Του Γιώργου Βαϊλάκη, Ημερησία, 25/10/2008
Την ίδια περίπου εποχή που ο Αγιος Αυγουστίνος (354-430) έγραφε τις περίφημες «Εξομολογήσεις» του, τον απασχολούσε επισταμένως ένα, εκ πρώτης όψεως, μικρής σημασίας θέμα: κάποιος βρίσκεται σε ένα δωμάτιο με ένα βιβλίο και διαβάζει χωρίς να προφέρει τις λέξεις -γεγονός που για εκείνη την εποχή κάθε άλλο παρά αυτονόητο ήταν αφού οι αναγνώσεις γίνονταν φωναχτά. Ο αναγνώστης αυτός, ωστόσο, πρωτοτυπούσε σε κάτι: περνούσε κατευθείαν από τα γραπτά σημάδια της σελίδας στην ενόραση, χωρίς τη μεσολάβηση του ηχητικού σήματος, βάζοντας -παράλληλα- τις βάσεις για μια ιδιαίτερα παράξενη τέχνη που χαρακτηριζόταν από την σιωπή: Η τέχνη της σιωπηρής ανάγνωσης, λοιπόν, έμελλε να αποτελέσει την απαρχή της μυθοποίησης του βιβλίου ως αυτοσκοπού πια και όχι ως μέσου για κάποιο σκοπό, η οποία θα έδινε αριστουργήματα στην ιστορία του πνεύματος και του στοχασμού.
Εάν όμως σήμερα η αξία του βιβλίου μοιάζει αδιαμφισβήτητη, δεν ήταν -και ενδεχομένως να μην είναι- πάντα έτσι. Οι αρχαίοι, για παράδειγμα, δεν λάτρευαν τα βιβλία -τα θεωρούσαν υποκατάστατα του προφορικού λόγου. Αλλωστε, όλες οι διδασκαλίες ήταν προφορικές: ο προφορικός λόγος έχει κάτι «φτερωτό και ιερό» έλεγε ο Πλάτων.
- Δέσμευση
Μάλιστα, ο Πυθαγόρας επέλεξε συνειδητά να μην γράψει ποτέ και αυτό για να αποφύγει να δεσμευτεί με γραμμένες λέξεις. Κάτι ανάλογο έπραξε ο Ιησούς και προηγουμένως ο Σωκράτης ο οποίος θεωρούσε τον προφορικό λόγο όχι μόνο αναντικατάστατο αλλά και επιβεβλημένο, εξιδανικεύοντας την -απαραίτητη- παρουσία του συνομιλητή. Δεν είναι, εντούτοις, μόνο η διακίνηση των ιδεών και της φιλοσοφικής σκέψης που εδράζει στον πυρήνα της προφορικής παράδοσης.
Υπάρχει και η προφορική λογοτεχνία που όχι μόνο εντάσσεται σε αυτήν παράδοση, αλλά και περιλαμβάνει τις πλέον σύνθετες -και διακριτές- μορφές προφορικού λόγου: παραμύθια, δημώδη ποιήματα, παροιμίες, ξόρκια, ευχές και κατάρες, μύθοι, ευτράπελες αφηγήσεις, θρύλοι, αινίγματα. Πρόκειται για το είδος της λογοτεχνίας που ευνοεί τις πολυποίκιλες παραλλαγές του ίδιου έργου το οποίο διαρκώς αλλάζει από στόμα σε στόμα, με τον κεντρικό πυρήνα του να παραμένει -ως επί το πλείστον- αμετάβλητος.
- Παράδοση
Ανατρέχοντας στην ιστορία των βιβλίων ο Τζορτζ Στάινερ έρχεται να υπενθυμίσει αυτή τη μάλλον λησμονημένη προφορική παράδοση η οποία προηγήθηκε της γραφής. Ο λόγος για μία ολόκληρη εποχή όπου η αφήγηση, η ποίηση, οι θρησκευτικές και οι μαγικές γνώσεις μεταδίδονταν προφορικά πολύ πριν η γοητεία της διαπροσωπικής εκφοράς του λόγου δώσει τη θέση της στον κόσμο των χειρογράφων, των τεράστιων βιβλιοθηκών, της σιωπηλής ανάγνωσης και βέβαια της ανάγκης για σιωπή που απαιτούν και επιβάλλουν τα βιβλία.
Σταδιακά -με την εξάπλωση των κειμένων- η προφορική κουλτούρα, η αποστήθιση, η απομνημόνευση, θα αντικατασταθούν από τη σιγουριά του γραπτού, την αυστηρότητα της διατύπωσης, το «κύρος», την «αυθεντία», την εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, όταν αφήνουμε τα βιβλία να κυριαρχήσουν στη ζωή μας, μπορεί να γλιτώνουμε από τους κινδύνους της όποιας δράσης και της πιθανής αυθαιρεσίας, αλλά χάνουμε κάτι σημαντικό από την ουσία της ζωής: το συναίσθημα που προέρχεται από την άμεση εμπειρία. Μια τέτοια αμφισβήτηση του γραπτού λόγου θα εκφράσουν οι ρομαντικοί, μέσα από την αναζήτηση του αυθεντικού που προϋποθέτει την βιωματική εμπειρία. Ετσι, προσωπικότητες όπως ο Ρουσσώ, ο Εμερσον και ο Γκαίτε, επεσήμαναν τη διαφορά ανάμεσα στην άμεση συνείδηση των πραγμάτων και στην έμμεση γνώση που προσφέρουν τα βιβλία ενώ ο Τολστόι, πάλι, πίστευε ότι η υψηλή μόρφωση αλλοίωσε τον αυθορμητισμό, προώθησε τον ελιτισμό και άσκησε αρνητική επιρροή.
- Φιλόσοφοι
Τα βιβλία, απ την άλλη, διαμόρφωσαν γενιές φιλοσόφων και στοχαστών, των οποίων η καλλιέργεια δεν τους απέτρεψε από το να υιοθετήσουν μία στάση ακραίας απανθρωπιάς, όπως στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας όπου η μελέτη των κλασικών συνυπήρξε με την πιο ωμή βαρβαρότητα. Ολα αυτά αναφέρονται όχι βέβαια για να στοιχειοθετήσουν μία πολεμική ενάντια στην αξία των βιβλίων, αλλά για υπογραμμίσουν αυτό που κάθε άλλο παρά προφανές είναι: Η θέση του βιβλίου στον ανθρώπινο πολιτισμό δεν είναι ούτε τόσο εδραιωμένη, ούτε απόλυτα αυτονόητη -ούτε εμφανίστηκε από καταβολής των κοινωνικών ομάδων, ούτε υπάρχει κάτι που να την εγγυάται παντοτινά.
«Εχουμε την τάση» λέει ο Στάινερ, «να λησμονούμε ότι τα βιβλία, εξαιρετικά ευάλωτα, μπορούν να αφανιστούν ή να καταστραφούν. Διαθέτουν την ιστορία τους, όπως κάθε ανθρώπινο προϊόν, μια ιστορία που εμπεριέχει την πιθανότητα, το ενδεχόμενο ενός τέλους». Αρα το ερώτημα είναι άλλο: Κατά πόσο τελικά κρίνουμε ως απαραίτητη την περαιτέρω συνέχιση των βιβλίων, της συγγραφικής τέχνης, των μυθοπλασιών ως ένα αντιστάθμισμα της καθημερινής ζωής - μιας δημιουργικής, δηλαδή, ανάπλασης του κόσμου μέσα στη σιωπή της ανάγνωσης...
No comments:
Post a Comment