Γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 25 Οκτωβρίου 2008
Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ ΕΠΙΔΕΞΙΑ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΑΓΩΝΙΑΣ, ΜΕ ΘΕΜΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟ Σ΄ ΕΝΑ ΠΗΓΑΔΙ, ΣΕ ΕΝΑ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΜΥΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ Ύστερα από τα καταξιωμένα στη συνείδηση κριτικών και κοινού μυθιστορήματά του, Ο καιρός των χρυσανθέμων και Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές, και αφού προηγήθηκε, πέρυσι, η συλλογή 14 διηγημάτων του Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οχτώ, ο Μάνος Ελευθερίου επιστρέφει ξανά στο μυθιστόρημα, αλλά με ένα έργο που απομακρύνεται αισθητά από τις υπαγορεύσεις της μεγάλης και σύνθετης φόρμας των ιστορικών ή «εποχικών» μυθιστορημάτων του. Το βιβλίο Άνθρωπος στο πηγάδι έρχεται να επιβεβαιώσει την ικανότητα του Ελευθερίου να ανανεώνεται εκφραστικά, αξιοποιώντας, όπως και στα διηγήματά του, την ώσμωση του πεζογραφικού και του ποιητικού λόγου.
Μέχρι σχεδόν το μέσο του το Άνθρωπος στο πηγάδι εξελίσσεται ως μυθιστόρημα αγωνίας. Ένα αυγουστιάτικο απόγευμα κάποιας πρόσφατης, απροσδιόριστης πάντως, χρονολογίας, ένας σαραντάρης, καταξιωμένος συγγραφέας, με το παρωνύμιο Ηλ (έτσι τον ονόμασε η φίλη του Ειμαρμένη, απομονώνοντας την κατάληξη του πραγματικού ονόματός του, Μιχαήλ), πηγαίνει στον σταθμό λεωφορείων του Κηφισού, με σκοπό να επισκεφτεί φίλους του για ολιγοήμερες διακοπές. Από απερισκεψία του, όμως, απομακρύνεται από την κατοικημένη περιοχή και πέφτει σ΄ ένα ρηχό πηγάδι με λιγοστό νερό. Τραυματισμένος από την πτώση, προσπαθεί να σκεφτεί τρόπους που θα του επιτρέψουν να βγει από το πηγάδι, αναλογίζεται την προηγούμενη ζωή του, ανακαλώντας μνημονικές παραστάσεις κυρίως από το μακρινό παρελθόν, κάποιες στιγμές οργίζεται και απελπίζεται και άλλες στιγμές φτιάχνει παρήγορα σενάρια σωτηρίας του, καθώς σκέφτεται ότι οι δικοί του άνθρωποι θα τον αναζητήσουν. Με το προχώρημα της νύχτας και της δοκιμασίας του, ο Ηλ αρχίζει να παραλογίζεται ολοένα και περισσότερο, ενώ στις ανάπαυλες της ελπίδας σκέφτεται ότι όλα αυτά που του συμβαίνουν θα τα αξιοποιήσει στα μελλοντικά γραπτά του, κρίνει, π.χ., πως η περιπέτειά του είναι «πρώτης τάξεως θέμα για την επόμενη νουβέλα του» (σ. 81).
Το μυθιστόρημα δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, αλλά σε ανισομήκεις ενότητες που διακρίνονται μεταξύ τους με τυπογραφικό κόσμημα. Η σταθερή αφηγηματική σκοπιά του, η τριτοπρόσωπη αφήγηση σε ελεύθερο πλάγιο λόγο (λόγο που απηχεί τις εναγώνιες σκέψεις του ήρωα), εγκλωβίζει και τον αναγνώστη στην προοπτική του αδιεξόδου ή και του αναπότρεπτου τέλους του Ηλ. Συνεπώς, η δράση είναι πολύ περιορισμένη και το τέλος της ιστορίας- τουλάχιστον για όσους γνωρίζουν το έργο του Ελευθερίου- μάλλον διαφαινόμενο: ο συγγραφέας δεν θα κάνει στον αναγνώστη τη χάρη να σώσει τον δοκιμαζόμενο ήρωα. Αλλά από το μέσο σχεδόν του βιβλίου και εξής, ο Ελευθερίου θέτει σε λειτουργία τη συγγραφική του επινοητικότητα ώστε να το μετατρέψει σε έναν υποβλητικό ύμνο στη δύναμη και την ικανότητα της φαντασίας να μετουσιώνει τη στιγμή της μεγάλης δοκιμασίας σε λυτρωτική φυγή. Προς τα πού; Το μυθιστόρημα του Ελευθερίου εξελίσσεται σε κείμενο μυητικής (και παρηγορητικής) διαδρομής προς τον θάνατο.
Μέχρι σχεδόν το μέσο του το Άνθρωπος στο πηγάδι εξελίσσεται ως μυθιστόρημα αγωνίας. Ένα αυγουστιάτικο απόγευμα κάποιας πρόσφατης, απροσδιόριστης πάντως, χρονολογίας, ένας σαραντάρης, καταξιωμένος συγγραφέας, με το παρωνύμιο Ηλ (έτσι τον ονόμασε η φίλη του Ειμαρμένη, απομονώνοντας την κατάληξη του πραγματικού ονόματός του, Μιχαήλ), πηγαίνει στον σταθμό λεωφορείων του Κηφισού, με σκοπό να επισκεφτεί φίλους του για ολιγοήμερες διακοπές. Από απερισκεψία του, όμως, απομακρύνεται από την κατοικημένη περιοχή και πέφτει σ΄ ένα ρηχό πηγάδι με λιγοστό νερό. Τραυματισμένος από την πτώση, προσπαθεί να σκεφτεί τρόπους που θα του επιτρέψουν να βγει από το πηγάδι, αναλογίζεται την προηγούμενη ζωή του, ανακαλώντας μνημονικές παραστάσεις κυρίως από το μακρινό παρελθόν, κάποιες στιγμές οργίζεται και απελπίζεται και άλλες στιγμές φτιάχνει παρήγορα σενάρια σωτηρίας του, καθώς σκέφτεται ότι οι δικοί του άνθρωποι θα τον αναζητήσουν. Με το προχώρημα της νύχτας και της δοκιμασίας του, ο Ηλ αρχίζει να παραλογίζεται ολοένα και περισσότερο, ενώ στις ανάπαυλες της ελπίδας σκέφτεται ότι όλα αυτά που του συμβαίνουν θα τα αξιοποιήσει στα μελλοντικά γραπτά του, κρίνει, π.χ., πως η περιπέτειά του είναι «πρώτης τάξεως θέμα για την επόμενη νουβέλα του» (σ. 81).
Το μυθιστόρημα δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, αλλά σε ανισομήκεις ενότητες που διακρίνονται μεταξύ τους με τυπογραφικό κόσμημα. Η σταθερή αφηγηματική σκοπιά του, η τριτοπρόσωπη αφήγηση σε ελεύθερο πλάγιο λόγο (λόγο που απηχεί τις εναγώνιες σκέψεις του ήρωα), εγκλωβίζει και τον αναγνώστη στην προοπτική του αδιεξόδου ή και του αναπότρεπτου τέλους του Ηλ. Συνεπώς, η δράση είναι πολύ περιορισμένη και το τέλος της ιστορίας- τουλάχιστον για όσους γνωρίζουν το έργο του Ελευθερίου- μάλλον διαφαινόμενο: ο συγγραφέας δεν θα κάνει στον αναγνώστη τη χάρη να σώσει τον δοκιμαζόμενο ήρωα. Αλλά από το μέσο σχεδόν του βιβλίου και εξής, ο Ελευθερίου θέτει σε λειτουργία τη συγγραφική του επινοητικότητα ώστε να το μετατρέψει σε έναν υποβλητικό ύμνο στη δύναμη και την ικανότητα της φαντασίας να μετουσιώνει τη στιγμή της μεγάλης δοκιμασίας σε λυτρωτική φυγή. Προς τα πού; Το μυθιστόρημα του Ελευθερίου εξελίσσεται σε κείμενο μυητικής (και παρηγορητικής) διαδρομής προς τον θάνατο.
Μάνος Ελευθερίου
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
ΑΘΗΝΑ, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2008 ΣΕΛ. 264
Ο Ηλ ολοένα και περισσότερο αποκόπτεται από τον πραγματικό κόσμο. Με εξασθενημένα το σώμα και τη λογική του, αλλά δυναμωμένη τη φαντασία του ζωντανεύει τα ίδια τα υπό συγγραφή ή σχεδιαζόμενα λογοτεχνικά έργα του στα οποία τώρα συμμετέχει η παρευρίσκεται αμήχανος. Η φωνή που από το στόμιο του πηγαδιού αρχικά προφέρει μόνο το όνομά του γίνεται κατόπιν μια δυσδιάκριτη μορφή με τα χαρακτηριστικά ενός φύλακα αγγέλου, που αφηγείται στον Ηλ και του ερμηνεύει τη βιβλική παραβολή της ξεραμένης συκιάς (σ. 141-150). Στη συνέχεια, η ίδια μορφή παίρνει την όψη του πατέρα του Ηλ, που εμφανίζεται όμως ως ο πατέρας-φάντασμα του Άμλετ που αφηγείται στον γιο του, σε τρεις διαδοχικές αφηγήσεις, πώς είναι η μετά θάνατον ζωή, την ιστορία ενός σπουδαίου ποιητή μετά τον θάνατό του και το τέλος της δικής του ζωής (του Κλαύδιου), σύμφωνα με το σαιξπηρικό έργο (σ. 181-194, 199-207 και 210-216). Αλλά και αυτές οι ιστορίες προέρχονται από ένα υπό συγγραφή θεατρικό έργο του Ηλ, διασκευή του Άμλετ. Αυτές οι εμβόλιμες αφηγήσεις επιβραδύνουν την αγωνία ή και λυτρώνουν τον ήρωα από το μαρτύριό του. Παράλληλα, όσο οι αναμνήσεις και οι φαντασιακές-ονειρικές δραπετεύσεις του Ηλ ενισχύονται, καθώς μεταβαίνουμε από την τραγική πραγματικότητα στη λυτρωτική φυγή, τόσο περισσότερο το ύφος του Ελευθερίου τρέπεται προς τον ποιητικό λόγο, ανιχνεύοντας τον γενεσιουργό πυρήνα ολόκληρου του αφηγήματος.
Ο ήρωας του Ελευθερίου, όντας αθεράπευτα συγγραφέας, σκέφτεται κάποια στιγμή της δοκιμασίας του ότι «μόνο γράφοντας θα σωθεί» (σ. 158). Αυτή δεν είναι η ψευδαίσθηση όλων των συγγραφέων; Γύρω από την ιδέα της γραφής ως ψευδαισθητικής σωτηρίας ο Ελευθερίου στήνει ένα καλοστημένο ειρωνικό και αυτοειρωνικό παιχνίδι, όπως επίσης η αγωνία του ήρωά του υποκρύπτει τον φόβο θανάτου του πραγματικού συγγραφέα (και τον δικό μας). Εντέλει, ο λιγοστός χρόνος της ιστορίας του μυθιστορήματος διαρκεί από τη στιγμή της πτώσης στο πηγάδι μέχρι τη στιγμή που ένα πανίσχυρο φως καταυγάζει τα πάντα, αφήνοντας ουσιαστικά εκκρεμές το «πραγματικό» τέλος της ιστορίας. Τι, άραγε, σημαίνει αυτό το φως; Είναι η στιγμή του θανάτου, του περάσματος στην άλλη διάσταση, ή, απλώς, μιας λιποθυμίας; Οι αισιόδοξοι αναγνώστες μπορούν να ευελπιστούν ότι ο αγαπημένος τους ήρωας λιποθύμησε και οι δικοί του άνθρωποι θα βρίσκονται κάπου στην οδό της διάσωσής του. Οι απαισιόδοξοι θα απολαύσουν την παγίδευση στο πηγάδι και την οριστική φυγή από αυτό, διαμέσου της φαντασίας. Αλλά και διαμέσου της λογοτεχνίας ως λειτουργίας υπέρβασης όλων των δραματικών ατελειών της ζωής μας. Ο ήρωας απομένει ολομόναχος και πιθανόν νεκρός στο πηγάδι, ενώ ο Ελευθερίου συνευρίσκεται στον χώρο της γραφής με το μεγάλο σόι των δικών του ανθρώπων: από τους Ευαγγελιστές μέχρι τον Σαίξπηρ και από τον Σολωμό μέχρι τον Παπαδιαμάντη και τον Σεφέρη, υφαίνοντας ένα πολύπτυχο δίχτυ εκλεκτικών επαφών.
Αγαλλιάζω κάθε φορά που η λογοτεχνία μού επιφυλάσσει την ανάγκη για τη σιωπή του κριτικού. Με άλλα λόγια, την ανάγκη να ανταποκριθώ στον Άνθρωπο στο πηγάδι με τα λόγια ενός άλλου ποιητή, του Τάκη Σινόπουλου, που περιγράφει επίσης τον θάνατο ως λυτρωτική στιγμή: «Ν΄ αφήσεις να φυσάει ο χρόνος και ν΄ απομακρύνεσαι σιγά σιγά από την προκυμαία- ένα γκρίζο όνειρο τώρα, ένα θαμπό όνειρο σα σκηνικό στην καταχνιά, τίποτα άλλο».
Αγαλλιάζω κάθε φορά που η λογοτεχνία μού επιφυλάσσει την ανάγκη για τη σιωπή του κριτικού. Με άλλα λόγια, την ανάγκη να ανταποκριθώ στον Άνθρωπο στο πηγάδι με τα λόγια ενός άλλου ποιητή, του Τάκη Σινόπουλου, που περιγράφει επίσης τον θάνατο ως λυτρωτική στιγμή: «Ν΄ αφήσεις να φυσάει ο χρόνος και ν΄ απομακρύνεσαι σιγά σιγά από την προκυμαία- ένα γκρίζο όνειρο τώρα, ένα θαμπό όνειρο σα σκηνικό στην καταχνιά, τίποτα άλλο».
No comments:
Post a Comment