Του Ακη Καλογνωμη, Η Καθημερινη, 21/10/2008
Νένη Ευθυμιάδη: «Ο γιος του Μπίλυ Μπλου». Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 2008, σελ. 290.
Σε κάποιο απομονωμένο προάστιο της Αττικής, οι λιγοστοί κάτοικοι ζουν το τέλμα της καθημερινότητας. Ανάμεσά τους ένας πρώην διάσημος ακροβάτης, ο Μπίλυ Μπλου, περιμένει τα γηρατειά μέσα στην παλιά βίλα του. Τη μονοτονία έρχεται να ταράξει ένας νεαρός, ο Αγγελος Αγγέλου, που ισχυρίζεται ότι είναι γιος του. Με την ανοχή του Μπίλυ Μπλου εγκαθίσταται στην καλύβα του επιστάτη, πιάνει δουλειά ως κηπουρός στα γύρω σπίτια, κάνει γνωριμίες με τους γείτονες. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν αρχίζει να διαδίδει παντού κάτι αναπάντεχο: η περιοχή παρακολουθείται μέσω ενός υπόγειου συστήματος. Οι περίοικοι θορυβούνται, περίεργοι τύποι που μοιάζουν με πράκτορες εμφανίζονται παντού, ο νεαρός φαίνεται να κινδυνεύει, ο Μπίλυ Μπλου επιχειρεί να τον φυγαδεύσει.
Κάπως έτσι στήνεται μια ιστορία που οδηγεί τους πρωταγωνιστές της σε απρόσμενες περιπέτειες, καθώς το υπόγειο σύστημα παρακολούθησης –υπαρκτό ή μη– κατατρώει τα θεμέλια της νωχέλειάς τους. Αλλά οι βεβαιότητες που υποσκάπτονται εδώ δεν είναι μόνον εκείνες των προσώπων του μυθιστορήματος.
Μολονότι η αφήγηση παρουσιάζει, εκ πρώτης όψεως, χαρακτηριστικά αστυνομικής πλοκής –καθώς οργανώνεται γύρω από την επιδίωξη της λύσης ενός μυστηρίου– ορισμένα από τα δομικά της στοιχεία υποκρύπτουν άλλου είδους αναλογίες: κάποιος που έρχεται από το πουθενά διεκδικεί (ως «γιος» του Μπίλυ Μπλου) μια καταγωγή για την οποία οι περισσότεροι αμφιβάλλουν, βρίσκει καταφύγιο σε ένα ταπεινό κατάλυμα, αναγγέλλει στους ανθρώπους μια είδηση που προκαλεί δυσπιστία, αλλά και αναστάτωση, οι φορείς της εξουσίας (φαίνονται να) τον καταδιώκουν έως θανάτου, το οιονεί άψυχο σώμα του εξαφανίζεται (με τη φροντίδα του «πατέρα» του) και ο ίδιος επανεμφανίζεται κάπου αλλού ζωντανός, ως εκ θαύματος.
Χρονολογικά δε, ο κύριος όγκος της δράσης οργανώνεται μέσα στα όρια μιας δραματικής εβδομάδας που κορυφώνεται τις ημέρες από Πέμπτη μέχρι Σάββατο για να εκτονωθεί λυτρωτικά στο τέρμα της.
Επιπλέον, τα ονόματα των περισσοτέρων πρωταγωνιστών έχουν θρησκευτική καταβολή: Αγγελος, Εύα, Μαρία, Θωμάς, Πέτρος, Βασίλης (το κανονικό όνομα του Μπίλυ Μπλου), Αγάπιος (ο νεκρός πια αλλά πάντα αγαπημένος φίλος του Μπίλυ).
Αλλά κάπου εδώ αρχίζει μία εκ των έσω ανατροπή. Παρατηρεί κανείς ότι σχεδόν όλα τα ονοματεπώνυμα –με ή χωρίς θεολογικές συμπαραδηλώσεις– βρίθουν από παρηχήσεις: Μπίλυ Μπλου, Αγγελος Αγγέλου, Βίκτορας Βίργας, Οτο και Ρόζα Ρέτερ, Πάρης, Ρόθος. Οι φθογγικοί αυτοί αναδιπλασιασμοί υποδεικνύουν σαρκαστικά τον αυθαίρετο χαρακτήρα των ονομάτων, καταδικάζοντάς τα σε σημασιολογική απαξίωση που, κατά κανόνα, συμπαρασύρει και τους ίδιους τους φορείς τους. Συχνά, άλλωστε, και τα εξωτερικά γνωρίσματα των προσώπων βρίσκονται σε ειρωνική αντίφαση με τα ονόματά τους: ο Αγγελος Αγγέλου είναι ένας νεαρός με «μαλλιά ξανθά» και «σπάνια ομορφιά», αλλά δείχνει συνεχώς «έκπληκτος ή καθυστερημένος», ο Βίκτορας είναι ένας ηττημένος της ζωής στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, οι άντρες του «ασφαλίτη» Πάρη Ρόθου φοράνε ψηλά καπέλα που προδίδουν αμέσως την παρουσία τους, όσο για τον Μπίλυ, στο μεταίχμιο της τρίτης ηλικίας, θα έπρεπε ίσως να έχει εγκαταλείψει προ πολλού το καλλιτεχνικό υποκοριστικό της περασμένης του νεότητας.
Οταν όμως οι αρμοί που συνδέουν τις λέξεις με τα πράγματα υπονομεύονται, οι καθημερινές μας βεβαιότητες πλαγιοκοπούνται και τα θεμέλια της εξουσίας αρχίζουν να τρίζουν. Απογυμνωμένα από μεταφυσικά ή οντολογικά ερείσματα, τα πρόσωπα της Νένης Ευθυμιάδη συμπράττουν ερήμην τους στη διακωμώδηση του σύγχρονου κόσμου. Οι αγωνίες, οι φόβοι και οι φοβίες μας, οι μηχανισμοί καταστολής και η υψηλή τους αποστολή, η αναζήτηση της αλήθειας, η αλήθεια αυτή καθεαυτή, λαθραία υποσκάπτονται και τελικά διασύρονται αφήνοντας στον υποψιασμένο αναγνώστη ένα χαμόγελο συνενοχής. Η σκηνή της αποκάλυψης συρρικνώνεται σε λίγες μόνο συνοπτικές φράσεις ακριβώς πριν από το τέλος αλλά το τέλος δεν συμπίπτει με την αποκάλυψη της αλήθειας που έτσι κι αλλιώς προκαλεί ακατανοησία και πλήξη. Την ύστατη στιγμή θα μπορέσει τελικά να βρεθεί μια ατραπός διαφυγής. Γιατί στο μυθιστόρημα της Νένης Ευθυμιάδη αυτό που σώζει δεν είναι η αλήθεια, αλλά η παραποίησή της. Η πλαστοπροσωπία του Αγγελου Αγγέλου οδηγεί τον Μπίλυ Μπλου στην ανακάλυψη μιας καινούργιας δικής του ταυτότητας. Η εμφάνιση του αυτόκλητου γιου του γίνεται ο μοχλός που τον ανασύρει από τον βυθό μιας χαυνωτικής παρακμής για να τον εκτοξεύσει στα καινούργια ύψη.
Με τον τρόπο αυτόν, η Νένη Ευθυμιάδη οργανώνει ένα σφιχτοδεμένο κείμενο που, πίσω από μια καλοστημένη πλοκή, διακωμωδεί χωρίς να ισοπεδώνει, ανατρέπει χωρίς να μηδενίζει, ναρκοθετώντας με μαύρο χιούμορ το πεδίο της σύγχρονης πραγματικότητας και εκείνων που (νομίζουν ότι) την εξουσιάζουν.
No comments:
Post a Comment