναντίον των κομμουνιστικών καθεστώτων. Τόσο στη Σοβιετική Ενωση όσο και στις δορυφορικές χώρες. Τι συμβαίνει και τα σύμβολα μιας εποχής αμαυρώνονται σήμερα και μάλιστα χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό;
Ο Κούντερα υπήρξε κομμουνιστής και μέλος του κόμματος ως την Ανοιξη της Πράγας το 1968. Θα μπορούσε επομένως να καταλάβει κανείς γιατί στα 21 του, νέος και απερίσκεπτος, δεν θα δίσταζε ενδεχομένως να δώσει πληροφορίες για έναν άνθρωπο που είχε στρατολογηθεί από αντικαθεστωτικούς τσέχους εμιγκρέδες ως κατάσκοπος. Και ίσως να μη φανταζόταν τι σήμαινε 22 χρόνια σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Αλλά, αν τελικά αποδειχθεί ότι η κατηγορία εναντίον του είναι τεκμηριωμένη, ο 80χρονος σήμερα συγγραφέας δεν θα απαλλαγεί από το στίγμα.
Οι άνθρωποι είναι η πρώτη ύλη που τροφοδοτεί τα ολοκληρωτικά συστήματα. Και ίσως τον καλύτερο ορισμό για τα καθεστώτα του πρώην υπαρκτού να τον έδωσε στο βιβλίο του Αναμνήσεις και στοχασμοί ο Ερνστ Φίσερ γράφοντας ότι «μετέτρεψαν την Ιστορία σε αστυνομικό μυθιστόρημα». Αλλά αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς πληροφοριοδότες δεν είναι δυνατόν να γραφτεί, για τούτο και το ζήτημα είναι πάντοτε να τονίζει κανείς τις διαφορές. Οπως προκύπτει από τα σοβιετικά αρχεία, από το 1917 ως τον θάνατο του Στάλιν πολλοί συγγραφείς ήταν πρόθυμοι να γίνουν καταδότες χωρίς να τους ζητηθεί καν, μόνο και μόνο για να τύχουν της εύνοιας των κομματικών στελεχών και του ίδιου του Στάλιν. Επομένως αυτό που αξίζει να τονίζει πάντοτε κανείς είναι οι περιπτώσεις όσων δεν ενέδωσαν - και όχι οι διαστρεβλώσεις διάφορων διάσημων οπορτουνιστών, όπως ο Ισμαήλ Κανταρέ, ο οποίος από αγαπημένος του καθεστώτος του Εμβέρ κατέληξε μαχητής της δημοκρατίας (όταν βεβαίως είχε γίνει διάσημος στη Δύση).
Ετσι ουδείς έχει σήμερα το δικαίωμα να κατηγορήσει δύο από τους μεγαλύτερους ρώσους ποιητές του 20ού αιώνα, τον Οσίπ Μαντελστάμ και την Αννα Αχμάτοβα, επειδή έγραψαν ποιήματα που υμνούσαν τον Στάλιν. Ο μεν Μαντελστάμ τα έγραψε εκτοπισμένος στο Βορονιέζ με την ελπίδα ότι θα του επέτρεπαν να επιστρέψει στη Μόσχα. (Συνέβη το αντίθετο. Τον έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Βλαδιβοστόκ, όπου πέθανε από τις κακουχίες και κατά πάσα πιθανότητα τον έθαψαν σε ομαδικό τάφο στον πάγο.) Η δε Αχμάτοβα είχε τον γιο της στις φυλακές του Πετροπαβλόφσκ στο Λένινγκραντ καταδικασμένο σε θάνατο και ζούσε με την αγωνία ότι από μέρα σε μέρα θα τον εκτελούσαν.
Ο Στάλιν είχε μια παράξενη εκτίμηση για τους συγγραφείς που έλεγαν ευθέως τη γνώμη τους - οι οποίοι ήταν ελάχιστοι. Οταν λ.χ. του έστειλε ο Ζαμιάτιν επιστολή με την οποία του έλεγε ξεκάθαρα ότι, αφού δεν εκδίδονται και δεν παίζονται τα έργα του στη Σοβιετική Ενωση, καλύτερα να τον αφήσουν να φύγει στο εξωτερικό, του το επέτρεψε. Δεν έκανε το ίδιο για τον Μπουλγκάκοφ. Αλλά οι επιστολές και των δύο προς τον Στάλιν, σε αντίθεση με αυτές των διαφόρων αυλοκολάκων που κάρφωναν τους συναδέλφους τους, δίνουν και το μέτρο τού τι σημαίνει αξιοπρέπεια, ηθικό κύρος και ελεύθερη συνείδηση ακόμη και σε περιόδους ωμής καταστολής.
Το Ιδρυμα Σπουδών για τα Ολοκληρωτικά Καθεστώτα, που εδρεύει στην Πράγα, έδωσε στη δημοσιότητα την πληροφορία που προκάλεσε μεγάλο θόρυβο διεθνώς: ο διάσημος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα υπήρξε καταδότης. Ενα μέλος του, ο Ανταμ Χράντιλεκ, δημοσίευσε στο περιοδικό «Respekt» αναφορά της τοπικής αστυνομίας του 1950 η οποία φέρει τον αριθμό 624/1950 ΙΙ και λέει επί λέξει: «Ο φοιτητής Μίλαν Κούντερα, γεννηθείς την 1η Απριλίου 1929 στο Μπρνο, παρουσιάστηκε στο τμήμα και ανέφερε ότι ο Μίτκα συνάντησε τον Μιροσλάβ Ντβόρατσεκ, ο οποίος είναι φυγόστρατος». Ο Ντβόρατσεκ είχε στρατολογηθεί ως κατάσκοπος από τους εμιγκρέδες αντικαθεστωτικούς Τσέχους του εξωτερικού. Δεν είχε καν προλάβει να εκτελέσει την πρώτη του αποστολή και τον συνέλαβε η αστυνομία. Καταδικάστηκε σε 22 χρόνια καταναγκαστικά έργα, από τα οποία πέρασε τα 14 σε ένα μεταλλείο ουρανίου.
Ο διεθνής θόρυβος όμως δεν έχει δώσει απαντήσεις σε κάποια ερωτήματα. Πρώτον, γιατί το κομμουνιστικό καθεστώς με το οποίο ήρθε σε σύγκρουση ο Κούντερα και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στο Παρίσι το 1974 κράτησε «κρυφή» για χρόνια μια τέτοια πληροφορία· και, δεύτερον, γιατί αυτό το έγγραφο δεν περιλαμβάνεται στον τεράστιο φάκελο που κρατούσαν οι Αρχές για τον συγγραφέα; Η αναφορά ωστόσο του Χράντιλεκ δεν μένει σε αυτά. Εκφράζει και ένα γενικότερο πνεύμα για τον Κούντερα που απολαμβάνει τεράστια εκτίμηση αλλά ελάχιστη συμπάθεια στην Τσεχία. Γιατί; Ισως γιατί αυτός ο κατ' εξοχήν αντικαθεστωτικός δεν βγήκε να θριαμβολογήσει για την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, δεν υποστήριξε κανένα κυνήγι μαγισσών και δεν είναι όσο Τσέχος θα ήθελαν ορισμένοι. Γάλλος πολίτης, από το 1981, μένει στο Παρίσι, ταξιδεύει μόνο στην Πράγα και πάντοτε ινκόγκνιτο, δεν δίνει συνεντεύξεις, ζει σαν μοναχικός λύκος. Μια «μικρή» λεπτομέρεια ίσως φωτίζει αλλιώς την ιστορία: ο Χράντιλεκ σχετίζεται με μια γυναίκα που για χρόνια κατηγορείτο ότι αυτή «έδωσε» στην αστυνομία τον Ντβόρατσεκ.
Ο Κούντερα αρκέστηκε να δηλώσει κατηγορηματικά στο τσεχικό πρακτορείο ειδήσεων: «Εχω μείνει κατάπληκτος από κάτι που δεν περίμενα, για το οποίο μόλις χθες έμαθα και που δεν συνέβη. Τον άνθρωπο δεν τον ήξερα καθόλου». Και κατέληξε ότι «η επίθεση εναντίον του είναι η δολοφονία ενός συγγραφέα».
No comments:
Post a Comment