Θα μπορούσε το όραμα του Μαγιακόφσκι για την Οκτωβριανή Επανάσταση και την ποίηση να τον έχει οδηγήσει στην αυτοκτονία; Ποια κρυμμένα μυστικά είχε ο Σέξπιρ, που ακόμα και σήμερα αμφισβητείται η πατρότητα των έργων του; Πόσο επηρέασε η τρέλα του Τζέιμς Τζόις τη συγγραφική του πένα;
Τα πάθη, κρυφά και φανερά, μικρά και μεγάλα είναι συνδεμένα με τον άνθρωπο. Αλλοτε μας ωθούν να ξεπεράσουμε τα συνηθισμένα όρια, και άλλοτε μας οδηγούν στην καταστροφή. Από τον κανόνα δεν ξέφυγαν οι κορυφαίοι φιλόσοφοι, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, που «βιογραφεί» ο καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θεοδόσης Πελεγρίνης στο νέο του βιβλίο «Εγχειρίδιον παθών», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τα «Ελληνικά Γράμματα».
«Δίχως πάθη δεν θα κάναμε τίποτε απολύτως, δεν θα είχαμε την δυνατότητα να είμαστε καλοί ή κακοί, χρήσιμοι ή επικίνδυνοι, ειλικρινείς ή ψεύτες», επισημαίνει στο εγχειρίδιο, αποσπάσματα του οποίου προδημοσιεύουμε σήμερα. «Ακόμη κι αν ζώντας με τα πάθη κινδυνεύεις να καταστραφείς, είναι καλύτερα αντί να περιπέσεις στη θανατηφόρα αδράνεια που σου επιφυλάσσει η απουσία των παθών».
Ο περσινός κάτοχος του Κρατικού Βραβείου Δοκιμίου-Κριτικής στο πρώτο μέρος του βιβλίου του κάνει μιαν αναδρομή στον Καρτέσιο, στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη αλλά και στη χριστιανική αντίληψη, σκιαγραφώντας τις διάφορες φιλοσοφίες για τα πάθη, με ζωντανό, κατανοητό τρόπο, και -κατά την προσφιλή του συνήθεια- με πολλά παραδείγματα που ενώνουν το παρελθόν με το σήμερα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου στέκεται σε τρανταχτά παραδείγματα παθιασμένων δημιουργών, οι οποίοι υποκινήθηκαν από τις «αμαρτίες» και τα βάσανά τους, και αναλύει τις ζωές υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας και της ψυχανάλυσης ταυτόχρονα.
* «Ιδού κάποιος που θέλησε να ξεκόψει από τον παλιό κόσμο και, τελικά, δεν τα κατάφερε». Δεν είναι άλλος από τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ο οποίος ήρθε σε ρήξη με το παλιό «με την οδό της βίας που την εκφράζει η επανάσταση και την οδό της ευαισθησίας, που την αντιπροσωπεύει η τέχνη και, ειδικότερα η ποίηση». Κι όμως ο ποιητής της Οκτωβριανής Επανάστασης, που σύμφωνα με το μανιφέστο του ήθελε να δώσει «ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημόσιου γούστου», αμφισβητήθηκε για την ειλικρίνεια των προθέσεών του. Η δυνατότητα που του παρείχε το κράτος να ταξιδεύει στο εξωτερικό, η άδεια οπλοφορίας που κατ' εξαίρεση του είχε παραχωρηθεί, το ιδιωτικό «Ρενό» που οδηγούσε έδιναν λαβή στους επικριτές του.
Ωστόσο, ο Μαγιακόφσκι τούς αποστόμωσε βάζοντας με μια σφαίρα τέλος στη ζωή του στις 14 Απριλίου του 1930, πριν συμπληρώσει το 37ο έτος της ηλικίας του. «Τα δεκανίκια που θα τον βοηθούσαν να ξεκόψει από τον παλιό κόσμο για να περπατήσει στον καινούριο ήταν η επανάσταση και η ποίηση. Στην πορεία σπάσανε και τα δύο, αφήνοντάς τον στη μέση του δρόμου», συμπεραίνει ο συγγραφέας του εγχειριδίου.
* Στο περιβάλλον του εναντιώθηκε και ο Οσκαρ Ουάιλντ, με διαφορετικό όμως τρόπο. Υπερασπίστηκε την ομοφυλοφιλία του, «μάλλον από απερισκεψία», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, με αποτέλεσμα «να υποστεί ο ίδιος βλάβη (...) χωρίς, παράλληλα, να αλλάξει και τίποτα στο περιβάλλον προς το οποίο εναντιώθηκε».
Ετσι, όταν κατηγορήθηκε ως σοδομιστής αντί να ακούσει τους φίλους που τον προέτρεπαν να αγνοήσει την προσβολή και να φύγει στο εξωτερικό, προτίμησε να πάει στο δικαστήριο πιστεύοντας ότι «όχι μόνο θα δικαιωνόταν, αλλά ότι θα είχε την ευκαιρία να επαναβεβαιώσει την αξία της ύπαρξής του».
Η συντηρητική αγγλική κοινωνία τού έδειξε τα δόντια της και ο Ουάιλντ οδηγήθηκε στη φυλακή όπου δεινοπάθησε, η οικονομική του κατάσταση χειροτέρεψε, ενώ η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, αλλάζοντας το επώνυμό της. Το χειρότερο, όταν αποφυλακίστηκε είχε χάσει το ενδιαφέρον του για το αντικείμενο του πόθου του, που τον κατέστρεψε, τον νεαρό Μπόζι.
* Ο Ουίλιαμ Σέξπιρ «ούτε καν ένα χειρόγραφό του δεν φρόντισε να μας αφήσει που να πιστοποιεί ότι είναι ο συγγραφέας των αριστουργημάτων που του αποδίδονται. Κι αυτό ακόμη το πορτρέτο του, που το βλέπουμε να φιγουράρει δεξιά κι αριστερά, είναι αμφίβολο ότι είναι δικό του.
Προς τι, όμως, το πάθος του αυτό της μυστικότητας γύρω από το πρόσωπό του, η επιμέλειά του αυτή να μην αφήσει πίσω ίχνη για το ποιος ήταν;».
Ο Θ. Πελεγρίνης τον χαρακτηρίζει «Γουίλιαμ το φάντασμα», και υποστηρίζει ότι η μυστικοπάθεια του Σέξπιρ απορρέει από το κλίμα της εποχής του: Τα χρόνια εκείνα στην Αγγλία είχε καθιερωθεί ο προτεσταντισμός και είχε αναπτυχθεί ένα εκτεταμένο δίκτυο κατασκοπίας, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κύριος εχθρός της πολιτείας, ο καθολικισμός, που επιζητούσε να καταλάβει την εξουσία. Ετσι, ο Σέξπιρ προτίμησε να γίνει ένας «λαθρεπιβάτης της ζωής». Ομως στην ποίηση μπορούσε «μένοντας κρυμμένος πίσω από τα μέσα της- την πλοκή του έργου, την αναφορά σε άλλους τόπους και χρόνους, τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές, τις αλληγορίες, τις φανταστικές περιγραφές και άλλα τέτοια- να μιλήσει ακίνδυνα για τις πιο προχωρημένες ιδέες και τις πιο πρωτοποριακές θεωρίες, που διαφορετικά έξω, στην κοινωνία, δεν θα τολμούσε να τις ξεστομίσει, γιατί ήξερε πως τον περίμενε η Ιερά Εξέταση, η φυλάκιση ή ακόμη και η εκτέλεση, όπως είχε συμβεί με τόσους και τόσους αιρετικούς».
* Ο «Ιωνάθαν ο Διαβολόπαπας», κοινώς ο γαλανομάτης ιρλανδός ιερωμένος Τζόναθαν Σουίφτ που έγραψε τα συναρπαστικά «Ταξίδια του Γκιούλιβερ», ήταν περιβόητος για την τσιγκουνιά και την ατυχία του. «Χωρίς καμία περιουσία και με την υγεία του θρυμματισμένη, τελικά ούτε καν κι αυτόν τον καφέ του ήταν σε θέση να απολαύσει, αφού όπως ο ίδιος έλεγε, "μπορεί μεν ο πλούτος να αποτελεί τα 9/10 της ζωής, το δέκατο να είναι υγεία και το ενδέκατο ο καφές, αλλά είναι αδύνατο χωρίς τα δύο πρώτα να πιει κανείς τον καφέ του σωστά"».
Ο,τι εξοικονομούσε το διέθετε υπέρ των φτωχών και των αναξιοπαθούντων. Τα υπόλοιπα τα αποταμίευε με σκοπό να χτιστεί στο Δουβλίνο το Νοσοκομείο του Αγίου Πατρικίου, ένα από τα πρώτα ψυχιατρεία στην Ευρώπη, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα. Μέχρι το τέλος, στην ψυχή του κυριαρχούσε η απαξίωση για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ελεγε χαρακτηριστικά: «Τι άλλο είναι ο άνθρωπος παρά ένα πλάσμα ανάποδο, που κυλιέται στο έδαφος με τις ζωικές ιδιότητές του να διευθύνουν τις λογικές και με το κεφάλι του εκεί όπου θα έπρεπε να είναι οι φτέρνες του».
* Σύμφωνα με τον συγγραφέα του «Εγχειριδίου παθών», οι αντιξοότητες, οι ταλαιπωρίες, τα βάσανα, όλ' αυτά που μπορούν να κάνουν τον βίο του ανθρώπου κόλαση, μπορεί να φανούν σαν μια στημένη κωμωδία στα μάτια κάποιου που παρατηρεί τις εξελίξεις απ' έξω. Ετσι και ο Μπετόβεν, που ήταν από τη φύση του άσχημος, με πρόσωπο διάστικτο από σημάδια ευλογιάς, ενώ υπέφερε σε όλη του τη ζωή από πονοκεφάλους και αιμορραγίες, ατύχησε στις σχέσεις του με τις γυναίκες, είχε οικονομική ανασφάλεια και στα γεράματά του σχεδόν κουφάθηκε... κατόρθωσε να δει σαν φάρσα τη ζωή του, όταν κατάλαβε πως φτάνει το τέλος: «Χειροκροτήστε, φίλοι, η κωμωδία τελείωσε...» είπε και έπεσε σε κώμα τριών ημερών πριν παραδώσει το πνεύμα.
* Αυτό που ταλάνιζε τον Τζέιμς Τζόις ήταν η σχιζοφρένεια, αλλά δεν το παραδεχόταν. Αγαπούσε υπέρμετρα την κόρη του, που είχε ψυχολογικά προβλήματα, έβλεπε σε αυτήν μια πρώτη χορεύτρια παρά μια μετριότητα και προσπαθούσε να την κρατήσει έξω από τα ψυχιατρεία. Αν παραδεχόταν την ψύχωσή της θα παραδεχόταν και τη δική του, σύμφωνα με την ερμηνεία του ελβετού ψυχιάτρου Καρλ Γιουνγκ.
«Ωστόσο το ταλέντο του Τζόις βγήκε στην επιφάνεια, σε αντίθεση με την κόρη του που, μη έχοντας το ταλέντο του, έμεινε στο βυθό και χάθηκε στους ασυνάρτητους και αδιέξοδους διαδρόμους του μυαλού της».
* Τουλάχιστον αυτοί με τα πάθη τους έβλαψαν μόνον τον εαυτό τους, ενώ ο γάλλος φιλόσοφος Λουί Αλτουσέρ έβλαψε τη σύντροφό του: «Το ένζυμο της τρέλας μέσα του φαίνεται από την μια πλευρά να ενεργοποίησε τις δυνάμεις του μυαλού του έτσι, ώστε γρήγορα να ξεχωρίσει αυτός ανάμεσα στους διανοούμενους, και από την άλλη, στη συνέχεια να απορύθμισε τον νου του -σε σημείο τέτοιο, μάλιστα, ώστε να φτάσει στο έγκλημα και στην παραίτηση», επισημαίνει ο Θ. Πελεγρίνης.
Ηταν 62 ετών ο ερμηνευτής του Μαρξ όταν σκότωσε τη γυναίκα του που τον στήριζε για χρόνια. «Την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια, δίνοντας, έτσι, σε αυτά ένα ρόλο αντίστροφο από αυτόν που διαδραμάτισαν τα δικά της χέρια γι' αυτόν», προσφέροντάς του θαλπωρή, παρηγοριά και ανακούφιση.
Ο ίδιος ο Αλτουσέρ είχε εξομολογηθεί πριν τον κλείσουν στο ψυχιατρείο: «Πόσες φορές δεν δάκρυσα μέσα σε αυτά τα χέρια και δεν με έκαναν αυτά να κλάψω, δίχως ποτέ να της πω γιατί...».
Ο Μπετόβεν ατύχησε στις σχέσεις του με τις γυναίκες, ο Οσκαρ Ουάιλντ δεινοπάθησε όταν διεκδίκησε το δικαίωμα στην ομοφυλοφιλία, ο Μαγιακόφσκι προσπάθησε μάταια να ξεκόψει από τον παλιό κόσμο και ο Σέξπιρ έφτιαξε γύρω του έναν άλλον κόσμο, γεμάτο μυστικότητα.
«Δίχως πάθη δεν θα κάναμε τίποτε απολύτως, δεν θα είχαμε την δυνατότητα να είμαστε καλοί ή κακοί, χρήσιμοι ή επικίνδυνοι, ειλικρινείς ή ψεύτες», επισημαίνει στο εγχειρίδιο, αποσπάσματα του οποίου προδημοσιεύουμε σήμερα. «Ακόμη κι αν ζώντας με τα πάθη κινδυνεύεις να καταστραφείς, είναι καλύτερα αντί να περιπέσεις στη θανατηφόρα αδράνεια που σου επιφυλάσσει η απουσία των παθών».
Ο περσινός κάτοχος του Κρατικού Βραβείου Δοκιμίου-Κριτικής στο πρώτο μέρος του βιβλίου του κάνει μιαν αναδρομή στον Καρτέσιο, στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη αλλά και στη χριστιανική αντίληψη, σκιαγραφώντας τις διάφορες φιλοσοφίες για τα πάθη, με ζωντανό, κατανοητό τρόπο, και -κατά την προσφιλή του συνήθεια- με πολλά παραδείγματα που ενώνουν το παρελθόν με το σήμερα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου στέκεται σε τρανταχτά παραδείγματα παθιασμένων δημιουργών, οι οποίοι υποκινήθηκαν από τις «αμαρτίες» και τα βάσανά τους, και αναλύει τις ζωές υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας και της ψυχανάλυσης ταυτόχρονα.
* «Ιδού κάποιος που θέλησε να ξεκόψει από τον παλιό κόσμο και, τελικά, δεν τα κατάφερε». Δεν είναι άλλος από τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ο οποίος ήρθε σε ρήξη με το παλιό «με την οδό της βίας που την εκφράζει η επανάσταση και την οδό της ευαισθησίας, που την αντιπροσωπεύει η τέχνη και, ειδικότερα η ποίηση». Κι όμως ο ποιητής της Οκτωβριανής Επανάστασης, που σύμφωνα με το μανιφέστο του ήθελε να δώσει «ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημόσιου γούστου», αμφισβητήθηκε για την ειλικρίνεια των προθέσεών του. Η δυνατότητα που του παρείχε το κράτος να ταξιδεύει στο εξωτερικό, η άδεια οπλοφορίας που κατ' εξαίρεση του είχε παραχωρηθεί, το ιδιωτικό «Ρενό» που οδηγούσε έδιναν λαβή στους επικριτές του.
Ωστόσο, ο Μαγιακόφσκι τούς αποστόμωσε βάζοντας με μια σφαίρα τέλος στη ζωή του στις 14 Απριλίου του 1930, πριν συμπληρώσει το 37ο έτος της ηλικίας του. «Τα δεκανίκια που θα τον βοηθούσαν να ξεκόψει από τον παλιό κόσμο για να περπατήσει στον καινούριο ήταν η επανάσταση και η ποίηση. Στην πορεία σπάσανε και τα δύο, αφήνοντάς τον στη μέση του δρόμου», συμπεραίνει ο συγγραφέας του εγχειριδίου.
Κόντρα στην κοινωνία
* Στο περιβάλλον του εναντιώθηκε και ο Οσκαρ Ουάιλντ, με διαφορετικό όμως τρόπο. Υπερασπίστηκε την ομοφυλοφιλία του, «μάλλον από απερισκεψία», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, με αποτέλεσμα «να υποστεί ο ίδιος βλάβη (...) χωρίς, παράλληλα, να αλλάξει και τίποτα στο περιβάλλον προς το οποίο εναντιώθηκε».
Ετσι, όταν κατηγορήθηκε ως σοδομιστής αντί να ακούσει τους φίλους που τον προέτρεπαν να αγνοήσει την προσβολή και να φύγει στο εξωτερικό, προτίμησε να πάει στο δικαστήριο πιστεύοντας ότι «όχι μόνο θα δικαιωνόταν, αλλά ότι θα είχε την ευκαιρία να επαναβεβαιώσει την αξία της ύπαρξής του».
Η συντηρητική αγγλική κοινωνία τού έδειξε τα δόντια της και ο Ουάιλντ οδηγήθηκε στη φυλακή όπου δεινοπάθησε, η οικονομική του κατάσταση χειροτέρεψε, ενώ η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, αλλάζοντας το επώνυμό της. Το χειρότερο, όταν αποφυλακίστηκε είχε χάσει το ενδιαφέρον του για το αντικείμενο του πόθου του, που τον κατέστρεψε, τον νεαρό Μπόζι.
* Ο Ουίλιαμ Σέξπιρ «ούτε καν ένα χειρόγραφό του δεν φρόντισε να μας αφήσει που να πιστοποιεί ότι είναι ο συγγραφέας των αριστουργημάτων που του αποδίδονται. Κι αυτό ακόμη το πορτρέτο του, που το βλέπουμε να φιγουράρει δεξιά κι αριστερά, είναι αμφίβολο ότι είναι δικό του.
Προς τι, όμως, το πάθος του αυτό της μυστικότητας γύρω από το πρόσωπό του, η επιμέλειά του αυτή να μην αφήσει πίσω ίχνη για το ποιος ήταν;».
Ο Θ. Πελεγρίνης τον χαρακτηρίζει «Γουίλιαμ το φάντασμα», και υποστηρίζει ότι η μυστικοπάθεια του Σέξπιρ απορρέει από το κλίμα της εποχής του: Τα χρόνια εκείνα στην Αγγλία είχε καθιερωθεί ο προτεσταντισμός και είχε αναπτυχθεί ένα εκτεταμένο δίκτυο κατασκοπίας, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κύριος εχθρός της πολιτείας, ο καθολικισμός, που επιζητούσε να καταλάβει την εξουσία. Ετσι, ο Σέξπιρ προτίμησε να γίνει ένας «λαθρεπιβάτης της ζωής». Ομως στην ποίηση μπορούσε «μένοντας κρυμμένος πίσω από τα μέσα της- την πλοκή του έργου, την αναφορά σε άλλους τόπους και χρόνους, τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές, τις αλληγορίες, τις φανταστικές περιγραφές και άλλα τέτοια- να μιλήσει ακίνδυνα για τις πιο προχωρημένες ιδέες και τις πιο πρωτοποριακές θεωρίες, που διαφορετικά έξω, στην κοινωνία, δεν θα τολμούσε να τις ξεστομίσει, γιατί ήξερε πως τον περίμενε η Ιερά Εξέταση, η φυλάκιση ή ακόμη και η εκτέλεση, όπως είχε συμβεί με τόσους και τόσους αιρετικούς».
* Ο «Ιωνάθαν ο Διαβολόπαπας», κοινώς ο γαλανομάτης ιρλανδός ιερωμένος Τζόναθαν Σουίφτ που έγραψε τα συναρπαστικά «Ταξίδια του Γκιούλιβερ», ήταν περιβόητος για την τσιγκουνιά και την ατυχία του. «Χωρίς καμία περιουσία και με την υγεία του θρυμματισμένη, τελικά ούτε καν κι αυτόν τον καφέ του ήταν σε θέση να απολαύσει, αφού όπως ο ίδιος έλεγε, "μπορεί μεν ο πλούτος να αποτελεί τα 9/10 της ζωής, το δέκατο να είναι υγεία και το ενδέκατο ο καφές, αλλά είναι αδύνατο χωρίς τα δύο πρώτα να πιει κανείς τον καφέ του σωστά"».
Ο,τι εξοικονομούσε το διέθετε υπέρ των φτωχών και των αναξιοπαθούντων. Τα υπόλοιπα τα αποταμίευε με σκοπό να χτιστεί στο Δουβλίνο το Νοσοκομείο του Αγίου Πατρικίου, ένα από τα πρώτα ψυχιατρεία στην Ευρώπη, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα. Μέχρι το τέλος, στην ψυχή του κυριαρχούσε η απαξίωση για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ελεγε χαρακτηριστικά: «Τι άλλο είναι ο άνθρωπος παρά ένα πλάσμα ανάποδο, που κυλιέται στο έδαφος με τις ζωικές ιδιότητές του να διευθύνουν τις λογικές και με το κεφάλι του εκεί όπου θα έπρεπε να είναι οι φτέρνες του».
* Σύμφωνα με τον συγγραφέα του «Εγχειριδίου παθών», οι αντιξοότητες, οι ταλαιπωρίες, τα βάσανα, όλ' αυτά που μπορούν να κάνουν τον βίο του ανθρώπου κόλαση, μπορεί να φανούν σαν μια στημένη κωμωδία στα μάτια κάποιου που παρατηρεί τις εξελίξεις απ' έξω. Ετσι και ο Μπετόβεν, που ήταν από τη φύση του άσχημος, με πρόσωπο διάστικτο από σημάδια ευλογιάς, ενώ υπέφερε σε όλη του τη ζωή από πονοκεφάλους και αιμορραγίες, ατύχησε στις σχέσεις του με τις γυναίκες, είχε οικονομική ανασφάλεια και στα γεράματά του σχεδόν κουφάθηκε... κατόρθωσε να δει σαν φάρσα τη ζωή του, όταν κατάλαβε πως φτάνει το τέλος: «Χειροκροτήστε, φίλοι, η κωμωδία τελείωσε...» είπε και έπεσε σε κώμα τριών ημερών πριν παραδώσει το πνεύμα.
Απέναντι στην τρέλα
* Αυτό που ταλάνιζε τον Τζέιμς Τζόις ήταν η σχιζοφρένεια, αλλά δεν το παραδεχόταν. Αγαπούσε υπέρμετρα την κόρη του, που είχε ψυχολογικά προβλήματα, έβλεπε σε αυτήν μια πρώτη χορεύτρια παρά μια μετριότητα και προσπαθούσε να την κρατήσει έξω από τα ψυχιατρεία. Αν παραδεχόταν την ψύχωσή της θα παραδεχόταν και τη δική του, σύμφωνα με την ερμηνεία του ελβετού ψυχιάτρου Καρλ Γιουνγκ.
«Ωστόσο το ταλέντο του Τζόις βγήκε στην επιφάνεια, σε αντίθεση με την κόρη του που, μη έχοντας το ταλέντο του, έμεινε στο βυθό και χάθηκε στους ασυνάρτητους και αδιέξοδους διαδρόμους του μυαλού της».
* Τουλάχιστον αυτοί με τα πάθη τους έβλαψαν μόνον τον εαυτό τους, ενώ ο γάλλος φιλόσοφος Λουί Αλτουσέρ έβλαψε τη σύντροφό του: «Το ένζυμο της τρέλας μέσα του φαίνεται από την μια πλευρά να ενεργοποίησε τις δυνάμεις του μυαλού του έτσι, ώστε γρήγορα να ξεχωρίσει αυτός ανάμεσα στους διανοούμενους, και από την άλλη, στη συνέχεια να απορύθμισε τον νου του -σε σημείο τέτοιο, μάλιστα, ώστε να φτάσει στο έγκλημα και στην παραίτηση», επισημαίνει ο Θ. Πελεγρίνης.
Ηταν 62 ετών ο ερμηνευτής του Μαρξ όταν σκότωσε τη γυναίκα του που τον στήριζε για χρόνια. «Την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια, δίνοντας, έτσι, σε αυτά ένα ρόλο αντίστροφο από αυτόν που διαδραμάτισαν τα δικά της χέρια γι' αυτόν», προσφέροντάς του θαλπωρή, παρηγοριά και ανακούφιση.
Ο ίδιος ο Αλτουσέρ είχε εξομολογηθεί πριν τον κλείσουν στο ψυχιατρείο: «Πόσες φορές δεν δάκρυσα μέσα σε αυτά τα χέρια και δεν με έκαναν αυτά να κλάψω, δίχως ποτέ να της πω γιατί...».
No comments:
Post a Comment