Wednesday, October 29, 2008

«Έφυγε» η συγγραφέας Νένη Ευθυμιάδη


Πέμπτη, 30.10.08: «Εφυγε» σε ηλικία 62 ετών, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο, η συγγραφέας Νένη Ευθυμιάδη, μία από τις σημαντικότερες πεζογράφους που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1970 και ανανέωσαν τη νεώτερη ελληνική πεζογραφία. Η Νένη Ευθυμιάδη έμεινε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και απασχολούσε τον Τύπο μόνο με το έργο της. Έτσι, η οικογένειά της, σεβόμενη την επιθυμία της, δεν ανακοίνωσε τίποτα σχετικό με το τελευταίο ταξίδι της.

Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1946. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1970 έγινε δικηγόρος Αθηνών. Από το 1973 ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει εκδώσει εννέα μυθιστορήματα. Συμμετείχε και σε πολλές εκδόσεις ομαδικού χαρακτήρα, με μικρότερης έκτασης πεζογραφήματα. Πληθώρα διηγημάτων, δοκιμίων και άρθρων της δημοσιεύονται συνεχώς στον ημερήσιο τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Κάποιες φορές ασχολήθηκε και με κριτικές παρουσιάσεις ελλήνων ή ξένων συγγραφέων. Έχει μεταφράσει δοκίμια από τα γαλλικά, τα γερμανικά και αγγλικά, όπως και ποίηση του αμερικανού William Meredith (Βραβείο Πούλιτζερ 1988). Από το 1992 είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, συνυπεύθυνη για τη διοργάνωση εκδηλώσεων γύρω από τη λογοτεχνία, τη θεωρία, τη σύγχρονη προβληματική ή εκπρόσωπός της σε διεθνή συνέδρια κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα. Μερικά από τα έργα της έγιναν αντικείμενα μελετών σε πανεπιστήμια, συνέδρια ή θεωρητικά βιβλία. Προσφάτως, μυθιστόρημά της κυκλοφόρησε στην Ιταλία.

Τα βιβλία της Νένης Ευθυμιάδη

Εσύ και εγώ μοιάζουμε λιγάκι, 1973, μυθιστόρημα, σελ. 141, εκδόσεις "Δωρικός", (το απέσυρε από την κυκλοφορία η συγγραφέας).
Ο κήπος με τα αγάλματα, 1975, μυθιστόρημα, σελ. 227, εκδόσεις "Νέα Σύνορα", επανέκδοση μετά από γλωσσική επεξεργασία το 1994, σελ. 204, εκδόσεις "Νέα Σύνορα", ISBN: 960-236-439-4.
Η φωτοβολίδα, 1978, μυθιστόρημα, σελ. 191. εκδόσεις "Νέα Σύνορα".
Αθόρυβες μέρες, 1983, μυθιστόρημα, σελ. 255, εκδόσεις "Εστία".
Το χρώμα του μέλλοντος, 1988, μυθιστόρημα, σελ. 226, εκδόσεις "Εστία".
Τρυφερός θάνατος, 1990, μυθιστόρημα, σελ. 256, εκδόσεις "Εστία", ISBN: 960-05-0273-0.
Οι πολίτες της σιωπής, 1993, μυθιστόρημα, σελ. 239, εκδόσεις "Καστανιώτη", ISBN: 960-03-1061-0.
Η πόλη των γλάρων, 1997, μυθιστόρημα, σελ. 275, εκδόσεις "Καστανιώτη", ISBN: 960-03-1837-9.
Οι τυχοδιώκτες, 2000, μυθιστόρημα, σελ. 290, εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα", ISBN: 960-393-420-8.

Απόσπασμα από το βιβλίο: "Τυχοδιώκτες"

Πέταξα τις πολύχρωμες φούστες μου, φόρεσα στενά παντελόνια για τη σκάλα του κελαριού, μα τη στιγμή που η συζήτηση ξεστράτισε δεν την έφερα στον ευθύ δρόμο - την ασφάλεια όλων μας δεν κατόρθωσα να την υπερασπιστώ.
Μόνο τους νεκρούς του Βερμόντ υπερασπιζόμουν μέχρι τέλους. Τους παρατηρούσα επίμονα, τους έκανα συντροφιά, καμιά φορά τους χάιδευα. Και μόλις η οικειότητα γεννιόταν, αποφάσιζα για το μακιγιάζ. Προτιμούσα τα χρώματα της γης και τις απαλές ώχρες, αλλά αν το διέταζε η κέρινη φυσιογνωμία τους, δεν απέκλεια το άσπρο και τους τόνους του γαλάζιου. ζητούμενο ήταν ένα αποτέλεσμα ιδανικό. Δισταγμό είχα στο σχήμα των χειλιών που συχνά παραμορφώνονταν από τον τελευταίο σπασμό, έπρεπε να διασχίσω το παρελθόν και να μαντέψω και να αισθανθώ, ύστερα να τολμήσω την ένταση του κόκκινου, την τρυφερότητα του ροζ, τη γαλήνη του μπεζ και ένα σταθερό περίγραμμα. Στα βλέφαρα ακροβατούσα, γιατί το χρώμα των ματιών μου ήταν άγνωστο και δεν ήθελα να τα παραβιάσω, άρα έπρεπε να υποθέσω, να φανταστώ, ύστερα να κινηθώ στις στοές του καφέ ή στους τόνους του γκρίζου. Περιποιόμουν και τα νύχια, ποθούσα καμπύλες λείες και στιλπνές και κατέφευγα σε εύθραυστες προσπάθειες με λίμες, συχνά και σε κάποιο βερνίκι αστραφτερό. Μα το άγχος ερχόταν με τα μαλλιά, ιδιαίτερα τα γυναικεία. Έπρεπε να μελετήσω ξανά τις γωνίες του προσώπου, να σχηματίσω απαλές μπούκλες, να ισιώσω φράντζες αναρχικές, να κρύψω ή να προβάλω τη μελαγχολία στα λευκά σημεία.
Εκτόπιζα και τους συνεργάτες των λουλουδιών, διάλεγα μόνη είδη, αποχρώσεις, μυρωδιές, τα πρόσωπα έπρεπε να αναδειχτούν και να καλλιεργηθούν υποψίες για άψογες σιλουέτες. Αλλιώς τι δουλειά έκανα εγώ;
"Το παρακάνεις", γκρίνιαζε ο εργοδότης μου. "Στον καθρέφτη δεν θα κοιταχτούν ποτέ και οι άλλοι θα τους θυμούνται όπως θέλουν".
Δεν είχε άδικο, συχνά οι νεκροί στοιβάζονταν ουρές ατελείωτες περιμένοντας εμένα και καθώς οι κηδείες είχαν ήδη οριστεί, υπήρχε κίνδυνος να γίνουν χωρίς πτώμα. Προτιμούσα να ξενυχτώ δουλεύοντας παρά να εγκαταλείψω την τακτική μου. Το είδωλό τους δεν θα το έβλεπαν, όμως θα σήμαινε άπειρα γι' αυτούς, αν ζούσαν. οι άνθρωποι θέλουν να αγγίξουν την αιωνιότητα με όψη συναρπαστική.
Βέβαια δεν συμφωνούσαν πάντα οι οικείοι. Συχνά διαμαρτύρονταν πως δεν αναγνώριζαν τον άνθρωπό τους, πως αντίκριζαν έναν ξένο τη στιγμή της ταφής. Θύμιζα στον αμήχανο εργοδότη πως οι συγγενείς αντιμετωπίζουν τους νεκρούς σαν ιδιοκτησίες τους που χάνονται και αποζητούν την τελευταία πράξη επιβολής - το θρήνο πάνω από τη συνηθισμένη εικόνα. Αλλά οι νεκροί ανήκουν πια στη μακροχρόνια περιπέτεια του σύμπαντος και μόνο εγώ, η μακρινή, τους γνώρισα και τους αγάπησα σε αυτή τη διάσταση, την τελική.
Κανένας από μας τους τέσσερις δεν κατέβηκε νωρίς το επόμενο πρωί. Αργήσαμε τόσο, ώστε η Χλόη, ο Μανόλης και ο Ρούλης είχαν τελειώσει το πρωινό τους και έπιναν με νωχέλεια τον τρίτο ή τέταρτο καφέ.
"Μήπως μας άκουσε αυτός χθες βράδυ;" με ρώτησε ο Πέτρος κάποια στιγμή.
"Αποκλείεται", απάντησα γρήγορα.
Όμως δεν ήμουν σίγουρη. Όποιος απειλεί γνωρίζει πως θα υπάρξουν αντιδράσεις και καμιά φορά εύστοχα τις προεξοφλεί.
Περάσαμε τη μέρα με προσποίηση φυσικότητας, αντιγράφαμε τις καθημερινές κινήσεις μας με καρμπόν. Μα κάθε τόσο πλησιάζαμε την τζαμαρία και φευγαλέα κοιτάζαμε το σκάφος του θανάτου μας. Ανταλλάσσαμε τότε συνωμοτικά βλέμματα και αποφεύγαμε να βρεθούμε κοντά στον Ρούλη για μερικά λεπτά. Δεν είχε νόημα η προφύλαξη, αυτός μας αγνοούσε, διάβαζε την εφημερίδα τους αδιάφορος και μακρινός. Γιατί όποιος απειλεί γνωρίζει πως η αντίδραση σπάνια είναι ακαριαία και για ένα διάστημα μπορεί άνετα να αποστασιοποιηθεί.
Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως διέκρινα στην αμμουδιά μια ανδρική φιγούρα. "Να είναι ο Μαρσέλ;" αναρωτήθηκα με έξαψη. Μα χάθηκε σαν αστραπή. Η ζέστη άχνιζε και προκαλούσε οφθαλμαπάτες, άλλωστε και τα νεύρα μου είχαν ταραχτεί.
Πώς να μην ταραχθούν; Κατέστρωνα το σχέδιο που θα πρότεινα την ίδια νύχτα στην υγρασία του κελαριού και οργάνωνα τις λεπτομέρειες - χωρίς επιμονή στα περιφερειακά σημεία, οι κεντρικές νίκες γίνονται καπνός.
Θα πρότεινα, ό,τι προτείνουν οι αχρείοι της κοινής λογικής. Τη σωματική βία. Γιατί πλειοψηφούσαμε, ήμασταν τέσσερις εναντίον ενός, χωρίς να υπολογίσουμε και τους άλλους τρεις, τη Χλόη, τη Μισέλ και τον Μανόλη, που άλλωστε έδειχναν ακατάλληλοι για οποιαδήποτε συμμετοχή.
Στην τσάντα μου έκρυβα ένα αναισθητικό σπρέι, παλιά συνήθεια της Νέας Υόρκης, τότε που έφευγα νύχτα από τους Ινδούς και λαχάνιαζα στην έβδομη λεωφόρο. Θα το πιέζαμε στο πρόσωπο του Ρούλη απρόοπτα, θα τον βλέπαμε να γέρνει, μετά θα εξαφανιζόμασταν. Όμως, τι θα κάναμε με το μάγειρα και τους μπράβους που ίσως μας περικύκλωναν; Σύμφωνοι, ο άντρας της κουζίνας ήταν διακριτικός και ερχόταν σε ωράρια προκαθορισμένα. Αλλά, αν συνέβαινε κάτι έκτακτο και προχωρούσε απροειδοποίητα στο λίβινγκ ρουμ και έβλεπε τον Ρούλη αναίσθητο και εμάς να φεύγουμε πανικόβλητοι, δεν θα ειδοποιούσε την αστυνομία; Και οι μπράβοι δεν θα έριχναν σφαίρες καυτές αν μας αντιλαμβάνονταν να τρέχουμε ξέφρενοι και οι επτά;
Άρα, η απόπειρα εξόδου έπρεπε να γίνει μετά τα μεσάνυχτα, τότε που οι μάγειρες κοιμούνται και οι μπράβοι χάνουν τον ήλιο και το φως. Δεν θα πλησιάζαμε την κεντρική είσοδο, έλαμπε από τους προβολείς της προβλήτας, θα ανοίγαμε την πίσω πόρτα, τη σκοτεινή, που έβγαζε σε χώμα και ξερά στάχυα. Θα χωριζόμασταν σε ομάδες των δύο ή του ενός, ύστερα έρποντας, φίδια ή τραυματισμένα ζώα, θα διασχίζαμε τα πρώτα μέτρα, τα κρίσιμα. Δεν θα κινδυνεύαμε, ακόμη και αν ακουγόμασταν - θα θεωρούμασταν ζευγαράκια που δοκίμαζαν έρωτα ή αδέσποτα της περιοχής. Και αργότερα που θα σηκωνόμασταν και θα περπατούσαμε ως την άσφαλτο, θα θυμίζαμε ρομαντικούς περιπατητές, από αυτούς που κάνουν μάταιες βόλτες στις αμμουδιές, μετά επιστρέφουν στη ρουτίνα.
Η Κλεοπάτρα ίσως βελτίωνε το σχέδιό μου, δεκάδες διηγήματα έγραψε με θέμα την απελευθέρωση ομήρων και κάποιο ήταν ανεκτό. Μιλούσε για ένα λεωφορείο που έτρεχε με τρομαγμένους επιβάτες, γιατί ένας Αθηναίος στήριζε το περίστροφο στον κρόταφο του οδηγού και ζητούσε μείωση του εκκαθαριστικού της εφορίας. Το σύνολο των ομήρων ήταν είκοσι οκτώ, αλλά οι δεκαεπτά δραπέτευσαν. Ανά πεντάλεπτο άνοιγαν την πίσω πόρτα και ρίχνονταν στην άσφαλτο άθικτοι, γιατί ο σοφέρ παρακολουθούσε από τον καθρέφτη του και φρόντιζε να φρενάρει. Ο απαγωγέας δε αντιλαμβανόταν τίποτα, διαπραγματευόταν έξαλλος με αστυνομικούς από το κινητό του. Άργησε να δει πως οι όμηροι που απέμειναν ήταν έντεκα. Και κλονίστηκε. Όχι από τον μικρό αριθμό, αλλά από την ευτυχία τους - είχαν αγαπήσει την περιπέτεια και ήθελαν να παραταθεί. Τον προσκάλεσαν να καθίσει μαζί τους, αντάλλαξαν μπισκότα, σάντουιτς, αναψυκτικά. Κύλησε υπέροχα η βραδιά, με ομόψυχη αηδία για την εξουσία, και γύρω στα χαράματα αποφασίστηκε ένας διαγωνισμός για το πιο τολμηρό αστείο. Κέρδισε μια εικοσάχρονη, είπε ότι τα σύγχρονα λεωφορεία δεν χρειάζονται οδηγούς και για να το αποδείξει, άναψε τη μηχανή και το άφησε να τρέχει ελεύθερο σε στροφές και χαράδρες. Σκοτώθηκε μαζί με τους υπόλοιπους και έχασε τη δόξα. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν πως υπεύθυνος για τη δραματική πτώση του λεωφορείου ήταν αποκλειστικά ο κακοποιός.
Όμως με την Κλεοπάτρα δεν επικοινωνώ - μισώ την ανησυχία της. Θα προτιμούσα ένα διάλογο με τον ύπουλο Μαρσέλ, τον Μαρσέλ που άφησα στο Ναύπλιο, αγκαλιά με ένα ψέμα.

No comments: