Του Παντελή Μπουκάλα, Η Καθημερινή, Tρίτη, 14 Oκτωβρίου 2008
Δημοσθένης Κούρτοβικ: «Τι ζητούν οι βάρβαροι». Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 2008, σελ. 308.
Ο,τι με τον καιρό αποβαίνει επίσημο «εθνικό αφήγημα» κάθε λαού δεν μπορεί παρά να είναι δοξαστικό και δικαιωτικό. Στη λαμπρή επιφάνειά του, οι γκρίζες στιγμές, αυτές που δεν περιποιούν τιμή ή αφήνουν το περιθώριο για διαφορετικές και στενόχωρες ερμηνείες, θα βρουν θέση στον πυθμένα της σελίδας, σε υποσημειώσεις με γράμματα μικρά, δυσδιάκριτα. Αλλά ακόμα κι αυτό δεν γίνεται πάντοτε· η επιβεβλημένη εθνική ορθότητα, ο κομφορμισμός, η δυσφορία, που προκαλεί η υποχρέωση της αυτοκριτικής, δεν το επιτρέπουν. Ετσι, όσο πρόθυμοι και ικανοί εμφανιζόμαστε στον έλεγχο του «εθνικού αφηγήματος» άλλων λαών, με τη διαδρομή των οποίων διασταυρώθηκε η δική μας πορεία ή όχι, τόσο δυσκολευόμαστε να προβούμε (ή να ανεχτούμε) σε μια μάλλον κoπιαστική και επώδυνη αυτοανάγνωση και αυτοαναγνώριση, που αρνείται το έτοιμο σχήμα, το δοξαστικό και δικαιωτικό όπως είπα.
Η μάχη για το βιβλίο της «Ιστορίας» της έκτης δημοτικού, για παράδειγμα, δεν δόθηκε για το αν ήταν σε σωστά και ωραία ελληνικά γραμμένο (αν δηλαδή το «συνωστίστηκαν» εκείνο ήταν αδύναμο ή και μειωτικό) αλλά για το αν ήταν η σωστή Ιστορία. Και σωστή Ιστορία υπάρχει μόνο μία, ως γνωστόν: η δική μας. Επίσης γνωστό είναι ότι η σύγκρουση για την «ορθότητα» κρατάει από πολύ παλιά, τουλάχιστον από τον καιρό που ο Πλούταρχος (αν ήταν όντως αυτός ο γράψας, όπως εικάζεται) αφιέρωνε ολόκληρο σύγγραμμα για να «αποδείξει» και προπάντων να ελεεινολογήσει την «κακοήθεια» του Ηροδότου, του πατέρα της ιστορίας κατά τα λοιπά, ο οποίος επικρίνεται εκεί για αμβλυμένη ελληνική συνείδηση, ή περίπου.
Συνοδοιπόρος της εθνικής ιστοριογραφίας είναι η εθνικώς ορθή λογοτεχνία, η οποία ενίοτε γίνεται οδηγητής και τροφοδότης της, όταν οι θρύλοι που αναδεικνύονται από τη λογοτεχνική φαντασία, αναβαθμίζονται σε αναμφισβήτητα πειστήρια από ιστοριογράφους και γίνονται πλέον παράγραφοι, ιστορικής υποτίθεται αξίας, της μεγάλης κανονικής αφήγησης. Σε άλλες περιπτώσεις ωστόσο η λογοτεχνία, όταν αναπλάθει και ανασυντάσσει, με τη δική της ύλη και τη δική της μέθοδο, τη διαδρομή μιας προσωπικότητας, μια ιστορική περίοδο ή ακόμα και την εσωτερική ζωή ενός κόμματος, αποδεικνύεται ισχυρότερος προβολέας από την προκάτ ιστοριογραφία και οπωσδήποτε περισσότερο ωφέλιμος σε βάθος χρόνου: στο κάτοπτρο που ετοιμάζει, βλέπουμε μια μορφή λιγότερο όμορφη, λιγότερο σίγουρη κι αυτάρεσκη - κι αυτό τουλάχιστον απαγορεύει να πέσουμε σε βύθος, το βύθος του ναρκισσισμού.
Το μυθιστόρημα «Τι ζητούν οι βάρβαροι» του πεζογράφου, δοκιμιογράφου και κριτικού Δημοσθένη Κούρτοβικ (γεν. 1948) συντάσσεται προγραμματικά με αυτήν ακριβώς τη λογοτεχνική παράδοση, μάλλον μειονοτική: την παράδοση του κριτικού και αυτοκριτικού λόγου που, όταν καταπιάνεται με ιστορικά συμβάντα, δεν αφήνει ποτέ στην άκρη τη σκέψη ότι, ακόμα κι αν η ιστορία είναι μία (για τους θεούς προφανώς, που παρακολουθούν από το ψηλό βουνό τους την ανθρώπινη περιπέτεια, αδιάφοροι κι όταν αποφασίζουν να εμπλακούν), οι θνητοί, σαν παραγωγοί της ιστορίας αλλά και δέσμιοί της, έχουν πολλούς τρόπους να τη δουν: ο καθένας και το σύνορό του, άρα και το βλέμμα του.
Πρόκειται λοιπόν για ένα μυθιστόρημα ιδεών, ή ιδεολογίας, που, ευθαρσώς, δεν κρύβεται και δεν κρύβει και το οποίο, για να υπηρετήσει την κινητήρια σκέψη, αφήνει ορισμένους ήρωες κάπως ασχημάτιστους, ή μάλλον σχηματικούς, σαν φορείς ιδεών περισσότερο παρά σαν ανθρώπους που ζουν τα πάθη τους (ως προς αυτό, η προσθήκη ερωτικών επεισοδίων δεν ωφελεί ιδιαίτερα την καθαυτό πλοκή). Το βασικό για τον Κούρτοβικ είναι να δείξει (πού τα «βαλκανικά φαντάσματα» και ποιες οι «ιστορικές φαντασιώσεις»). Τα πρόσωπά του, συγγραφείς από διάφορες χώρες των Βαλκανίων, λειτουργούν σαν αχθοφόροι της εθνικής μνήμης της πατρίδας τους, έτσι όπως σχηματίστηκε στο πέρασμα των χρόνων με πρώτη ύλη την προκατάληψη. Κι ίσως μια κάποια «άρνηση του λογοτεχνικού» (ή μια αναγνώριση της αδυναμίας της λογοτεχνίας) να θέλει να υποδηλώσει η προκαταρκτική φράση του συγγραφέα «Ούτε είμαι λογοτέχνης ούτε φιλοδοξώ να γίνω», η οποία υπάρχει στην ασυνήθιστη για μυθοπλασία «Εισαγωγή (ή ίσως επίμετρο)» του συγγραφέα, και την οποία τη διαβάζω σαν κάτι περισσότερο από παιχνίδισμα, αυτοσαρκαστικό ή αυτοανατρεπτικό, σαν κάτι διαφορετικό από επίκληση αυθεντικότητας.
Τόπος, λοιπόν, του μυθιστορήματος είναι τα Βαλκάνια, και ειδικότερα η φανταστική κωμόπολη Τυρίμμεια (ή Γαζέτεπε τουρκιστί ή Κρασνίτσα όπως την ονομάζουν «χαμηλόφωνα» μερικοί ντόπιοι), «όχι μακριά από τη συμβολή των συνόρων της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της νυν και αεί πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (στο βιβλίο η FYROM υπάρχει και με το «όνομα» «Ξερεισποιά»). Εκεί, με αφορμή τα εκατό χρόνια του λεγόμενου Μακεδονικού Αγώνα, «της πρώτης σύγκρουσης των βαλκανικών εθνικισμών γύρω από τη Μακεδονία», καταφτάνουν «καθ’ υποτροπήν Βαλκάνιοι» λογοτέχνες για να διεκδικήσουν το «νέο αναβαθμισμένο βραβείο Interbalkan». Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, τα μέλη της οποίας δεν έχουν προετοιμαστεί με ιδιαίτερη επιμέλεια (ακούμε εδώ έναν ψόγο για τα λογοτεχνικά μας καθέκαστα) είναι «ο διεθνώς γνωστός συγγραφέας Αργύρης Χρυσικός, εγκατεστημένος εδώ και δεκαετίες στο Παρίσι». Γιος δασκάλου από τα Τρίκαλα, βρέθηκε στη Δράμα όταν μετατέθηκε ο πατέρας του κι εκεί γνώρισε τη Μακεδονία, «γη των θαυμάτων, γη των τεράτων», θυμάται δε ότι «πουθενά δεν είχε δει τόσο άσχημη φτώχεια όσο τότε στη Μακεδονία. Στην άλλη, την “κάτω από τ’ αυλάκι” Ελλάδα, η φτώχεια ήταν μια εξοργιστική αδικία της τύχης» (ίσως εδώ να εννοείται η κάτω απ’ τα Τέμπη Ελλάδα, γιατί το «κάτω από τ’ αυλάκι» την περιορίζει στην Πελοπόννησο).
Τα προβλήματα της κριτικής επιτροπής αρχίζουν όταν τα μέλη της συνειδητοποιούν ότι τρία από τα οχτώ συναγωνιζόμενα μυθιστορήματα (το ελληνικό, το βουλγαρικό και το σερβικό) αφηγούνται το ίδιο περιστατικό, έναν ματωμένο μακεδονικό γάμο τις παραμονές του Δευτέρου Βαλκανικού πολέμου, το 1913· τότε τρεις αξιωματικοί, ένας Ελληνας, ένας Βούλγαρος κι ένας Σέρβος, φτάνουν σαν κουμπάροι σε κάποιο μακεδονικό χωριό και συνεργάζονται στην επισκευή μιας γέφυρας που μόλις την είχε καταστρέψει μια φονική βόμβα, ριγμένη από άγνωστης ταυτότητας αεροπλάνο.
Καθόλου περίεργο στην ιστοριογραφία (αρκεί να συγκρίνουμε τα σχολικά βιβλία Ιστορίας των βαλκανικών χωρών) και καθόλου ασυνήθιστο στη λογοτεχνία (όπου το ίδιο μικροσυμβάν εξιστορείται με σφόδρα διαφορετικούς τρόπους από όσους το έζησαν), τα τρία ενδομυθιστορηματικά μυθιστορήματα δεν διαφέρουν μόνο ως προς τη λογοτεχνική τους ταυτότητα (υπό μορφήν ανευρεθέντος ντοκουμέντου το ελληνικό, γραμμένο στην καθαρεύουσα, μαγικορεαλιστικό ή λυρικά αφηγηματικό το βουλγαρικό, πειραματιζόμενο το σερβικό, δίκην σταυρολέξου) αλλά, κυρίως, ως προς τη σκοπιά τους, την οπτική τους γωνία. Υστερα από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, και για «να μην προσυπογράψει την ιστορική εκδοχή» κανενός από τα τρία μυθιστορήματα που αναπλάθουν το ίδιο «αμάρτυρο» περιστατικό, η κριτική επιτροπή ξεγλιστράει βραβεύοντας το τούρκικο έργο, «ένα σοροπιαστό οθωμανικό μελό».
Ισως οι πιο κρίσιμες σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες οι τέσσερις (208-211) που απαρτίζουν μια οιονεί νέκυια σε μικρογραφία, όπου οι ψυχές δύο σκοτωμένων αδελφών, του Αντόν και του Φώτη, μιλούν στον ανήλιαγο κόσμο τους για τους «γραφιάδες», το «εμπόριο Ιστορίας» και το «εμπόριο μνήμης». Οι σκοτωμένοι του πολέμου (ο ένας είχε αυτοπροσδιοριστεί Βούλγαρος, ο άλλος Ελληνας) θυμούνται το σόι τους και τον «ντέντο» τους, τον παππού τους, και το κουβεντολόι τους το συνοψίζει τούτη η φράση: «Οσο πιο αβέβαιη γίνεται μια αλήθεια τόσο φανατικότεροι γίνονται οι πιστοί της».
Το φανατισμό και το «παλιό χτικιό» των Βαλκανίων θέτει στο στόχαστρό του ο Δημοσθένης Κούρτοβικ σε τούτο το κριτικά αναστοχαστικό και απερίστροφα πολιτικό μυθιστόρημα που εγκιβωτίζει τρία μικρότερα, και ταυτόχρονα ενσωματώνει. Και πετυχαίνει το στόχο του, αφού, παρότι ο λογοτεχνικός σκελετός καταπονείται από την περίπλοκη επεξεργασία και το πολιτικό βάρος, τελικά αντέχει και αποδίδει διαυγή την άποψη του συγγραφέα τόσο για την ίδια τη λογοτεχνία όσο και για την ιστορία (ή ιστοριογραφία), μια άποψη που διατυπώνεται με σαρκαστική ή και χλευαστική οξύτητα.
No comments:
Post a Comment